Χαίρετε Αμμόχωστος, Σαλαμίς, Έγκωμη… Σας χαιρετάμε από μακριά.
Χαίρετε, Αμμόχωστος, Σαλαμίς, Έγκωμη, Στύλλοι,
Σπαθαρικόν, Λευκόνικον, Ακανθού, Ριζοκάρπασον, Ταύρου, Αιγιαλούσα,
Δαυλέ, Αχερίτου, Λυθράγκωμη, Γαστριά, Βουκολίδα,
λίγα μόνο σημεία της ανατολικής παρειάς σου
χώρια οι δρυμοί και οι χαράδρες
για ν' αποφύγουμε τον ίσιο δρόμο
που μας πάει σε Μόρφου και Κερύνεια
κι άλλα καρτερικά ελληνικά ονόματα. (*)
Cyprus Varosha, Famagusta - abandoned Ghost Town 4K ( etzimanuel)
Αμμόχωστος Βασιλεύουσα
«Πόλη με το φεγγάρι στα μαλλιά σου/ τον ήλιο ξέσκεπο, την ευωδιά ντυμένη/ τα κρόσσια του Μαγιού, τη θάλασσα πλατάνι/ Εσένα θέλω, σένα λαχταρώ,/ εσύ που κάποτε ήσουν άσπρο μεσοφόρι/ κι αργότερα, στου δολοφονημένου προέδρου τη γωνία,/ ακίνητο κουφάρι, πατημένη θάλασσα». Αλλά τι να πεις για μια πόλη που τώρα την τριγυρίζει συρματόπλεγμα.
Πώς να κρατήσεις μια πόλη μέσα στην σκέψη και στην καρδιά σου; «Έκλεισα τα παράθυρα και πόρτες/ να μη διαχύνεται η πόλη στην αυλή./ Και τη μαζεύω κάτω απ΄ το κρεβάτι,/ μέσα στο ερμάρι, πίσω απ΄ τα κάδρα,/ στην κατσαρόλα του ατμού, στις δίπλες των βιβλίων». Κι ύστερα είναι ένας δρόμος που γεμίζει τις μνήμες του ποιητή:
«Τι είναι ο Πνυταγόρας όλοι ξέρουμε/ ή θα μπορούσαμε να μάθουμε/ (της Σαλαμίνας λένε πως ήταν βασιλιάς)/ την Πνυταγόρου όμως, τη μικρή μου Πνυταγόρου/ ανάμεσα Τίμιο Σταυρό και Αγία Ζώνη,/ την ξέρω εγώ και μόνο εγώ. Αλίμονο σε μένα:/ Ζηλεύω τις ποντίκες τουτουνού του δρόμου,/ τ’ αδέσποτα σκυλιά, τους άγριους γάτους/ που ερχόμενοι Ακροπόλεως και κατεβαίνοντας/ οδό Πεντέλης και Ιλαρίωνος εκβάλλουν/ στην Πνυταγόρου μου - καλότυχα παιδιά!/ Ήθελα να ’μουνα η ποντίκα του σπιτιού μου/ τ’ αδέσποτο σκυλί που μπαίνει στην αυλή μου/ κι ο άγριος γάτος που ανοίγει το ψυγείο/ να βρει το ξεχασμένο του κοτόπουλο./ Και να ’μουνα το φίδι κι η τσουκνίδα, το δέντρο που ξεράθηκε, η σπασμένη πόρτα/ πόθος ελίχρυσος που σκοτωμένος πέφτει/ να κοιμηθεί σε δίχτυα της αράχνης.».
Τι είναι η Αμμόχωστος; «Τα πράγματα είναι καθαρά. Μια πόλη/ σε αμνημόνευτους καιρούς, μια πόλη μυθική/ της πήραν ξάφνου τη λαλιά και την τροχοπεδώσαν./ Άμποτε να ’μουνα κι εγώ στην κοίτη του ματιού της/ την ώρα που της σφάλιζαν τα σωθικά με κράμα/ πηχτού κι ανάγλητου πολτού κατήφειας και σκισμάδας./ Μπορεί κάτι να γινόταν, τ’ αλλόκοτα είναι λίγα/ τα περιττά πάρα πολλά κι η λεπτομέρεια πλήρης./ Μπορεί και να την έσωζα παίρνοντας απ’ το χέρι/ την αργυρή ταυτότητα, κι ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΣ να γράφει,/ και να ’κρυβα στον κόρφο τ’ όνομά της/ κάνοντας τάχα πως κοιτώ απ’ το παράθυρο έξω.». Η προδοσία όπλισε χέρι δολοφονικό και ο τόπος κουρσεύτηκε από τον Τούρκο. «Στη χώρα μου», λέγει ο ποιητής, «που βγαίνει ο ήλιος τα μεσάνυχτα/ και το πρωί γεννιέται το φεγγάρι/ των κατοίκων στις πόλεις το πρόσωπο είναι νεκρολούλουδα/ κι οι χωρικοί κρασί και παξιμάδι./ Δε θα σας πω άλλα πρόσθετα στοιχεία./ η αμαρτία βαραίνει το λαό μου,/ καθορίζει την τέχνη του, τα λόγια και τ’ αγάλματά του,/ την πολιτική επιστήμη, την καθημερινή του σπονδή».
«Αλλά, θεέ μου, αυτός ο λαός/ επέδειξε απίστευτη αντοχή στο μαρτύριο και καρτερία/ για να δώσει με λόγια του Γιώργου Φιλίππου Πιερίδη/ τη σκυτάλη στους όλβιους, αυθεντικούς κερατάδες./ Τώρα τι να σου κάνω, τι να σε ειπώ;/ Χαίρετε, Αμμόχωστος,/ Σαλαμίς, Έγκωμη, Στύλλοι,/ Σπαθαρικόν, Λευκόνοικον, Ακανθού,/ Ριζοκάρπασον, Ταύρου, Αιγιαλούσα,/ Δαυλέ, Αχερίτου, Λυθράγκωμη,/ Γαστριά, Βουκολίδα - λίγα μόνο μνημεία της ανατολικής σου παρειάς,/ χώρια οι δρυμοί και οι χαράδρες/ για να αποφύγουμε τον ίσιο δρόμο που μας πάει σε/ Μόρφου και Κερύνεια/ κι άλλα καρτερικά ελληνικά ονόματα».
(*) Του Κυριάκου Χαραλαμπίδη
Χαίρετε Αμμόχωστος:
Κάθε καλοκαίρι η θάλασσα γυρνάει, η θάλασσα έχει μνήμη.
Τράπεζες, αλγόριθμοι, οικονομικοί δείκτες, ανεργία, φτώχια, κουρέματα. Το μάθαμε και φέτος το ποίημα μας
Χαίρετε Αμμόχωστος, Σαλαμίς, Έγκωμη… Σας χαιρετάμε από μακριά. Συνηθίσαμε. Συνηθίσατε. Το ανεχτήκαμε. Εσείς;
Βολευτήκαμε; Ναι.
Πονάμε; Ίσως.
Χαίρετε Αμμόχωστος. 43 χρόνια μετά κι ακόμη τρέχουμε στα Κρανς Μοντάνα για βουκολικές διακοπές με ισλαμοφασίστες και ανθρώπους που όχι μόνο δεν θέλουν λύση αλλά θέλουν να σας χαρίσουμε οριστικά για μια χούφτα διζωνικά δολάρια ή για μια χούφτα πατριωτικούς ύμνους.
Πόλεις του Βορρά, πόλεις φαντάσματα που αν σιγήσεις ακούς ακόμα το χαρμάνι του καφέ να ψήνεται στα καφενεία. Βαρύς ελληνικός όπως μάθαμε να το λέμε. Αν σιγήσεις ακούς το άναμμα του τσιγάρου καθώς η φλόγα από τον παλιό αναπτήρα τσακίζει με τη θερμότητα της φλόγας την άκρη του λευκού χαρτιού που τυλίγει τον εγγλέζικο καπνό.
Αυτόν τον καπνό που μας έφεραν «οι φίλοι του άλλου πολέμου*». Αυτοί οι φίλοι που δεν άφησαν «να καρπίσει το στάχυ*». Το ξέρω και το ξέρετε. Συνηθίσαμε τα οδοφράγματα. Στη Λευκωσία τα δειλινά δεν γυρνάμε το κεφάλι στα οδοφράγματα και στα τρύπια της νεκρής ζώνης σπίτια.
Μάθαμε να κλείνουμε τα αυτιά στις σειρήνες. Και όσοι ακόμα τις ακούνε φαντάζουν στα αυτιά τους σαν μια απόκοσμη, νοσηρή μελωδία. Μελωδία γυμνή από εικόνες εισβολής. Τράπεζες, αλγόριθμοι, οικονομικοί δείκτες, ανεργία, φτώχια, κουρέματα. Το μάθαμε και φέτος το ποίημα μας.
Άσε το Βορρά. Ξέχνα τον. Βρες μιαν καλή τιμή και πούλα. Πούλα τώρα. Γερμανοί, Γάλλοι, Άγγλοι σού στρώνουν ευρώ και δολάρια για τη γη σου. Πούλα. Όπως τότε στο χρηματιστήριο. Πούλα τη γη, πούλα τις εικόνες που δεν θες να θυμάσαι.
Η θάλασσα; Τι θα γίνει με τη θάλασσα; Το νερό έχει μνήμη λένε και κάθε Ιούλη και κάθε Αύγουστο γυρνάει εκεί που έμαθε…
Αυτή γυρνάει κάθε Ιούλη και σε σκεπάζει. Αυτή γυρνάει κάθε Αύγουστο και σε πνίγει. Πούλα. Να σπουδάσεις τα παιδιά σου. Να γίνουν χρήσιμοι. Να γίνουν αριθμομνήμονες. Να μπορούν να μετράνε σωστά τα κουφάρια των αγνοουμένων που θάβουμε. Μεγάλη ευκαιρία κι αυτή για να βγάζουν λόγους οι πολιτικάντηδες.
Για το χώμα ποιος θα νοιαστεί; Χώμα; Τι είναι αυτό; Το τσιμεντώσαμε για να φτιάξουμε μικρές μαρίνες και να κατατίθεται το ρούβλι.
Συνηθίσαμε. Το χρήμα, οι επενδύσεις, οι μαρίνες όλα όσα γεμίζουν τις τσέπες 5 οικογενειών του Νότου. Αστείο πράγμα. Βόρειοι και Νότιοι σε μια χώρα μια σταλιά. Σε ένα νησί που δεν μίλησε άλλη γλώσσα από την ελληνική. Σε μιαν κοινή πατρίδα των Ελλήνων και των λινοβάμβακων που αλλαξοπίστησαν. Το θεωρήσαμε προδοσία. Τότε αρχές του 1900 το θεωρήσαμε μεγάλη προδοσία.
Το 1974, στις 15 Ιουλίου.. Σταμάτα. Ξέρω που το πας. Δεν αγγίζουμε αυτά που μας πονάνε. Στο μάθανε στα σχολεία, στο μάθανε στο σπίτι, στο μάθανε οι συγγενείς. Τι δεν καταλαβαίνεις; Σταμάτα και μην αγγίζεις τις πληγές…
Τα αδέλφια;
Ανοίγουν φακέλους. Μας στέλνουν φακέλους. Τι να τα κάνουμε τώρα πια. Τι να αξίζουν εκατοντάδες σελίδες τώρα πια. Τώρα που χαιρετίζουμε την Αμμόχωστο και τη Σαλαμίνα τι να αξίζουν όλα αυτά.
Χαίρετε λοιπόν Αμμόχωστος, Σαλαμίς, Έγκωμη, Στύλοι. Σπαθαρικό, Λευκόνοικο, Ακανθού Ριζοκάρπασο, Ταύρου Αιγιαλούσα, Δαυλέ, Αχερίτου, Λυθράγκωμη, Γαστριά, Βουκολίδα**…
Από το Κρανς Μοντάνα σου στέλνουμε την αγάπη μας.
Και να θυμάσαι: Δεν ξεχνάμε. Εδώ πάνω στα σαλέ σε θυμόμαστε. Τα χιονισμένα βουνά δεν θυμίζουν τη χρυσή άμμο σου ούτε οι λίμνες τα γαλάζια νερά σου. Αλλά εμείς σε θυμόμαστε κάθε χάραμα καλοκαιριού που ροδίζει κόκκινος ο ουρανός και κάθε που αλλάζουμε κανάλι στις τηλεοράσεις μας.
Βαρεθήκαμε να βλέπουμε τα ίδια και τα ίδια αφιερώματα. Τα χώματα, Αμμόχωστος, ξεχνιούνται κάθε που βάζουμε την κάρτα μας στα ATM.
Χαίρετε Αμμόχωστος… Χαίρετε… Κι ας μην σε γνώρισε ποτέ η γενιά μου… Χαίρετε, μέχρι το επόμενο Κρανς Μοντάνα που θα σε βγάλουμε από το χρονοντούλαπο της ξεχαρβαλωμένης μας μνήμης για να σε παζαρέψουμε…
*Στίχοι από το ποίημα του Γιώργου Σεφέρη "Σαλαμίνα της Κύπρος"
**Στίχος από ποίημα του Κυριακού Χαραλαμπίδη.
Αντρέας Πολυκάρπου,
απόφοιτος του τμήματος Επικοινωνίας, Μέσων και πολιτισμού του Παντείου πανεπιστημίου και ολοκλήρωσε τις μεταπτυχιακές του σπουδές στις Διεθνείς Σχέσεις στο πανεπιστήμιο του Πειραιά. Αυτήν την περίοδο είναι υποψήφιος διδάκτορας στο τμήμα Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού του Παντείου. Το 2008 και το 2010 βραβεύτηκε από τη European Commission για δημοσιογραφικές του έρευνες και εκπροσώπησε τη χώρα του σε Σλοβενία και Κωνσταντινούπολη αντίστοιχα. Το 2017 έλαβε το διεθνές λογοτεχνικό βραβείο "Naji Naaman’s Literary Prize" 2017 ("Creativity Prize" ) από το διεθνή οργανισμό "Naji Naaman’s Foundation for Gratis Culture" (FGC).
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ: