Γνωσιακή Ψυχολογία: Τεχνολογικά διαμεσολαβημένες σχέσεις.


 Μετασχηματισμοί των διαπροσωπικών σχέσεων 
στην εποχή των κοινωνικών δικτύων.

Το να μιλήσει κανείς για μετασχηματισμούς ενόσω αυτοί βρίσκονται σε εξέλιξη είναι ένα δύσκολο έργο. Ειδικά όταν ο μελετητής βρίσκεται και ο ίδιος μέσα στη δίνη αυτών των μετασχηματισμών. Η μελέτη της αλλαγής απαιτεί μια ιστορική και ερευνητική απόσταση από το φαινόμενο που αλλάζει. Γι’ αυτό, οποιοσδήποτε λόγος περί μετασχηματισμών στις διαπροσωπικές σχέσεις δεν μπορεί να είναι ούτε πλήρως επεξεργασμένος ούτε αμιγώς ερευνητικός, αλλά κυρίως διερευνητικός και βιωματικός.

Ένας τρόπος να εντοπίσουμε εν μέρει τι αλλάζει είναι να εξετάσουμε πώς μετατρέπονται οι παράμετροι που συνέθεταν τον ορισμό της διαπροσωπικής σχέσης πριν από την έλευση της διαδικτυακής συνθήκης. Παραδοσιακά, η διαπροσωπική σχέση αναφέρεται στη μορφή και στη φύση του δεσμού που ενώνει δύο ή περισσότερα πρόσωπα (π.χ. φιλική, ερωτική, επαγγελματική κ.λπ.). Ανεξάρτητα όμως από τη φύση του δεσμού που συνδέει δύο ανθρώπους, η έννοια της σχέσης περιλαμβάνει μια σχετική σταθερότητα στον χρόνο και ένα κοινό αίσθημα προσωπικής εμπλοκής ακόμη και σε περιπτώσεις που η φυσική επαφή απουσιάζει επί αρκετό χρονικό διάστημα. Το όχημα μέσω του οποίου η σχέση εγκαθιδρύεται, αναπτύσσεται και εξελίσσεται είναι η επικοινωνία, όπως αυτή διεξάγεται μέσα από την αλληλεπίδραση (άμεση ή διαμεσολαβημένη) των εμπλεκομένων στη σχέση. Η μελέτη των διαπροσωπικών σχέσεων είναι ένα σύνθετο φαινόμενο, το οποίο, για ερευνητικούς και διδακτικούς λόγους, χρειάζεται να αναλυθεί σε τουλάχιστον τρία επίπεδα, μολονότι στην πράξη τα επίπεδα αυτά διαπλέκονται και αλληλεπιδρούν.1   

Μετατροπές σε βασικά συστατικά των σχέσεων

Σε ένα βασικό, πρώτο επίπεδο, μια σχέση μπορεί να μελετηθεί μέσω της παρατήρησης του τι διεξάγεται μεταξύ των εμπλεκομένων κατά τη συνάντησή τους στο «εδώ και τώρα». Όταν δυο άνθρωποι «συναντιούνται» στο διαδικτυακό περιβάλλον, τα λόγια, η κίνηση, οι χειρονομίες, η διαπροσωπική απόσταση και άλλα συστατικά της αλληλεπίδρασης, δηλαδή ολόκληρη η λεκτική και η μη λεκτική τους συμπεριφορά, αλλάζουν μορφή. Οι φράσεις είναι συνοπτικές, οι λέξεις συντετμημένες, ενώ η κίνηση, οι χειρονομίες και η φυσική διαπροσωπική απόσταση αποτελούν πλέον άχρηστα συστατικά της αλληλεπίδρασης. Από τις πέντε αισθήσεις που βρίσκονται σε ετοιμότητα ή δρουν υποσυνείδητα στο παρασκήνιο κατά την άμεση διαπροσωπική επικοινωνία, τουλάχιστον οι τρεις –η όσφρηση, η γεύση και η αφή, αλλά συχνά και η ακοή– παραμένουν αμέτοχες στη διαδικτυακή συνάντηση. Ο συζητητής πρέπει να στηριχτεί μόνο σε ό,τι του γράφει ο άλλος και να συμπληρώσει τα κενά που δημιουργούνται από την απουσία της κίνησης, της προσωδίας και άλλων μη λεκτικών σημαδιών με δικές του υποθέσεις και προβολές.

Με βάση το πρώτο επίπεδο ανάλυσης, λοιπόν, η διαπροσωπική σχέση στον διαδικτυακό χώρο αποτελεί μια σύντμηση. Όχι μόνον επειδή οι συμμετέχοντες επικοινωνούν με συντετμημένες γραπτές φράσεις, αλλά και επειδή η «συνάντησή» τους βασίζεται στον αποκλεισμό θεμελιωδών συστατικών και αισθήσεων που συμμετέχουν στην άμεση διαπροσωπική αλληλεπίδραση. Πρόκειται για μια «μερική συνάντηση» ή για μια «συνομιλία της απουσίας»,2 η οποία, σύμφωνα με ορισμένους μελετητές, ανακουφίζει από τις δυσκολίες της πραγματικής, εκτός δικτύου ζωής, αλλά εάν μεγεθυνθεί συρρικνώνοντας τις εκτός δικτύου συνευρέσεις ενδέχεται να τροποποιήσει καθοριστικά τον ψυχισμό.3

Σε κάθε συνάντησή τους, οι σχετιζόμενοι μεταφέρουν μαζί τους την προηγούμενη εμπειρία τους από αυτή και από άλλες ανάλογες σχέσεις του παρελθόντος, τα κίνητρα, τις επιδιώξεις και τις προσμονές τους ο ένας για τον άλλον και για την ίδια τη σχέση. Αυτό αποτελεί ένα δεύτερο, πιο σύνθετο επίπεδο μελέτης της διαπροσωπικής σχέσης, το οποίο συνδέεται με τη «χρονική δυναμική» της σχέσης. Επειδή κάθε ένας από τους δύο συμμετέχοντες φέρνει στη σχέση τη δική του προσωπική ιστορία και τις δικές του προσδοκίες, οι οποίες ποτέ δεν συμπίπτουν απολύτως με του άλλου, η χρονική δυναμική της σχέσης περιλαμβάνει και τη δυνατότητα του κάθε μέρους να ρυθμίζεται με τον άλλο και να διαχειρίζεται τα απρόβλεπτα που μπορεί να προκύψουν. 

Η άμεση διαπροσωπική επικοινωνία επιβάλλει να αντέξουμε το αμήχανο βλέμμα του άλλου, να μείνουμε ψύχραιμοι μπροστά στον εκνευρισμό του ή να ανταποκριθούμε σε ενθουσιασμούς ή επιθέσεις αγάπης που δεν περιμέναμε. Απαιτεί, δηλαδή, ένα είδος ρύθμισης και συγχρονισμού που στη διαμεσολαβημένη σχέση δεν είναι καθόλου απαραίτητα, πρώτον διότι είναι λιγότερο εμφανή αφού φιλτράρονται διά της οθόνης και, δεύτερον, γιατί καθένας ή και οι δυο μπορούν αμέσως να «αποσυνδεθούν», μόλις λιγάκι δυσκολευτούν να συντονιστούν μεταξύ τους. Εκτός από μια «μερική συνάντηση» ή «μια συνομιλία της απουσίας», η διαδικτυακή σχέση γίνεται έτσι και πιο ανάλαφρη. 

Το τρίτο, ακόμη πιο σύνθετο επίπεδο μελέτης της διαπροσωπικής σχέσης αφορά το πλαίσιο εντός του οποίου υφίσταται η σχέση. Το πλαίσιο ορίζει τους κανόνες, τους ρόλους, τους κώδικες και τα τελετουργικά που δομούν τη σχέση. Ορίζει, επίσης, τα χωροχρονικά στοιχεία εντός των οποίων διεξάγεται η αλληλεπίδραση, τόσο ως προς τη φυσική όσο και ως προς τη συμβολική τους διάσταση. Σε κάθε ανθρώπινη συνάντηση έχει πάντοτε σημασία όχι μόνο πώς είναι δομημένος ο χώρος ή πού κάθεται, πού τοποθετείται ή στέκεται ο κάθε ένας, αλλά και τι συμβολίζει η συγκεκριμένη «θέση» του καθενός (πού επιλέγει ή πού του συστήνουμε να καθίσει, τι μεσολαβεί ανάμεσά μας, ποιες είναι οι στάσεις των σωμάτων κ.λπ.). Στις διαδικτυακές σχέσεις η σημασία του πλαισίου αίρεται. Κάθε ένας από τους επικοινωνούντες βρίσκεται μπροστά στην οθόνη του, σε έναν φυσικό χώρο που ο άλλος ούτε τον ορίζει ούτε τον γνωρίζει. 

Θα μπορούσε να πει κανείς ότι με αυτόν τον τρόπο απλοποιείται η επικοινωνία, αφού ένα σωρό σημάδια που συνέβαλαν σε αυτήν δεν είναι πλέον απαραίτητα. Θα μπορούσε όμως και να υποτεθεί ότι με αυτόν τον τρόπο η επικοινωνία φτωχαίνει, γιατί εκλείπουν αρκετά πολιτισμικά και συναισθηματικά συστατικά της που στην άμεση διαπροσωπική συνθήκη εμπλουτίζουν και βαθαίνουν τη σχέση. 

Όπως η σημασία του πλαισίου της διαπροσωπικής σχέσης μειώνεται –ή φτωχαίνει– στο διαδικτυακό περιβάλλον, με τον ίδιο τρόπο ελαχιστοποιείται και η σημασία της κατάστασης, του τι, δηλαδή, ακριβώς διαδραματίζεται στη συγκεκριμένη διαπροσωπική σχέση τη συγκεκριμένη στιγμή. Όταν δυο άνθρωποι συναντιούνται σε ένα φυσικό περιβάλλον, η συνάντησή τους έχει συνήθως έναν προκαθορισμένο στόχο που σχετίζεται και με τη χρονική δυναμική της σχέσης τους και συμβάλλει στη δημιουργία του πλαισίου. Η κατάσταση αυτής της συνάντησης ορίζει τη θεματολογία της συνάντησης, τους λεκτικούς και ενδυματολογικούς κώδικες, τα διακυβεύματα, τους ρόλους κ.ά. και δημιουργείται από τους συμμετέχοντες από κοινού. Στη συνάντηση σε φυσικό χώρο η κατάσταση διαμορφώνεται από πολλά φυσικά σημάδια, τα οποία στον διαδικτυακό χώρο εκλείπουν. Με μεγάλη ευκολία θα μπορούσα να πραγματοποιήσω ένα επαγγελματικό ραντεβού διαδικτυακά, φορώντας τις πυτζάμες μου, ξαπλωμένη στον καναπέ του σαλονιού μου, ακούγοντας μουσική. Αυτό είναι μία ακόμη απλούστευση. Μια νέα ευκολία, η οποία όμως μεταβάλλει τη συνολική εμπειρία του επαγγελματικού σχετίζεσθαι.

Το πλαίσιο και η κατάσταση των διαπροσωπικών σχέσεων εγγράφονται στον θεσμό που ορίζει αυτές τις σχέσεις (π.χ. οικογένεια, σχολείο, εργασία) και ο οποίος επηρεάζει ευθέως  το είδος, τη συχνότητα, το κλίμα, το ύφος και τους κανόνες που διέπουν τη σχέση. Η δυνατότητα διαδικτυακής συνεύρεσης τροποποιεί όλα όσα ορίζονταν αυστηρά από τους θεσμούς. Δεν θα μπορούσε, παραδείγματος χάριν, να διανοηθεί ποτέ ένας φοιτητής να αναζητήσει τον καθηγητή του τη στιγμή που του γεννιέται η επιθυμία. Τώρα όμως μπορεί να τον βομβαρδίσει με την επιθυμία του, στη μία μετά τα μεσάνυχτα, μέσα από την κοινή τους σελίδα κοινωνικής δικτύωσης, επιτάσσοντας, έτσι, και καλώντας σε μιαν άμεση ανταπόκριση στην ανάγκη του.

Οι σχέσεις στον κυβερνοχώρο

Ένας χρήσιμος τρόπος να σκεφτούμε το πώς μεταβάλλονται οι διαπροσωπικές σχέσεις στα κοινωνικά δίκτυα είναι αντιδιαστέλλοντας τον φυσικό χώρο, εντός του οποίου εκτυλίσσονταν στο παρελθόν οι σχέσεις, με τον κυβερνοχώρο, στον οποίο μπορούν να εκτυλίσσονται σήμερα. Το συνθετικό «κυβερνο-» προστίθεται στις λέξεις προσδίδοντάς τους μια «ηλεκτρονική» διάσταση. Αντανακλά το νέο ηλεκτρονικό κανάλι επικοινωνίας, αλλά αποτελεί και τη μεταφορά μιας νέας διάστασης της ανθρώπινης ύπαρξης και εμπειρίας, η οποία χρησιμοποιείται τόσο στην επιστήμη όσο και στην τέχνη και περιλαμβάνεται όλο και περισσότερο στην κοινωνιολογική και ψυχολογική έρευνα για να χαρακτηρίσει τη «συνάρθρωση ανθρώπου και τεχνολογίας […] στην επέκταση ή τη διαστολή του φυσικού σώματος μέσω της σύμμειξής του με την τεχνολογία».4 

Ο κυβερνοχώρος είναι μια ψυχολογική έννοια που αντιστοιχεί στην τεχνολογική έννοια του διαδικτύου. Σε αυτόν τον νέο και άυλο χώρο, ο άνθρωπος βρίσκει νέους, γεμάτους φαντασία τρόπους να αλληλεπιδράσει με τον εαυτό του και με τον κόσμο γύρω του. Η περιήγηση στον κυβερνοχώρο περιγράφεται από τους μελετητές της ως μια «συναινετική παραίσθηση», η οποία λειτουργεί κατευναστικά για κάθε άνθρωπο που προσπαθεί να αποδράσει από την πιεστική εξωτερική πραγματικότητα, αλλά και από τις προσωπικές του ματαιώσεις, σε έναν χώρο ανακούφισης που μοιάζει με ό,τι οι ψυχαναλυτές αποκαλούν μεταβατική περιοχή εμπειρίας.5 Σε αυτή την περιοχή, που την ανακαλύπτουμε πολύ νωρίς στη ζωή, καταφεύγουμε για να ανακουφιστούμε από τον αβάσταχτο και διαρκή κόπο να συμβιβάσουμε τις απαιτήσεις του εξωτερικού κόσμου με τις ανάγκες και τις επιθυμίες του εσωτερικού μας κόσμου.

Είναι η περιοχή της ονειροπόλησης, της τέχνης και της θρησκείας, μια περιοχή εμπειρίας στην οποία τα εξωτερικά αντικείμενα εμπλουτίζονται με υποκειμενικά νοήματα και η οποία εκφράζεται με συμπεριφορές που ανακουφίζουν (όπως το πιπίλισμα στο βρέφος και η καταφυγή σε ουσίες στους ενηλίκους) και με τη χρήση αντικειμένων που επενδύονται με μεγάλη συναισθηματική –και συχνά εξαρτητική– αξία (όπως το λούτρινο κουκλάκι ή η κουβερτούλα που σέρνει παντού μαζί του το νήπιο, το κινητό τηλέφωνο του εφήβου ή ο φορητός υπολογιστής του ενηλίκου), χωρίς τα οποία το άτομο αισθάνεται ότι δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα με τη ζωή.
----------------------------------------------------------------
Επειδή στον κυβερνοχώρο –όπως και στη μεταβατική περιοχή εμπειρίας– πολλοί από τους συμβατικούς κανόνες του χώρου και του χρόνου που όριζαν παραδοσιακά το πλαίσιο των σχέσεων αίρονται, οι περιπλανώμενοι σε αυτόν επικεντρώνονται κυρίως στα υποκειμενικά νοήματα. Σαν ένας χώρος ονείρων, ο κυβερνοχώρος δεν είναι πλήρως αποσυνδεδεμένος από την εξωτερική πραγματικότητα, αλλά αποτελεί μάλλον μια εναλλακτική θεώρηση της υποκειμενικής πραγματικότητας.6
---------------------------------------------------------------
Οι χρήστες των κοινωνικών δικτύων «μπαίνουν» για να χαλαρώσουν και να ξεχαστούν. Συνδέονται για να ρίξουν μια ματιά «ποιος είναι μέσα», να πουν μια κουβέντα γρήγορη που θα απαλύνει τη μοναξιά τους στον φυσικό χώρο, να δηλώσουν την ύπαρξή τους, που δεν κατάφερε μέσα στη μέρα να πάρει αρκετά ικανοποιητικά «σημάδια αναγνώρισης» από τα αντικείμενα και τους ανθρώπους του φυσικού περιβάλλοντος. Στον κυβερνοχώρο είναι πάντοτε κάποιος «εκεί έξω», που τον βρίσκουμε όταν τον χρειαζόμαστε και ο οποίος δεν θέτει τις απαιτήσεις της διαπροσωπικής συνύπαρξης που τίθενται στον φυσικό χώρο – την αμοιβαία ρύθμιση, την αυτοέκθεση, την αισθητηριακή εγρήγορση. Μπορούμε, όπως το νήπιο που εκσφενδονίζει το λούτρινο κουκλάκι του όταν το βαρεθεί αλλά απαιτεί να το ξαναβρεί ακριβώς εκεί που το πέταξε αμέσως μόλις το χρειαστεί, να συνδεθούμε και να αποσυνδεθούμε ανάλογα με τις ανάγκες μας, να «μπούμε» και να «βγούμε», κρυφά ή φανερά, όποτε το αισθανθούμε και χωρίς αυτό να έχει κάποιο κόστος στη σχέση μας με τον άλλον.

Επίσης, ο κυβερνοχώρος μάς ξαναδίνει πίσω το μυστήριο του φλερτ που χάθηκε όταν τα μέσα –κυρίως η τηλεόραση– μετέτρεψαν την αίσθηση του «χώρου» και της «θέσης» του υποκειμένου μέσα σε αυτόν και θόλωσαν τη διάκριση ανάμεσα στο δημόσιο και το ιδιωτικό, στην ανδρικότητα και τη θηλυκότητα, καθώς και αρκετούς άλλους πόλους της ανθρώπινης συνύπαρξης. Ο Meyrowitz7 περιγράφει γλαφυρά τη θόλωση της διάκρισης μεταξύ αρσενικών και θηλυκών κοινωνικών ρόλων που προήλθε από την κατάργηση των διαφορετικών χώρων όπου κάθε φύλο σύχναζε και των διαφορετικών πληροφοριών στις οποίες εξετίθεντο παλαιότερα οι άνδρες και οι γυναίκες, αντιστοίχως.

Ο διαχωρισμός των «ανδρικών» και των «γυναικείων» χώρων βοηθούσε στην κοινωνικοποίηση σε διαφορετικούς ρόλους και επέτρεπε τις ιδιωτικές πρόβες και την ανακούφιση στο παρασκήνιο, από την επί σκηνής σύμφωνη με τον ρόλο του φύλου συμπεριφορά. Υπήρχε ένας σαφής διαχωρισμός των ανδρικών από τις γυναικείες «υποθέσεις», όπως παραδείγματος χάριν ότι η γυναίκα δεν συζητούσε πολιτικά στο καφενείο και ο άνδρας δεν ήταν παρών στη γέννηση των παιδιών του ή σε ενδυματολογικές δοκιμές. Η εκπαίδευση των ανδρών και των γυναικών στους διαφορετικούς τους ρόλους εξαρτιόταν από τα διαφορετικά φυσικά περιβάλλοντα της κοινωνικοποίησής τους.

Το μυστήριο ήταν η ουσία της συνάντησης μεταξύ μιας γυναίκας και ενός άνδρα, ενώ οι τελετουργίες του φλερτ συνέβαλλαν ταυτόχρονα στη διατήρηση του μυστηρίου αλλά και στην ανάπτυξη της οικειότητας. Σήμερα, αυτό το μυστήριο, που κάνει το άλλο φύλο ελκυστικό, ενισχύοντας την πρόκληση της κατάκτησής του και τη συνακόλουθη ταυτοποίηση με το οικείο φύλο, έχει χαθεί.8 Για πρώτη φορά στην ιστορία του ανθρώπου, τα τελευταία σαράντα περίπου χρόνια, «αγόρια και κορίτσια, άνδρες και γυναίκες μοιράζονται μεγάλο μέρος κοινής πληροφορίας για τον εαυτό τους και τον “άλλο” και οι ιδιωτικές εικόνες του άλλου φύλου γίνονται δημόσιες και πρόσφορες για προσωπική μελέτη. Μέσα από κοντινά πλάνα, άνδρες και γυναίκες βλέπουν μέσα σε έναν μήνα και σε “οικεία απόσταση” πολύ περισσότερα μέλη του άλλου φύλου απ’ ό,τι έβλεπαν οι παλαιότερες γενιές σε μια ολόκληρη ζωή».9

Ο κυβερνοχώρος φαίνεται πως μας επιστρέφει αυτό το μυστήριο. Αντίθετα με την άμεση διαπροσωπική επαφή, όπου το επίμονο βλέμμα φέρνει αμηχανία ή εκλαμβάνεται ως πρόσκληση ή πρόκληση που απαιτεί την ανταπόκριση, η τεχνολογικά διαμεσολαβημένη επικοινωνία σηκώνει μέσω της οθόνης ένα παραβάν που συμβάλλει στην άρση των αναστολών10 και αφήνει τη φαντασία να καλπάσει, χωρίς την αμηχανία, τις απαιτούμενες ρυθμίσεις και τους κινδύνους απόρριψης που ενέχει η άμεση διαπροσωπική συνάντηση. Επιτρέπει, επίσης, να παρουσιάσει ο καθένας τον εαυτό του όπως τον επιθυμεί και να συλλέξει όση ετερόφυλη αναγνώριση του χρειάζεται. Ο λόγος ενός δεκαεξάχρονου αγοριού είναι ενδεικτικός: «...[το διαδίκτυο] είναι κάτι όπου κανείς μπορεί να μπει και να δημιουργήσει ένα εντελώς νέο πρόσωπο, μπορεί να είναι κάποιος στο δίκτυο και εντελώς διαφορετικός έξω από αυτό. Στο δίκτυο μπορεί κανείς να έχει, ας πούμε, ύψος 2,10, να ζυγίζει εκατό κιλά και να ’ναι γεμάτος μυς, οπότε έχει εντελώς καινούργια προσωπικότητα».11

Σε αυτές τις αψεγάδιαστες κυβερνοσχέσεις, εκφορτίζονται πρόσκαιρα και ανώδυνα οι επιθυμίες, χωρίς να εκτονώνονται.12 Έτσι, το διαδίκτυο εξελίσσεται σε μια ολοένα και πιο πολυπληθή, εικονική, παγκόσμια περαντζάδα, η οποία έρχεται να καλύψει το κενό που δημιουργήθηκε από την εξάλειψη της παραδοσιακής βόλτας στην πλατεία και τους κεντρικούς δρόμους των μικρών πόλεων του παρελθόντος. Αφήνοντας το φυσικό μας σώμα σε ένα διαπροσωπικά συρρικνωμένο και απρόσωπα μαζικό φυσικό χώρο, μπορούμε να υπερβούμε τα όρια και τους περιορισμούς μας και να πειραματιστούμε με νέες ταυτότητες και σχέσεις στον κυβερνοχώρο. 

Κυβερνοφιλίες

Μια πιλοτική έρευνα για την έννοια της φιλίας και των φιλικών σχέσεων στο Facebook επιβεβαιώνει τη λειτουργία του κυβερνοχώρου ως μιας πολυπληθούς περαντζάδας.13 Από την ανάλυση συνεντεύξεων βάθους με συστηματικούς χρήστες προέκυψε πως όποιος γίνεται αποδεκτός ως «φίλος» στον συγκεκριμένο ιστοχώρο είναι συνήθως γνώριμος από το παρελθόν, από τον σχολικό, πανεπιστημιακό ή επαγγελματικό χώρο. Το Facebook δεν ευνοεί την ουσιαστική και βαθύτερη επικοινωνία που προσδιορίζει τη φιλία στην εξωτερική ζωή, αλλά αντιθέτως αποτελεί ένα απρόσωπο εργαλείο που ευνοεί μια πιο επιφανειακή επικοινωνία και τη διατήρηση της επαφής με άτομα που ζουν μακριά. Το γεγονός μάλιστα ότι δεν υπάρχει «φιλία» στο Facebook με την έννοια που αποδίδεται στον όρο στην εκτός δικτύου πραγματικότητα συνάγεται και από το ότι, όπως έδειξε η έρευνα, το Facebook συμβάλλει ελάχιστα στη δημιουργία νέων σχέσεων.

Η απουσία της έκφρασης συναισθημάτων, η αδυναμία να ανοιχτεί κανείς σε κάποιον άλλο λόγω της δημόσιας έκθεσης των πεπραγμένων και ο απρόσωπος χαρακτήρας του ιστοχώρου τον καθιστούν περιβάλλον ακατάλληλο για την έκφραση της φιλίας όπως βιώνεται στην εκτός δικτύου ζωή.

Η έρευνα έδειξε ότι οι αναπαραστάσεις περί φιλίας στην καθημερινή πραγματικότητα διαφέρουν ουσιωδώς από τις αναπαραστάσεις περί «φιλίας» στις σελίδες κοινωνικής δικτύωσης. Από τις σχέσεις που αναπτύσσονται στις σελίδες κοινωνικής δικτύωσης απουσιάζουν τα βασικά στοιχεία που ορίζουν τις φιλικές σχέσεις στην εκτός δικτύου πραγματικότητα. Η επικοινωνία που αναπτύσσεται χαρακτηρίζεται από τους συμμετέχοντες ως «σχολιασμός», αλλά και ως «συμπληρωματική» της εκτός δικτύου επικοινωνίας. Οι «φιλίες» αυτές χαρακτηρίζονται από έλλειψη οικειότητας, εμπιστοσύνης, συναισθήματος, ψυχολογικής υποστήριξης και αμοιβαιότητας, όλων δηλαδή των απαραίτητων στοιχείων που συνθέτουν τις φιλικές σχέσεις εκτός δικτύου.

Οι σελίδες κοινωνικής δικτύωσης αποτελούν ένα απρόσωπο περιβάλλον, όπου η έκφραση βαθύτερων συναισθημάτων καθίσταται αδύνατη, αφού οτιδήποτε διατυπώνεται βρίσκεται δημόσια εκτεθειμένο. Η αμφιβολία μεταξύ προσώπου ή προσωπείου, δηλαδή η αμφιβολία για την πραγματική ταυτότητα ανθρώπων που αιτούνται «νέες φιλίες», δεν αφήνει περιθώρια για την ανάπτυξη της οικειότητας και της εμπιστοσύνης που είναι απαραίτητες για το ψυχολογικό πλησίασμα των ανθρώπων. Ο υποψήφιος φίλος δεν μπορεί να δοκιμαστεί, όπως στις εκτός δικτύου σχέσεις, γιατί ο χαρακτηρισμός «φίλος» πρέπει να δοθεί προτού ακόμη τα άτομα μπορέσουν να αλληλεπιδράσουν. Έτσι, οι καταστασιακοί παράγοντες που συντελούν στη διαμόρφωση φιλικών σχέσεων στην εκτός δικτύου πραγματικότητα δεν λειτουργούν στον σχηματισμό μιας φιλικής σχέσης στο διαδίκτυο. Δρουν μόνο στην περίπτωση που η σχέση αυτή προϋπήρχε εκτός δικτύου.

Ο α-τοπικός χαρακτήρας των διαδικτυακών κοινοτήτων δεν επιτρέπει τη φυσική εγγύτητα, που είναι απαραίτητη για τη διατήρηση μιας φιλικής σχέσης. Ακόμη και αν μια φιλία διατηρείται εξ αποστάσεως, προϋποθέτει συνήθως ότι η φυσική συμπαρουσία των ατόμων έχει προϋπάρξει της απομάκρυνσης και ότι υπάρχει η προσδοκία της επιστροφής. Οι διαδικτυακές κοινότητες σε καμία περίπτωση δεν μπορούν, σύμφωνα με όσα δήλωσαν οι συμμετέχοντες στην έρευνα, να αντικαταστήσουν την πρόσωπο-με-πρόσωπο επαφή που θεωρείται αναγκαία για τις στενές διαπροσωπικές σχέσεις. Αυτό που μπορούν να κάνουν είναι να υποκαταστήσουν τη φυσική απουσία του άλλου. Αυτό είναι ίσως μία από τις σημαντικότερες λειτουργίες των διαδικτυακών κοινοτήτων, ιδιαίτερα αν λάβουμε υπόψη τούς γρήγορους ρυθμούς του σύγχρονου τρόπου ζωής.

Στις φιλικές σχέσεις της εκτός δικτύου ζωής, τα στοιχεία της ομοιότητας, της συμπληρωματικότητας και της ανταποδοτικότητας είναι απαραίτητα, έστω και αν ο κάθε ένας τα αξιολογεί και τα ιεραρχεί διαφορετικά. Στις σελίδες κοινωνικής δικτύωσης, μόνον η αρχή της ομοιότητας φαίνεται να αποτελεί στοιχείο που μπορεί να ωθήσει στην ανάπτυξη μιας φιλικής σχέσης, όπως η συμμετοχή σε κοινές ομάδες ενδιαφερόντων, το κοινό σχολικό, ακαδημαϊκό ή εργασιακό περιβάλλον, η ύπαρξη κοινών φίλων κ.λπ. Η συμπληρωματικότητα δεν υφίσταται, γιατί οι σχέσεις δεν έχουν το βάθος που απαιτείται για να νιώσουν δύο άτομα ότι συμπληρώνει το ένα το άλλο, και η ανταποδοτικότητα υφίσταται σε ένα επίπεδο επιφανειακό που δεν μπορεί να συγκριθεί με την ανταπόδοση, όπως την αντιλαμβάνονται οι άνθρωποι στις εκτός δικτύου φιλικές τους σχέσεις.

Οι ψυχοκοινωνικές ανάγκες που ικανοποιούν οι «φίλοι» στις σελίδες κοινωνικής δικτύωσης διαφέρουν από τις ψυχοκοινωνικές ανάγκες που ικανοποιούν οι φιλικές σχέσεις στην εκτός δικτύου ζωή. Κυρίως συμβάλλουν σε μια ψευδαίσθηση κοινωνικότητας που αναπτύσσεται από τον αριθμό των «φίλων» στη σελίδα κοινωνικής δικτύωσης, οι οποίοι όμως λειτουργούν περισσότερο όπως οι «γνωστοί» ή οι «γνωριμίες» της εκτός δικτύου ζωής. Έτσι, αυτό που φαίνεται ότι προσφέρουν εντέλει οι σελίδες κοινωνικής δικτύωσης είναι κυρίως ένα περιβάλλον που αναπληρώνει μια χαμένη αίσθηση της κοινότητας, μέσα στην ανωνυμία των σύγχρονων μεγαλουπόλεων. Όπως στις παραδοσιακές, φυσικές κοινότητες, οι επισκέψεις, το «κουτσομπολιό» και οι συζητήσεις με τα άτομα του κοινωνικού περίγυρου αποτελούσαν μορφές αναγνώρισης της ύπαρξης του ανθρώπου μέσω της κοινωνικής ανταλλαγής, με ανάλογο τρόπο λειτουργούν σήμερα οι διαδικτυακές κοινότητες.

Σχέσεις συντετμημένες, ανάλαφρες, παράλληλες και συμπληρωματικές

Τα ερευνητικά ευρήματα για τη φύση και τη διάρκεια των διαπροσωπικών σχέσεων που αναπτύσσονται μέσω της ηλεκτρονικά διαμεσολαβημένης επικοινωνίας είναι για την ώρα αντιφατικά. Αντιστοίχως και οι θεωρητικές προσεγγίσεις του θέματος οδηγούν σε διαφορετικές προβλέψεις, αναλόγως της προσέγγισης. Η συστηματική έρευνα παραμένει προς το παρόν εξαιρετικά ελλιπής, για να μπορεί κανείς να συναγάγει έγκυρα συμπεράσματα για την ειδικότερη αλλά και για την πιο γενικεύσιμη λειτουργία των σχέσεων αυτών σε ψυχικό και κοινωνικό επίπεδο. Ορισμένα ευρήματα δείχνουν ότι οι ηλεκτρονικά διαμεσολαβημένες σχέσεις αναπτύσσονται ακολουθώντας παρόμοια βήματα με τις πραγματικές: μετατρέπονται από απρόσωπες σε προσωπικές μέσω της αύξησης της αλληλεξάρτησης των ατόμων μεταξύ τους, του εύρους και του βάθους της αλληλεπίδρασης, της διαπροσωπικής προβλεψιμότητας και κατανόησης, της μετακίνησης προς έναν πιο προσωπικό τρόπο επικοινωνίας που οδηγεί στη δέσμευση και στη σύγκλιση των κοινωνικών δικτύων των συμμετεχόντων.14

Αρκετές φορές οι σχέσεις αυτές μεταναστεύουν στον πραγματικό χωροχρόνο, αλλά αυτό που εκ των πραγμάτων μένει να διερευνηθεί είναι η τύχη και η εξέλιξή τους μέσα στον χρόνο. Για την ώρα δεν υπάρχουν στοιχεία που να δείχνουν ότι οι ηλεκτρονικά διαμεσολαβημένες σχέσεις αντικαθιστούν τις άμεσες και διαπροσωπικές με κάποιο σταθερό και μόνιμο τρόπο. Ίσως το πιο πιθανό είναι πως οι ψηφιακές συνευρέσεις λειτουργούν παράλληλα και συμπληρωματικά με τις φυσικές. Πάντως, το γεγονός ότι το διαδίκτυο δημιουργεί μια χωροχρονική συνθήκη, στην οποία η απόσταση δεν καθορίζει πλέον το με ποιον επικοινωνούμε και γιατί, έχει προεκτάσεις ως προς την έκφραση του εαυτού, την αίσθηση του ανήκειν και την ανάπτυξη κάθε είδους διαπροσωπικής σχέσης. Εξαιτίας της ύπαρξης των ψηφιακών κοινοτήτων, ο άνθρωπος δεν είναι πλέον υποχρεωμένος να επιλέξει με ποιον θα σχετιστεί μόνον από τις τοπικά διαθέσιμες κοινωνικές και πολιτισμικές ομάδες.

Ωστόσο, και για την ώρα, παρά τις ψηφιακές κοινότητες, οι περισσότεροι από εμάς εξακολουθούμε να είμαστε ενταγμένοι σε φυσικές ομάδες μέσα σε φυσικούς χώρους. Αυτό υπαγορεύει να εξετάσουμε αυτές τις δύο καταστάσεις σε συνδυασμό μεταξύ τους. Ίσως οι δύο μορφές διαπροσωπικών σχέσεων (η ψηφιακή και η φυσική), καθώς συνυπάρχουν, αλληλεπιδρούν και δρουν συμπληρωματικά, επηρεάζοντας η μία τη δράση της άλλης, έως ότου καταλήξουν σαν συγκοινωνούντα δοχεία σε μία ομοιοστατική κατάσταση, η οποία σίγουρα θα έχει μετατρέψει την αρχική λειτουργία των διαπροσωπικών σχέσεων, χωρίς όμως να μπορούμε ακόμη να προβλέψουμε με ποιον ακριβώς τρόπο. Θα καταφύγει ο άνθρωπος από τα δεινά της μιας μορφής σχέσης στην άλλη, θα εγκαταλείψει τη μία προς χάριν της άλλης ή θα τις αξιοποιήσει και τις δύο για να διευρύνει τις δυνατότητές του να σχετίζεται;

Απ’ ό,τι φαίνεται προς το παρόν, η έλευση του κυβερνοχώρου στη ζωή των ανθρώπων μεταβάλλει τα παραδοσιακά επίπεδα των σχέσεων ποικιλοτρόπως, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι τα καταργεί. Δημιουργεί καινούργιες δυνατότητες και αναπληρώνει κενά του σχετίζεσθαι που δημιουργούνται από τις σύγχρονες κοινωνικές συνθήκες. Ωστόσο, αν ο κυβερνοχώρος μάς οδηγεί σε σχέσεις «μερικές», συντετμημένες, ανάλαφρες και απλούστερες, επειδή ως πλαίσιο καταργεί την αναγκαιότητα πολλών συστατικών της αλληλεπίδρασης και των αισθήσεων που συμβάλλουν στην επικοινωνία, θα πρέπει ίσως να αναλογιστούμε ξανά την προφητική για τη δεκαετία του 1960 σκέψη του McLuhan,15 σύμφωνα με την οποία κάθε νέο τεχνολογικό μέσο ακρωτηριάζει και νεκρώνει το φυσικό όργανο που αντικαθιστά.

***

  1. Για μια πρόσφατη και ενδιαφέρουσα ανάλυση της έννοιας της διαπροσωπικής σχέσης και των παραμέτρων που την ορίζουν, κυρίως υπό μια κοινωνικοψυχολογική οπτική, βλ. Ν. Χρηστάκης, Το Πρόσωπο και οι Άλλοι: Θέματα Επικοινωνίας και Κοινωνικής Ψυχολογίας, Αθήνα: Παπαζήσης, 2010.
  2. Βλ. ενδεικτικά D. F. Shaw, «Gay Men and Computer Communication: A Discourse of Sex and Identity in Cyberspace», στο S. G. Jones (επιμ.), Virtual Culture: Identity & Communication in Cybersociety, Λονδίνο: Sage, 1997.
  3. Η ηλεκτρονικά διαμεσολαβημένη επικοινωνία έχει συνδεθεί με αυξημένη κατάθλιψη, μοναξιά και αποξένωση. Η συνάφεια αυτή δεν έχει κατεύθυνση εφόσον οι σχέσεις αιτιότητας δεν είναι δυνατόν να εντοπισθούν. Η έλλειψη, όμως, της κατεύθυνσης δεν αποδυναμώνει την εγκυρότητα του προφίλ ενός σύγχρονου ανθρώπου που, νιώθοντας θλιμμένος, μόνος και αποξενωμένος, τείνει να απορροφάται σε διαδικτυακές σχέσεις και περιπλανήσεις. Βλ. σχετικά R. Kraut κ.ά., «Internet Paradox: A Social Technology that Reduces Social Involvement and Psychological Well-Being?», American Psychologist, 53(9), Σεπτέμβριος 1998, σελ. 1017-1031. 
  4. Βλ. ενδεικτικά D. Heggs, «Κυβερνοψυχολογία και κυβερνοοργανισμοί», στο A. J. Gordo-Lopez και I. Parker (επιμ.), Κυβερνοψυχολογία, μτφρ. Β. Γαλάνη, Αθήνα: Παπαζήσης, 2005. 
  5. Βλ. σχετικά D. W. Winnicott, «Transitional Objects and Transitional Phenomena», Through Paediatrics to Psychoanalysis: Collected Papers, Λονδίνο: The Institute of Psychoanalysis & Karnac Books, 1992/1951.
  6. Βλ. ενδεικτικά J. Suler, The Psychology of Cyberspace, 1996. Το ηλεκτρονικό κείμενο στη διεύθυνση: www-usr.rider.edu/~suler/psycyber/psycyber.html (ημερομηνία πρόσβασης: 09/09/08) 
  7. Ο τίτλος του κλασικού συγγράμματος του J. Meyrowitz, No Sense of Place: The Impact of Electronic Media on Social Behavior, Νέα Υόρκη: Oxford University Press, 1985, φαίνεται να έχει αυτήν τη διττή σημασία του τόπου και της θέσης. To have «no sense of place» υπονοεί έναν αποπροσανατολισμό που παραπέμπει όχι μόνο στην απώλεια της αίσθησης του χώρου, αλλά και στην έλλειψη της επίγνωσης της θέσης που έχει κανείς μέσα στον κόσμο. Ό,τι, δηλαδή, στα ελληνικά θα χαρακτηρίζαμε «εκτός τόπου και χρόνου». 
  8. Σχετικά με την ελληνική πραγματικότητα, βλ. Σ. Κορύζη, Οι αναπαραστάσεις του φλερτ στις σύγχρονες ετερόφυλες σχέσεις, Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία, Τμήμα Επικοινωνίας και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, Πανεπιστήμιο Αθηνών, 2003.
  9. Meyrowitz, ό.π., σελ. 223.
  10. J. Suler, «The Online Disinhibition Effect», CyberPsychology and Behavior, 7 (3), 2004, σελ. 321-326. 
  11. U. Sjöberg, Screen Rites: A Study of Swedish Young People’s Use and Meaning-making of Screen-based Media in Everyday Life, University of Lund: Lund Studies in Media and Communication 5, 2002, σελ. 244. 
  12. Υπάρχει μια διακριτή διαφορά ανάμεσα στην εκφόρτιση (discharge) και στην εκτόνωση (abreaction). Η εκφόρτιση μπορεί να είναι ολική ή μερική και δηλώνει την εκκένωση προς το εξωτερικό της ενέργειας που αναπτύσσεται μέσα στο ψυχικό όργανο εξαιτίας εσωτερικών ή εξωτερικών διεγέρσεων. Η εκτόνωση αναφέρεται στη συγκινησιακή εκφόρτιση μέσω της οποίας το άτομο απελευθερώνεται από συναισθήματα που συνδέονται με την ανάμνηση ενός τραυματικού γεγονότος, ώστε αυτά να μη γίνουν ή να μην παραμείνουν παθογόνα. Βασική διαφορά ανάμεσα στις δύο λειτουργίες είναι ότι η ανακούφιση που προσφέρει στο άτομο η εκτόνωση είναι διαρκής αφού το απελευθερώνει από μια συγκεκριμένη σύγκρουση ή τραύμα (και συνεπώς μετατρέπει ποιοτικά τον ψυχισμό), ενώ η εκφόρτιση είναι περισσότερο πρόσκαιρη και τυχαία ως προς την ανακούφιση που προσφέρει. Αναλυτικότερα βλ. J. Laplanche και J.-B. Pontalis, Λεξιλόγιο της Ψυχανάλυσης, μτφρ. Β. Καψαμπέλης, Λ. Χαλκούση, Α. Σκούλικα, Π. Αλούπης, Αθήνα: Κέδρος, 1986, σελ. 173-174 και 178-179.
  13. M. Σαβράμη, «Αναπαραστάσεις της φιλίας στη διαδικτυακή και πραγματική ζωή», στο Μπ. Ντάβου (επιμ.), Δέκα Χρόνια: Το έργο μας από το 2001 έως το 2011, Αθήνα: Έκδοση του Εργαστηρίου Ψυχολογικών Εφαρμογών και  Επικοινωνιακού Σχεδιασμού του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, 2011, σελ. 50-59. 
  14. Βλ. ενδεικτικά M. R. Parks και K. Floyd, «Making Friends in Cyberspace», Journal of Computer-Mediated Communication On the Web, τόμ. 4, διαθέσιμο στο www.ascusc.org.
  15. Βλ. σχετικά Μ. McLuhan, Understanding Media: The Extensions of Man, Νέα Υόρκη: Signet Books, The New American Library Inc., 1964.

καθηγήτρια Ψυχολογίας και διευθύντρια του Εργαστηρίου Ψυχολογικών Εφαρμογών και  Επικοινωνιακού Σχεδιασμού στο Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Στην εικαστική πλαισίωση της σελίδας έργο του Kωνσταντίνου Ξενάκη

7/12/2018