Η αρχιτεκτονική μιας στεγνής εποχής.
Σκίτσο του Τάση Παπαϊωάννου
Δεκαετίες τώρα, δημιουργούμε ένα αλλοπρόσαλλο περιβάλλον, που μοιάζει με κακόγουστο σκηνικό χολιγουντιανής σαπουνόπερας. Χτίζουμε, δυστυχώς, μια αρχιτεκτονική του περιττού και όχι του αναγκαίου και του ουσιαστικού.
'' Thoughts of a dry brain in a dry season ''
Τ.S. ELIOT
Τι να συμβαίνει άραγε σήμερα με την αρχιτεκτονική στον τόπο μας (και όχι μόνο); Τι φταίει και χτίζουμε έτσι άναρχα, αστόχαστα, χωρίς μέτρο; Η σύγχρονη αρχιτεκτονική μας δεν έχει ταυτότητα, όπως φοβάμαι δεν έχουμε ταυτότητα κι εμείς. Χτίζουμε μιμούμενοι τις περισσότερες φορές κάτι άλλο απ’ αυτό που πραγματικά χρειαζόμαστε και στο οποίο θέλουμε διακαώς να μοιάσουμε. Πλασματικές ανάγκες και εφήμερες μόδες μας καθοδηγούν, εικόνες ανούσιες, έτοιμες και προκατασκευασμένες, που τις ενστερνιζόμαστε δίχως πραγματικά να μας εκφράζουν, κάνοντάς τες σταδιακά κανόνα και πρότυπο. Γινόμαστε έτσι θύματα των ψευδών φαντασιώσεών μας, της υποκουλτούρας του life-style και της άνευ όρων κατανάλωσης.
Την ίδια στιγμή, φαίνεται πως απoλέσαμε για τα καλά αυτό που μας συνέδεε με το παρελθόν της αρχιτεκτονικής αυτού του τόπου, σαν να διαρρήξαμε μια για πάντα τη σχέση μας με την ενεργό παράδοσή της. Λες και κόψαμε όλες τις ρίζες, με αποτέλεσμα σήμερα το δένδρο της σύγχρονης αρχιτεκτονικής να στέκει κατάξερο, νεκρό, πεθαμένο. Δεκαετίες τώρα, δημιουργούμε ένα αλλοπρόσαλλο περιβάλλον, που μοιάζει με κακόγουστο σκηνικό χολιγουντιανής σαπουνόπερας, μια «ασκήμια φριχτής ψευτιάς». Χτίζουμε, δυστυχώς, μια αρχιτεκτονική του περιττού και όχι του αναγκαίου και του ουσιαστικού, φορτωμένη με απίθανα επιθέματα και άχρηστα στολίδια.
Η αρχιτεκτονική, όμως, είναι μια τέχνη πρωτίστως κοινωνική, η ουσία της πηγάζει από τη βαθιά συλλογική της οντότητα και όχι από μια φαντασμαγορική ατομικότητα. Τα κοινά στοιχεία που συνδέουν και ενώνουν πρέπει πρώτα να ψάχνουμε κι όχι αυτάρεσκα εκείνα που διαφοροποιούν. Δεν χτίζουμε μόνο για εμάς, αλλά και για όλους τους άλλους. Το κτίριο δεν είναι το ίδιο μ’ έναν ζωγραφικό πίνακα που βρίσκεται κρεμασμένος και απομονωμένος σ’ ένα δωμάτιο, αλλά ανοίγεται σε όλη την πόλη. Αυτό που χτίζουμε, συνεπώς, μέσα στον αστικό ιστό, στο απόμερο χωριό, στο φυσικό τοπίο, μας επηρεάζει όλους κι έχει επιπτώσεις σε όλο το κοινωνικό σύνολο.
Μ’ αυτήν την έννοια, η αρχιτεκτονική είναι η πρώτη από τις τέχνες που πρέπει υποχρεωτικά να διηθείται μέσα από τα φίλτρα της κοινωνικής κριτικής. Και αυτή η γόνιμη κριτική και ο ουσιαστικός διάλογος -όλων και όχι μόνο των «ειδικών»- γύρω από τα θέματα του οικιστικού μας περιβάλλοντος, είναι γνώρισμα εγγενές κάθε πολιτισμένης δημοκρατικής κοινωνίας. Και αν τυχόν έχουμε χάσει αυτήν την τόσο σημαντική κοινωνική λειτουργία, οφείλουμε πάση θυσία να την επανεφεύρουμε το ταχύτερο δυνατόν! Ας θυμηθούμε τα λόγια του Σεφέρη:
«…δεν έχουμε διάλογο. Είμαστε η χώρα των παράλληλων μονόλογων».
Οι αρχιτέκτονες δεν χτίζουμε μόνοι μας και δεν πρέπει να χτίζουμε μόνοι μας! Χτίζουμε γι’ αυτούς που πρόκειται να κατοικήσουν στους χώρους που μαζί τους έχουμε σχεδιάσει. Σαν να μετατρέπουμε, δηλαδή, σε χώρο τις ανάγκες τους, να εκφράζουμε στον χώρο τον τρόπο ζωής τους. Ναι, αλλά το κρίσιμο ερώτημα είναι: ποιας ζωής; Κοιτάξτε την εικόνα του χτισμένου περιβάλλοντος, την κατάσταση των οικισμών μας.
Μια χαοτική μάζα χτισμένου, που κονιορτοποιεί και εκμηδενίζει κάθε καλή αρχιτεκτονική προσπάθεια, κάθε ελπιδοφόρο και αξιόλογο πειραματισμό. Γιατί υπάρχουν εξαιρετικά έργα (παλαιότερα, αλλά και σύγχρονα) Ελλήνων αρχιτεκτόνων, που όμως φαντάζουν μέσα στον αστικό ιστό σαν οι φωτεινές εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον αδυσώπητο κανόνα.
Δείτε πώς συμπεριφερόμαστε σε τοπία αρχέγονα μιας πανέμορφης χώρας. Δεν μας καθοδηγεί η σοφία και η διορατικότητα, αλλά το εφήμερο κέρδος, η αρπαχτή που δεν λογαριάζει το αύριο. Το συλλογικό κέρδος μοιάζει να χάθηκε για πάντα κάτω από τα μπαζωμένα ρέματα, τα καμένα δάση, τις παράνομες προσχώσεις, τις αυθαίρετες και άναρχες επεκτάσεις. Ολα αυτά, δυστυχώς, αποτελούν την έκφραση των αξιών μας ως κοινωνίας.
Εστω όμως και τώρα, πρέπει να ξαναβρούμε τα απολεσθέντα θραύσματα της τέχνης μας. Να κοντοσταθούμε και να στρέψουμε το βλέμμα μας στο παρελθόν που μας διδάσκει, όσο κι αν κάτι τέτοιο μας πονάει και μας πληγώνει. Μέσα απ’ αυτό το αντικαθρέφτισμα, θα μπορέσουμε –ίσως– να διακρίνουμε τον δρόμο προς το μέλλον. «Χωρίς τέτοιες οπισθοδρομήσεις, δεν είναι δυνατόν κανένα μεγάλο προχώρημα και καμία νέα δημιουργία, όσο έξυπνα και αν την έχουμε φανταστεί, δεν έχει την παραμικρή προοπτική για μέλλον, εκτός αν έχει δανειστεί από το παρελθόν», αναφέρει χαρακτηριστικά ο Αμερικανός ζωγράφος Μαρκ Ρόθκο.
Αυτό το «δάνειο» από το παρελθόν μπορεί να λειτουργήσει διδακτικά, ώστε να ξαναβρούμε μέσα στη σημερινή γενικευμένη θολούρα τις δυνάμεις εκείνες που θα βοηθήσουν στην αναγέννηση μιας νέας δημιουργικότητας, μιας νέας πιο στοχαστικής αρχιτεκτονικής. Να κατανοήσουμε πριν απ’ όλα ότι ο δρόμος που ακολουθούσαμε όλα αυτά τα χρόνια ήταν αδιέξοδος και οδηγούσε στην ευτέλεια και στον μαρασμό.
Φαίνεται πως πρέπει να επιστρέψουμε πολύ πίσω, αν θέλουμε να προχωρήσουμε μπροστά. Γιατί κάθε νέο προχώρημα δεν μπορεί παρά να βασίζεται σ’ ένα έδαφος σταθερό, εκεί να πατήσουμε, προκειμένου να κάνουμε το επόμενο βήμα προς το μέλλον. Πάνω σ’ αυτό το έδαφος πρέπει να πατήσουν οι νέοι αρχιτέκτονες, για να κάνουν μια καλύτερη αρχιτεκτονική απ’ αυτήν που κάναμε εμείς.
Κι αυτό το μετέωρο βήμα δεν πρέπει να μας φοβίζει, αν εκφράζει μια πηγαία και αυθεντική αρχιτεκτονική. Ολοι μαζί και καθένας χωριστά πρέπει να δουλέψουμε σκληρά, για να εκφράσουμε τις υγιείς δυνάμεις αυτού του τόπου που σήμερα βρίσκονται καταχωνιασμένες στη σκιά. Από εμάς εξαρτάται αν θέλουμε να τις ανακαλύψουμε, πίσω από τα εκτυφλωτικά φώτα της ανόητης δημοσιότητας που τις σκιάζει και τις εξαφανίζει.
Εκεί, στις σκιερές κόγχες της ζωής μας, πρέπει να ψάξουμε, να ψηλαφίσουμε αυτό που μπορεί να μας ενώσει. Σήμερα, στο παρόν. Οχι κάπου αλλού, μακριά. Δίπλα μας πρέπει να ψάξουμε, στα ταπεινά και στα ασήμαντα –σε πρώτη ματιά– πράγματα της καθημερινότητάς μας. Δίπλα μας και μέσα μας.
Τάσης Παπαϊωάννου
Αρχιτέκτων - Καθηγητής Σχολής Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ
28/12/2018
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
Παλιό αθηναϊκό σπίτι - ΤΑΣΗΣ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ
Τα μικρά σπίτια της πόλης.
Είναι μερικές φορές που καθώς κινείσαι μέσα στην πόλη το βλέμμα σου πέφτει πάνω σε κάτι μικρά παλιά σπιτάκια, που στέκουν μοναχικά δίπλα στις ψηλές πολυκατοικίες. Μοιάζουν τόσο παράταιρα και ξένα έτσι που βρίσκονται χτισμένα στον στενό αδόμητο χώρο τον οποίο άφησαν οι πλάγιες τυφλές μεσοτοιχίες, που σε ξαφνιάζουν˙ σαν να ’ρχονται από μιαν άλλη πολύ μακρινή εποχή.
Και είναι τούτα τα μικρά σπίτια η αιτία που υπάρχουν αυτά τα κενά στον αστικό ιστό, οι παύσεις στα συνεχόμενα μέτωπα των δρόμων αφήνοντας ακόμη τη ματιά σου ελεύθερη να δει πέρα μακριά, στο βάθος της πόλης, την κορυφογραμμή των βουνών που περικλείνουν το λεκανοπέδιο και κάπου αλλού απρόσμενα τον βράχο της Ακρόπολης ή τον Λυκαβηττό.
Μονώροφα, το πολύ δυο-τρία δωμάτια όλα κι όλα, στριμώχνονται ανάμεσα στις ψηλές λευκές μεσοτοιχίες, οι οποίες θαρρείς πως τα συμπιέζουν ολοένα και περισσότερο, σε τέτοιο βαθμό που σε λίγο θα εξαφανιστούν και θα πάψουν να υπάρχουν.
Η πρώτη αυθόρμητη αντίδραση είναι να σκεφτείς: Πώς βρέθηκαν εκεί, δίπλα στους πελώριους γείτονές τους; Τι ζητάνε τούτες οι μικροσκοπικές κατοικίες ανάμεσα σ’ αυτές τις ασφυκτικές αστικές ρωγμές; Η αλήθεια βέβαια είναι ότι υπήρχαν εκεί πολύ πιο πριν, χρόνια πριν από τη μεγάλη ανοικοδόμηση της πρωτεύουσας, όταν περιτριγυρίζονταν κι από άλλα μικρά σπιτάκια στις παλιές αθηναϊκές γειτονιές. Οταν η εικόνα της Αθήνας δεν θύμιζε σε τίποτε τη σημερινή πυκνοδομημένη και παχύσαρκη μεγαλούπολη.
Μικρά τα οικόπεδα τότε, μικρές και κατακερματισμένες οι ιδιοκτησίες, μικρά και τα λαϊκά σπίτια πάνω στους χωματόδρομους. Σκονισμένα από τόσο πολύ χώμα, έτσι που «οι τοίχοι τους έσταζαν ώχρα» όπως έγραφε εκείνο τον καιρό ο Χένρι Μίλερ.
Χτισμένα τα περισσότερα γύρω από μια αυλή που αποτελούσε τον κεντρικό πυρήνα τους, την καρδιά τους, τον σημαντικό υπαίθριο χώρο ζωής της οικογένειας. Κι ένας τοίχος προς τον δρόμο να εμποδίζει τα αδιάκριτα βλέμματα των περαστικών να βλέπουν στο εσωτερικό τους. Λευκά ασπρισμένα τα περισσότερα και πού και πού ένα τολμηρό χρώμα να τα κάνει να ξεχωρίζουν αντιστικτικά, σαν έντονες πινελιές, στον γκριζόλευκο καμβά της σύγχρονης πόλης.
Τα συναντάς και αυθόρμητα σου ’ρχεται να σηκωθείς στις μύτες των παπουτσιών σου, να κρυφοκοιτάξεις πάνω από τη μεταλλική αυλόπορτα, να δεις τι κρύβεται από πίσω. Και πολλές φορές ανακαλύπτεις έναν ολόκληρο θαυμαστό μικρόκοσμο που σε ξαφνιάζει ευχάριστα με την ομορφιά και την κλίμακά του
. Ενα μικρό στεγάδι που σε περνάει φυσιολογικά από το έξω στο μέσα, μια ασβεστωμένη πέτρινη σκάλα που σε ανεβάζει γρήγορα στο δώμα ή μια γέρικη μουριά που με την πλούσια σκιά του φυλλώματός της δροσίζει τις καλοστρωμένες πλάκες της αυλής. Ανακαλύπτεις αυτή τη ζωογόνο σχέση χτισμένου και άχτιστου, την ανεκτίμητη ώσμωση εσωτερικού και εξωτερικού με τη σοφή διαμεσολάβηση του ημιυπαίθριου μεταβατικού χώρου.
Είχαν κάτι αυτά τα σπίτια που το χάσαμε στη σύγχρονη αρχιτεκτονική μας. Μια απλότητα και ελευθερία στη συγκρότηση της συνθετικής δομής τους, που πήγαζε πάντοτε από την εξυπηρέτηση μιας ουσιαστικής ανάγκης, εκφράζοντας με τον τρόπο αυτό το μέτρο ενός βίου διαφορετικού. Πιο δύσκολου, πιο μετρημένου, πιο λιτού. Δίχως φυσικά τις ανέσεις που έχουμε συνηθίσει στις μέρες μας, αλλά που εμπεριείχε τις απλές και σημαντικές παραμέτρους οι οποίες διαμόρφωναν ανέκαθεν τη σωστή αρχιτεκτονική και σήμερα μοιάζει να τις έχουμε λησμονήσει για τα καλά.
Το παλιό λαϊκό νεοκλασικό με κεραμίδια και ακροκέραμα στη στέγη, το μεσοπολεμικό με την πλάκα να εξέχει λίγο από τον τοίχο και τη στρογγυλή κολόνα στη γωνία ή εκείνο της δεκαετίας του ’60 με τα πρωτοεμφανιζόμενα αλουμινένια κουφώματα, όλα ακολουθούσαν αυστηρά έναν τύπο.
Ο τρόπος ζωής, ίδιος πάνω-κάτω σ’ αυτές τις εποχές, με το αρχιτεκτονικό λεξιλόγιο μόνο να διαφέρει, εκφράζοντας πιστά την οικοδομική τέχνη των μαστόρων που τα έχτισαν στο παρελθόν. Το σώμα ίδιο, άλλαζε μόνο το ρούχο. Γιατί να αλλάξεις την κάτοψη, αφού εξυπηρετούσε σωστά τον τρόπο ζωής; Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η αρχιτεκτονική αλλάζει πραγματικά -στον πυρήνα της και όχι στις εξωτερικές εκφάνσεις της- μόνο όταν αλλάζει ουσιαστικά και το περιεχόμενό της. Δηλαδή, η ζωή μας.
Τα μικρά διάσπαρτα σπίτια που ακόμη συναντάμε στις απόμερες γειτονιές της Αθήνας, απομεινάρια ενός παρελθόντος για πάντα χαμένου, στέκουν αφύσικα χαμηλά κάτω από τους αιωρούμενους εξώστες και τα κλιμακωτά, σαν τεράστια σκαλοπάτια, ρετιρέ. Οι πανύψηλες πολυκατοικίες τούς κρύβουν τον ουρανό και το φως, σκιάζοντάς τα τις περισσότερες ώρες της μέρας. Οι κρυμμένες αυλές χάσανε για πάντα την ιδιωτικότητά τους, αφού πλέον κανείς τις κοιτάζει ανεμπόδιστα, «αφ’ υψηλού» από τα γύρω μπαλκόνια. Κι αυτά στέκουν εκεί χαμηλά, κολλημένα σαν στρείδια πάνω στη βάση των λευκών σοβατισμένων πολυκατοικιών, μέχρι να φτάσει κάποτε η ώρα που θα δώσουν τη θέση τους σε κάποια σύγχρονη οικοδομή.
Μέχρι τότε θα μένουν εκεί, να σε ξαφνιάζουν με την παρουσία τους και να σε κάνουν άθελά σου να στοχάζεσαι πόσο γρήγορα περνάνε τα χρόνια κι αλλάζουν έτσι δραματικά οι γειτονιές των παιδικών μας αναμνήσεων. Πως γερνάμε κι εμείς όπως γερνάνε τα κτίρια γύρω μας. Και πως πάντοτε θα συνεχίζεται αυτός ο αέναος κύκλος της ζωής. Το νέο να παίρνει τη θέση του παλιού. Κι ας μένουμε εμείς οι αρχιτέκτονες να αναρωτιόμαστε για το αμείλικτο διαχρονικό ερώτημα: Εύκολα γκρεμίζουμε το παλιό, τι χτίζουμε όμως στη θέση του;
Τάσης Παπαϊωάννου
Αρχιτέκτων-καθηγητής Σχολής Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ
30/11/2018