ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΕΝΟΧΗΣ.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ:
Mεταφράζοντας το βιβλίο του πρόσφυγα
 που κέρδισε το ανώτατο λογοτεχνικό βραβείο στην Αυστραλία.




Όπως με τους αριστερούς φίλους όλη την περσινή χρονιά, όπως με τους ευρωπαϊστές και φιλελεύθερους φίλους ενίοτε, ή τους ομοτέχνους άλλοτε για ποικίλες αφορμές, μου συμβαίνει συχνά, πολύ συχνά ομολογουμένως τον τελευταίο καιρό, να στενοχωρώ φίλους και συνομιλητές με όλα αυτά που γράφω περί προσφυγιάς και περί μετανάστευσης. Αρκετές φορές, όταν όλα τα άλλα εμπράγματα επιχειρήματα παροπλιστούν –αν και πρέπει να ομολογήσω ότι τέτοια σπανίως μου αντιτάσσονται–, αυτό που μένει στην ατμόσφαιρα να επικρέμαται εναντίον μου είναι η μομφή, κάτι μεταξύ παραπόνου και καταγγελίας: ότι μου λείπει η συμπόνια, ότι δεν έχω καρδιά, ότι αυτό που απουσιάζει από τα λεγόμενά μου είναι ο ανθρωπισμός.

Ένα τέτοιο κατηγορητήριο δεν μου φαίνεται κακή αφετηρία. Ας ξεκινήσω λοιπόν με μια ομολογία ενοχής, κι ας ονοματίσω εδώ το ακατονόμαστο: δεν είμαι ανθρωπιστής. Ο ανθρωπισμός στα μάτια μου είναι ένα ιδεολόγημα. Μια αυταπάτη. Πατάει πάνω στην πλανερή παραδοχή ότι ο άνθρωπος είναι φύσει αγαθός και ότι αρκεί να τον απαλλάξεις από τα έξω του βάρη που τον κάνουν «κακό» (τις μολυσμένες ιδέες και λέξεις, τις φρικτές ύπερθεν εξουσίες) για να ανασάνει. Επιπλέον, ο ανθρωπισμός, ως ανθρωποκεντρισμός αυτή τη φορά, κρύβει μέσα του μια βαθιά έπαρση, είναι το αλαζονικό πιστεύω ενός βιολογικού είδους που επειδή ανέπτυξε αυτοσυνειδησία νομίζει ότι είναι ανώτερο απ’ όλα τα άλλα, και ότι γι’ αυτό και μόνο, η φύση, ο πλανήτης, το σύμπαν ολόκληρο, με επικεφαλής του τον Μεγαλοδύναμο, οφείλει να τον υπηρετεί. Μόνο μια τέτοια αλαζονεία εξηγεί το γεγονός ότι τούτο το βίαιο, βάναυσο βιολογικό είδος, το πιο απάνθρωπο που έχει περπατήσει πάνω στη γη, έχει βαφτίσει τα υψηλότερα, τα ευγενέστερα ιδεώδη που μπορεί να διανοηθεί, με το όνομά του: «ανθρωπιά».

Τις δύο αυτές πλάνες, την αυταπάτη και την έπαρση, τις συναντώ αδελφωμένες στο μεταναστευτικό. Στην αγιογράφηση του μετανάστη λ.χ. βλέπω την επείγουσα ανάγκη του ανθρωπιστή να βρει έναν υποδειγματικό τύπο ανθρώπου για να πιστέψει. Ένα πρότυπο όσο το δυνατόν αμόλυντο, απαλλαγμένο από την καιροσκοπία, την πονηρία και την ιδιοτέλεια την οποία –τόσο ορθά– εντοπίζει στον άμεσό του περίγυρο. Ο πρόσφυγας και ο μετανάστης σήμερα είναι ο πτωχός τω πνεύματι του Ιησού, ο ευγενής άγριος του Τάκιτου και του Ρουσσώ, ο αλυσοδεμένος προλετάριος του Μαρξ, ο εν γένει πάσχων άνθρωπος. Απέναντι στη λογοκριτική ορμή αυτής της πεποίθησης, όποιος επιμένει όχι στην πρώτη όψη των πραγμάτων και στις ρητορικές δηλώσεις των πρωταγωνιστών της (στην προαίρεση και στα λόγια μας μπορούμε να είμαστε όλοι αγαθοί) αλλά στην αμείλικτη δυναμική της ανθρώπινης κατάστασης και της ιστορίας (πρόσφυγες -οι Γότθοι- γκρέμισαν την -ευεργέτιδά τους- Ρώμη· πρόσφυγες -οι Εβραίοι- ξεσπίτωσαν τους Παλαιστίνιους· μετανάστες οικονομικοί στις ΗΠΑ, την Αυστραλία και αλλού ευθύνονται για την γενοκτονία των αυτοχθόνων πληθυσμών), είναι λογικό να αντιμετωπίζεται ώς απολογητής, αυτοθέλητος κήρυκας του απάνθρωπου. Το συνήθειο να τα βάζουμε με τον αγγελιαφόρο όταν το μήνυμά του μας οχλεί είναι πανάρχαιο. Ο Ληρ αποκτά επίγνωση της αφροσύνης του όταν είναι αργά. Κανείς δεν αγαπά τους μάντεις κακών. Κανείς δεν συμπαθεί την Κασσάνδρα. Ας είναι ωστόσο, so be it. Γένοιτο.

Ότι η αγαθότητα (όπως και η μοχθηρότητα) δεν είναι φύσει αλλά θέσει ιδιότητα, παραπροϊόν της ίδιας πάντοτε επικαθοριστικής μας ορμής, της αυτοσυντήρησης, ο ανθρωπιστής δεν μπορεί να το παραδεχτεί. Τι ανθρωπιστής θα ήταν τότε; Όμως όλα στον βίο μας είναι ιδιοτελή, όλα υπηρετούν πρωτίστως τις δικές μας ανάγκες. Ενίοτε, όταν οι εξωτερικές συνθήκες βοηθούν, και όταν η ισορροπία αυτών των δικών μας αναγκών με τις ανάγκες του εκάστοτε άλλου είναι η σωστή (η ενσυναίσθηση εδώ βοηθάει), παίρνει σάρκα και οστά εκείνη η υπερπολύτιμη αρμονία που ονομάζουμε δικαιοσύνη. Όμως για λίγο. Κι αυτό δεν αναιρεί σε τίποτα την ανεκκρίζωτη ιδιοτέλεια της αρχικής μας πράξης.

Τώρα, η συμπόνια ως στρατηγική επιβίωσης διηθημένη μέσα από το φίλτρο της συγγένειας πρώτα, και εξακτινωμένη αργότερα σε όλο το κοινωνικό σώμα, μέχρι το νοερό, αφηρημένο επίπεδο της ανθρωπότητας και της ίδιας της ζωής, είναι ασφαλώς κατάσταση φυσική. Μόνο όμως στο μέτρο που δεν θίγει την αυτοσυντήρηση· όταν ναρκοθετεί τα βιοτικά και κοινωνικά θεμέλια, τότε ισοδυναμεί με αυτοχειριασμό. Ο οίκτος για να πιάσει τόπο πρέπει να λογοδοτεί στην πραγματικότητα. Πρέπει να τον αντέχει πρώτα απ’ όλα αυτός που τον προσφέρει. Ειδάλλως, είναι γέννημα όχι της καλής καρδιάς αλλά της πλάνης, ή, ακόμη χειρότερα, της πιο βαθειάς αλαζονείας: γέννημα της ανάγκης μας να φανούμε ηθικώς ανώτεροι όχι στον άλλο μόνον, ώστε να μας θαυμάσει και να μας ευγνωμονεί, αλλά κυρίως (και εδώ έγκειται η υπουλότητά του) στα ίδια τα μάτια μας. Οι χριστιανοί ασκητές εδώ έχουν να μας διδάξουν πολλά, την πιο φρικτή του μορφή την παίρνει ο δαίμων όταν φοράει τη μάσκα της αυταρέσκειας. Και ο Στέφαν Τσβάιχ στον Επικίνδυνο οίκτο μάς έχει δώσει το συγκλονιστικό του πορτραίτο.

Θα ρωτήσει κανείς: Και μένουμε απαθείς εμπρός στον πόνο που αντικρίζουμε; Δεν δρούμε, δεν αντιδρούμε εμπρός στο κακό; Η απάντηση είναι ναι, αντιτασσόμαστε στο Κακό: δεν του ανοίγουμε διάπλατα την πόρτα. Ο Χανς Μάγκνους Εντσενσμπέργκερ, δεκαετίες πρωτύτερα, περιέγραψε με μοναδική ψυχολογική ακρίβεια τη βαθιά δυσθυμία που αθέλητα καταλαμβάνει τον άνθρωπο, κάθε άνθρωπο, εμπρός στον Ξένο. Το σκηνικό είναι εκείνο του κουπέ σ’ ένα τραίνο εν κινήσει. Ο μόνος ώς τότε επιβάτης αντιδρά με ενστικτώδη ενόχληση όταν την ηρεμία, την άνεση της μόνωσής του, έρχεται να χαλάσει ένας νεοφερμένος. Χρειάζεται να περάσει λίγος χρόνος, κάποια λεπτά, ώσπου να συνηθίσει την παρουσία του και να συμβιβαστεί πια ψυχικά μαζί της, αναγνωρίζοντας στον συνεπιβάτη του ότι έχει κάθε δικαίωμα να βρίσκεται εκεί. Μέχρι τον επόμενο σταθμό, οπότε ένας τρίτος κι ένας τέταρτος επιβάτης έρχονται να πάρουν θέση στα διπλανά τους καθίσματα. Τότε, σημειώνει ο Εντσενσμπέργκερ, την αρχική εκείνη ενόχληση του ενός την βλέπεις πια να διευρύνεται, δεν είναι μόνο εκείνος, αλλά και ο δεύτερος επιβάτης που την συμμερίζεται, κι από κοινού πια κι οι δυο, μέσα σε μια αναπάντεχη άδηλη αλληλεγγύη την στρέφουν προς τους νέους «εισβολείς».

Με αυτήν την εικόνα ο Εντσενσμπέργκερ περιέγραφε αλληγορικά την κοινωνική κατάσταση στην Ευρώπη των μεταπολεμικών μεταναστευτικών ρευμάτων και των ήδη τότε διαφαινόμενων αντιδράσεων. Περιέγραφε έναν πανίσχυρο ψυχικό αυτοματισμό δηλαδή σε μια ανώδυνή του εκδήλωση, ώστε να εννοήσουμε τη δυναμική και τις ακραίες του συνέπειες – που μόλις σήμερα αρχίζουμε κάπως να τις υποψιαζόμαστε. Ο Παναγιώτης Κονδύλης το ίδιο αυτό αίσθημα, παροξυμένο πλέον ώς την ύπατή του αναβαθμίδα, το συνόψισε σε δύο αράδες. Τα φασίζοντα και ακροδεξιά αντιμεταναστευτικά ρεύματα που αυτή τη στιγμή μας απειλούν στην Ευρώπη, γράφει, δεν τα τρέφει τόσο μια ιδεολογία ή ένα νοσηρό ιδεώδες ρατσιστικής υφής αλλά κάτι βαθύτερο, στοιχειακό, η «επιθετικότητα του ζώου όταν ένα άλλο ζώο εισδύει στη φωλιά του». Όταν παραγνωρίζουμε τον ποσοτικό παράγοντα στα θέματα της μετανάστευσης, χάνουμε την επαφή με την πραγματικότητα. Κι άλλοι σημαντικοί συγγραφείς, λ.χ. ο Καστοριάδης, έχουν εγκαίρως επισημάνει την ακρισία μιας μεταναστευτικής πολιτικής που φαντάζεται ότι αρκεί να παραχωρήσει στον μουσουλμάνο επήλυδα ιθαγένεια και πολιτικά δικαιώματα για να τον κάνει να προσχωρήσει εθελουσίως στον δυτικό τρόπο ζωής.

Υπάρχει στα νομικά μια κρίσιμη έννοια, εκ των ων ουκ άνευ. Και ισχύει εξίσου για την πολιτική: impossibilium nulla est obligatio – δεν μπορούμε να αξιώνουμε από κάποιον τα αδύνατα. Πολλώ δε μάλλον: δεν γίνεται να απαιτούμε από κάποιον να βλάψει ανήκεστα τον ίδιο τον εαυτό του. Κι όμως αυτό ακριβώς πράττει εξήντα σχεδόν χρόνια τώρα η Ευρώπη, αξιώνει από τον εαυτό της, και από τους μουσουλμανικούς πληθυσμούς που την κατοικούν, το αδύνατο. Εξήντα χρόνια διαρκών αποτυχιών, που γέννησαν γκέττο, εκκόλαψαν τρομοκρατικές οργανώσεις και φανατικούς ζηλωτές, γιγάντωσαν την εγκληματικότητα και την ανομία και ανέστησαν από τις στάχτες του το φίδι του φασισμού και της πολιτικής ακρότητας. Τα γεγονότα του περασμένου έτους εικονογραφούν αρκετά πιστά την κατάστασή μας.

Σήμερα έχουμε φτάσει στο απόγειο της παραδοξότητας. Σ’ ένα σημείο όπου ο μεγαλύτερος κίνδυνος που αντιμετωπίζουμε δεν είναι ίσως ούτε η ακροδεξιά ούτε η ισλαμιστική βία, ούτε οι κοινωνικές συγκρούσεις ούτε οι εκατέρωθεν ρατσισμοί που τις συνοδεύουν. Αλλά αυτός ο αστόχαστος ιδεαλισμός, αυτός ο άκριτος ανθρωπισμός που επιμένει να τους δίνει τροφή, αποθαρρύνοντας κάθε συζήτηση επί της ουσίας, κάθε απόπειρα να δούμε το πρόβλημα στις πραγματικές του διαστάσεις – άρα και κάθε δυνατότητά μας να το αντιμετωπίσουμε.

Δεν είναι βέβαια η πρώτη φορά που τον δρόμο προς την κόλαση τον στρώνουν οι καλές προθέσεις – ετερογονία των σκοπών ονομάζουν το φαινόμενο οι φιλόσοφοι. Ωστόσο τι ωφελεί να το επισημαίνεις; Όποιος δεν καταλαβαίνει τον πόνο, δεν έχει καρδιά, σου απαντούν. Να το παραδεχθώ. Τι γίνεται όμως μ’ αυτόν που δεν έχει μυαλό;

[Πέρασαν τρία χρόνια ακριβώς από τότε, 8.2.2016, που τα έγραφα αυτἀ εδώ στο fb. Σήμερα, δεν θα είχα να προσθέσω παρά ότι στον δρόμο αυτόν προς την κόλαση έχουμε έκτοτε προχωρήσει με αποφασιστικά βήματα. Ποιος φανταζόταν τότε το Μπέξιτ, τον Τραμπ, τον Σαλβίνι; Το προπατορικό σφάλμα του "ανθρωπισμού" είναι ότι εξωραΐζει την ανθρώπινη αθλιότητα, βγάζει έξω απ' το βλέμμα τον ιστορικό εαυτό μας και στήνει στη θέση του ένα ψεύτικο είδωλο που το προσκυνά. Κι έτσι, ανοίγει τον δρόμο στην τραγωδία.

Μόνο μια ριζικά, προγραμματικά, ανελέητα αντι"ανθρωπιστική" σκέψη, τόσο στα γράμματα όσο και στην πολιτική, μπορεί να μας αποκαλύψει τι στ' αλήθεια είμαστε. Αλλά σε ποιον θα χρησίμευε κάτι τέτοιο;]


8/2/2019


              ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ               



AUSTRALIAN ASSOCIATED PRESS
Ο κρατούμενος πρόσφυγας Μπεχρούζ Μπουτσάνι

Mεταφράζοντας το βιβλίο του πρόσφυγα
 που κέρδισε το ανώτατο λογοτεχνικό βραβείο στην Αυστραλία. 

Ο συνεργάτης του Μπεχρούζ Μπουτσάνι σε μια συνέντευξη για την εξορία και τα κέντρα κράτησης που οδηγούν σε αργό θάνατο αθώους ανθρώπους.

Στη μέση του Ειρηνικού Ωκεανού στο νησί Ναούρου κρατούνται ακόμα και σήμερα εκατοντάδες πρόσφυγες αιτούντες άσυλο τους οποίους η Αυστραλία συνέλαβε κατά την προσπάθειά τους να φτάσουν εκεί μέσω θαλάσσης. Για την πολιτική αυτή η χώρα έχει δεχτεί σφοδρές επικρίσεις από τον ΟΗΕ και άλλες οργανώσεις αρωγής. Χιλιάδες σελίδες εγγράφων, που διέρρευσαν στον διεθνή Τύπο, περιγράφουν τις άθλιες συνθήκες, τις σεξουαλικές κακοποιήσεις, την κακοποίηση των παιδιών ακόμα και τους αυτοτραυματισμούς που αποτελούν καθημερινό φαινόμενο στα μεταναστευτικά κέντρα της Αυστραλίας, ενισχύοντας τις εκκλήσεις των ανθρωπιστικών οργανώσεων για μεταστέγαση των μεταναστών.

Σύμφωνα με την πολιτική που ακολουθεί σήμερα η κυβέρνηση της Καμπέρα, οι αιτούντες άσυλο που φθάνουν στη χώρα προωθούνται στο απομονωμένο νησί του Ειρηνικού Ωκεανού, το Ναούρου ή το νησί Μάνους της Παπούα Νέας Γουινέας. Την Τετάρτη βέβαια η Αυστραλία ανακοίνωσε πως πρόκειται να ανοίξει ξανά ένα αμφιλεγόμενο υπεράκτιο κέντρο κράτησης αιτούντων άσυλο, το Christmas Island, όπου θα μεταφερθούν περίπου 1.000 άνδρες και γυναίκες που βρίσκονται στα άλλα δύο κέντρα στα νησιά του Ειρηνικού Ωκεανού και που χρειάζονται ιατρική φροντίδα.


 H ντροπή της Αυστραλίας: Τα παιδιά-κατάδικοι στο Nαουρού 
που λένε μόνο «έχω ανάγκη τον θάνατο»

'' O αριθμός των εκτοπισμένων αυξάνεται παγκοσμίως. Πάνω από 70 εκατομμύρια ανθρώπων είναι κυριολεκτικά απάτριδες. Πρόκειται για μια παγκόσμια πρόκληση. Ως δημοσιογράφοι οφείλουμε να μεταδίδουμε την πραγματικότητα όπως είναι. Στα προσωπικά ιστολόγια, στις ειδησεογραφικές ιστοσελίδες, στον αυστραλιανό και τον διεθνή Τύπο. Η κατάσταση στο νησί είναι πιο κρίσιμη από ποτέ. Όλο και περισσότεροι άνθρωποι κάνουν απόπειρες να βάλουν τέλος στη ζωή τους. 23 από αυτούς νοσηλεύονται στο νοσοκομείο σοβαρά ''
                                                   Μπεχρούζ Μπουτσάνι

Στο νησί Μάνους βρίσκεται τα τελευταία έξι χρόνια και ο Μπεχρούζ Μπουτσάνι, ένας πρόσφυγας Κούρδος από το Ιράν, ανταποκριτής του βρετανικού Guardian και συγγραφέας. Ο ίδιος αφού αναζήτησε άσυλο στην Αυστραλία το 2013, βρέθηκε εγκλωβισμένος στον Ειρηνικό να μετρά μέρες και νύχτες για το μεγαλύτερο τη δεδομένη στιγμή όνειρο του: την ελευθερία. Λίγοι είχαν ακούσει μάλλον το όνομά του μέχρι πρότινος. Κι αυτό γιατί η ιστορία του έλαβε διαστάσεις και έπαιξε στην κεντρική σελίδα των μεγαλύτερων μέσων ενημέρωσης, όταν η Αυστραλία, η χώρα που κατά τα άλλα διέταξε την εξορία του, του απένειμε το κρατικό βραβείο λογοτεχνίας για το βιβλίο του «No friend but the mountains» που έγραψε μέσω της εφαρμογής του WhatsApp όσο βρίσκεται στο νησί.

Δύσκολο να το συλλάβει ο ανθρώπινος νους. Ένας άνθρωπος έβαλε τις σκέψεις του σε τάξη, κράτησε σημειώσεις, έγραψε ένα ολόκληρο βιβλίο και εξιστόρησε όσα ο ίδιος βιώνει -κομμάτι κομμάτι- μέσω μιας απλής εφαρμογής, χωρίς τη χρήση χαρτιού, υπολογιστή ή κάποιου άλλου μέσου από τα συνηθισμένα. Ο Μπεχρούζ το διάστημα αυτό είχε στο πλευρό του φίλους και συνεργάτες που τον βοήθησαν στην έκδοση του βιβλίου.

Ο ένας εξ αυτών είναι ο Ομίντ Τοφιγκιάν, ο οποίος ανέλαβε να μεταφράσει τις σελίδες του στα αγγλικά. Πριν από δέκα περίπου μέρες προσπάθησα να τον βρω. Μάλλον από περιέργεια για να ακούσω από πρώτο χέρι όλα όσα διάβασα, ίσως έχοντας την επιθυμία να μάθω κάτι παραπάνω για τον άνθρωπο και την ιστορία που προβλημάτισε. Λίγα 24ωρα αργότερα ο Ομίντ απάντησε. Bρίσκονταν πλέον στο Κάιρο, όπου διδάσκει φιλοσοφία στο Αμερικάνικο Πανεπιστήμιο. Το τηλεφωνικό ραντεβού έκλεισε χωρίς καθυστερήσεις για το πρωί της επόμενης μέρας.
  
ASSOCIATED PRESS
Πρόσφυγες που μόλις έφτασαν στο νησί Μάνους 
στην Παπούα Νέα Γουινέα.

DAVID GRAY / REUTERS
Πολίτες στην Αυστραλία διαμαρτύρονται 
για τις συνθήκες διαβίωσης στα κέντρα κράτησης μεταναστών. 

Δεν ξέρω αν θα καταφέρω να περιγράψω με κάθε λεπτομέρεια τη συζήτησή μας, που πάνω κάτω διήρκεσε πενήντα λεπτά, θα ήθελα όμως να μεταφέρω κάποιες σκέψεις του Ομίντ, αλλά και του ίδιου του Μπεχρούζ Μπουτσάνι, έτσι όπως αυτός τις διατυπώνει στο φίλο και συνεργάτη του. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Ο Μπουτσάνι σήμερα είναι 36 ετών, έχει κουρδική καταγωγή ενώ γεννήθηκε στο Ιράν.

Ο ίδιος ολοκλήρωσε τις μεταπτυχιακές του σπουδές στην Πολιτική Γεωγραφία και τη Γεωπολιτική, η δημοσιογραφία όμως γρήγορα τον τράβηξε κοντά της. Λόγω και της καταγωγής του άρχισε να γράφει άρθρα για τα δικαιώματα των Κούρδων ενώ λίγο αργότερα οι αρχές στο Ιράν άρχισαν να συλλαμβάνουν τους πρώτους συνεργάτες του. Γρήγορα κατάλαβε πως η χώρα που διέμενε θα του στερούσε το ανθρώπινο δικαίωμα να γράφει και να εκφράζεται ελεύθερα και ως εκ τούτου αποφάσισε να φύγει.

Στόχος του ήταν να φτάσει στην Αυστραλία, σε μία όμως από τις προσπάθειες του να περάσει στο νησί, οι αρχές εντόπισαν τη βάρκα στην οποία επέβαινε μαζί με άλλους και τους συνέλαβαν. Μετά από μια μικρή περίοδο παραμονής στο Christmas Island, μεταφέρθηκε στο Μάνους όπου μένει φυλακισμένος ακόμα και σήμερα.

H απονομή του βραβείου

Το «No friend but the mountains» ξεχώρισε ανάμεσα σε έξι ακόμα βιβλία που έφτασαν στο τελικό στάδιο του διαγωνισμού από τα περίπου εκατό που είχαν αρχικά θέσει υποψηφιότητα για τη διάκριση, μου λέει ο Ομίντ στο τηλέφωνο. Για τον ίδιο όμως το γεγονός συνοδεύεται από αμφίρροπα συναισθήματα. «Είναι τιμή για εμάς, ωστόσο από την άλλη λάβαμε ένα βραβείο από τη χώρα που εξόρισε τον Μπεχρούζ και κανείς μας δεν ξέρει πότε θα ελευθερωθεί. Μπορεί να πάρει ένα χρόνο, πέντε χρόνια, κανείς δεν γνωρίζει», τονίζει χαρακτηριστικά κι εγώ παίρνω αφορμή και του ζητώ μια εξήγηση για το πώς μπορεί η κυβέρνηση που σε φυλακίζει, την ίδια ώρα να σε τιμά με ένα βραβείο για τη συγγραφή ενός βιβλίου που στην ουσία είναι δημιούργημα της κατάστασης που εκείνη επέβαλε.

Η απάντηση του Ομίντ είναι ευθεία. «Η διάκριση του Μπεχρούζ, ενός πρόσφυγα αιτούντα άσυλο, είναι απολύτως φυσιολογική εφόσον εντάσσεται στο γενικότερο πλαίσιο διακυβέρνησης στην Αυστραλία. Θα χαρακτήριζα την κατάσταση ως έναν “τρομακτικό σουρεαλισμό”. Οι πρόσφυγες στα κέντρα κράτησης περνούν δύσκολα, τους φέρονται σαν να είναι σκλάβοι, ζουν απομονωμένοι από τον κόσμο, αλλά η κυβέρνηση συχνά τους εκμεταλλεύεται για να πετύχει τους επιμέρους σκοπούς της. Ο Μπεχρούζ είναι φυλακισμένος, αλλά κάποιες φορές είναι σαν να μην είναι την ίδια στιγμή. Το Μάνους είναι ένα πανέμορφο τροπικό νησί, αλλά για κάποιους είναι η ίδια η κόλαση. Όλα αυτά όμως είναι απολύτως φυσιολογικά έτσι όπως είναι δομημένο το σύστημα».

Δεν συνηθίζω να σκέφτομαι για το παρελθόν ή το μέλλον γιατί ξέρω πως το ταξίδι μου δεν έχει τελειώσει ακόμα. Παλεύω για την ελευθερία μου. Όταν γυρνώ πίσω το χρόνο αναρωτιέμαι πώς έχω καταφέρει να επιζήσω. Έχουν χαθεί φίλοι μου μπροστά στα μάτια μου. Και η ερώτηση που γυρνά συνέχεια στο μυαλό μου είναι η εξής: Γιατί το σύστημα σκοτώνει αθώους ανθρώπους;
                                                      Μπεχρούζ Μπουτσάνι


Εγκλωβισμένος στην «πιο όμορφη φυλακή»

Οι δύο άνδρες γνωρίστηκαν το 2016. Η αυτοκτονία ενός φίλου του Μπουτσάνι στο νησί και το κείμενο που επικοινώνησε στα μέσα ενημέρωσης για το περιστατικό ήταν η κίνηση που έδωσε την αφορμή στον Ομίντ να έρθει σε επαφή με τον μετέπειτα συνεργάτη του. Έκτοτε ο Ομίντ αναλαμβάνει να συνθέτει και να μεταφράζει τα κείμενα του Μπουτσάνι με σκοπό να ταξιδεύουν στον κόσμο. Οι δύο φίλοι επικοινωνούν κάθε μέρα εξιστορώντας όσα έγιναν ή όσα πρόκειται να γίνουν.

Όπως μου εξηγεί ο Ομίντ, στο τροπικό νησί του Ειρηνικού από το 2016 κι έπειτα -όταν απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου έκρινε παράνομο το κέντρο κράτησης μεταναστών- οι άνθρωποι που βρίσκονται εκεί μπορούν να χρησιμοποιούν τα κινητά τους, να έχουν πρόσβαση στο διαδίκτυο και να επικοινωνούν με τον έξω κόσμο. Τα προνόμια όμως παρέχονται συγκεκριμένες ώρες και για περιορισμένο χρονικό διάστημα. Μέχρι το ’16 και πριν οι αντιδράσεις κλιμακωθούν σε τέτοιο βαθμό, οι εξόριστοι αιτούντες άσυλο δεν είχαν το δικαίωμα να διατηρούν καμία επαφή με οποιονδήποτε βρίσκονταν έξω από τα ερμητικά κλειστά τείχη του νησιού. Το κολαστήριο όμως παραμένει ως έχει σε κάθε του άλλη μορφή.

H καμπάνια που διοργανώθηκε για την απελευθέρωση των παιδιών που υπάρχουν στο Ναούρου ώθησε πολλούς από τους άνδρες στο Μάνους στην απελπισία. Φυσικά πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στα παιδιά. Αλλά οι άνθρωποι που μένουν εδώ νιώθουν πως δεν υπάρχει πια ελπίδα
                                                     Μπεχρούζ Μπουτσάνι

Η κραυγή για αντίσταση

Στα κέντρα κράτησης ακόμα και η πρόσβαση στα πιο απλά αγαθά φαντάζει λαβύριθνος. Ο Ομίντ μου μιλά για τις ατελείωτες ουρές που σχηματίζονται καθημερινά την ώρα του φαγητού ή την ώρα της εξέτασης από τους γιατρούς που επισκέπτονται τους κρατούμενους μια στο τόσο. Για τις δεκάδες ιστορίας πείνας και απελπισίας που σίγουρα δεν χωρούν στις λευκές σελίδες ενός μονάχα βιβλίου.

«Κάθε μέρα στη φυλακή είναι διαφορετική αλλά τελικά τόσο ίδια. Το καθεστώς της Αυστραλίας έχει κλέψει τα πιο δημιουργικά χρόνια του. Ο Μπεχρούζ είναι εξαντλημένος, σχεδόν πεθαμένος. Ωστόσο δηλώνει περήφανος και αποφασισμένος. Κι αντέχει ακόμα παρά την πείνα, την αφόρητη ζέστη, τα ψυχικά τραύματα και την απουσία των δικών του ανθρώπων. Αυτό θα ήταν και το μήνυμα που θα ήθελε να όποιον διαβάζει τώρα αυτό το κείμενο. Επιθυμία του είναι ο κόσμος να μάθει για το σύστημα βασανισμού στην Αυστραλία, για όλα όσα λαμβάνουν χώρα εις βάρος των ανθρώπων. Για την συστηματική προσπάθεια πολλών κυβερνήσεων του δυτικού κόσμου να εξαλείψουν κάθε ίχνος ατομικότητας του κάθε μετανάστη και αιτούντα άσυλο στον κόσμο».

View image on Twitter 
Books+Publishing @BplusPNews
 On Behrouz Boochani winning the Victorian Prize for Literature, 
translator Omid Tofighian says: ‘Power and freedom.’ #VPLA2019

Συζητάμε για τους πρόσφυγες, για τις εκατοντάδες ανθρώπων που πεθαίνουν στις θάλασσες αναζητώντας τρόπο διαφυγής και πριν προλάβω να του θέσω το επόμενο ερώτημα μου έχει ήδη απαντήσει. «Τα κέντρα κράτησης μεταναστών είναι μια μεγάλη επιχείρηση και στην Αυστραλία αυτή η επιχείρηση που λειτουργεί σε συνεργασία με ιδιωτικές εταιρείες κοστίζει κάποια εκατομμύρια δολάρια. Πρόκειται για ακόμα μια καπιταλιστική χώρα που περιμένει τη φωτιά, γονατισμένη μπροστά στο προσάναμα. Στη βιομηχανία αυτή πολλές φορές παίρνουν μέρος και οργανώσεις που μάχονται για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Κι αυτό είναι επίσης δυσάρεστο. Υπό αυτή την έννοια το βιβλίο του Μπεχρούζ θα μπορούσε να μεταφραστεί ως μια κραυγή για αντίσταση. Μια φωνή που στόχο έχει να προβληματίσει την ανθρωπότητα η οποία με τη σειρά της θα γράψει ιστορία».

 
Το εξώφυλλο του βιβλίου του Μπουτσάνι

Και η διαδικασία της συγγραφής

Ο Μπουτσάνι άρχισε να γράφει από τις πρώτες ημέρες που βρέθηκε στο κέντρο κράτησης μεταναστών, η διαδικασία όμως δεν ήταν καθόλου εύκολη. Κι αυτό γιατί πολλές φορές έπρεπε να συνθέτει τα κείμενά του κρυφά χωρίς να γίνεται αντιληπτός από τους φύλακες. Δύο φορές οι αρχές άρπαξαν το τηλέφωνό του ενώ του το επέστρεψαν μετά από ταλαιπωρία και εξευτελισμό ημερών.

Αφού έγραφε τις σκέψεις του σε μορφή σύντομων μηνυμάτων τις προωθούσε στην Μούνς Μανσούμπι, την γυναίκα που είχε αναλάβει από το 2015 να μεταφράζει κάποια από τα πρότζεκτ του, ενώ εκείνη με τη σειρά της τα διαχώριζε σε κεφάλαια και τα έστελνε σε μορφή PDF στον Ομίντ. Το κάθε κεφάλαιο ήταν ένα κείμενο έκτασης από 9.000 έως και 17.000 λέξεις. Συχνά ο Μπεχρούζ έκανε αλλαγές ή συμπλήρωνε κομμάτια, δεδομένου ότι λόγω της μετάφρασης από τα φαρσί στα αγγλικά πολλές φορές το νόημα κάποιων προτάσεων δεν ήταν το ίδιο.

Έχω δει πολλούς ανθρώπους να έρχονται και να φεύγουν από το νησί. Πάντα ονειρεύομαι τη στιγμή που θα αποχαιρετώ για πάντα τα τείχη του. Όταν είχα βγει με ολιγοήμερη άδεια, διαπίστωσα πετώντας πάνω από το νησί πως φαίνεται πολύ μικρό από τον ουρανό. Τώρα για να παίρνω δύναμη ονειρεύομαι τη στιγμή που θα πετάξω πάλι χωρίς όμως γυρισμό. Θα είναι το πιο όμορφο συναίσθημα.
                                                    Μπεχρούζ Μπουτσάνι

Για την σωστή απόδοση των κειμένων ο Ομίντ συχνά συνομιλούσε με την Μανσούμπι ή τον Σαχάντ Καμπγκάνι, έναν ερευνητή από το Ιράν που κατοικεί μόνιμα στο Σίδνεϊ. Οι δύο άνδρες συζητούν τη δομή του κειμένου, επιμελούνται λεπτομερώς τις προτάσεις, κάνουν συχνά αλλαγές.

«Η προσπάθεια να διατηρηθεί η δομή της φράσης κατά τη μετάφραση από τη μια γλώσσα στην άλλη οδηγεί ενίοτε στη δημιουργία περιττών προτάσεων. Η λογοτεχνία άλλωστε που είναι γραμμένη στα φαρσί αποτελείται κυρίως από περίπλοκες προτάσεις που συνήθως μπερδεύουν το μάτι. Το αντικείμενο είναι στην αρχή και το ρήμα στο τέλος. Για το λόγο αυτό, κατά τη μεταφορά στην αγγλική η διάσπαση των προτάσεων σε πολλές μικρότερες είναι απαραίτητη. Στο βιβλίο -το οποίο αυτή τη στιγμή δεν κυκλοφορεί στην Ελλάδα αλλά πιθανότατα θα μπορούμε να το προμηθευτούμε στο άμεσο μέλλον- το πολιτικό σχόλιο συναντά τα ιστορικά στοιχεία και την φιλοσοφική ανάλυση. Όλα αυτά πλαισιώνονται από τον μύθο και τη λαογραφία», σημειώνει ο Ομίντ.

DAVID GRAY / REUTERS.«Αφήστε τους πρόσφυγες να μείνουν», 
είναι το σύνθημα όσων δίνουν το παρών στις συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας

Να σημειωθεί ότι από την πρώτη στιγμή που βρέθηκε στο Μάνους, ο Μπουτσάνι παράλληλα με το βιβλίο επιχείρησε να χρησιμοποιήσει και την δύναμη της εικόνας για να πει την ιστορία του. Πριν από δύο χρόνια, έστειλε σε φίλο του ένα βίντεο που γύρισε κρυφά με το κινητό του μέσα στο κέντρο κράτησης. Το βίντεο έγινε ταινία με τη βοήθεια ενός Ιρανού σκηνοθέτη, που έμενε στην Ολλανδία και προβλήθηκε στην Αυστραλία.

Στη συνέχεια μπορείτε να δείτε το τρέιλερ. 



Chauka please tell us the time - Trailer.

Το γράμμα που είχε κοινοποιήσει ο Μπουτσάνι 
στα μέσα ενημέρωσης το καλοκαίρι του ’18:

«Είμαστε ξεχασμένοι άνθρωποι, πεταμένοι σε ξεχασμένα νησιά.

Σας γράφω από το νησί Μάνους. Σας γράφω από εκεί όπου με κρατούν παρά την θέλησή μου. Σας γράφω ενώ είμαι απομονωμένος εδώ με 700 άτομα, στο απόμακρο αυτό νησί στα βόρεια της Παπούα Νέας Γουινέας.

 Η αυστραλιανή κυβέρνηση μας έχει κρατήσει εδώ ως ομήρους για πέντε χρόνια. Σε μεγάλη απόσταση από εμάς, στην άλλη άκρη της θάλασσας, βρίσκεται το νησί Ναούρου, ένα νησιωτικό κράτος στη μέση ενός σιωπηλού ωκεανού. Σχεδόν 1.000 γυναίκες, παιδιά και άντρες κρατούνται εκεί ως όμηροι. Όπως και εμείς, κι εκείνοι εξορίστηκαν από την κυβέρνηση της Αυστραλίας.

Είμαστε θύματα μιας πρακτικής που εγώ ορίζω ως ομηρία που χαίρει κυβερνητικής έγκρισης. Η πρακτική αυτή έχει αναγνωριστεί από πολλούς που έχουν μελετήσει την κατάστασή μας, είτε πρόκειται για μέλη του γενικού πληθυσμού, δημοσιογράφους ή υπερασπιστές ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Εκείνοι είναι αυτοί που υπογραμμίζουν ότι η κυβέρνηση της Αυστραλίας αρνείται να μας δεχτεί καθώς και ότι πρόσφατα απέρριψε την γενναιόδωρη προσφορά της Νέας Ζηλανδίας να μας δεχτεί. Η Νέα Ζηλανδία είχε ανακοινώσει δημοσίως ότι είναι διατεθειμένη να προσφέρει σε κάποιους από εμάς μια ελεύθερη και ασφαλή ζωή.

Πρόσφατα, ένας πρόσφυγας Ροχίνγκια, ο οποίος ονομαζόταν Σαλίμ, αυτοκτόνησε. Ήταν ένας 50χρονος άντρας, ο οποίος είχε μία γυναίκα και τρία παιδιά, ετών επτά, εννιά και δώδεκα. Ένας φίλος του, επίσης Ροχίνγκια, μου είπε ότι ο Σαλίμ είχε καταφέρει να δραπετεύσει από την γενοκτονία που συνέβαινε στη χώρα του και ήλπιζε ότι, με το να θέσει την ζωή του σε κίνδυνο, θα μπορούσε κάποια στιγμή να παρέχει ένα ασφαλές μέλλον για την οικογένειά του.

Το 2013 ο Σαλίμ κατάφερε με επιτυχία να διασχίσει έναν επικίνδυνο ωκεανό μέσα σε μια σάπια βάρκα. Σύμφωνα με τον φίλο του, ο Σαλίμ έφτασε στην Αυστραλία κάποια στιγμή μετά τις 19 Ιουλίου 2013. Την ημέρα εκείνη ξεκίνησε η εφαρμογή ενός κυβερνητικού μέτρου, το οποίο αφορούσε την απέλαση όσων έφταναν στην Αυστραλία με βάρκες, στα νησιά Μάνους και Ναούρου.

Η κυβέρνηση της Αυστραλίας τον φυλάκισε για πέντε χρόνια, αρχικά σε μια φυλακή που βρισκόταν βαθιά μέσα στη ζούγκλα Μάνους και, τους τελευταίους έξι μήνες, σε μία φυλακή κοντά στην μόνη πόλη του νησιού. Από την φυλακή αυτή σας γράφω για τον θάνατο του Σαλίμ και το μέλλον των υπόλοιπων προσφύγων που βρίσκονται εδώ.

Ο Σαλίμ έπασχε από επιληψία, μου είπε ο φίλος του. Κατά την διάρκεια όλων αυτών των χρόνων που πέρασε στην φυλακή δεν έλαβε ποτέ ιατρική περίθαλψη για την πάθησή του. Αντίθετα, συχνά βίωνε εξευτελισμό λόγω των σκληρών μεθόδων ψυχολογικού, συναισθηματικού και σωματικού βασανισμού στις οποίες βασίζεται το σύστημα της φυλακής. Αφού υπέφερε από την ασθένειά του αλλά και από τον πόνο που του προκάλεσε η αντιμετώπιση αυτή για πέντε χρόνια, πέθανε ένα φρικτό θάνατο.

Είπε στους φίλους του ότι δεν μπορούσε να αντέξει άλλο την αγωνία και την ταλαιπωρία, είπε ότι είχε κουραστεί με την ζωή αυτή. Ο Σαλίμ είναι ο τρίτος μέσα σε ένα χρόνο που πεθαίνει τραγικά από πιθανή αυτοκτονία. Είναι ο εντέκατος που χάνει την ζωή του στις φυλακές που βρίσκονται στα απομονωμένα αυτά νησιά, σύμφωνα με την Amnesty International.

Πλέον, οι πρόσφυγες που εξορίζονται στα μέρη αυτά αναρωτιούνται: «Ποιος θα αποτελέσει την επόμενη θυσία;» Η πραγματικότητα είναι ότι οι πρόσφυγες αναρωτιούνται το ίδιο πράγμα ξανά και ξανά εδώ και χρόνια. Με τον θάνατο ενός ακόμα πρόσφυγα νιώθουμε με ακόμα περισσότερο τρόμο την σκιά του θανάτου που μας περιτριγυρίζει. Ο θάνατος μας καλεί και ο ήχος γίνεται όλο και πιο δυνατός κάθε μέρα.

Η φυλάκιση και ο θάνατος του Σαλίμ αποτελούν σύμβολο για εκατοντάδες ανθρώπους που υποφέρουν λόγω των πολιτικών παιχνιδιών της Αυστραλιανής κυβέρνησης. Εδώ και χρόνια ζούμε χωρίς δικαιώματα και χωρίς αξιοπρέπεια στις εγκαταλελειμμένες και φρικαλέες αυτές φυλακές.

Πολλοί έχουν αγνοήσει το γεγονός ότι η ίδια κυβέρνηση που ασκεί βία σε εμάς έχει πρόσφατα κατοχυρώσει μία θέση στο Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ. Διεθνώς αναγνωρισμένες οργανώσεις που ασχολούνται με την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων όπως η Amnesty International, το Human Rights Watch και η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες έχουν κατηγορήσει την Αυστραλία για την παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε πολλές διαφορετικές περιστάσεις. Κι όμως, η κυβέρνηση της χώρας συνεχίζει να υπερασπίζεται τις πρακτικές της και επιμένει να συνεχίζει τις μεθόδους εξορίας και βασανισμού.

Η Αυστραλία παριστάνει ότι έχει ηθικό πλεονέκτημα και υποστηρίζει την άκαρδη προσέγγισή της. Εξηγεί στους πολίτες της: ”Τους έχουμε υπό κράτηση για να σώσουμε τις ζωές άλλων που θα προσπαθούσαν να διασχίσουν την θάλασσα.” Το αξιοσημείωτο σε όλο αυτό είναι ότι, μέχρι τώρα, έχουν καταφέρει να κάνουν πλύση εγκεφάλου στους πολίτες της Αυστραλίας με την σκληρή αυτή ιδεολογία, την ιδεολογία που τους επιτρέπει να παραβιάζουν τα ανθρώπινα δικαιώματα.

Είναι ξεκάθαρο ότι οι πρόσφυγες στα νησιά Μάνους και Ναούρου έχουν ξεχαστεί, τα βάσανά μας έχουν διαγραφεί από το χάος που περικλείει τον κόσμο. Η μόνη περίπτωση που κάνει τα μέσα ενημέρωσης να ασχοληθούν μαζί μας είναι όταν κάποιος πεθαίνει λόγω του ψυχολογικού βασανισμού ή της σωματικής αμέλειας που βιώνει εδώ αλλά, ακόμα και τότε, ασχολούνται μαζί μας μόνο για μια στιγμή.

Φαίνεται ότι εξαφανιζόμαστε από την δημοσιότητα μέχρι να πεθάνει ο επόμενος από εμάς. Φαίνεται ότι το μήνυμα από το νησί Μάνους – όπως και το μήνυμα των γυναικών, παιδιών και οικογενειών στο νησί Ναούρου– παραδίδεται μόνο όταν πληρώσουμε το τίμημα του θανάτου.

Το μόνο πράγμα που παραμένει σταθερό είναι η ακατάπαυστη αυτή συμφορά. Είμαστε ξεχασμένοι άνθρωποι πεταμένοι σε ξεχασμένα νησιά. Η ερώτηση παραμένει: «Ποιος θα είναι ο επόμενος που θα θυσιαστεί; Ποιανού ο θάνατος θα επιτρέψει στις αθώες φωνές να ακουστούν και πάλι στα μέσα; Ποιανού ο θάνατος θα λειτουργήσει ως ένα ακόμα μήνυμα στον κόσμο ότι είμαστε αμπαρωμένοι στις νησιωτικές αυτές φυλακές;»

Έχω την αίσθηση ότι όλα τα χρόνια που έχω περάσει να ασχολούμαι με την δημοσιογραφία και την συγγραφή άλλων ειδών στο νησί αυτό δεν έχουν αλλάξει τίποτα. Ακόμα και αν ολόκληρος ο κόσμος ακούει τις φωνές μας, τολμώ να πω ότι δεν θα γίνει τίποτα. Φαίνεται ότι ο κόσμος είναι τόσο καταβεβλημένος που δεν μπορεί να αντιληφθεί την περιπλοκότητα της κατάστασής μας. Φαίνεται ότι ο κόσμος είναι υπερβολικά κουρασμένος για να κάνει τίποτα.»


17/2/2019



 Οι απόψεις,που δημοσιεύονται στα εκάστοτε-χάριν ενημέρωσης και προβληματισμού-αναρτώμενα άρθρα (ή κάθε είδους κείμενα), εκφράζουν αποκλειστικά και μόνο τους αρθρογράφους που επώνυμα τις διατυπώνουν και μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του ιστολογίου.  Οι  ενδεχόμενες ''υπογραμμίσεις'' -χρώμα,μέγεθος γραμματοσειράς και οι εικονογραφήσεις-με εικόνες από το World Wide Web-στις αναρτήσεις γίνονται με ευθύνη του blogger. Στο αρχικό  πρωτότυπο κείμενο  παραπέμπεστε μέσω των επισυναπτόμενων ενεργών συνδέσμων.