Η νέα κούρσα εξοπλισμών: Στόχος η Κίνα, θύμα η Ευρώπη.


 Η νέα κούρσα εξοπλισμών: 
Στόχος η Κίνα, θύμα η Ευρώπη.

Η ανακοίνωση της αποχώρησης των ΗΠΑ στις 2 Φεβρουαρίου από τη συνθήκη INF του 1987 για την απαγόρευση των πυρηνικών πυραύλων μέσου βεληνεκούς αποτελεί καθοριστικό βήμα για την αναίρεση όλου του πλαισίου ελέγχου των εξοπλισμών που είχε οικοδομηθεί μεταξύ της Ουάσιγκτον και της Μόσχας από τις αρχές της δεκαετίας του '70.

Σύμφωνα με τη διατύπωση της σχετικής ανακοίνωσης του ρωσικού υπουργείου Εξωτερικών στις 2 Φεβρουαρίου, η αμερικανική απόφαση "θα έχει ασφαλώς δραματικές επιπτώσεις για όλη την αρχιτεκτονική της διεθνούς ασφάλειας και της στρατηγικής σταθερότητας, ιδίως στην Ευρώπη".

Ήδη η καταγγελία από αμερικανικής πλευράς της αντιβαλλιστικής συνθήκης ΑΒΜ το 2002 βρίσκεται στην καρδιά των τριβών μεταξύ της πουτινικής Ρωσίας και των ΗΠΑ τα τελευταία χρόνια, όπως άλλωστε και η μη επικύρωση από το Κογκρέσο της διεθνούς συνθήκης CTBT του 1994 για την απαγόρευση των πυρηνικών δοκιμών, ενώ ουδείς δύναται να αισιοδοξεί για την ανανέωση της συνθήκης New START, η οποία περιορίζει τον αριθμό των πυρηνικών κεφαλών που δικαιούνται να διατηρούν οι δύο υπερδυνάμεις και εκπνέει το 2021.

Η συνθήκη INF, η οποία απαγορεύει την ανάπτυξη πυραύλων χερσαίας βάσης μεσαίου βεληνεκούς (ήτοι από 500 έως 5.000 χιλιόμετρα ή 311 έως 3.317 μίλια) έχει ιδιαίτερη σημασία, καθόσον αφορά στα όπλα τα οποία δίνουν τη δυνατότητα πρώτου πυρηνικού πλήγματος, σε αντίθεση με τους διηπειρωτικούς πυραύλους, οι οποίοι μπορούν να ανιχνευθούν προτού πλήξουν τον στόχο τους.

Όταν υπεγράφη, επί των ημερών των Ρόναλντ Ρέηγκαν και Μιχαήλ Γκορμπατσώφ, η συνθήκη INF είχε χαιρετισθεί ως ιστορική και είχε ως άμεσο αποτέλεσμα την καταστροφή περίπου 2.600 πυραύλων. Έθεσε έτσι τέρμα στην ένταση που οικοδομούνταν στην Ευρώπη σχετικά με την ανάπτυξη, εκατέρωθεν του Τείχους, των σοβιετικών πυραύλων SS-20 και των αμερικανικών Pershing, που είχαν βρεθεί στο στόχαστρο του αναπτυσσόμενου αντιπυρηνικού κινήματος των δυτικοευρωπαϊκών χωρών. 

Τρεις δεκαετίες μετά, το πλαίσιο έχει αλλάξει δραματικά. Όπως είχε προειδοποιήσει ο επικεφαλής του Στέιτ Ντιπάρτμεντ Μάικλ Πομπέο από τις 4 Δεκεμβρίου, δίνοντας στη Μόσχα περιθώριο δύο μηνών για μία διαπραγμάτευση της τελευταίας στιγμής, η Ουάσιγκτον θεωρεί ότι παύει να δεσμεύεται από την συνθήκη INF, διότι αυτή έχει παραβιαστεί από την ανάπτυξη το 2017 των ρωσικών συστημάτων 9Μ279, χερσαίας εκδοχής των Kalibr 3M-14 που εκτοξεύονται από πλοία ή υποβρύχια και έχουν ήδη χρησιμοποιηθεί, σε κοινή θέα, κατά τις ρωσικές επιχειρήσεις στη Συρία.

Η απάντηση της ρωσικής πλευράς συνίσταται στο ότι πρόκειται για αντίμετρο στην αμερικανική αντιπυραυλική ασπίδα, στοιχεία της οποίας έχουν ήδη εγκατασταθεί στην Ρουμανία και πρόκειται να αναπτυχθούν στην Πολωνία και την Ιαπωνία, υπό το πρόσχημα της αντιμετώπισης της ιρανικής απειλής.

Όπως ανέφερε ο επικεφαλής της ρωσικής διπλωματίας Σεργκέι Λαβρόφ σε ειδική συνεδρίαση υπό την προεδρία του Βλαντίμιρ Πούτιν, με τη συμμετοχή και του υπουργού Άμυνας Σεργκέι Σοϊγκού, η φύση των εκτοξευτήρων της αντιπυραυλικής ασπίδας (συμβατών με επιθετικούς πυραύλους Tomahawk) σημαίνει ότι η συνθήκη INF έχει ήδη παραβιαστεί από αμερικανικής πλευράς και σε κάθε περίπτωση η πρόσφατη αναθεώρηση του πυρηνικού δόγματος των ΗΠΑ καθιστά εμφανέστερη την απειλή. 

Στην ίδια συνεδρίαση ο Πούτιν έδωσε στον Σοϊγκού το πράσινο φως για την ανάπτυξη υπερηχητικών πυραύλων μεσαίου βεληνεκούς χερσαίας βάσης, ως "συμμετρική απάντηση" στην κίνηση των ΗΠΑ στον βαθμό και στον ρυθμό που αυτή θα υλοποιηθεί.

Κατά παράδοξο τρόπο, πάντως, η Ρωσία βγαίνει ωφελημένη από την αμερικανική απόσυρση, καθώς θα μπορεί να συνεχίσει τις εξοπλιστικές της δραστηριότητες, χωρίς την κατηγορία της παραβίασης μίας συνθήκης, στην οποία την χαριστική βολή έδωσε η άλλη πλευρά.

Με δεδομένο ότι η ασφάλεια των ΗΠΑ απέναντι σε πυραύλους μεσαίου βεληνεκούς διαφυλάσσεται από δύο ωκεανούς, η καταγγελία της συνθήκης INF από την κυβέρνηση Τραμπ έχει περισσότερο από ο,τιδήποτε άλλο να κάνει με την αμερικανική ηγεμονία στην Ευρώπη, οι ιθύνοντες της οποίας έχουν ήδη εκφράσει την δυσφορία τους για αυτή την κίνηση, που κινδυνεύει να φέρει και πάλι την γηραιά ήπειρο στην εποχή των Pershing.

Μολονότι το όλο ζήτημα παρουσιάζεται ως ρωσο-αμερικανική διένεξη, οι προσεκτικοί παρατηρητές στρέφουν τα βλέμματά τους προς τον ανταγωνισμό των ΗΠΑ με την Κίνα, η οποία δεν δεσμεύεται από την INF και αποτελεί το αντικείμενο αμερικανικών σχεδιασμών ανάσχεσης. Εξ ού και ο Ντόναλντ Τραμπ εμφανίσθηκε κατά την ετήσια ομιλία του για την Κατάσταση του Έθνους πρόθυμος να συζητήσει μια νέα εκδοχή της INF, η οποία "θα περιλαμβάνει την Κίνα και άλλους" (λ.χ. Ινδία και Ιράν).

Στην πραγματικότητα, και η Ρωσία έχει κάθε λόγο να συμπράξει σε κάτι τέτοιο έχοντας τις δικές της ανησυχίες για την κινεζική εξοπλιστική δραστηριότητα. Όμως στον βαθμό που το '90 των κινεζικών πυραύλων είναι μεσαίου βεληνεκούς η ανταπόκριση του Πεκίνου σε ένα τέτοιο καθεστώς ελέγχου είναι εξαιρετικά αμφίβολη.

Ακόμη και έτσι, πάντως, η πρωτοβουλία απόσυρσης από την INF μοιάζει περισσότερο υπαγορευόμενη από ιδεολογικούς παρά στρατηγικούς λόγους. Η αποτίναξη κάθε πλέγματος πολυμερών κανόνων το οποίο περιορίζει την αμερικανική κυριαρχία είναι το σημείο όπου συναντάται ο ιδιόμορφος εθνικισμός του Τραμπ με τον νεοσυντηρητισμό του συμβούλου εθνικής ασφαλείας Τζον Μπόλτον. Άλλωστε ο τελευταίος, ως στέλεχος της κυβέρνησης Μπους τζούνιορ, υπήρξε πρωτεργάτης της καταγγελίας της INF, αλλά και της συμφωνίας-πλαίσιο του 1994 για το πυρηνικό πρόγραμμα της Βόρειας Κορέας

Του Κώστα Ράπτη

7/2/2019


         ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ          




Η αναγέννηση του πυρηνικού κινδύνου στην Ευρώπη.

Πριν από λίγο, η κυβέρνηση των ΗΠΑ, ανακοίνωσε ότι οι ΗΠΑ αποσύρονται από τη συνθήκη INF (Indermediate–Range Nuclear Forces) του 1987. Ως γνωστόν, η Συνθήκη INF απαγόρευε την ανάπτυξη και κατοχή χερσαία εκτοξευόμενων πυραυλικών συστημάτων, τόσο βαλλιστικών πυραύλων όσο και πυραύλων cruise, με βεληνεκές μεταξύ 500 και 5.500 χλμ, ανεξαρτήτως αν μεταφέρουν πυρηνικές ή συμβατικές κεφαλές. Για πολλά χρόνια αυτός ο περιορισμός δεν προβλημάτιζε ιδιαίτερα τις ΗΠΑ, δεδομένου ότι, ως ναυτική δύναμη, τα πυραυλικά συστήματα που χρησιμοποιούσαν σε αυτές τις κατηγορίες βεληνεκούς εξαπολύονταν από πλοία ή αεροσκάφη.

Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια η Κίνα έθεσε νέα δεδομένα στις διεθνείς γεωστρατηγικές ισορροπίες. Συγκεκριμένα, για να κυριαρχήσουν στη Νότιο Σινική Θάλασσα, οι Κινέζοι ανέπτυξαν μια σειρά από καινοφανή πυραυλικά συστήματα. Μεταξύ αυτών είναι κατευθυνόμενοι βαλλιστικοί πύραυλοι εναντίον πλοίων (ASBM), με πιο γνωστό εκπρόσωπο τον περιβόητο Dong Feng 21D (DF–21D), το βεληνεκές του οποίου ξεπερνά τα 1.500 χλμ και απειλεί τα αεροπλανοφόρα του Αμερικανικού Ναυτικού.

Επενδύοντας σε παρόμοια συστήματα, καθώς και σε προηγμένα αντιαεροπορικά μεγάλου βεληνεκούς, οι Κινέζοι ανέπτυξαν «φυσαλίδες» (‘bubbles’) «αντιπρόσβασης και άρνησης περιοχής» (A2/AD), μέσα στις οποίες, αν εισέλθουν αμερικανικά πλοία ή αεροσκάφη, θα διατρέξουν μεγάλο κίνδυνο.

Οι Αμερικανοί κατανόησαν ότι για να διεισδύσουν σε αυτές τις «φυσαλίδες» θα έπρεπε να αναπτύξουν και χερσαία εκτοξευόμενα πυραυλικά συστήματα υπερυψηλής ακρίβειας και μεγάλου βεληνεκούς, ενώ σε θαλάσσια περιβάλλοντα κοντά στις ακτές ο Στρατός Ξηράς των ΗΠΑ θα έπρεπε να είναι σε θέση να προσβάλλει και εχθρικά πολεμικά πλοία. Έτσι, το 2016 ο Στρατός των Ηνωμένων Πολιτειών παρουσίασε την «αντίληψη» (concept) των «Διαχωρικών Πυρών» (Cross Domain Fires), η οποία εν συνεχεία ενσωματώθηκε στο ευρύτερο δόγμα της «Πολυχωρικής Μάχης» (Multi Domain Battle).

Τα «Διαχωρικά Πυρά» προβλέπουν τη χερσαία ανάπτυξη εκτοξευόμενων πυραυλικών συστημάτων, τα οποία θα μπορούν να προσβάλλουν κινούμενους στόχους και στη στεριά και τη θάλασσα, σε μεγάλες αποστάσεις. Αρχικώς, αναπτύχθηκε μια έκδοση του πυραύλου ATACMS με βεληνεκές 350 χλμ, η οποία είναι σε θέση να προσβάλλει και πολεμικά πλοία. Στη συνέχεια, οι Αμερικανοί παρουσίασαν έναν νέο χερσαία εκτοξευόμενο πύραυλο ικανό να χτυπήσει κινούμενους στόχους τόσο στη στεριά όσο και τη θάλασσα, τον DeepStrike.

Το βλήμα αυτό αναφέρεται ότι έχει βεληνεκές 499 χλμ, ακριβώς για να μην παραβιάζει τη συνθήκη INF. Όμως, ήταν δεδομένο ότι αυτός ο περιορισμός δεν μπορούσε να παραμείνει. Τη στιγμή που, όχι μόνο η Κίνα, αλλά και χώρες όπως το Ιράν, ανέπτυσσαν «έξυπνα» πυραυλικά συστήματα που απειλούσαν τις υπερπολύτιμες αμερικανικές πλατφόρμες μάχης, όπως είναι τα αεροπλανοφόρα, δύσκολα θα μπορούσαν να παραμείνουν οι ΗΠΑ έξω από την ανάπτυξη παρόμοιων όπλων, εξαιτίας μιας ψυχροπολεμικής συνθήκης. Η εξέλιξη αυτή, λοιπόν, λύνει τα χέρια της αμερικανικής πολεμικής μηχανής

Αποσταθεροποίηση στην Ευρώπη

Κατά τη συνήθειά τους, όμως, οι Αμερικανοί προχώρησαν σε αυτήν την κίνηση, αδιαφορώντας για τις ευρύτερες στρατηγικές συνέπειες των επιλογών τους. Έτσι, η απόσυρση από τη Συνθήκη INF, ναι μεν επιτρέπει στο αμερικανικό στράτευμα να αναπτύξει καινοφανείς μαχητικές ικανότητες για να αντιμετωπίσει την κινεζική «ασύμμετρη» πολεμική μηχανή, πλην όμως απειλεί να αποδομήσει τη μεταψυχροπολεμική σταθερότητα στη Γηραιά Ήπειρο και να μας επιστρέψει στη ζοφερή δεκαετία του 80.

Ήταν εκείνη την εποχή που η τοποθέτηση στα εδάφη των ευρωπαϊκών χωρών βαλλιστικών πυραύλων μέσου βεληνεκούς (MRBM) Pershing II και πυραύλων cruise μεγάλου βεληνεκούς, απείλησαν με πρωτοφανή τρόπο την πυρηνική σταθερότητα. Συγκεκριμένα, οι πύραυλοι Pershing ΙΙ επετύγχαναν μοναδική ακρίβεια πλήγματος και μπορούσαν να χτυπήσουν σιλό διηπειρωτικών πυρηνικών πυραύλων της Σοβιετικής Ένωσης σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα, που δεν τους επέτρεπε να εξαπολυθούν ανταποδοτικά σε περίπτωση αιφνιδιαστικής επίθεσης.

Ταυτοχρόνως, οι πύραυλοι cruise, πετώντας πολύ χαμηλά, μπορούσαν να διεισδύσουν στη σοβιετική επικράτεια χωρίς να γίνουν αντιληπτοί και να επιτύχουν αιφνιδιαστικό πλήγμα. Έτσι, η «Αμοιβαία Εξασφαλισμένη Καταστροφή» (MAD), που αποτελούσε τον ακρογωνιαίο λίθο της πυρηνικής σταθερότητας στα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου, τέθηκε εν κινδύνω, μιας και οι ΗΠΑ έθεταν τις βάσεις για να καταστρέψουν μεγάλο μέρος του διηπειρωτικού πυρηνικού οπλοστασίου της Σοβιετικής Ένωσης, πριν αυτό προλάβει να χρησιμοποιηθεί.

Θα θυσιαζόταν η Ευρώπη

Την ίδια στιγμή, η αντιβαλλιστική ασπίδα που μελετιόνταν στο πλαίσιο του προγράμματος SDI (Strategic Defense Initiative), το οποίο πέρασε στην Ιστορία ως «Πόλεμος των Άστρων», υποτίθεται ότι θα μπορούσε να σταματήσει στο διάστημα τους λίγους σοβιετικούς πυραύλους που θα είχαν επιβιώσει του αιφνιδιαστικού πλήγματος.

Βέβαια, με αυτήν τους την κίνηση οι ΗΠΑ θα θυσίαζαν τη Δυτική Ευρώπη, μιας και η Σοβιετική Ένωση, ακόμη και αν το διηπειρωτικό της οπλοστάσιο εξαλειφόταν, είχε επαρκή αριθμό πυρηνικών όπλων για να καταστρέψει τη Γηραιά Ήπειρο. Σήμερα, λοιπόν, τη στιγμή που υποτίθεται ότι ο Ψυχρός Πόλεμος έχει τελειώσει και ο πυρηνικός εφιάλτης ανήκει στο παρελθόν, οι Ηνωμένες Πολιτείες εισάγουν ξανά στην στρατηγική εξίσωση της Ευρώπης έναν αποσταθεροποιητικό παράγοντα.

Βέβαια, αυτήν τη φορά δεν είναι πυρηνικά αλλά συμβατικά πυραυλικά συστήματα. Ωστόσο, τα συστήματα αυτά, εξαιτίας του μεγάλου βεληνεκούς και της πολύ υψηλής ακρίβειας πλήγματος που επιτυγχάνουν, είναι σε θέση να προσβάλλουν κρίσιμης σημασίας στρατιωτικές υποδομές της Ρωσίας με αιφνιδιαστικό τρόπο. Έτσι, τα όπλα αυτά αυτομάτως εντάσσονται σε μια λογική «πρώτου πλήγματος», ωθώντας τη Ρωσία στην υιοθέτηση αντίστοιχων ικανοτήτων προληπτικών πληγμάτων, ώστε να μην υποστεί η ίδια στρατηγικό αιφνιδιασμό.

Ο κίνδυνος του πυρηνικού λάθους

Και φυσικά, υπάρχει και το ζοφερό ενδεχόμενο της «πυρηνικής παρεξήγησης». Όπως δήλωσε πριν από λίγο καιρό ο πρόεδρος Πούτιν, μια μαζική πυραυλική επίθεση, έστω και αν είναι συμβατική, θα μπορούσε να εκληφθεί ως πυρηνική επίθεση από το σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης της Ρωσίας. Κάτι τέτοιο θα είχε ως αποτέλεσμα να προκύψει αυτοματοποιημένη πυρηνική απάντηση. Αυτή δεν είναι μια «υπερβάλλουσα φοβία» του Ρώσου Προέδρου.

Σε παλαιότερες εποχές, που η αμερικανική στρατηγική διατηρούσε καλύτερες σχέσεις με τον ορθό λόγο, παρόμοιοι φόβοι απέτρεψαν την Ουάσινγκτον από το να προχωρήσει σε παρόμοιες επιλογές. Συγκεκριμένα, στα μέσα της πρώτης δεκαετίας του 2000 είχε μελετηθεί η μετατροπή πυρηνικών πυραύλων διηπειρωτικού βεληνεκούς σε συμβατικά όπλα προσβολής ακριβείας, εφοδιασμένα με υπέρ–υπερηχητικά (hypersonic) αεροχήματα.

Τα όπλα αυτά θα αναλάμβαναν την προσβολή στόχων υψηλής σημασίας μεγάλης «χρονικής ευαισθησίας» (time critical targets), όπως ήταν ηγέτες της Αλ Κάιντα, όπου και αν εντοπίζονταν στον πλανήτη. Όμως, η τότε αμερικανική ηγεσία έκρινε ότι παρόμοιες επιθέσεις θα μπορούσαν να εκληφθούν ως πυρηνική επίθεση από τα συστήματα έγκαιρης προειδοποίησης της Ρωσίας και της Κίνας και να προέκυπταν επικίνδυνες καταστάσεις. Έτσι, απέφυγαν να προχωρήσουν στην υλοποίησή τους. Και αυτό σε μια εποχή που οι σχέσεις μεταξύ Δύσης και Ρωσίας ήταν πολύ καλύτερες από ότι σήμερα.

Τοξικό μείγμα

Η κατάσταση επιδεινώνεται από το «πάντρεμα» αυτών των νέων πυραυλικών συστημάτων μεγάλου βεληνεκούς και υψηλής ακρίβειας, με την πρόβλεψη για τη χρήση πυρηνικών όπλων μικρής ισχύος σε «ενδιάμεσες» αντιπαραθέσεις. Αντιπαραθέσεις που θα κινούνται μεταξύ της συμβατικής σύγκρουσης και του θερμοπυρηνικού ολοκαυτώματος, όπως προβλέπει το κείμενο της νέας πυρηνικής στρατηγικής των ΗΠΑ NPR (Nuclear Posture Review) που δόθηκε στη δημοσιότητα τον Φεβρουάριο του 2018.

Προκύπτει, λοιπόν, ένα τοξικό μείγμα αποτελούμενο από μια νέα οικογένεια στρατηγικών, μεταπυρηνικών όπλων που θέτουν νέα δεδομένα στη γεωγραφία της ασφάλειας στην Ευρώπη. Το μείγμα αυτό όμως ενισχύεται και από μια επικίνδυνη ασάφεια ως προς τη χρήση πυρηνικής ισχύος, μια παράλογα «αισιόδοξη» αντίληψη ότι μπορεί να προκύψει ένας «λελογισμένος» πυρηνικός πόλεμος, σε συνδυασμό με παρανοϊκή ρωσοφοβία και «νοσταλγία» για τη «σταθερότητα» του Ψυχρού Πολέμου.

Συμπερασματικά, λοιπόν, οδηγούμαστε σε μια πολύ επικίνδυνη κατάσταση. Οι χώρες της Ευρώπης θα πρέπει να αντιληφθούν αυτήν τη ζοφερή πραγματικότητα και να αναλάβουν τις ευθύνες τους. Θέλουν πράγματι να λειτουργήσουν ως αναλώσιμο προκεχωρημένο πυροβολείο των Ηνωμένων Πολιτειών; Ακόμη περισσότερο, θα πρέπει να αναρωτηθούν μήπως είναι και οι ίδιες που ωθούν τις Ηνωμένες Πολιτείες σε αυτήν την επιθετική συμπεριφορά έναντι της Ρωσίας, εξαιτίας της παρανοϊκής ρωσοφοβίας που τείνει να πάρει πρωτοφανείς διαστάσεις στην Ευρώπη τα τελευταία χρόνια.

Και το τζίνι δύσκολα μπορεί να ξαναμπεί στο μπουκάλι. Η απόσυρση των ΗΠΑ από τη Συνθήκη INF σηματοδοτεί το τέλος του μεταψυχροπολεμικού κόσμου και την είσοδο σε μια νέα στρατηγική εποχή, που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως η Τρίτη Πυρηνική Εποχή. Συνακόλουθα, οι ευρωπαϊκές χώρες έχουν την τεράστια ευθύνη να αποφασίσουν για το μέλλον τους. Θέλουν πράγματι να συνεχίσουν μια πολιτική ρωσοφοβίας και «απομόνωσης» της Ρωσίας, που μπορεί να οδηγήσει σε μια κατάσταση πρωτοφανούς επικινδυνότητας την Ευρώπη ή να διατηρήσουν την ειρήνη, διαμέσου ενός νέου modus Vivendi, με τη Ρωσία;

Κώστας Γρίβας 

Ο Κωνσταντίνος Γρίβας είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Γεωπολιτικής στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων. Διδάσκει επίσης Γεωγραφία της Ασφάλειας στην ευρύτερη Μέση Ανατολή στο Τμήμα Τουρκικών και Σύγχρονων Ασιατικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών.

https://slpress.gr/diethni/i-anagennisi-toy-pyrinikoy-kindynoy-stin-eyropi/?fbclid=IwAR28gW9uPv5a9TXOn01srTePXUjjikNgvknSTovmfTFobbzG5AzpaZQuSTw

3 Φεβρουαρίου 2019