Οικονομία: Οι αριθμοί διαψεύδουν το κυβερνητικό αφήγημα.



Η περίοδος των Μνημονίων είχε τεράστιες αρνητικές συνέπειες τόσο για την ελληνική οικονομία όσο και για κάθε εργαζόμενο ατομικά. Η συρρίκνωση της οικονομίας, η εξαέρωση των επενδύσεων παγίου κεφαλαίου, η απώλεια μεριδίων στο παγκόσμιο εμπόριο, η υποτίμηση αξιών, μισθών και ακίνητης περιουσίας, αποτυπώθηκε οδυνηρά στην καθημερινότητα.

Όμως και μετά τη συμβατική λήξη των Μνημονίων, η ασκούμενη πολιτική δεν αντιμετωπίζει το βασικό πρόβλημα που είναι η παραγωγή νέου πλούτου. Η αδράνεια στο θέμα της παραγωγικής αναδιάρθρωσης επιτρέπει την περαιτέρω καταστροφή του παραγωγικού δυναμικού, τη διεύρυνση της εισαγωγικής διείσδυσης και την πλήρη μετατροπή της ελληνικής οικονομίας σε οικονομία υπηρεσιών. Η διαφαινόμενη επιδείνωση του διεθνούς οικονομικού περιβάλλοντος καθιστά δυσμενείς τις προβλέψεις για σταθεροποίηση της ανάκαμψης.

Η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα με ανάπτυξη που παρουσιάστηκε ελαφρά αναβαθμισμένη (2% το 2018, 2,2% το 2019 και 2,3% το 2020) στις χειμερινές εκτιμήσεις της Κομισιόν. Βέβαια, οι χειμερινές εκτιμήσεις, δεν είναι συγκρίσιμες με τις φθινοπωρινές, καθώς αυτές δεν λάμβαναν υπόψη την απόφαση για μη μείωση των συντάξεων και παροχές, που ενισχύουν τη ζήτηση το 2019. Η προσπάθεια εμφάνισης αισιόδοξης προοπτικής ήταν εμφανής και στις εκτιμήσεις της 1ης έκθεσης για την ενισχυμένη εποπτεία.

Ωστόσο, η κατάσταση δεν είναι τόσο αισιόδοξη, όσο δείχνουν οι προβλέψεις. Είναι γεγονός, βέβαια, ότι ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ επιταχύνθηκε στο 1% το τρίτο τρίμηνο του 2018, δημιουργώντας προσδοκίες για ετήσια αύξηση 2,1%. Όμως, η μεγέθυνση στα δύο πρώτα τρίμηνα του έτους αναθεωρήθηκε, σε 0,5% το πρώτο τρίμηνο και σε 0,2% το δεύτερο τρίμηνο, από 0,9% και 0,4% αντίστοιχα.

Επιπλέον, η ιδιωτική κατανάλωση υποχώρησε (-0,1%) στο τρίμηνο και οι επενδύσεις (-14,4%) ανέτρεψαν την αύξηση του δευτέρου τριμήνου (17,7%). Η αύξηση των εξαγωγών παρέμεινε ισχυρή (7,6%) χάρη στον τουρισμό, ενώ οι εισαγωγές αυξήθηκαν με διπλάσιο ποσοστό (15% ετησίως).

Η ανάπτυξη της ιδιωτικής κατανάλωσης παρέμεινε, λοιπόν, αδύναμη το 2018, οφειλόμενη κυρίως στη βελτίωση των εισοδημάτων από τον τουρισμό, που συνέβαλαν καθοριστικά στην αύξηση του ΑΕΠ. Όμως, το έλλειμμα του Ισοζυγίου Τρεχουσών Συναλλαγών, αυξήθηκε πάλι πάνω από 1 δισ. ευρώ. Παράλληλα, η φοροδοτική ικανότητα επιχειρήσεων και νοικοκυριών έπιασε ταβάνι το 2018. Αυξήθηκε σε επίπεδο ρεκόρ ο αριθμός των φορολογούμενων, εναντίον των οποίων η φορολογική διοίκηση προχώρησε στη λήψη μέτρων αναγκαστικής είσπραξης (κατασχέσεις).

Εισάγουμε περισσότερο από όσο εξάγουμε

Η Κομισιόν αναφέρει ότι η Ελλάδα, αξιοποιώντας την πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα και επωφελούμενη από την έντονη εξωτερική ζήτηση, κατάφερε το 2018 να αυξήσει τα μερίδιά της στις εμπορικές συναλλαγές. Οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών αυξήθηκαν το προηγούμενο έτος και οι εξαγωγές αγαθών αναμένεται να παραμείνουν σε αυξητική τάση, παρά την επιβράδυνση στην ΕΕ.

Ωστόσο, οι εξαγωγές δεν αυξάνονται ικανοποιητικά, σε σύγκριση με τις επιδόσεις άλλων χωρών. Τα τελευταία χρόνια, όπως δείχνουν στοιχεία της Κομισιόν, το μερίδιο της Ελλάδας στο παγκόσμιο εμπόριο περιορίστηκε από το 0,32% το 2014 στο 0,28% το 2017. Έτσι, η ανάγκη για στήριξη της παραγωγής και των εξαγωγών είναι επιτακτική, καθώς οι εισαγωγές επιταχύνονται και πάλι σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ. Αυξήθηκαν 15% το 3ο τρίμηνο του 2018, έναντι ανόδου των εξαγωγών 7,6%. Διαγράφεται έτσι, μεγάλος κίνδυνος για τον ιδιωτικό τομέα και την παραγωγή στη χώρα, δηλαδή μια μεγάλη εισαγωγική διείσδυση, γεγονός που έχει επισημάνει και το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους.

Επιπλέον, η επιβράδυνση της Ευρωζώνης, προβλέπεται να αναδείξει και πάλι τα παραμένοντα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας. Η Ευρωζώνη δεν κατεβάζει απλώς ταχύτητα. Βλέπει τις μεγαλύτερες οικονομίες της παγιδευμένες σε ύφεση, ενώ τα εργαλεία της Κεντρικής Τράπεζας είναι περιορισμένα μετά το τέλος της ποσοτικής χαλάρωσης. Το σκηνικό αυτό που θέτει υπό ισχυρή πίεση το ευρώ, δείχνει ότι οι μηχανές της ανάπτυξης έχουν φρενάρει.

Οι συνθήκες σε Γερμανία, Γαλλία και Ιταλία, που καλύπτουν πάνω από το ήμισυ του ΑΕΠ της Ευρωζώνης, είναι αρκετές για να χτυπήσουν τον κώδωνα του κινδύνου. Η επιβράδυνση στις χώρες αυτές, οι οποίες αποτελούν τους κύριους προορισμούς της ελληνικής εξαγωγικής δραστηριότητας αλλά και τους τροφοδότες της τουριστικής βιομηχανίας, είναι αρνητικός οιωνός για τη σταθεροποίηση της ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας.

Επενδύσεις και παραγωγικότητα

Οι επενδύσεις στο ενδεκάμηνο του 2018 μειώθηκαν κατά 6,2%, ενώ ο Προϋπολογισμός του 2019 παραδέχεται ότι θα αγγίξουν τον επόμενο χρόνο το υψηλότερο σημείο στήριξης του ΑΕΠ (1,5%). Η Κομισιόν αναφέρει ότι μόνο οι επενδύσεις σε ακίνητα ήταν θετικό στοιχείο. Οι επενδύσεις, λοιπόν, συνεχίζουν να υπολείπονται των προσδοκιών σε αυτή τη φάση του οικονομικού κύκλου.

Ακόμη και οι πιο ανταγωνιστικές και εξωστρεφείς επιχειρήσεις, παραμένουν πολύ προσεκτικές στις επενδυτικές τους αποφάσεις. Συστηματικά προκρίνουν την περαιτέρω συρρίκνωση του λειτουργικού τους κόστους, καθώς λειτουργούν σε περιβάλλον περιορισμένης τιμολογιακής ισχύος και αυξημένης διεθνούς μεταβλητότητας.

Εξάλλου, εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τον ρυθμό απορρόφησης των κονδυλίων της ΕΕ, που προβλέπεται να μειωθούν τουλάχιστον 10%. Άλλωστε, η ανάπτυξη των εξαγωγών στον τομέα των υπηρεσιών αναμένεται να μετριαστεί, καθώς ο τουρισμός θα αντιμετωπίσει επιβράδυνση της ζήτησης από την ΕΕ, αλλά και ανταγωνισμό από γειτονικές χώρες όπως η Τουρκία, μετά την υποτίμηση της λίρας.

Η κατάσταση αυτή είναι ιδιαίτερα ανησυχητική, καθώς ο ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου, τα χρόνια των Μνημονίων, έχει εξαερωθεί δραματικά, με απώλειες 24,5 δισ. ευρώ. Σύμφωνα με το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους, η Ελλάδα ήταν η μοναδική χώρα της Ευρωζώνης όπου παρατηρήθηκε μείωση της παραγωγικότητας στη διάρκεια των Μνημονίων, παρά τη δραστική μείωση των μισθών. Είναι ενδιαφέρον ότι η Κομισιόν επικαλείται τα στοιχεία του ΑΕΠ που δείχνουν αύξηση της απασχόλησης κατά 1,5%, τα τρία πρώτα τρίμηνα του 2018, ως ένδειξη βελτίωσης της παραγωγικότητας της εργασίας.

Παράλληλα, για την εξασφάλιση πρωτογενών πλεονασμάτων 3,5%, το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων θα παραμείνει παγωμένο έως και το 2020, υποδηλώνοντας ότι η άνοδος των επενδύσεων τα επόμενα χρόνια μπορεί να στηριχθεί μόνο στην κινητοποίηση ιδιωτικών κεφαλαίων, ελληνικών η ξένων. Η προσέλκυση επενδύσεων όμως χωλαίνει, τόσο για ενδογενείς λόγους (χαμηλή επενδυτική βαθμίδα, αποχή εγχωρίου κεφαλαίου) όσο και για εξωγενείς παράγοντες (υστέρηση επενδύσεων στην Ευρώπη). Είναι χαρακτηριστικό πως η Έκθεση της Κομισιόν για τις μακροοικονομικές ανισορροπίες δείχνει ότι η Ελλάδα έχει τεράστιο πρόβλημα στη διεθνή επενδυτική της θέση, το οποίο θα διερευνηθεί σε βάθος μέσα στο 2019.

Οι προκλήσεις θα συνεχιστούν 

Αποδεικνύεται ότι ένα από τα μεγαλύτερα εμπόδια στη χρηματοδότηση της ανάπτυξης είναι η κληρονομιά των «προγραμμάτων διάσωσης». Το ποσό 88,6 δισ. κόκκινων δανείων που βαραίνει τους ισολογισμούς των τραπεζών και δεν διευθετήθηκε κατά τη διάρκεια των Μνημονίων, παρά την τρίτη ανακεφαλαιοποίηση, αντιστοιχεί στο ήμισυ περίπου του ΑΕΠ της χώρας. Οι ελληνικές τράπεζες πούλησαν ήδη μέσα στο 2018 μη εξυπηρετούμενα δάνεια ύψους 12,5 δισ. ευρώ. Ωστόσο, αυτό δεν είναι αρκετό και υπό την πίεση των θεσμών θα επιταχυνθούν οι πωλήσεις, προκειμένου να εξυγιανθεί το τραπεζικό σύστημα.

Η ανάγκη απομείωσης των κόκκινων δανείων για τη στήριξη των τραπεζών, αλλά και για την αύξηση των χορηγήσεων νέων δανείων, είναι άμεση. Παρόλα αυτά, η πρόταση του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας για μείωση των δανείων με βάση το ιταλικό μοντέλο, ή αυτό της Τράπεζας της Ελλάδος, επισήμως δεν έχουν υποβληθεί στους «θεσμούς», καθώς εξετάζονται οι επιπτώσεις στις επιχειρήσεις. Επιπλέον, οι τράπεζες θα βρεθούν για άλλη μια φορά σε δοκιμασία, καθώς η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα προχωρήσει σε νέο τεστ αντοχής τους επόμενους τέσσερις μήνες, με πρόσθετα κριτήρια ρευστότητας.

Η χώρα, επομένως, παρά τα θετικά βήματα στη δημοσιονομική πειθαρχία και στο ποσοστό μεγέθυνσης της δραματικά συρρικνωμένης οικονομίας, δεν προσελκύει παραγωγικές επενδύσεις. Παράλληλα, η μειωμένη επενδυτική της βαθμίδα καθιστά δύσκολη την έξοδο στις αγορές, καθώς τα κόκκινα δάνεια των τραπεζών συνιστούν παράγοντα κινδύνου για δυνητικούς επενδυτές.

Έτσι, η απόδοση του δεκαετούς ομολόγου είναι υψηλότερη από ό,τι σε όλες τις άλλες χώρες του ευρώ. Ιδιαίτερα ανησυχητική είναι και η αύξηση των ασφαλίστρων κινδύνου (CDS) στα ομόλογα πενταετούς διάρκειας. Η παρατεταμένη επενδυτική αποχή αποτελεί ένα μικρό παράδοξο σχετικά με το μότο «οι μεταρρυθμίσεις θα εξασφαλίσουν την εμπιστοσύνη των επενδυτών και τις προοπτικές ανάπτυξης«.

Ιδιαίτερα, όταν τους τελευταίους μήνες, λόγω της επιβράδυνσης και των προειδοποιήσεων για διαφαινόμενη νέα ύφεση, αλλά και λόγω των εκλογών, οι ισχυρές χώρες της Ευρωζώνης χαλαρώνουν προσωρινά τη δημοσιονομική πειθαρχία και αυξάνουν τις δαπάνες. Στην Ελλάδα, ήδη, χρησιμοποιείται ο «δημοσιονομικός χώρος» του 2019 και του 2020, γεγονός που δείχνει ότι εξαντλούνται τα περιθώρια των προϋπολογισμών έως και το 2022. Δηλαδή, εκτός των φετινών παροχών, άλλη δυνατότητα δημοσιονομικής χαλάρωσης δεν υφίσταται, όσο διαρκεί ο καταναγκασμός πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5% του ΑΕΠ.

Γεράσιμος Ποταμιάνος

Ο Γεράσιμος Ποταμιάνος διετέλεσε ανώτερο στέλεχος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος εταιρειών και φορέων του ιδιωτικού και δημόσιου τομέα στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Έχει μακροχρόνια δραστηριότητα στους τομείς της οικονομικής ανάπτυξης, της απασχόλησης, περιφερειακής πολιτικής, ενέργειας και κλιματικής αλλαγής. Η εμπειρία του περιλαμβάνει διαρθρωτική προσαρμογή και ανάπτυξη σε χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και του ευρωπαϊκού Νότου. 

ΠΗΓΗ: https://slpress.gr/oikonomia/oikonomia
-oi-arithmoi-diapseydoyn-to-kyvernitiko-afigima/
19 Φεβρουαρίου 2019 
  

               ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ                 




1.
ΣΕΒ: Σε κάθε Έλληνα αντιστοιχεί χρέος 29.700 ευρώ
 έναντι δανειστών από το εξωτερικό.  

Στις 29.700 ευρώ διαμορφώνεται το ποσό του χρέους με το οποίο επιβαρύνεται κάθε Έλληνας έναντι δανειστών από το εξωτερικό, ποσό διπλάσιο περίπου του μέσου όρου του ετήσιου ακαθάριστου εισοδήματός του.

Αυτό διαπιστώνει ο ΣΕΒ σε ανάλυσή του για τη βιωσιμότητα του επιπέδου ευημερίας της χώρας μας στο μέλλον. 

Όπως επισημαίνει, η χώρα μας κατατάσσεται στην τελευταία θέση (35η) κατατάσσεται η Ελλάδα όσον αφορά τη βιωσιμότητα του επιπέδου ευημερίας στο μέλλον συγκριτικά με τις άλλες χώρες του ΟΟΣΑ, όταν χρησιμοποιούνται συνδυαστικά όλοι οι δείκτες που αναφέρονται στη συσσώρευση πόρων μέσω επενδύσεων σε φυσικό, ανθρώπινο, οικονομικό και κοινωνικό κεφάλαιο.

Μεταξύ άλλων, ο Σύνδεσμος σημειώνει πως ένας σημαντικός δείκτης για τη βιωσιμότητα της οικονομίας στο μέλλον, είναι η κατά κεφαλήν χρηματοοικονομική καθαρή θέση (περιουσιακά στοιχεία ενεργητικού μείον υποχρεώσεις παθητικού) της οικονομίας. Επειδή οι εγχώριες απαιτήσεις αντισταθμίζονται από τις εγχώριες υποχρεώσεις, το μέγεθος αυτό αναφέρεται στην καθαρή θέση της χώρας σε σχέση με το εξωτερικό. Η χώρα μας, κυρίως, λόγω του τεράστιου δημοσίου χρέους της που διακρατείται από επενδυτές στο εξωτερικό, έχει μια κατά κεφαλήν αρνητική θέση ίση με -€29,7 χιλ. Αυτό είναι και το ποσό του χρέους με το οποίο κάθε Έλληνας επιβαρύνεται έναντι δανειστών από το εξωτερικό, ποσό διπλάσιο περίπου του μέσου όρου του ετήσιου ακαθάριστου εισοδήματός του. Σημειώνεται ότι για την εξυπηρέτηση του χρέους, η ελληνική κοινωνία πρέπει να αποταμιεύει σημαντικούς πόρους μέσω του προϋπολογισμού (φορολογίας), δηλαδή να αποποιείται ισόποσης δαπάνης σε κατανάλωση ή επενδύσεις.

Στην έκθεσή του ο ΣΕΒ τονίζει ότι η Ελλάδα έχει ελλείμματα και στις επενδύσεις στο περιβάλλον, στις επαγγελματικές και γνωστικές δεξιότητες του πληθυσμού, και, τέλος, στην εμπιστοσύνη των πολιτών προς τους θεσμούς, που προσδιορίζουν, σε τελική ανάλυση, το επίπεδο ευρύτερης κοινωνικής συνοχής και οικονομικής αποτελεσματικότητας, αυτό που στο εξωτερικό ορίζεται ως inclusive growth, δηλαδή βιώσιμη ανάπτυξη για όλους. 

Στην προτελευταία θέση όσον αφορά τη βιωσιμότητα του επιπέδου ευημερίας στο μέλλον βρίσκεται η Πορτογαλία, ενώ χώρες όπως, η Ιταλία, η Ισπανία και η Γαλλία βρίσκονται στην 5η, 6η και 12η θέση από το τέλος, με τις σκανδιναβικές χώρες στις τέσσερις πρώτες θέσεις, με πρωταθλήτρια τη Σουηδία.

Χαρακτηριστικό των χωρών στην κορυφή της κατάταξης είναι η ισόρροπη ανάπτυξη και των τεσσάρων μορφών κεφαλαίου, κάτι που δεν χαρακτηρίζει χώρες προς τις τελευταίες θέσεις της κατάταξης. 

Η Ελλάδα έχει μια καλύτερη σχετικά θέση στο φυσικό κεφάλαιο (13η από το τέλος), λόγω του προτύπου της ήπιας, και λιγότερο επιβαρυντικής για το περιβάλλον, ακολουθούμενης οικονομικής ανάπτυξης, χωρίς να παραβλέπεται και η επίπτωση της τεράστιας ύφεσης που έπληξε τη χώρα. 

Έχει, επίσης, τη χειρότερη σχετικά θέση στο οικονομικό κεφάλαιο (1η από το τέλος), λόγω της υπερχρέωσης της χώρας στο εξωτερικό και της κατάρρευσης των επενδύσεων και της τραπεζικής χρηματοδότησης τα προηγούμενα χρόνια, ενώ βρίσκεται στην 4η και την 5η θέση από το τέλος στο κοινωνικό και ανθρώπινο κεφάλαιο αντιστοίχως, αποτέλεσμα, κυρίως, της έλλειψης εμπιστοσύνης των πολιτών απέναντι στους θεσμούς και της χαμηλής ποιότητας των επαγγελματικών και γνωστικών δεξιοτήτων του πληθυσμού αντιστοίχως

Με τα ανωτέρω δεδομένα, σύμφωνα με τον ΣΕΒ, τα αρχικά σημεία εκκίνησης, αν και αποκαλύπτουν πολλά για την πορεία μιας χώρας μέχρι σήμερα, και τις δυνατότητες ευημερίας που έχει στο μέλλον, δεν σημαίνουν και έλλειψη επιλογών, όσον αφορά στη διασφάλιση ευνοϊκών παραγόντων που οδηγούν στη διαχρονική και ισόρροπη αύξηση των επενδύσεων στις τέσσερις μορφές κεφαλαίου ως ανωτέρω. Είναι εκ των ων ουκ άνευ, λοιπόν, η κατάστρωση μιας εθνικής στρατηγικής για τη δυναμική οικονομική και κοινωνική αναδιάρθρωση της χώρας, δίδοντας έμφαση στους δείκτες με τη μεγαλύτερη υστέρηση. Δεν έχουμε τίποτα να χάσουμε παρά τις αλυσίδες που μας κρατούν δεμένους στη μετριότητα, τονίζει ο Σύνδεσμος.


21/2/2019

WSI DATA, WORLD ECONOMIC FORUM


2.
Οι χώρες με τον υψηλότερο κατώτατο μισθό.
Ανάμεσα τους βρίσκεται και η Ελλάδα. 

Πού θα πρέπει να μετακομίσουν οι νέοι ώστε να λαμβάνουν τον υψηλότερο κατώτατο μισθό; Η απάντηση είναι στην Αυστραλία ή το Λουξεμβούργο, σύμφωνα με τα στοιχεία του γερμανικού Ινστιτούτου Wirtschafts-und Sozialwissenschaftliches Institut (WSI), το οποίο συνέκρινε τις αμοιβές σε διάφορες χώρες του κόσμου καταλήγοντας στα εν λόγω συμπεράσματα.

Στην 14η θέση μάλιστα βρίσκεται και η Ελλάδα ενώ ακολουθεί η Βραζιλία και η Ρωσία. Η στήριξη των χαμηλά αμειβομένων εργαζομένων άλλωστε αποτελεί βασικό στόχο όλων των κυβερνήσεων πόσο μάλλον μετά την επιδείνωση των κοινωνικών ανισοτήτων που προκάλεσε η χρηματοπιστωτική κρίση.

Πρόσφατα το παράδειγμα της Ελλάδας -που αύξησε τον κατώτατο μισθό- αποφάσισε να ακολουθήσει και η Ισπανία, η κυβέρνηση της οποίας δήλωσε πως ο κατώτατος μισθός της θα κινηθεί ανοδικά κατά 22% το 2019. Αν κάτι τέτοιο συμβεί, πρόκειται για την μεγαλύτερη ετήσια αύξηση που έχει σημειωθεί εδώ και σαράντα χρόνια. 

Αύξηση του κατώτατου μισθού έχει προαναγγείλει και ο Γάλλος πρόεδρος, Εμμάνουελ Μακρόν, ενώ τις προάλλες ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ζαν Κλοντ Γιούνκερ, δήλωσε πως κάθε εργασία αξίζει έναν δίκαιο μισθό και για το λόγο αυτό υποστηρίζει μια νέα προσέγγιση όσον αφορά τους κατώτατους μισθούς. «Ο κατώτατος μισθός πρέπει να γίνει μια βασική αρχή της ευρωπαϊκής πολιτικής», διευκρίνισε.

Οι υπέρμαχοι της απόφασης προβάλλουν το επιχείρημα ότι οι επιχειρήσεις έχουν την ευθύνη να πληρώνουν ικανοποιητικά τους εργαζομένους, ενώ αυτοί που είναι αντίθετοι επισημαίνουν πως ένας υψηλός κατώτατος μισθός καταστρέφει τις θέσεις εργασίας και εμποδίζει την επιχειρηματικότητα.

Το κόστος ζωής βέβαια παίζει σημαντικό ρόλο στο αν ένας υψηλότερος μισθός γενικά θα έχει αντίκρισμα στη ζωή των εργαζομένων. Για παράδειγμα, στις ΗΠΑ ενώ οι αμοιβές των πολιτών έχουν γενικά αυξηθεί τα τελευταία πενήντα χρόνια, οι άνθρωποι γίνονται φτωχότεροι γιατί οι αυξήσεις αυτές δεν συμβαδίζουν με τον πληθωρισμό.

21/02/2019 

3.α.
Καραμούζης: Δυσθεώρητο το ύψος 
των μη εξυπηρετούμενων δανείων.

Οπως τονίζει ο πρόεδρος της Ενωσης Ελληνικών Τραπεζών, για να επιστρέψουν οι τράπεζες στην κανονικότητα, ο ελέφαντας στο δωμάτιο που λέγεται μη εξυπηρετούμενα δάνεια πρέπει να αντιμετωπιστεί επιτυχώς.
Το δυσθεώρητο ύψος των μη εξυπηρετούμενων δανείων αλλά και την ανάπτυξη της οικονομίας έθεσε ως βασικές προϋποθέσεις για την εξασφάλιση ενός υγιούς τραπεζικού συστήματος, ο πρόεδρος της Ένωσης Ελληνικών Τραπεζών Νικόλαος Καραμούζης. Μιλώντας χθες στην εκπομπή «Ρουά Ματ» του ΣΚΑΪ, ο κ. Καραμούζης χαρακτήρισε επιτακτική ανάγκη να βελτιωθούν περαιτέρω οι συνθήκες στην οικονομία και στις αγορές.

Αναφορικά με το σχέδιο που επεξεργάζονται τράπεζες και κυβέρνηση για την προστασία της πρώτης κατοικίας, ανέφερε ότι υπάρχουν λεπτομέρειες που συζητούνται, ωστόσο εκτίμησε ότι πιθανόν εντός της εβδομάδας να υπάρξει μία έντιμη συμφωνία. Ερωτηθείς εάν θα υπάρξει κάποια επιβράβευση για τους συνεπείς δανειολήπτες, ανέφερε ότι ήδη στις καλές επιχειρήσεις μειώνεται το κόστος χρηματοδότησης ενώ πρόσθεσε ότι καταβάλλονται προσπάθειες να γίνει κάτι ανάλογο και στις περιπτώσεις των νοικοκυριών. Χρειαζόμαστε ένα εύρωστο και πολύ δυνατό τραπεζικό σύστημα, για να μπορέσουμε να σηματοδοτήσουμε την οικονομία, τους πελάτες, την ανάπτυξη. Χρειαζόμαστε τράπεζες και πρόσβαση στις αγορές. Να έχουμε την εμπιστοσύνη των αγορών και των καταθετών, για να επιστρέψουν οι καταθέτες. Ανάπτυξη χωρίς ένα ισχυρό και υγιές τραπεζικό σύστημα δεν είναι εφικτή, ανέφερε χαρακτηριστικά ο κος Καραμούζης.

Το τραπεζικό σύστημα υπέστη σοβαρές συνέπειες από την κρίση, επεξήγησε ο πρόεδρος της Ένωσης Ελληνικών Τραπεζών, καθώς κατά την κρίση χάθηκαν οι μισές καταθέσεις, δηλαδή περί τα 117 δισ. Τα μισά δάνεια δεν εξυπηρετούνται, περίπου 107 δισ. Αναγκαστήκαμε να δανειστούμε περίπου 160 δισ. στην κορύφωση της κρίσης από την ΕΚΤ.  Όπως τονίζει ο κος Καραμούζης, οι συνθήκες σήμερα έχουν βελτιωθεί, κάτι το οποίο αποδείχθηκε και από τα stress tests του Ιουνίου του '18. «Οι τράπεζες έχουν κεφαλαιακή επάρκεια, αλλά πρέπει να ομολογήσω ότι οι αγορές είναι προβληματισμένες στο κατά πόσον μπορούμε να εξυγιάνουμε τους ισολογισμούς μας χωρίς κεφαλαιακές ενέργειες, αλλά από την άλλη πλευρά, η ρευστότητα έχει βελτιωθεί. Το 2018 επέστρεψαν 8 εκατ. δυνητικές καταθέσεις και η πρόσβαση στις αγορές έχει βελτιωθεί».

Σύμφωνα με τον κο Καραμούζη, υπάρχουν δύο μεγάλα προβλήματα που συνδέονται με τις τράπεζες και την ανάπτυξη. Το πρώτο είναι το ύψος των μη εξυπηρετούμενων δανείων, που είναι δυσθεώρητο. Είναι 85 δισ. ευρώ, περίπου τα μισά δάνεια δεν εξυπηρετούνται. Οι τράπεζες έχουν θέσει ένα φιλόδοξο και υπό προϋποθέσεις επιτεύξιμο στόχο να μειώσουν τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια κατά 50 δισ. ευρώ τα επόμενα τρία χρόνια. Σε κάθε περίπτωση, όπως τονίζει συγκεκριμένα ο κος Καραμούζης, για να επιστρέψουν οι τράπεζες στην κανονικότητα, ο ελέφαντας στο δωμάτιο που λέγεται μη εξυπηρετούμενα δάνεια πρέπει να αντιμετωπιστεί επιτυχώς. Η υγιής οικονομία πάει μαζί με υγιείς τράπεζες. Δεν μπορεί να υπάρξουν υγιείς τράπεζες, χωρίς μία οικονομία που αναπτύσσεται ταχέως και χαίρει του κύρους και της εμπιστοσύνης των διεθνών αγορών.

Όσον αφορά το ζήτημα της πρώτης κατοικίας, η έννοια της προστασίας δεν υπάρχει σε καμία ευρωπαϊκή χώρα, υπογραμμίζει, παραθέτοντας πως υπάρχουν αντ’ αυτού διαδικασίες και πτωχευτικό δίκαιο. «Έχουμε μία έντιμη συμφωνία, αλλά δεν έχουν ολοκληρωθεί οι διαπραγματεύσεις. Είμαι όμως αισιόδοξος ότι σύντομα, ίσως εντός της εβδομάδας, να ολοκληρωθούν», σημειώνει, ενημερώνοντας παράλληλα ότι ακόμη και σήμερα τα στελέχη των τραπεζών εργάζονται σκληρά. Εκτιμώ ότι οι διαφορές μπορεί να γεφυρωθούν, αρκεί η συμφωνία να αφορά τις ασθενέστερες τάξεις και όχι τους κακοπληρωτές. Το 1/3 όσων έχουν ενταχθεί στον νόμο Κατσέλη έχουν την οικονομική δυνατότητα.

21/2/2019


3.β.
Η συμφωνία για την πρώτη κατοικία. 

Τελικά, η λογική επικράτησε; Αυτό φαίνεται να δείχνει η συμφωνία κυβέρνησης - τραπεζών για την προστασία της πρώτης κατοικίας.

Ποια είναι τα κύρια χαρακτηριστικά της; Πρώτον, η διαχείριση των κόκκινων στεγαστικών δανείων από παθητική γίνεται ενεργητική. Ενώ με τον νόμο Κατσέλη τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια ρίχνονταν σε έναν κουβά όπου παρέμεναν κόκκινα έως ότου κριθεί η τύχη τους (σε 3, 5 ή 10 χρόνια…), τώρα, με την ενεργοποίηση της πλατφόρμας, οι ενδιαφερόμενοι θα ρυθμίζουν και θα εξυπηρετούν τα δάνειά τους. Δεύτερον, σε αντίθεση με τον νόμο Κατσέλη, δεν προσφέρει ευνοϊκή μεταχείριση σε κάθε μπαταχτσή που έχει λεφτά αλλά αρνείται να πληρώσει, εισάγονται σαφείς δικλίδες ασφαλείας. Με αυτήν την έννοια, είναι μια έντιμη συμφωνία.

Ισως αναρωτηθεί κάποιος: Είναι και δίκαιη αυτή η συμφωνία, εναρμονίζεται με τη συνταγματική αρχή περί ίσης μεταχείρισης; Μάλλον όχι. Αν κάποιος πληροί τα εισοδηματικά, περιουσιακά και λοιπά κριτήρια για να λάβει την ελάφρυνση που προβλέπει η συμφωνία, αλλ’ όμως διέπραξε το λάθος να πασχίζει, με θυσίες, να πληρώνει κανονικά το στεγαστικό δάνειό του, απλώς ατύχησε. Γι’ αυτόν δεν υπάρχει πρόνοια ελάφρυνσης – πρέπει να συνεχίσει να πληρώνει κανονικά και εις όλον...

Τούτων δοθέντων, εφόσον η συμφωνία αποτυπωθεί σε νόμο έτσι όπως έγινε (χωρίς πονηρές αλλοιώσεις της τελευταίας στιγμής…), θα εγκριθεί από την ΕΚΤ. Το πιο σημαντικό προαπαιτούμενο της τρέχουσας αξιολόγησης θα έχει εκπληρωθεί. Κι αυτό είναι εξαιρετικά θετικό για την πορεία της χώρας μας.

Παραμένει το εύλογο ερώτημα: Γιατί καθυστερήσαμε τόσο πολύ να καταλήξουμε σε αυτήν τη ρύθμιση; Αφενός, γιατί (όσα κι αν περί του αντιθέτου λέγονται…) οι τράπεζες έχουν ξεχάσει να βιάζονται, περιμένουν λύσεις στα προβλήματά τους από έναν (κυβερνητικό) από μηχανής θεό και οι μηχανισμοί τους έχουν κακοσυνηθίσει να λειτουργούν εν πολλοίς ως σαράφικα. Αφετέρου, γιατί το πολιτικό σύστημα φοβόταν να διαχειριστεί ένα πρόβλημα με πολιτικό κόστος σε προεκλογική περίοδο. Η κυβέρνηση είχε αναθέσει το θέμα σε λάθος πρόσωπα και με λάθος (ψηφοθηρικά…) κριτήρια, η αντιπολίτευση έχυνε προκαταβολικά δάκρυα για το «σπίτι του φτωχού» που θα το έβγαζε στο σφυρί η ανάλγητη κυβέρνηση, ενώ εκείνη, η πονόψυχη, θα το έσωζε.

Εως ότου η τρόικα τους ειδοποίησε ότι «the game is over».

Ο πρωθυπουργός, Αλ. Τσίπρας, κατανόησε ότι οι άνθρωποι που τους είχε αναθέσει τη διαχείριση του θέματος τον οδηγούσαν στην καταστροφή – θα τίναζαν στον αέρα την τρέχουσα αξιολόγηση και, μαζί με αυτήν, όσα έχουν επιτευχθεί και το ίδιο το κυβερνητικό αφήγημα. Ετσι, αποφάσισε να εμπλακεί ο ίδιος, να στηριχτεί σε άλλα κυβερνητικά στελέχη (Δραγασάκης, Λιάκος) και να αλλάξει τα κριτήρια της όλης συζήτησης. Η δε ηγεσία της αντιπολίτευσης, που έχει καλή επικοινωνία με τις διοικήσεις των τραπεζών, κατανόησε τις συνέπειες ενός αδιεξόδου και έδωσε οδηγίες να πέσουν οι τόνοι – έως την υπογραφή της συμφωνίας. Ετσι φτάσαμε στη συμφωνία. Εν κατακλείδι: Δεν αρκούσε η λογική, μόνη της. Χρειαζόταν (δυστυχώς, ακόμη σήμερα…) και η δαμόκλειος σπάθη της τρόικας.

Κώστας Καλλίτσης 

http://www.kathimerini.gr/1010470/
opinion/epikairothta/politikh/h-symfwnia-gia-thn-prwth-katoikia
17/2/2019


4.
Η μισή Ελλάδα χρωστάει στην εφορία
 - Ένας στους δύο δε μπορεί να πληρώσει ούτε 500 ευρώ χρέος.  

Πάνω από τέσσερα εκατομμύρια είναι οι φορολογούμενοι, φυσικά πρόσωπα και επιχειρήσεις που χρωστούν στην εφορία. 

Τα στοιχεία από τους οφειλέτες του δημοσίου που περιλαμβάνονται στην έκθεση τέταρτου τριμήνου για την ελληνική οικονομία του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή που δόθηκε χθες στη δημοσιότητα. 

Σύμφωνα με τα στοιχεία που έχουν αντληθεί από την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων και αφορούν στο τέλος του τέταρτου τριμήνου του 2018:
  • Το σύνολο των φορολογούμενων, φυσικών και νομικών προσώπων, που έχουν ληξιπρόθεσμες οφειλές κάθε ποσού προς τη φορολογική διοίκηση ανέρχονταν σε 4.064.750. Ο αριθμός αυτός σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2017 είναι μειωμένος κατά 4.107 οφειλέτες.
  • Οι φορολογούμενοι, φυσικά πρόσωπα (ΑΦΜ) οι οποίοι έχουν ληξιπρόθεσμες οφειλές προς τη φορολογική διοίκηση έως 500 ευρώ, που είναι και η πολυπληθέστερη ομάδα οφειλετών, ανέρχονταν σε 2.219.151. Ο αριθμός αυτός σε σχέση με το τελευταίο τρίμηνο του 2017 αυξήθηκε κατά 17.241.
  • Οι φορολογούμενοι οι οποίοι έχουν ληξιπρόθεσμες οφειλές προς τη φορολογική διοίκηση από 500 έως 10.000 ευρώ,  ανέρχονταν σε 1.545.901. Ο αριθμός αυτός σε σχέση με το τέταρτο τρίμηνο του προηγούμενου έτους έχει μειωθεί κατά 31.409 φορολογούμενους
  • Τα ΑΦΜ με ληξιπρόθεσμες οφειλές προς τις εφορίες ύψους από 10.000 έως 100.000 ευρώ ανέρχονταν στο τέλος του τέταρτου τριμήνου του 2018 σε 256.821. Σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2017 ο συγκεκριμένος αριθμός είναι αυξημένος κατά 7.718 οφειλέτες
  • Οι φορολογούμενοι, φυσικά πρόσωπα (ΑΦΜ) οι οποίοι έχουν ληξιπρόθεσμες οφειλές προς τη φορολογική διοίκηση από 100.000 έως 1.000.000 ευρώ, ανέρχονταν σε 34.863. Ο αριθμός αυτός σε σχέση με το τελευταίο τρίμηνο του 2017 αυξήθηκε κατά 2.097 οφειλέτες.
  • Οι φορολογούμενοι που έχουν οφειλές προς τις εφορίες ύψους άνω του ενός εκατομμυρίου ευρώ ανέρχονταν στο τελευταίο τρίμηνο του 2018 σε 8.014. Ο αριθμός αυτός είναι αυξημένος σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του προηγούμενου έτους κατά 266 φορολογούμενους.
Επί της ουσίας, τα στοιχεία δείχνουν ότι αυξάνεται ο αριθμός των μικροοφειλετών και μεγαλοοφειλετών αλλά περιορίζεται ο αριθμός των "μεσαίων" οφειλετών δηλαδή οι φορολογούμενοι που χρωστούν από 500 έως 10.000 ευρώ.

Σε σχέση με το τελευταίο τρίμηνο ο αριθμός των οφειλετών μειώθηκε κατά 247.645, εξισορροπώντας την αύξηση που είχε προηγηθεί κατά το τρίτο τρίμηνο του 2018. 

Παράλληλα εξετάζοντας την μηνιαία εξέλιξη του αριθμού των οφειλετών διαπιστώνεται η επίδραση της εποχικότητας. Ενδεικτικό είναι ότι τον Νοέμβριο που έληγε η τελευταία δόση του φόρου εισοδήματος, παρατηρήθηκε αύξηση του πλήθους των οφειλετών κατά 1.093 άτομα σε σχέση με τον προηγούμενο μήνα, ενώ τον Οκτώβριο και τον Δεκέμβριο σημειώθηκε μείωση κατά 113.016 και 135.722 οφειλέτες αντίστοιχα.

Οι φόροι που κατά κύριο λόγο άφησαν απλήρωτους οι φορολογούμενοι είναι ο ΦΠΑ, οι τελευταίες δυο δόσεις του ΕΝΦΙΑ για το 2018 καθώς και η τελευταία δόση του εκκαθαριστικού του φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων που έληγε στο τέλος Νοεμβρίου.

Το συνολικό ληξιπρόθεσμο υπόλοιπο στο τέλος του τέταρτου τριμήνου του 2018, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΑΑΔΕ, διαμορφώθηκε στα 104,36 δισ. ευρώ, αυξημένο κατά 4,44 δισ. ευρώ σε σχέση με το τέταρτο τρίμηνο του 2017 και κατά 1,27 δισ. ευρώ σε σχέση με το τρίτο τρίμηνο του 2018.

http://www.topontiki.gr/article/310689/i-misi-ellada
-hrostaei-stin-eforia-enas-stoys-dyo-de-mporei-na-plirosei-oyte-500-eyro
20/2/2019