Οι τέσσερις μεγάλες προκλήσεις της Ευρώπης.


Χρονιά σημαντικών αποφάσεων διανύει η Ευρωπαϊκή Ένωση, με επίκεντρο τον προϋπολογισμό και τον διορισμό των επικεφαλής βασικών υπερεθνικών θεσμών. Ο λαϊκισμός, οι οικονομικοί κίνδυνοι και οι σχέσεις με Κίνα-Ρωσία.

Το 2019 μετράει λιγότερο από ένα μήνα, όμως ήδη φαίνεται πως θα είναι ένα πολυάσχολο έτος για την Ευρώπη, η οποία έχει μια μεγάλη λίστα με πράγματα που πρέπει να κάνει, καθώς έρχεται αντιμέτωπη με πολιτικές αναταράξεις, με μια επιβραδυνόμενη οικονομική ανάπτυξη και με τεταμένες σχέσεις με τις παγκόσμιες υπερδυνάμεις.
Οι Ευρωπαίοι ηγέτες θα αντιμετωπίσουν μια σειρά ζητημάτων, περιλαμβανομένου του ασταθούς πολιτικού συνασπισμού της Γερμανίας, της αντοχής του λαϊκισμού, των οικονομικών προβλημάτων της Ιταλίας και των ανησυχιών για την αιωρούμενη παρουσία της Κίνας και της Ρωσίας πάνω από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτές είναι τέσσερις τάσεις που θα διαμορφώσουν την πολιτική, οικονομική και κοινωνική ατζέντα της Ευρώπης αυτό το έτος.

Τάση 1: Προβλήματα στους 4 της ΕΕ

Το 2019, οι κυβερνήσεις των τεσσάρων μεγαλύτερων οικονομιών της ευρωζώνης θα αντιμετωπίσουν σειρά πολιτικών προβλημάτων που θα περιορίσουν το περιθώριο ελιγμών τους στο εσωτερικό, καθώς και την ικανότητά τους να προσφέρουν μια ηγεσία με συνοχή στο μπλοκ συνολικά. Στη Γερμανία, η απόφαση της Άγκελα Μέρκελ να μη θέσει εκ νέου υποψηφιότητα στις εκλογές του 2021 θα αναγκάσει τα μέλη του κυβερνητικού συνασπισμού της να προετοιμαστούν για ένα πολιτικό περιβάλλον χωρίς αυτήν. Ακόμα και αν η Μέρκελ καταφέρει να ολοκληρώσει τη θητεία της, η εξουσία της εντός της κεντροδεξιάς Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης (CDU) θα αποδυναμωθεί προοδευτικά καθώς το κόμμα σχεδιάζει τη διαδοχή της.

Στο μεταξύ, το κεντροαριστερό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD) θα επιζητήσει την αποστασιοποίηση από το CDU, τον κυβερνητικό του εταίρο, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να βελτιώσει τη δημοτικότητά του. Αυτό θα μπορούσε να κάνει την κυβέρνηση της Γερμανίας όλο και πιο δυσλειτουργική, μειώνοντας την επιθυμία του Βερολίνου να εισαγάγει διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις σε επίπεδο ΕΕ. Ως αποτέλεσμα, οι προτάσεις για τη δημιουργία ενός προγράμματος κοινής εγγύησης καταθέσεων για τις τράπεζες της ευρωζώνης, ή για τη δημιουργία ενός μεγάλου προϋπολογισμού της ευρωζώνης για να σταθεροποιηθούν οι χώρες που βρίσκονται σε οικονομική δυσκολία (που και τα δύο απαιτούν ισχυρή γερμανική στήριξη), είναι απίθανο να προχωρήσουν σύντομα.

Η γαλλική κυβέρνηση, από την πλευρά της, εξετάζει διάφορες ιδέες για τη νομοθέτηση εγχώριων και ευρωπαϊκών μεταρρυθμίσεων, όμως αντιμετωπίσει σημαντικούς περιορισμούς. Στο εσωτερικό, οι διαμαρτυρίες των «κίτρινων γιλέκων» έχουν δείξει σε όλους πως οι γάλλοι πολίτες είναι και με το παραπάνω πρόθυμοι να βγουν στους δρόμους για να διαδηλώσουν για οποιαδήποτε οικονομική πολιτική τους βρίσκει αντίθετους. Προσπαθώντας να αποφύγει νέες διαδηλώσεις, η κυβέρνηση του προέδρου Εμμανουέλ Μακρόν πιθανότατα θα ακολουθήσει μια πιο επιφυλακτική προσέγγιση ως προς τις μεταρρυθμίσεις φέτος. Αυτό θα μπορούσε να σημαίνει τον περιορισμό των σχεδίων για απλοποίηση του συνταξιοδοτικού συστήματος της χώρας και για αυστηροποίηση των κριτηρίων επιλεξιμότητας για την ασφάλιση της ανεργίας.

Σε επίπεδο ΕΕ, εν τω μεταξύ, η αντίθεση από τις χώρες της Βόρειας Ευρώπης αποδείχθηκε τόσο ισχυρή πέρυσι ώστε να «νερώσει» τις προτάσεις του Παρισιού για μεγαλύτερο διαμοιρασμό του ρίσκου και για υψηλότερες δαπάνες στην ευρωζώνη. Στο τέλος, άλλη μια χρονιά που σημαδεύτηκε από εσωτερικούς περιορισμούς, θα περιορίσει την ικανότητα του Παρισιού να επηρεάσει την κατεύθυνση που θα πάρει η πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η Ιταλία θα είναι άλλη μια χώρα που θα πρέπει να παρακολουθείται το 2019. Στα τέλη του περασμένου έτους, η ιταλική κυβέρνηση υπέκυψε στις πιέσεις των χρηματαγορών και κατέβασε τους τόνους της κριτικής της για το ευρώ και κατέληξε σε συμφωνία με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναφορικά με τα σχέδιά της για τον προϋπολογισμό. Όμως ο συνδυασμός υπέρογκου χρέους, εύθραυστων τραπεζών και ισχνής ανάπτυξης σημαίνει πως η ιταλική οικονομία δεν έχει γλιτώσει. Επιπλέον, τα κυβερνώντα κόμματα της Λέγκας και του Κινήματος των Πέντε Αστέρων δυσκολεύονται να κρύψουν τις ιδεολογικές τους διαφορές σε σειρά ζητημάτων, από τη μετανάστευση μέχρι τα έργα υποδομών –τάση που θα συνεχιστεί και το 2019.

Όπως είναι αναμενόμενο, πρόωρες εκλογές απλώς θα αύξαναν την αβεβαιότητα για το μέλλον της Ιταλίας. Εν τω μεταξύ, η τέταρτη μεγαλύτερη οικονομία της ευρωζώνης, η Ισπανία, έχει υπερβολικά πολλά εσωτερικά προβλήματα (από μια κυβέρνηση μειοψηφίας που δυσκολεύεται να κάνει πράγματα μέχρι την επίμονη μουρμούρα για αυτονόμηση της Καταλονίας) ακόμα και για να σκεφτεί να διαμορφώσει την μελλοντική κατεύθυνση του μπλοκ.

Αυτά τα εσωτερικά προβλήματα εμφανίζονται σε μια περίοδο που η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να λάβει αποφασιστική δράση στην πολιτική της. Μια από τις πιο τεταμένες συζητήσεις της Ευρώπης φέτος θα αφορά τον επόμενο επταετή προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που θα πρέπει να τεθεί σε ισχύ το 2021.

Η συζήτηση, που θα επικεντρωθεί στο μέγεθος και στην κατανομή των αγροτικών επιδοτήσεων και αναπτυξιακών κεφαλαίων, θα δείξει ξεκάθαρα τα ανταγωνιστικά στρατηγικά συμφέροντα που υπάρχουν εντός του μπλοκ. Τα μέλη του μπλοκ που είναι καθαροί λήπτες κεφαλαίων (τα περισσότερα εκ των οποίων είναι στην Ανατολική Ευρώπη και, σε μικρότερο βαθμό, στη Νότια Ευρώπη), θα πιέσουν για αύξηση, ή τουλάχιστον διατήρηση των σημερινών επιπέδων δαπανών, ενώ οι καθαροί χορηγοί (οι περισσότεροι στη Βόρεια Ευρώπη) θα πιέσουν για μειώσεις δαπανών.

Οι διαπραγματεύσεις για τον διορισμό των νέων μελών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και των νέων προέδρων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου θα οδηγήσουν επίσης σε ιδεολογικές και στρατηγικές διαφωνίες μεταξύ των κυβερνήσεων της ΕΕ. Αξίζει να παρακολουθήσουμε στενά αυτές τις διαπραγματεύσεις, διότι θα βρίσκεται στο τραπέζι το μέλλον της οικονομικής, εξωτερικής και νομισματικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης.




Τάση 2: Ο λαϊκισμός ήρθε για να μείνει

Τα πρόσφατα χρόνια, οι λαϊκιστικές και εθνικιστικές δυνάμεις έχουν «εισβάλει» σε πολλά κράτη-μέλη. Το 2019 -και πέραν αυτού- τέτοιες δυνάμεις θα συνεχίσουν να επηρεάζουν την πολιτική του μπλοκ για έναν απλό λόγο: οι παράγοντες που συνέβαλλαν στην άνοδό τους επιμένουν. Θέματα όπως η χαμηλή οικονομική ανάπτυξη, ο σκεπτικισμός ως προς τα φαινομενικά οφέλη της παγκοσμιοποίησης, η αυξανόμενη ανισότητα του πλούτου, η αγωνία για τη μετανάστευση, οι δημογραφικές αλλαγές και οι ανησυχίες για την απώλεια εθνικής κυριαρχίας, θα συνεχίσουν να παρέχουν πρόσφορο έδαφος για πολιτικές δυνάμεις που αμφισβητούν την τρέχουσα πολιτική και οικονομική τάξη στην Ευρώπη.

Φυσικά, οι δυνάμεις αυτές αντιμετωπίζουν σημαντικούς περιορισμούς. Οι περισσότεροι ψηφοφόροι θα θελήσουν οι χώρες τους να παραμείνουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στην ευρωζώνη -ακόμα και αν σε πολλές περιπτώσεις η επιθυμία αυτή δεν προέρχεται από κάποια έμφυτη αγάπη για το ευρωπαϊκό εγχείρημα αλλά από τον φόβο των απρόβλεπτων συνεπειών της αποχώρησης από αυτό.

Το ίδιο ισχύει και για τους πολιτικούς, που συχνά κατεβάζουν τους τόνους της αντιευρωπαϊκής ρητορικής τους μόλις αναλάβουν την εξουσία και πρέπει να κάνουν ξεκάθαρες επιλογές πολιτικής. Ωστόσο, η άνοδος των λαϊκιστικών και εθνικιστικών δυνάμεων είναι η μεγαλύτερη απειλή για την επιβίωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην τρέχουσα μορφή της. Τελικά, η ένωση δεν μπορεί να βασίζεται στον φόβο του αγνώστου ή στους θεσμικούς περιορισμούς για να αποτρέπει αιωνίως τα κόμματα αυτά από το να κερδίσουν τις εκλογές ή, αν τις κερδίσουν, να αμβλύνουν τον ευρωσκεπτικισμό τους. Το ζήτημα επιδεινώνεται από το γεγονός πως η ανάδυση λαϊκιστικών και εθνικιστικών δυνάμεων έχει κάνει πολλά μετριοπαθή πολιτικά κόμματα να υιοθετήσουν παρόμοια στάση προκειμένου να ανταγωνιστούν τους νεοεμφανιζόμενους.


Το 2019 αυτά τα πολιτικά κινήματα θα δοκιμαστούν σοβαρά. Τα καλά νέα για την Ευρωπαϊκή Ένωση είναι πως δεν υπάρχουν πολλές γενικές εκλογές προγραμματισμένες για φέτος την Ευρώπη. Στα τέλη Μάϊου, όμως, ολόκληρο το μπλοκ θα διενεργήσει εκλογές για τον διορισμό των βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

Αυτό θα δώσει στους ψηφοφόρους μια ευκαιρία χαμηλού ρίσκου να τιμωρήσουν τις εθνικές τους κυβερνήσεις και να στηρίξουν τα αντισυστημικά κόμματα. Οι φιλοευρωπαϊκές δυνάμεις θα διατηρήσουν τον έλεγχο της Ευρωβουλής, όμως το νομοθετικό σώμα θα γίνει πιο κατακερματισμένο, κάτι που σημαίνει πως η διαδικασία λήψης πολιτικών αποφάσεων θα μπορούσε να δυσκολέψει. Οι εκλογές θα έχουν επίσης εγχώριες επιπτώσεις, καθώς τα πολιτικά κόμματα (τόσο της κυβέρνησης όσο και της αντιπολίτευσης) θα συνεδριάσουν για να χαρτογραφήσουν το πολιτικό τους μέλλον μετά την ψηφοφορία.

Οι πανευρωπαϊκές δημοσκοπήσεις θα μπορούσαν να επιταχύνουν πρόωρες εκλογές σε χώρες με αδύναμες κυβερνήσεις (όπως στην Ισπανία) ή με αμήχανους συνασπισμούς (όπως στην Ιταλία και στη Γερμανία).

Μια ψηφοφορία που θα πρέπει να παρακολουθείται ιδιαίτερα, θα είναι οι γενικές εκλογές της Πολωνίας τον Νοέμβριο, όπου οι ψηφοφόροι καλούνται να αποφασίσουν αν θα επανεκλέξουν τη νυν κυβέρνηση, η οποία είναι μια από τους μεγαλύτερους επικριτές των φεντεραλιστικών προσπαθειών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Τάση 3: Οι οικονομικοί κίνδυνοι δεν φεύγουν

Η ευρωζώνη θα πρέπει επίσης να αντιμετωπίσει με τουλάχιστον τρις πηγές οικονομικού κινδύνου το 2019. Η πρώτη πηγάζει από τα εμπορικά ζητήματα με τις ΗΠΑ. Η κυβέρνηση του αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ εξακολουθεί να εξετάζει αν θα εισαγάγει υψηλότερους δασμούς στα ευρωπαϊκά οχήματα. Η έκθεση του αμερικανικού υπουργείου Εμπορίου ως προς το αν οι εισαγωγές οχημάτων συνιστούν απειλή για την εθνική ασφάλεια στις ΗΠΑ αναμένεται μέχρι τα μέσα Φεβρουαρίου· όταν δημοσιοποιηθεί, ο Λευκός Οίκος θα έχει 90 ημέρες για να αποφασίσει πώς θα ενεργήσει.

Ως βασικός παραγωγός οχημάτων στην Ευρώπη, η Γερμανία έχει να χάσει πολλά αν υλοποιηθεί αυτή η απειλή, όμως το ίδιο ισχύει και για πολλές από τις χώρες της ΕΕ που απαρτίζουν την αλυσίδα προμήθειας της Γερμανίας. Στο τέλος, η Ευρωπαϊκή Ένωση θα δυσκολευτεί να υπογράψει μια ολοκληρωμένη συμφωνία ελεύθερου εμπορίου που περιλαμβάνει τον αγροτικό τομέα -που είναι πιθανότατα αυτό που θα ζητήσει ο Λευκός Οίκος ως αντάλλαγμα για τη μη επιβολή υψηλότερων δασμών στα ευρωπαϊκά αυτοκίνητα.

Επιπλέον, αν ο Λευκός Οίκος εισαγάγει υψηλότερους δασμούς στα οχήματα που κατασκευάζονται στην ΕΕ, τότε οι Βρυξέλλες θα «απαντήσουν» με δικά τους αντίμετρα, κάτι που θα έχει ως αποτέλεσμα μια γενική μείωση του διμερούς εμπορίου μεταξύ των δύο εκ των τριών μεγαλύτερων οικονομικών παικτών του κόσμου.


Το Brexit είναι η δεύτερη μεγαλύτερη πηγή οικονομικού κινδύνου στην Ευρώπη. Η βρετανική κυβέρνηση μπορεί να αποφύγει μια άτακτη έξοδο από την Ευρωπαϊκή Ένωση, διότι μπορεί να ζητήσει παράταση της περιόδου διαπραγμάτευσης (κάτι που θα απαιτούσε ομόφωνη στήριξη από την υπόλοιπη Ευρωπαϊκή Ένωση) ή να αποσύρει το αίτημά της για αποχώρηση (κάτι που το Λονδίνο μπορεί να κάνει μονομερώς). Όμως η αναστολή της εξόδου του Ηνωμένου Βασιλείου δεν θα έχει ιδιαίτερο νόημα, αν το Λονδίνο δεν καταρτίσει μια στρατηγική που θα ακολουθήσει την καθυστέρηση αυτή. Αυτό θα μπορούσε να έχει τη μορφή πρόωρων εκλογών, μιας νέας συμφωνίας εξόδου ή ακόμα και ενός δεύτερου δημοψηφίσματος για τη συμμετοχή στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ιδιαίτερα αν το Εργατικό Κόμμα αναλάβει την εξουσία). Ενώ οποιαδήποτε από τις επιλογές αυτές θα οδηγούσε σε αναβολή του Brexit, ωστόσο θα μπορούσαν επίσης να δημιουργήσουν νέες πηγές αβεβαιότητας και άγχους, τόσο στο Ηνωμένο Βασίλειο όσο και στο εξωτερικό.

Η τελευταία πηγή κινδύνου είναι παλιά: η οικονομική ευθραυστότητα της Νότιας Ευρώπης, που θα εκδηλωθεί με πολλούς τρόπους το 2019. Μια αιτία ανησυχίας είναι ένας φαύλος κύκλος, γνωστός ως «debt boom loop», μεταξύ των χωρών με υψηλά επίπεδα χρέους και των τραπεζών που διακρατούν τα χρέη αυτά. Την τελευταία δεκαετία, τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα έχουν αγοράσει όλο και περισσότερο από το δημόσιο χρέος των χωρών της ευρωζώνης, όμως οι τράπεζες που κατέχουν τα ομόλογα αυτά πιέζονται όταν πέφτουν οι τιμές των ομολόγων.

Για μια ακόμα φορά, η βασική χώρα που θα πρέπει να παρακολουθούμε το 2019 θα είναι η Ιταλία. Ακόμα και αν η Ρώμη κατέληξε σε ανακωχή με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, απέτυχε να διασκεδάσει τις ανησυχίες για τη βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών της, ενώ ορισμένες τράπεζες εξακολουθούν να κατέχουν δισεκατομμύρια ευρώ σε κρατικό ιταλικό χρέος, καθώς και μεγάλα ποσά μη εξυπηρετούμενων δανείων.

Όμως υπάρχουν επιπλέον θέματα που περιπλέκουν την οικονομική εικόνα στη Νότια Ευρώπη. Τώρα που η ΕΚΤ έχει τελειώσει το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, θα υπάρξει μια λιγότερη πηγή ζήτησης για τα ομόλογα της ευρωζώνης φέτος, κάτι που σημαίνει πως τα κόστη δανεισμού, ιδιαίτερα των αδύναμων οικονομιών της Μεσογειακής Ευρώπης, θα μπορούσαν να αυξηθούν χωρίς την παρέμβαση της Κεντρικής Τράπεζας.

Την ίδια ώρα, χώρες όπως η Ιταλία, η Ισπανία και η Γαλλία έχουν ανακοινώσει σχέδια προϋπολογισμού για το 2019 που θα οδηγήσουν σε υψηλότερα ελλείμματα. Αυτή είναι μια ριψοκίνδυνη κίνηση για χώρες που έχουν ήδη υψηλά επίπεδα δημόσιου χρέους. όταν έρθει η επόμενη ύφεση –και πολλές οικονομίες της ευρωζώνης ήδη επιβραδύνονται- οι οικονομίες αυτές θα έχουν ελάχιστο δημοσιονομικό περιθώριο για να χειριστούν το πρόβλημα.

Τάση 4: Διφορούμενες σχέσεις με την Κίνα και τη Ρωσία

Εκτός από τις εμπορικές διαμάχες με τις ΗΠΑ, η Ευρωπαϊκή Ένωση θα είναι απασχολημένη και με τις άλλες δύο βασικές δυνάμεις του παγκόσμιου συστήματος, την Κίνα και τη Ρωσία. Επί του παρόντος, ο εμπορικός πόλεμος μεταξύ της Κίνας και των ΗΠΑ δημιουργεί μια ευκαιρία για την Ευρωπαϊκή Ένωση, αφού οι Βρυξέλλες μπορούν να αυξήσουν τις πιέσεις στο Πεκίνο να ανοίξει την αγορά του στις ευρωπαϊκές επενδυσεις.

Η Ευρώπη θέλει η Κίνα να δώσει σε ευρωπαίους επενδυτές ίσες ευκαιρίες με τις ντόπιες εταιρείες της και να αφαιρέσει τις επιδοτήσεις για τις κινεζικές επιχειρήσεις. Ενώ η Κίνα είναι απίθανο να μεταβάλει σημαντικά το οικονομική της μοντέλο, η όποια περαιτέρω επιδείνωση των σινοαμερικανικών σχέσεων θα καθιστούσε το Πεκίνο πιο δεκτικό στις πιέσεις των Βρυξελλών.

Όμως η Ευρωπαϊκή Ένωση ανησυχεί επίσης για την αυξανόμενη παρουσία της Κίνας στην Ήπειρο. Οι Βρυξέλλες ανησυχούν ιδιαίτερα για τα επενδυτικά σχέδια του Πεκίνου στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, υποστηρίζοντας πως ορισμένες από τις προτάσεις αψηφούν τους ευρωπαϊκούς κανόνες για τις δημόσιες προμήθειες και την κρατική βοήθεια, ενώ επιπλέον στερούνται μιας αξιόπιστης ανάλυσης κόστους/οφέλους.

Το μπλοκ φοβάται επίσης πως η αυξανόμενη οικονομική επιρροή του Πεκίνου θα μεταφραστεί τελικά σε πολιτική επιρροή, κάτι που θα έκανε ακόμα εντονότερο τον πολιτικό κατακερματισμό της Ένωσης. Σε κάποιον βαθμό, οι φόβοι αυτοί ήδη υλοποιούνται, καθώς πλούσιες χώρες της ΕΕ, που βλέπουν με επιφύλαξη τις κινεζικές επενδύσεις, έχουν αρχίσει να συγκρούονται με τις φτωχότερες χώρες, που καλοδέχονται οποιαδήποτε ξένη επένδυση μπορούν να βρουν.

Την ίδια ώρα, το μπλοκ είναι επιφυλακτικό για τις κινεζικές επενδύσεις σε ευαίσθητες τεχνολογίες. Η Γερμανία, η Γαλλία και άλλοι έχουν ήδη εισαγάγει μηχανισμούς για την παρακολούθηση ξένων –δηλαδή κινεζικών- επενδύσεων σε τεχνολογίες και υποδομές κρίσιμης σημασίας, αν και η Ένωση δεν έχει καταφέρει να εισάγει έναν κοινό μηχανισμό σε Ευρωπαϊκό επίπεδο. Την ίδια ώρα, οι ΗΠΑ εντείνουν τις πιέσεις στους ευρωπαίους εταίρους να εισάγουν ισχυρότερα εμπόδια στις κινεζικές επενδύσεις, κάτι που θα επηρεάσει την έρευνα και το εμπόριο σε τομείς περιλαμβανομένης της τεχνητής νοημοσύνης και της ανάπτυξης δικτύων 5G.

Ομοίως, αμφισημία θα σημαδέψει και τις σχέσεις της Ευρώπης με τη Ρωσία φέτος. Η Ευρωπαϊκή Ένωση πρόσφατα παρέτεινε τις οικονομικές της κυρώσεις κατά της Μόσχας μέχρι τα μέσα του 2019 και πιθανότατα θα κάνει το ίδιο και πάλι πριν το τέλος του έτους, δεδομένου ότι οι προοπτικές επίλυσης της σύγκρουσης στην ανατολική Ουκρανία φαίνονται θολές· αν μη τι άλλο, οι εντάσεις θα μπορούσαν να κλιμακωθούν, καθώς οι αντίπαλοι ανταγωνίζονται να αποκτήσουν έλεγχο γύρω από την Αζοφική Θάλασσα.

Χώρες στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη θα συνεχίσουν τις απαιτήσεις τους για τήρηση σκληρής στάσης έναντι της Ρωσίας, ενώ περιφερειακοί ηγέτες όπως η Πολωνία θα προσπαθήσουν να ενισχύσουν τους πολιτικούς, στρατιωτικούς και οικονομικούς δεσμούς με τις ΗΠΑ, τις οποίες θεωρούν τον υπέρτατο υπερασπιστή έναντι της δυνητικής ρωσικής επιθετικότητας. Η Πολωνία, η Ρουμανία και άλλοι ψάχνουν επίσης τρόπους για να διαφοροποιήσουν τις ενεργειακές πηγές τους μέσω μέτρων όπως τα έργα υποδομών και οι αγορές υγροποιημένου φυσικού αερίου.

Όμως δεν θεωρούν όλες οι ευρωπαϊκές χώρες πως απειλούνται από τη Ρωσία. Η Γερμανία, για παράδειγμα, υπερασπίζεται τον αμφιλεγόμενο αγωγό Nord Stream 2, που θα παρακάμπτει την Ουκρανία στη μεταφορά ρωσικού φυσικού αερίου στην Ευρώπη ενώ αρκετά άλλα κράτη-μέλη της ΕΕ έχουν επίσης επιμείνει στην επιδίωξη κατευνασμού με τη Μόσχα ώστε να καλλιεργηθεί το εμπόριο και να βρεθεί κοινό έδαφος σε διάφορα θέματα, από τη Συρία μέχρι το Ιράν.

Συρροή προβλημάτων

Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν αντιμετωπίζει το ίδιο είδος άμεσων απειλών που αντιμετώπιζε στο αποκορύφωμα της οικονομικής κρίσης στις αρχές της δεκαετίας, όταν τα οικονομικά προβλήματα της Ελλάδας, της Ιρλανδίας, της Πορτογαλίας και άλλων έθεσαν εν αμφιβόλω τη συνέχεια της ευρωζώνης. Οι απειλές που αντιμετωπίζει σήμερα η Ένωση είναι περισσότερο δομικής φύσεως,περιλαμβανομένων των ελλείψεων στο ‘στήσιμο’ της ευρωζώνης, των κοινωνικών και πολιτικών επιπτώσεων της πρόσφατης οικονομικής και μεταναστευτικής κρίσης, και του συνεχιζόμενου ανταγωνισμού μεταξύ των παγκόσμιων υπερδυνάμεων.

Αυτό μπορεί να σημαίνει πως τα προβλήματα της Ευρώπης δεν είναι τόσο επείγοντα όσο ήταν πριν από λίγα χρόνια, όμως δεν σημαίνει πως είναι λιγότερο επικίνδυνα για την Ευρωπαϊκή Ένωση.

του Adriano Bosoni 
Stratfor/euro2day.gr

7/2/2019