Σε τροχιά σύγκρουσης ΗΠΑ και Κίνα.
Με τη συνηθισμένη του ωμότητα, ο Ντόναλντ Τραμπ συμπύκνωσε τη φιλοσοφία του για τις προτεραιότητες της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής σε ένα tweet στις 18 Αυγούστου του 2018, ως εξής: «Όλοι αυτοί οι ηλίθιοι που εστιάζουν στη Ρωσία θα έκαναν καλύτερα να ανησυχούν για την Κίνα». Για τον Αμερικανό πρόεδρο, η Ρωσία, με μια οικονομία μικρότερη από εκείνη της Καλιφόρνια, αντιπροσωπεύει μια ενοχλητική μεν, πλην περιορισμένη περιφερειακή δύναμη. Αντίθετα, η Κίνα, που ήδη πλησιάζει και σύντομα μπορεί να ξεπεράσει τις ΗΠΑ ως η μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου, πρέπει να θεωρείται η υπ’ αριθμόν ένα απειλή τον 21o αιώνα.
Ό,τι και να καταλογίσει κανείς στον Τραμπ, γεγονός είναι ότι εννοεί να κάνει τις ιδέες (και τις εμμονές) του πραγματικότητα. Στον πρώτο χρόνο της θητείας του, το νέο αμυντικό δόγμα του Πενταγώνου έβγαλε από την πρώτη γραμμή των προτεραιοτήτων την αναχαίτιση της τρομοκρατίας και έθεσε ως κεντρικό άξονα της αμερικανικής στρατηγικής ασφάλειας την ανάσχεση της Κίνας και της Ρωσίας (η συμπερίληψη της τελευταίας ήταν, προφανώς, ο συμβιβασμός του Τραμπ με το βαθύ κράτος). Τον περασμένο Ιούνιο επέβαλε προστατευτικούς δασμούς, της τάξης του 25%, σε κινεζικές εισαγωγές ύψους 50 δισ. δολαρίων, αναγκάζοντας το Πεκίνο να προχωρήσει σε αντίποινα. Τρεις μήνες αργότερα, ανακοίνωσε ότι θα επιβάλει πρόσθετους δασμούς, ύψους 10%, σε κινεζικές εισαγωγές αξίας 200 δισ., κάτι που έφερε τις δύο μεγαλύτερες οικονομίες του πλανήτη στο χείλος ανοιχτού εμπορικού πολέμου.
Ο ηλεκτρισµός στην ατμόσφαιρα εκτονώθηκε προσωρινά κατά το δείπνο εργασίας του Τραμπ με τον Κινέζο πρόεδρο Σι Τζινπίνγκ, το οποίο έλαβε χώρα στο περιθώριο της συνόδου κορυφής του G20 στο Μπουένος Άιρες, την 1η Δεκεμβρίου. Επρόκειτο όμως για ανακωχή και όχι για ειρήνευση. Οι Κινέζοι υποσχέθηκαν αόριστα να αυξήσουν τις εισαγωγές αμερικανικών προϊόντων για να μειώσουν το αστρονομικό έλλειμμα των ΗΠΑ, ενώ ο Τραμπ ανέστειλε για τρεις μήνες την εφαρμογή των δασμών, διατηρώντας ωστόσο την απειλή του εμπορικού πολέμου πάνω από τους ώμους της κινεζικής ηγεσίας.
Ήταν αρκετές μόνο λίγες ώρες για να φανερώσουν πόσο εύθραυστη ήταν η ανακωχή. Την ίδια ημέρα, 1η Δεκεμβρίου, οι καναδικές αρχές συνέλαβαν στο αεροδρόμιο του Βανκούβερ, ύστερα από αίτημα των ΗΠΑ, τη Μενγκ Ουαντζού, οικονομική διευθύντρια του κινεζικού κολοσσού στον τομέα των τηλεπικοινωνιών Huawei. Οι Αμερικανοί επικαλούνται παραβίαση των κυρώσεων κατά του Ιράν από την κινεζική εταιρεία, αλλά όλος ο κόσμος, ακόμη και στενοί σύμμαχοι των ΗΠΑ, κατάλαβαν ότι αυτό ήταν απλώς το πρόσχημα. Ο πραγματικός στόχος τους είναι να ανακόψουν τη δυναμική πορεία της Κίνας στις τεχνολογίες αιχμής, σύμφωνα με το όραμα του Σι, που θέλει να μετατρέψει τη χώρα του από ένα τεράστιο βιομηχανικό εργαστήρι στηριγμένο στο χαμηλό εργατικό κόστος σε «υπερδύναμη της καινοτομίας» και της υψηλής προστιθέμενης αξίας. Το συνακόλουθο κραχ στα διεθνή χρηματιστήρια αποτύπωσε τις εύλογες ανησυχίες των αγορών, που γνωρίζουν πως, όταν τσακώνονται τα βουβάλια, λιώνουν τα βατράχια.
Με την κεκτημένη ταχύτητα της (απολύτως δικαιολογημένης, από πολλές απόψεις) αντιπάθειας για τον Τραμπ, αρκετοί έσπευσαν να χρεώσουν μονόπλευρα τις επικίνδυνες αυτές εξελίξεις στον οικονομικό εθνικισμό και στην πολιτική δημαγωγία του Αμερικανού προέδρου. Η πραγματικότητα είναι πολύ πιο σύνθετη. Ο Λάρι Σάμερς, υπουργός Οικονομικών του Κλίντον, κορυφαίος οικονομικός σύμβουλος του Ομπάμα και πρώην πρόεδρος του πανεπιστημίου Χάρβαρντ, δεν μπορεί να κατηγορηθεί για συμπάθειες προς τον Τραμπ. Ωστόσο, στις 3 Δεκεμβρίου έγραψε βαρυσήμαντο άρθρο στην Washington Post, όπου δικαιολογούσε εν πολλοίς τη γραμμή Τραμπ έναντι της Κίνας, την οποία, όπως τόνιζε, ενστερνίζεται το μεγαλύτερο μέρος του αμερικανικού κατεστημένου.
Πέραν των γνωστών κατηγοριών περί κλοπής πνευματικής ιδιοκτησίας, επιδότησης των κρατικών επιχειρήσεων και παρεμπόδισης των ξένων επενδύσεων από το Πεκίνο, ο Σάμερς έθεσε επί τάπητος τα πραγματικά και άκρως ενοχλητικά ερωτήματα: Είναι πρόθυμη η Αμερική να συμβιβαστεί με μια Κίνα που σε 30 χρόνια θα έχει διπλάσια οικονομία από τη δική της; Μπορεί να ανεχθεί μια Κίνα που μέσα σε δέκα χρόνια είναι πιθανό να την έχει υπερφαλαγγίσει στην πληροφορική, στην τεχνητή νοημοσύνη και στη βιοτεχνολογία; Και αν όχι, πώς θα μπορούσε να αποτρέψει μια τέτοια εξέλιξη χωρίς μεγάλο πόλεμο;
Απαντήσεις σε αυτά τα κρίσιμα ερωτήματα δεν διαθέτουν για την ώρα ούτε οι ΗΠΑ ούτε η ΕΕ, η οποία είναι απορροφημένη από τα δικά της, υπαρξιακά διλήμματα. Πάντως, η αντικινεζική ψύχωση φαίνεται να κερδίζει έδαφος και στις ανατολικές ακτές του Ατλαντικού. Τον επόμενο Φεβρουάριο, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θα κληθεί να ψηφίσει εισήγηση για αυστηρότερο έλεγχο των κινεζικών επενδύσεων στην Ευρώπη, ιδιαίτερα σε στρατηγικής σημασίας υποδομές και τεχνολογίες αιχμής. Αρκετές χώρες που διψούν για κινεζικές επενδύσεις, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, αντιδρούν σε αυτές τις προτάσεις, αλλά η δυναμική των εξελίξεων δεν επιτρέπει μεγάλη αισιοδοξία.
Πέτρος Παπακωνσταντίνου
8/2/2019