Μακεδονία: Ένα όνομα για όλες τις χρήσεις. Οι διχασμένες Μακεδονίες και το μέλλον τους .

Netherlandish Proverbs (Φλαμανδικές παροιμίες), Pieter Bruegel the Elder, 1559, 
Oil-on-panel, 117 cm × 163 cm (46 in × 64 in), Berlin.


 Μακεδονία: Ένα όνομα για όλες τις χρήσεις (μέρος α’)

Erga omnes (για όλες τις χρήσεις)

Όσο και αν θέλει κανείς να εκφράσει έναν αμερόληπτο και αντιδογματικό προβληματισμό για την ονομασία της Μακεδονίας είναι πλέον δύσκολο, ίσως και εντελώς αδύνατο, να μην πληγώσει τα βαθιά αισθήματα και τις αξίες των ανθρώπων που έχουν διαφορετική άποψη. Όταν ακόμα και η πιο μετριοπαθής κουβέντα αποτελεί μαχαιριά για τον ακροατή που την ακούει, τότε αυτό σημαίνει ότι ακόμα και οι πιο καλοπροαίρετοι άνθρωποι έχουν μετατραπεί σε συνένοχους των κακών. Βέβαια οι απλοί άνθρωποι δεν είναι ένοχοι. Στον κουρνιαχτό των εξελίξεων για το Μακεδονικό Ζήτημα η ελληνική κοινωνία σύρεται στην αλληλοκτονία. Δεν πάει μόνη της, κάποιοι τη σπρώχνουν προς τα εκεί.

Τα πάθη που εγέρθηκαν, ένθεν και εκείθεν γύρω από τη Συμφωνία των Πρεσπών, μόνον επιφανειακά είχαν ως μέλημα τους το όνομα Μακεδονία[1]. Η αντιπαράθεση για την ονομασία του κράτους της Βόρειας Μακεδονίας αποτελεί απλώς το πρόσχημα που υποκρύπτει τη θεμελιώδη αντίθεση του ειδικού (Ονομασία) με το γενικό (Ισχύς). Πίσω από τα σχήματα αυτά κρύβεται ένα ιδιαίτερο συμφέρον, το οποίο είναι αδιαχώριστο από την ενεργή ανάπτυξη της καταστατικής αρχής για το πώς θα διαμορφωθούν από εδώ και πέρα οι όροι ύπαρξης και αναπαραγωγής της ελληνικής και της βορειομακεδονικής κοινωνίας – αυτό που ο φιλόσοφος της Ιένας αποκαλούσε List der Vernunft (η πανουργία του Λόγου). Αυτό το ιδιαίτερο συμφέρον εξυπηρετούν (ακόμα και αν δε το γνωρίζουν, ή μάλλον κυρίως τότε) όσοι προβάλλουν σήμερα επιχειρήματα υπέρ ή κατά, της μιας ή της άλλης πλευράς, για το Μακεδονικό Ζήτημα. Το βασικό τους κίνητρο δεν είναι ποτέ η ιστορική αλήθεια ή τα δικαιώματα των λαών, αλλά το πώς θα καταφέρουν να επιβληθούν κατά κράτος στους πολιτικούς τους αντιπάλους.

Έτσι το παράδοξο του Μακεδονικού Ζητήματος δεν είναι τόσο η διαπίστωση ότι μια διακρατική υπόθεση κατέληξε να μετατραπεί σε πιόνι της διεθνούς γεωστρατηγικής σκακιέρας, αυτό άλλωστε είχε ομολογήσει ήδη από το 2017 η Ύπατη Εκπρόσωπος της ΕΕ Φεντερίκα Μογκερίνι, αλλά ότι η διένεξη αυτή λαμβάνει στο εσωτερικό των δύο χωρών ένα αποκλειστικά ομφαλοσκοπικό χαρακτήρα.

Το γκροτέσκ αφήγημα του μακεδονικού στη Βόρεια Μακεδονία είναι ασφαλώς σε όλους γνωστή υπόθεση, ακόμα και σε εκείνους που από την εδώ μεριά των συνόρων κάνουν τα στραβά μάτια. Το Μακεδονικό Ζήτημα προσκρούει στη γείτονα χώρα στις τυπικές αντιφάσεις που έχει κάθε εθνικό αφήγημα. Το κράτος της Βόρειας Μακεδονίας, πρώην Vardar Banoniva, όπως ονομαζόταν μέχρι το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν διαχωρίστηκε από την Σερβία από το Στρατάρχη Τίτο και μετονομάστηκε σε «Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας», αποτελεί κάθε άλλο παρά ένα συμπαγή εθνικό κορμό. Η ΒΜ πρόκειται στην κυριολεξία για μια «μακεδονική» σαλάτα εθνοτήτων (Αλβανοί, Σλάβοι, Βούλγαροι, Βλάχοι ή Aromanian, Ρομά, Τορμπέσι [Σλάβοι μουσουλμάνοι], Έλληνες, Σέρβοι, Βόσνιοι και Τούρκοι). Η εθνολογική σύνθεση αυτής της χώρας αναιρεί τις προσδοκίες της Συμφωνίας των Πρεσπών για ένα βορειομακεδονικό κράτος με μία (μακεδονική) ιθαγένεια[2]. Στο σύνολο των δύο εκατομμυρίων πολιτών της ΒΜ οι 509.000 χιλιάδες (25,2%) αυτοπροσδιορίζονται με βάσει την απογραφή του 2002 ως Αλβανοί. Στην βόρεια Βόρεια Μακεδονία μάλιστα, οι Αλβανοί υπερβαίνουν το 50% της σύνθεσης του πληθυσμού, ακόμα και το 70%. Το ποσοστό των Βουλγάρων υπηκόων στη ΒΜ  είναι μόνο 0,1%, αλλά η κοινοτική τους παρουσία αποτελεί ένα αγκάθι για τα Σκόπια. Όλο και περισσότεροι κάτοικοι του βορεομακεδονικού κράτους υποστηρίζουν ότι είναι Βούλγαροι και όχι Μακεδόνες και ζητούν αλλαγή υπηκοότητας. Η βουλγαρική κυβέρνηση δήλωσε το 2012 ότι έως τότε 87 χιλιάδες μετανάστες από τη ΒΜ είχαν ζητήσει βουλγαρικό διαβατήριο δηλώνοντας ότι είναι Βούλγαροι. Οι Τούρκοι βορειομακεδόνες αποτελούν το 3,9% του πληθυσμού, νούμερο όμως που έχει αυξητικές τάσεις, καθώς  οι μουσουλμάνοι Τορμπέσι, Torbeşler της ΒΜ, που εκτιμούνται από τη βορειομακεδονική κυβέρνηση  σε 40 χιλιάδες, αποτελούν μια ενδιαφέρουσα μειονότητα, καθώς είναι εξισλαμισμένοι Σλάβοι, που όπως και οι Έλληνες μουσουλμάνοι είναι πολύ εύκολο, λόγω του θρησκεύματος που έχουν, να προσεγγιστούν από την Άγκυρα και να αυτοπροσδιοριστούν ως Τούρκοι. Άλλες εθνότητες με βάση τα στοιχεία από την απογραφή του 2002 είναι οι Ρομά 2,7%, οι Σέρβοι 1,8%, οι Κροάτες 0,1%, οι Μαυροβούνιοι 0,1%, οι Βόσνιοι 0,84%, οι Βλάχοι 0,5%,  και άλλες λοιπές κοινότητες 0,7%. Οι παραπάνω αριθμοί έχουν ως αποτέλεσμα το τελικό ποσοστό των πολιτών της ΒΜ που δηλώνουν συνειδητά Μακεδόνες να μην υπερβαίνει το 64%.

Στην πραγματικότητα επομένως το κράτος της Βόρειας Μακεδονίας υποφέρει από εσωτερική ροπή διάλυσης, αφού η πιο σθεναρή από τις εθνικές κοινότητες (Αλβανοί) έχει εντελώς διαφορετικές προσδοκίες για τη χώρα της Βόρειας Μακεδονίας και τη γύρω περιοχή. Ήδη στα πρότυπα της συμφωνίας των Πρεσπών προγραμματίζεται η ίδρυση του κράτους της Δημοκρατίας του Κοσόβου στην υπογάστρια ζώνη της Σερβίας, για το οποίο το UCK επιδιώκει -ενδεχομένως- να συμπεριληφθούν και μέρη της βόρειας Βόρειας Μακεδονίας. Καθώς στην Βαλκανική Χερσόνησο οι ανακατατάξεις ονομασιών και συνόρων φαίνεται να μη σταματούν ποτέ, η Τουρκία του Ερντογάν παρακολουθεί με ενδιαφέρον τις εξελίξεις, ορεγόμενη -ενδεχομένως- για τη Ροδόπη μια παρόμοια συμφωνία που να αναγνωρίζει τα διοικητικά δικαιώματα της κοινότητας των Ελλήνων μουσουλμάνων. Για την ώρα το σενάριο αυτό ανήκει ασφαλώς στη χώρα της φαντασίας. Όμως δεν θα είναι η πρώτη φορά που μια «Δημοκρατία» στα Βαλκάνια θα έχει ανακηρύξει μονομερώς την απόσχιση της από ένα εθνικό κράτος. Αρκεί η αναγνώρισή της από της ΗΠΑ για να κάνει τη φαντασία πραγματικότητα ή εφιάλτη, αναλόγως το πώς και ποιος θα ευνοηθεί απ’ αυτή. Πρόθυμοι, όπως είδαμε, υπάρχουν στην Αθήνα πολλοί για να υποστηρίξουν κάθε είδους συνοριακές μεταβάσεις, αν τους δοθούν από την ΕΕ και το ΝΑΤΟ τα απαραίτητα ανταλλάγματα και εξασφαλίσουν για τους ίδιους τη διοίκηση της υπόλοιπης Ελλάδας. Κάθε άλλο λοιπόν παρά σταθερότητα εμπνέουν στην περιοχή τα μεγαλεπήβολα σχέδια της ΕΕ και του ΝΑΤΟ.

Εκτός όμως από αυτού του είδους τις εντροπικές δυνάμεις που απειλούν την ειρήνη στην περιοχή, υπάρχει μια σεβαστή μερίδα βορειομακεδόνων πολιτών, που εγείρει σοβαρές αμφιβολίες για τη μακεδονική τους ταυτότητα, θεωρώντας ότι η σλαβική ιστορία έχει να τους προσφέρει ένα πλουσιότερο και περισσότερο ευγενικό  γι’ αυτούς παρελθόν απ’ ότι η μακεδονική. Αντιπροσωπευτική είναι, η γνωστή πια στο ελληνικό κοινό, περίπτωση του Ljubco Georgievski, πρώην πρωθυπουργού της ΠΓΔΜ με ταραχώδη πολιτική καριέρα, ο οποίος αν και συνέβαλε τα μέγιστα στη διαμόρφωση του «μακεδονισμού» ως προπαγάνδα στη γείτονα χώρα, μετατοπίστηκε ιδεολογικά, και τώρα είναι ηγέτης του φιλο-βουλγαρικού κόμματος VMRO-NP, έχοντας μάλιστα ο ίδιος αποκτήσει βουλγαρική υπηκοότητα.

Περισσότερο πάντως αξιοπρόσεκτη είναι η περίπτωση του Miroslav Grčev, αρχιτέκτονα και πρώην δημάρχου Σκοπίων, ο οποίος δίνει μια πολύ ενδιαφέρουσα προσέγγιση για τις ιδεολογικές καταβολές του βορειομακεδονικού κράτους[3]. Σύμφωνα με τον Miroslav ο προσανατολισμός της γιουγκοσλαβικής ΣΔΜ (Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας) στο γροτέσκο παρόν της, δεν ήταν τόσο η «αφύπνιση» μιας μακεδονικής ταυτότητας που βρίσκονταν σε ύπνωση και περίμενε τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας για να εμφανιστεί στο προσκήνιο της ιστορίας, όσο μια συνειδητή πολιτική επιλογή των αντιδραστικών αντισοσιαλιστικών κέντρων που ανέλαβαν μετά το 1992 να οδηγήσουν τη χώρα στην μετά-γιουγκοσλαβική της μετάβαση. Στην προσπάθειά τους να αντικαταστήσουν τους δυνατούς και αγαπητούς στον γιουγκοσλαβικό πληθυσμό συμβολισμούς της σοσιαλιστικής Γιουγκοσλαβίας, οι αντιδραστικοί της ΣΔΜ αναζήτησαν νέους συμβολισμούς προκειμένου να διακόψουν την ιστορική συνοχή της ΣΔΜ με το σοσιαλιστικό της παρελθόν. Από την ανάγκη αυτή προέκυψε το αφήγημα του μακεδονισμού. Όπως λέει ο Miroslav Grčev, η μνήμη της Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας (Yugonostalgia) βρίσκεται σήμερα υπό διωγμό στο κράτος της Βόρειας Μακεδονίας.

Τα παραπάνω οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η επιτυχία της συμφωνίας των Πρεσπών δεν εξαρτάται τόσο από τη στάση της ελληνικής πλευράς, αυτή είναι πέρα από βέβαιο ότι θα εξακολουθήσει να παραμείνει το ίδιο πειθήνια και στο μέλλον, αλλά από τις εξελίξεις που ενδέχεται να συμβούν στο εσωτερικό της Βόρειας Μακεδονίας. Ήδη οι πρώτες αντιδράσεις ξεκίνησαν στη ΒΜ εξαιτίας της σύγχυσης που προκάλεσε το άρθρο 1β, (Ιθαγένεια) και άρθρο 1γ (Γλώσσα) της  Συμφωνίας των Πρεσπών[4]. Η διάταξη της συμφωνίας ότι η ιθαγένεια και η γλώσσα της ΒΜ είναι η «μακεδονική» προσκρούει στην εθνολογική πολυμορφία της χώρας της και προκάλεσε τη μήνιδα των αλβανικών κομμάτων, ιδιαίτερα της Δημοκρατικής Ένωσης για την Ενσωμάτωση (BDI), που είναι το μεγαλύτερο αλβανικό κόμμα της ΒΜ (υπάρχουν άλλα 3 αλβανικά κόμματα στη βουλή). Το BDI, το οποίο πρέπει να σημειώσουμε ότι αντλεί τις ιδέες του από την ίδια ιδεολογική δεξαμενή με το UCK, πέτυχε να διακριθεί στο νέο σύνταγμα της ΒΜ ο όρος «Ιθαγένεια» από τον προσδιορισμό «Εθνότητα». Η τροποποίηση αυτή βέβαια αποτελεί απλώς μια λογική ακροβασία, και εντείνει παρά διευθετεί το κομφούζιο, αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο για νέες περιπέτειας στο μέλλον. Στις δικές μας ταυτότητες για παράδειγμα, όπως και σ’ όλο τον κόσμο, οι έννοιες «Ιθαγένεια» και «Εθνότητα» είναι απλώς ταυτόσημες.

Οι διχασμένες Μακεδονίες και το μέλλον τους

Οι επόμενες γενεές βορειομακεδόνων, απαλλαγμένες από το συναισθηματικό φορτίο των τωρινών πατριωτών τους, ενδέχεται να δούνε με ένα περισσότερο κριτικό μάτι το «μακεδονικό» αφήγημα, και να αντιληφθούν ότι το κράτος τους δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια κατασκευή των υπερεθνικών οργανισμών. Αναμφίβολα σε μια τέτοια περίπτωση η χώρα της Βόρειας Μακεδονίας θα διχαστεί μεταξύ μιας νέας γενιάς που θα αποδομήσει τον βορειομακεδονικό εθνικισμό (ακριβώς όπως η δική μας γενιά αποδομεί τώρα τον «νοτιομακεδονικό» εθνικισμό) και θα αναζητήσει την ταυτότητά της είτε στον πλουραλισμό της βυζαντινής και οθωμανικής της ιστορίας, ή, το πιο πιθανό, στην κοσμοπολίτικη αγκαλιά της ΕΕ, ανταλλάσσοντας τα σύνορα του κράτους της με τα σύνορα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και τον δικό της εθνικισμό με τον ευρωπαϊκό «κοσμοπολιτισμό». Κανείς ασφαλώς δεν μπορεί να προδιαγράψει τη μορφή που θα πάρει το μέλλον. Βέβαιο είναι πάντως ότι όπως και στην περίπτωση της δική μας χώρας οι προοδευτικές φωνές της ελληνικής κοινωνίας αποφάσισαν να έρθουν αντιμέτωπες με την παράδοση και την κληρονομιά των γενεών που τους χάρισαν τη χώρα και την ελευθερία να την αμφισβητούν κατά το δοκούν, έτσι -ενδεχομένως- να συμβεί με τις επόμενες γενεές τις βορειομακεδονικής κοινωνίας. Με τη σειρά του λοιπόν το αφήγημα της Συμφωνίας των Πρεσπών θα αμφισβητηθεί από τους ίδιους τους υπηκόους του κράτους της Βορείου Μακεδονίας. Είτε από μια εθνικιστική έξαρση των εθνικών κοινοτήτων, που αποτελούν μέρος του κράτους αυτού και δεν συμμερίζονται την ιδέα του μακεδονισμού, είτε από την εναντίωση των προοδευτικών του βορειομακεδονικού κράτους.

Για την ώρα πάντως η ελληνική αριστερά μοιάζει να αγνοεί τόσο την πολυπολιτισμική εθνολογία όσο και τις φωνές της βόρειας Μακεδονίας που εναντιώνονται στο αφήγημα του μακεδονισμού. Αποτελεί ειρωνεία η σκέψη πως όσοι δείχνουν αλληλεγγύη σήμερα στο δικαίωμα της Βόρειας Μακεδονίας για αυτοδιάθεση παραβλέπουν το γεγονός ότι στηρίζουν ότι πιο αντιδραστικό επιβίωσε μετά τη διάλυση της σοσιαλιστικής Γιουγκοσλαβίας. Οι σύγχρονοι αριστεροί ξέχασαν τις βασικές αρχές του διεθνισμού. Η αλληλεγγύη των λαών είναι υπόθεση σοσιαλιστών με σοσιαλιστές όχι σοσιαλιστών με αντιδραστικούς.

Η συνέχεια στο δεύτερο μέρος:

…………………………………………………………  

[1] Η κανονική ονομασία της συμφωνίας είναι μάλλον υπερφίαλη: «Τελική συμφωνία για την επίλυση των διαφορών, όπως περιγράφονται στις αποφάσεις του συμβουλίου ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών 817 (1993) και 845 (1993), τη λήξη της ενδιάμεσης συμφωνίας του 1995, και την εδραίωση στρατηγικής εταιρικής σχέσης μεταξύ των μερών».


[3] Απόσπασμα από μαγνητοσκοπημένη διάλεξη του Miroslav Grčev, Order of the Yugoslav Big Star, με θέμα την ιδεολογική σημασία του γιουγκοσλαβικού άστρου στις σημερινές χώρες της πρώην γιουγκοσλαβικής ομοσπονδίας,

[4] Άρθρο 1 παρ. 3 β, «Η ιθαγένεια του Δεύτερου μέρους θα είναι μακεδονική/πολίτης της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας» και Άρθρο 1 παρ.3 γ, «Η επίσημη γλώσσα του Δεύτερου  θα είναι η “Μακεδονική γλώσσα”».

(29/01/2019)


Valentin de Boulogne -“The Fortune Teller”, 
Oil on canvas, 150 x 239 cm Toledo Museum of Art, Ohio.


Οι διχασμένες Μακεδονίες και το μέλλον τους (μέρος β’)

Συνέχεια του πρώτου μέρους: 

δυ­να­τὰ δὲ οἱ προ­ύ­χον­τες πράσ­σου­σι καὶ οἱ ἀ­σθε­νεῖς ξυγ­χω­ροῦ­σιν,
 Θουκυδίδης [5.89]

Στο πεδίο της επιστήμης των Διεθνών Σχέσεων, η Συμφωνία των Πρεσπών μπορεί να προσμετρηθεί ως ο θρίαμβος των νεορεαλιστών επί της σχολής του κλασικού ρεαλισμού. Σύμφωνα με τον ρεαλισμό, οι διεθνές σχέσεις καθορίζονται από την reason d’ état, το ιδιαίτερο συμφέρον των κρατών. Οι νεορεαλιστές υποστηρίζουν το ακριβώς αντίθετο. Τα κράτη δεν έχουν «ιδιαίτερο συμφέρον». Το συμφέρον του κάθε κράτος διαμορφώνεται από τους συσχετισμούς δυνάμεων των διεθνών σχέσεων.

Στην περίπτωση της Συμφωνίας των Πρεσπών είναι φανερό ότι παραγνωρίστηκαν και από τα δύο μέρη τα άμεσα συμφέροντα της φυσικής, πολιτικής και πολιτιστικής τους ταυτότητας. Τα δύο μέρη έδειξαν να συμφωνούν -τουλάχιστον στα χαρτιά- ότι από εδώ και πέρα θα προσποιούνται πως στην ιστορία δεν υπήρξε μία Μακεδονία αλλά πολλές Μακεδονίες (για την ώρα τουλάχιστον δύο). Τα δύο μέρη έδειξαν ότι είναι πρόθυμα να ακολουθήσουν τη νεορεαλιστική γραμμή, και επιβεβαίωσαν ότι το «ιδιαίτερο συμφέρον» των κρατών είναι αυτό που υπαγορεύουν οι διεθνείς σχέσεις και οι συσχετισμοί δυνάμεων. Ο καθένας πήρε αυτό που του υπαγόρευσε ο νεορεαλισμός[1].

Ενδεικτική περίπτωση νεορεαλιστικής προσέγγισης αποτελεί ο οδηγός ερωτήσεων-αποκρίσεων, των Κωστή Καρπόζηλο και Δημήτρη Χριστόπουλο 10+1 Ερωτήσεις & Απαντήσεις για το Μακεδονικό. Οι συγγραφείς του βιβλίου δεν εξετάζουν από τη σκοπιά του ρεαλισμού αν ή υποχρέωση των Ελλήνων να αποδεχθούν το δικαίωμα των γειτόνων τους στην αυτοδιάθεση εξυπηρετεί τη φυσική, πολιτική και πολιτιστική ταυτότητας της Μακεδονίας και του ελληνικού κράτους. Αντίθετα θεωρούν τα συμφέροντα αυτά εμπόδια στην εφαρμογή μιας νεορεαλιστικής πολιτικής. Η περίπτωσή των Καρπόζηλο και Χριστόπουλο είναι αξιοπρόσεκτη γιατί φανερώνει πόσο στενά είναι τα όρια που διακρίνουν τον ρεαλισμό από τον νεορεαλισμό, και πόσο εύκολα μπορούν να μετατοπιστούν στο αντίθετό τους, όταν αλλάζει η οπτική πλευρά. Συνειδητά η ασύνειδα, ο νεορεαλισμός των Καρπόζηλο και Χριστόπουλο εφάπτεται με τον ρεαλισμό της Ευρωπαϊκής Ελεύθερης Συμμαχίας  – Ουράνιο Τόξο. Με δυσκολία διακρίνει κανείς αν η φράση: «η νεοελληνική πολιτεία οφείλει να ζητήσει συγνώμη για τα οργανωμένα εγκλήματα που διέπραξε εδώ και 120 σχεδόν χρόνια εναντίον του μακεδονικού λαού», προέρχεται μέσα από τις σελίδες του βιβλίου 10+1 Ερωτήσεις & Απαντήσεις για το Μακεδονικό, ή μέσα από τις σειρές της ανακοίνωσης του Γραφείου Τύπου της ΕΕΣ-Ουράνιο Τόξο.

Αν η Συμφωνία των Πρεσπών έδωσε με την ονομασία Βόρεια Μακεδονία ένα τέλος σε μια ιστορία που ταλαιπώρησε για 27 χρόνια τους διπλωμάτες της ΕΕ και του ΝΑΤΟ, και για 120 χρόνια τον μακεδονικό λαό, όπως ισχυρίζεται η ΕΕΣ-Ουράνιο Τόξο, είναι φανερό ότι η έμφαση απ’ εδώ και πέρα δίνεται στη νότια Μακεδονία. Το ερώτημα αυτό αμέλησαν να συμπεριλάβουν στο βιβλίο τους οι δύο καθηγητές, ή μάλλον δεν νοιάστηκαν ποτέ τους για τα ζητήματα που θα προέκυπταν από την καθολική υποχώρηση των Αθηνών σε ότι αφορά τα θέματα ιθαγένειας και γλώσσας για την αποκλειστική χρήση του μακεδονικού όρου που ζητούσε η κυβέρνηση των Σκοπίων. Φαίνεται ότι τα όσα έγραψαν δεν είχαν καμμία σχέση με τις γεωπολιτικές προεκτάσεις του Μακεδονικού Ζητήματος παρά αποσκοπούσαν να αξιοποιηθούν ως ένα είδος «οδηγού απαντήσεων» για τις καθημερινές αντιπαραθέσεις του -ιδεολογικού- ακροατηρίου τους με τους ανθρώπους της διαφορετικής άποψης.

Δεν φέρνουμε βέβαια καμμία αντίρρηση όσον αφορά τη γενική αρχή ότι κάθε λαός έχει δικαίωμα στην αυτοδιάθεση και τον αυτοπροσδιορισμό του. Αλλά το ζήτημα εδώ δεν είναι -δεν ήταν ποτέ- ένας αφηρημένος στοχασμός που επιδιώκει τη συνέπεια με τις αρχές του, αλλά ένας αδίστακτος πολιτικός αγώνας επιβίωσης. Από τη στιγμή που μετά τη Συμφωνία των Πρεσπών, το σκηνικό που στήνεται αποτελείται από μία μακεδονική ιθαγένεια με πολλές Μακεδονίες, και από ένα Μακεδονικό κράτος με πολλές εθνότητες, για ποιου ακριβώς μακεδονικού λαού την αυτοδιάθεση μιλάμε; Των Μακεδόνων μακεδόνων; των Ελλήνων μακεδόνων; των Βουλγάρων μακεδόνων; των Αλβανών μακεδόνων; και πάει λέγοντας. Με τόσες εθνότητες να συντελούν μια «μακεδονική σαλάτα» ένα βιβλίο που ισχυρίζεται ότι έχει τις απαντήσεις για όλα τα προβλήματα του Μακεδονικού Ζητήματος δεν θα μπορούσε παρά να ακολουθήσει την ίδια συνταγή.

Οι συγγραφείς επιχείρησαν να αντιπαρατεθούν, όπως λένε, στα ψέματα της ελληνικής εθνικής μυθολογίας. Καμμία αντίρρηση – αυτό είναι άλλωστε το χρέος κάθε ευσυνείδητου ιστορικού. Όμως η αντιπαράθεση με τη μυθολογία δεν μπορεί –δεν πρέπει- να γίνεται a la cart, κατά όπως βολεύει τις ιδεολογικές προτιμήσεις των συγγραφέων, αλλά να λαμβάνει υπόψη της όλες τις μυθολογίες. Απόλυτοι, πολύ σωστά, κατά του ελληνικού εθνικισμού, ανεκτικοί όμως, το λιγότερο, έναντι των γειτονικών μας εθνικισμών, οι Κωστής Καρπόζηλος και Δημήτρης Χριστόπουλος, παρέκαμψαν το άκομψο γι’ αυτούς εμπόδιο της βορειομακεδονικής μυθολογίας με το να αποδεχτούν εφ’ όλης της ύλης το κεντρικό μύθευμα του υπουργείου εξωτερικών των Σκοπίων. Η «σαλάτα τους» ξινίζει από «θλιβερή μονοτονία».

O εθνικισμός κάνει κακό στις business

Στη δική μας πλευρά ο τρόπος που αντιμετωπίστηκε το Μακεδονικό Ζήτημα ήταν έντονα ομφαλοσκοπικός, κι απ’ ότι φαίνεται θα εξακολουθήσει να είναι τέτοιος για πάρα πολύ καιρό ακόμη. Οι παράγοντες που ασκούν «ηγεμονική» επίδραση στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης των δύο κρατών, παραγνωρίζουν επιδεικτικά την παρεμβολή στα εσωτερικά τους των υπερεθνικών οργανισμών (ΕΕ, ΝΑΤΟ), εστιάζοντας μόνο στις δυνάμεις που τους αντιπολιτεύονται, την αλβανική κοινότητα για την περίπτωση της ΒΜ και τους παραδοσιοκράτες για την περίπτωση της Ελλάδας. Ο ρόλος της διατλαντικής συμμαχίας και του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών στη σύναψη της συμφωνίας δεν ενόχλησε την ελληνική κυβέρνηση ούτε καν για να κρατηθούν τα (αριστερά) προσχήματα.

Το κείμενο της Συμφωνίας των Πρεσπών, συντάχτηκε καθ’ υπαγόρευση του Εθνικού Συμβουλίου των Ηνωμένων εθνών και της ΕΕ. Αυτό άλλωστε επικυρώνεται από την πρώτη αναφορά που γίνεται για το «πρώτο μέρος» (Ελλάδα) στο κείμενο της Συμφωνίας και το άρθρο 14 για την επέκταση της Ευρωπαϊκής Ενεργειακής Πολιτικής στον άξονα που οδηγεί στην καρδιά της Ευρώπης: Θεσσαλονίκη-Σκόπια-Βελιγράδι-Βουδαπέστη[2]. Το μέλημα όλου του δεύτερου άρθρου είναι η Ελλάδα «να μην αντιταχθεί στην υποψηφιότητα ή την ένταξη» της ΒΜ στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ[3]. Απώτερος σκοπός των δύο υπερεθνικών οργανισμών δεν είναι κανείς άλλος από το να κρατήσουν τη Ρωσία έξω από τον χώρο επιρροής των Βαλκανίων. Οι κυβερνητικοί ιθύνοντες είναι τόσο σίγουροι για την επιτυχία αυτού του σκοπού, που δεν νιώθουν καν την ανάγκη να κρύβουν άλλο τους σκοπούς της Συμφωνίας πίσω από φούμαρα για «την ειρήνη και τη φιλία». Η Μαριλένα Κοππά, αναπληρώτρια καθηγήτρια συγκριτικής πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, και ειδικός για τα θέματα βαλκανικής γεωστρατηγικής, δεν έχει κανένα ενδοιασμό να ομολογεί περήφανη ότι σκοπός αυτής της συμφωνίας είναι η δημιουργία ενός «βελούδινου» παραπετάσματος για να κρατήσει έξω τη Ρωσία από τη βαλκανική χερσόνησο. Όπως λέει σε συνέντευξη της στο ΑΠΕ – ΜΠΕ, «Τα Βαλκάνια ξαναποκτούν γεωστρατηγική σημασία. Η Ρωσία εμφανίζεται πάλι πιο ενεργά στην περιοχή, η Τουρκία προσπαθεί να εκμεταλλευτεί την επιρροή της σε διάφορους πληθυσμούς. Αυτή τη στιγμή, με αυτήν τη Συμφωνία, εξασφαλίζουμε την περιοχή, στεγανοποιούμε τα σύνορα μας από ξένες επιρροές και έχουμε τη δυνατότητα να αναλάβουμε αυτή τη χώρα (Βόρεια Μακεδονία), να τη βοηθήσουμε στο δρόμο προς την ΕΕ»[4]. Η κ. Κοππά σκιαγραφεί το νέο οικονομικό τοπίο που διαμορφώνεται μετά την κύρωση της Συμφωνίας: «Θα ενοποιήσει όλο τον βαλκανικό χώρο και ουσιαστικά αν τα πράγματα προχωρήσουν όπως πιστεύουμε, θα αποτελέσει όλη η περιοχή μια βαλκανική ενδοχώρα για την Ελλάδα με πρωτεύουσα τη Θεσσαλονίκη». Να επιτέλους που η Θεσσαλονίκη γίνεται και πρωτεύουσα. Αλλά ποιανού κράτους;

Γεωστρατηγικά παιχνίδια και business λοιπόν, τίποτα λιγότερο από τυπικά βαλκανικό. Πάντως αν τα Βαλκάνια αποτελούν, όπως λέει η κ. Κοππά, τη σκακιέρα των Δυτικών και της Ρωσίας, τότε οι Ζάεφ και Τσίπρας δεν αποτελούν τίποτε λιγότερο από αναλώσιμα πιόνια. Η καθ’ υπόδειξη Συμφωνία, όχι μόνο δεν προκάλεσε την δυσφορία των δύο κυβερνήσεων, για την καταπάτηση της λαϊκής κυριαρχίας των δύο λαών, (τουλάχιστον στο κράτος της ΒΜ επικυρώθηκε από ένα δημοψήφισμα) αλλά αντίθετα έγινε δεκτή και από τις δύο κυβερνήσεις με ικανοποίηση και διθυράμβους. Τόσο πολύ φαίνεται ότι οι δύο πρωθυπουργοί έκαναν καλά τη δουλειά που τους ανατέθηκε, ώστε έχουν βάσιμες ελπίδες να είναι και οι δυο υποψήφιοι του βραβείου Νόμπελ Ειρήνης.

Τόσο οι Έλληνες όσο και οι Βορειομακεδόνες διαμορφωτές της κοινής γνώμης επικαλέστηκαν συχνά το επιχείρημα ότι οι «ξένοι» δεν καταλαβαίνουν τη διαφορά που χωρίζει τις δύο χώρες, και παρότρυναν τους λαούς τους να «συντονιστούν» με το σύγχρονο πνεύμα των καιρών. Όπως συχνά λέχθηκε, η εμμονή στις «ακραίες» ονομασίες «κάνει κακό στις οικονομικές δυνατότητες». Το επιχείρημα αυτό είναι υποτιμητικό και για τους δύο λαούς, και βαθιά αντιδημοκρατικό, και αυτό γιατί θεωρεί ότι σημαντικό για κάθε λαό θα πρέπει να θεωρείται μόνον αυτό που είναι σημαντικό για την οικονομία και τη διεθνή κοινότητα, ήτοι τις υπερεθνικές ελίτ και τους οργανισμούς ισχύος. Οι εποχές όπου ο ελληνικός και ο γιουγκοσλαβικός λαός έκαναν μαζί αγώνες κατά της ΕΕ και του ΝΑΤΟ έχουν φαίνεται παρέλθει οριστικά. Η ελληνική αριστερά πρωτοστατεί τώρα η ίδια όχι μόνο ως ενεργός υποστηρικτής του ΝΑΤΟ στην Ελλάδα αλλά και ως προωθητικός μηχανισμός του, συμβάλλοντας στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης άλλων λαών για την ένταξή τους στο ΝΑΤΟ.

Τα συμπλέγματα της προγονολατρίας 
και του ανθελληνισμού

Η αντιμετώπιση του Μακεδονικού Ζητήματος από τον ελληνικό λαό διαφέρει ασφαλώς από τον τρόπο του βορειομακεδονικού, και αυτό λόγω της ιστορικής πολυπλοκότητας των Ελλήνων. Η διαπίστωση αυτή πρέπει άλλωστε να είναι προφανής για κάθε ευσυνείδητο πολίτη και να τον μην τρομάζει για τον υπόρρητο εθνικισμό της. Τα ιστορικά μεγέθη των δύο λαών είναι υπεράνω σύγκρισης. Είναι λογικό λοιπόν ως άμεσο παρελκόμενο της διαφωνίας τους για ένα ζήτημα τέτοιου ιστορικού βάρους να είναι διαφορετικών μεγεθών και ποιότητας τα πάθη τους. Το ελληνικό πάθος είναι διαφορετικό από το βορειομακεδονικό γιατί το ελληνικό φαινόμενο έχει μια περίοπτη θέση στην παγκόσμια ιστορία, και όποιος δεν το αναγνωρίζει είναι απλά κομπλεξικός. Η ελληνική πολυπλοκότητα έγκειται στο γεγονός ότι οι Έλληνες αποτελούν μια από τις σπάνιες εκείνες περιπτώσεις (αν όχι τη μοναδική) όπου ένα νεωτερικό έθνος έχει ταυτιστεί τόσο παθιασμένα με ένα οικουμενικό πολιτισμό. Όμως η ιδιαιτερότητα αυτή προκαλεί αισθήματα κατωτερότητας. Οι σύγχρονοι νεοέλληνες, αν και θαυμάζουν τον ελληνικό πολιτισμό, γνωρίζουν καλά ότι οι ίδιοι δεν έχουν καμμία σχέση μαζί του. Έτσι το δέος τους προς τον ελληνικό φαινόμενο τούς τροφοδοτεί τόσο το σύμπλεγμα της προγονολατρείας όσο και την οιδιπόδεια επιθυμία της πατροκτονίας.

Σε γενικές γραμμές το ελληνικό σύμπλεγμα μπορεί να διακριθεί σε δύο κατηγορίες. Εκείνη που αντιστοιχεί στην παιδική κατάσταση, η οποία κατά το προηγούμενο διάστημα εκφράστηκε με τον καρναβαλικό χαρακτήρα των συλλαλητηρίων, και εκείνη που αντιστοιχεί στην ανωριμότητα του έφηβου αντάρτη, την οποία εκφράζει ο ανθελληνισμός της σύγχρονης αριστεράς. Τις περιπτώσεις αυτές ο συγγραφέας Λαοκράτης Βάσσης είχε περιγράψει γλαφυρά ως εξής: από τη  μια άκρη οι κατ’ επάγγελμα “πατριδοφύλακες” με τις περικεφαλαίες του Μεγαλέξανδρου στα άδεια κεφάλια τους, κι απ’ την άλλη οι κατ’ επάγγελμα “αντιεθνικιστές” να αντιμετωπίζουν το θέμα σαν να είναι Λουξεμβούργιοι! 

Σε αυτό το σημείο ο βορειομακεδονικός λαός ως ένα νέο έθνος είναι περισσότερο ρωμαλέος, ενωμένος και πρόθυμος να χάψει άκριτα τη δική του μυθολογία. Εδώ διαφέρει κατά πολύ από τον κουρασμένο και με έντονα εσωτερικά τραύματα ελληνικό λαό. Δεν έχουμε παρά να σκεφτούμε ότι το βορειομακεδονικό έθνος δεν έχει περάσει ούτε ένα εμφύλιο, είναι επομένως ακόμα ένα συμφιλιωμένο έθνος – μέχρι αυτό να αλλάξει στο μέλλον.

Ο ελλαδικός χώρος βρίθει από τραυματικές μνήμες και ουλές του παρελθόντος που εγείρονται με κάθε ευκαιρία και αφορμή, όχι ως φαντάσματα και μύθοι, όπως οι λάτρεις του παροντισμού θέλουν να ισχυρίζονται, αλλά ως ερινύες και αθεράπευτες πληγές, που δεν ξορκίζονται από τον απαξιωτικό τρόπο με τον οποίο τις αντιμετωπίζει η καλά βολεμένη διανόηση της εποχή μας. Έτσι οι διαχωριστικές γραμμές της δημόσιας συζήτησης για το Μακεδονικό Ζήτημα οριοθετήθηκαν επάνω σε πάθη που έχουν βαθιές ρίζες μέσα στον χρόνο. Η διένεξη του Μακεδονικού Ζητήματος πήρε τη μορφή που έλαβε κατά το παρελθόν κάθε ζήτημα εξωτερικής πολιτικής της Ελλάδας, και έλαβε γρήγορα τα χαρακτηριστικά του ακήρυχτου εμφυλίου μεταξύ της Δεξιάς και της Αριστεράς. Όταν οι πανελίστες διανοούμενοι αναρωτιούνται πώς θα ξεπεραστεί ο διπολισμός, και εκφράζουν φοβίες για ένα νέο διχασμό, αυτό που κάνουν είναι να διαμαρτύρονται για τις συνέπειες τη στιγμή που οι ίδιοι προκαλούν τις αιτίες.

Ένα «ορθογραφικό» λάθος 
και το μέλλον δυο διχασμένων Μακεδονιών

Προσπαθώντας κανείς να κειμενογραφήσει στην εφαρμογή του word τη λέξη «Μακεδονίες» ενημερώνεται από τη γνωστή σε όλους κόκκινη σημείωση των ορθογραφικών λαθών, ότι η λέξη που γράφει είναι λάθος. Λογικό, για την εφαρμογή word τα κράτη και οι χώρες είναι ανεπανάληπτες, δεν έχουν πληθυντικό αριθμό. Προφανώς το ίδιο ακριβώς λάθος γίνεται και σε άλλες χώρες και κράτη, και πράγματι έτσι είναι αν επιχειρήσει να γράψει κανείς στο word τις λέξεις «Γαλλίες», «Αγγλίες», ή «Τουρκίες».

Επομένως το word φαίνεται να διαφωνεί με τη δήλωση που έκανε ο πρώην υπουργός παιδείας, Νίκος Φίλης από την έδρα της βουλής, ότι «η Μακεδονία δεν είναι μόνο μία (ελληνική) υπάρχουν πολλές Μακεδονίες». Ο πληθυντικός «Μακεδονίες» δεν «βγαίνει», υπάρχει μόνο μία Μακεδονία και η χώρα Μακεδονία θα εξακολουθήσει να είναι μία, είτε αν μιλάμε για το ανατολικό της κομμάτι, είτε αν μιλάμε για το δυτικό, είτε για το νότιο ή το βόρειο. Η ονομασία του κράτους Βόρεια Μακεδονία δεν είναι μια «άλλη» Μακεδονία αλλά μια στέρηση του νότιου μέρους της. Το word βέβαια θα προσαρμοστεί στην πολιτική επικαιρότητα διορθώνοντας αυτό το λάθος με μια μελλοντική αναβάθμιση, και η λέξη «Μακεδονίες» θα διορθωθεί και δεν θα βγάζει άλλο το κόκκινο σηματάκι.

Όμως υπάρχει μια η λέξη κράτους που το word τη βγάζει παραδόξως σωστή. Η λέξη αυτή είναι ο πληθυντικός της Γερμανίας. Ο λόγος που το Γερμανίες είναι ο μοναδικός πληθυντικός απ’ όλες τις ευρωπαϊκές χώρες που δεν βγαίνει λάθος είναι πιθανόν γιατί κάποτε η λέξη Γερμανία υπέστη μια στέρηση του δυτικού από το ανατολικό της κομμάτι. Η πολιτική πραγματικότητα επέβαλε τότε τη γραμματική διόρθωση και ο πληθυντικός Γερμανίες έκανε την εμφάνισή του στα ορθογραφικά λεξικά. Δεν ισχύει όμως το ίδιο για τις Ιρλανδίες, αυτές ακόμα γράφονται λάθος από το word.

Μπορούμε να σκεφτούμε για τις Μακεδονίες το ίδιο πράγμα με τις Γερμανίες; Δηλαδή, μπορούμε να σκεφτούμε ότι εκτός από την ορθογραφική διόρθωση του πληθυντικού της λέξης Μακεδονία, στο μέλλον θα επιτευχθεί η ίδια ένωση των Μακεδονιών που συνέβη το 1990 στην περίπτωση των δύο Γερμανιών;

Το μέλλον είναι ασφαλώς άδηλο. Αυτό όμως που μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα είναι ότι η Συμφωνία των Πρεσπών δημιούργησε εκτός από ένα ορθογραφικό λάθος στο word και μια στέρηση του βόρειου προς το νότιο μέρους του. Οπουδήποτε υπάρχουν στον χάρτη ή στην ιστορία διαμοιρασμένες χώρες αυτό πάντοτε, και σε όλες ανεξαιρέτως τις περιπτώσεις, σημαίνει μια στέρηση. Ο διαμερισμός ενός ονόματος σε βόρειο και νότιο κομμάτι του είναι πάντοτε μια προσωρινή κατάσταση. Δεν έχουμε παρά να φέρουμε στο νου μας την Κύπρο, την Κορέα, την Ιρλανδία για να αντιληφθούμε ότι το βόρειο κομμάτι ποθεί πάντοτε το νότιο κομμάτι του. Όπερ έδει δείξαι.


[1]Συνοπτική, και πολύ κατατοπιστική, εξέταση της Συμφωνίας των Πρεσπών με βάση τη θεωρία των Διεθνών Σχέσεων, δίνουν στο κείμενό τους Η Συμφωνία των Πρεσπών και το εθνικό συμφέρον, οι Αριστοτέλης Σωμαράκης και Ηλίας Παπαϊωάννου.

[2] Άρθρο 14  παρ 4 «Τα Μέρη θα αναπτύξουν και θα ενισχύσουν τη συνεργασία τους όσον αφορά την ενέργεια…» και άρθρο 5, «…χωρίς καθυστέρηση λαμβάνοντας σοβαρά υπ’ όψιν την Ευρωπαϊκή  Ενεργειακή Πολιτική και το ευρωπαϊκό κεκτημένο».

[3] Άρθρο 2 παρ 1, «Το Πρώτο Μέρος (σμ Ελλάδα) συμφωνεί να μην αντιταχθεί στην υποψηφιότητα ή την ένταξη του Δεύτερου Μέρους, υπό το όνομα και τις ορολογίες του άρθρου 1(3) της παρούσας Συμφωνίας (σμ Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας), σε διεθνείς πολυμερείς και περιφερειακούς Οργανισμούς και θεσμούς, όπου το Πρώτο Μέρος είναι μέλος (σμ ΝΑΤΟ & ΕΕ)».