Erik Satie.
Erik Satie was an important French composer from the generation of Debussy. Best remembered for several groups of piano pieces, including Trois Gymnopédies (1888), Trois Sarabandes (1887) and Trois Gnossiennes (1890), he was championed by Jean Cocteau and helped create the famous group of French composers, Les Six, which was fashioned after his artistic ideal of simplicity in the extreme. Some have viewed certain of his stylistic traits as components of Impressionism, but his harmonies and melodies have relatively little in common with the characteristics of that school. Much of his music has a subdued character, and its charm comes through in its directness and its lack of allegiance to any one aesthetic. Often his melodies are melancholy and hesitant, his moods exotic or humorous, and his compositions as a whole, or their several constituent episodes, short. He was a musical maverick who probably influenced Debussy and did influence Ravel, who freely acknowledged as much. After Satie's second period of study, he began turning more serious in his compositions, eventually producing his inspiring cantata, Socrate, considered by many his greatest work and clearly demonstrating a previously unexhibited agility. In his last decade he turned out several ballets, including Parade and Relâche, indicating his growing predilection for program and theater music. Satie was also a pianist of some ability.
As a child Erik Satie showed interest in music and began taking piano lessons from a local church organist, named Vinot. While he progressed during this period, he showed no unusual gifts. In 1879 he enrolled in the Paris Conservatory, where he studied under Descombe (piano) and Lavignac (solfeggio), but failed to meet minimum requirements and was expelled in 1882. Satie departed Paris on November 15, 1886, to join the infantry in Arras, but he found military life distasteful and intentionally courted illness to relieve himself of duty. That same year his first works were published: Elégie, Trois Mélodies, and Chanson.
The years following his military service formed a bohemian period in Satie's life, the most significant events of which would be the beginnings of his friendship with Debussy, his exposure to eastern music at the Paris World Exhibition, and his association with a number of philosophical and religious organizations (most notably the Rosicrucian Brotherhood).
In 1905 he decided to resume musical study, enrolling in the conservative and controversial Schola Cantorum, run by Vincent d'Indy. His music took on a more academic and rigorous quality, and also began to exhibit the dry wit that would become hallmarks of his style. Many of his compositions received odd titles, especially after 1910, such as Dried up embryos and Three real flabby preludes (for a dog). Some of his works also featured odd instructions for the performer, not intended to be taken seriously, as in his 1893 piano work, Vexations, which carries the admonition in the score, "To play this motif 840 times in succession, it would be advisable to prepare oneself beforehand, in the deepest silence, by serious immobilities."
In 1925 Satie developed pleurisy and his fragile health worsened. He was taken to St. Joseph Hospital, where he lived on for several months. He received the last rites of the Catholic Church in his final days, and died on July 1, 1925.
Ο Ερίκ Σατί (17 Μαίου 1866,Ονφλέρ Γαλλίας- 1 Ιουνίου 1925, Παρίσι, πλήρες όνομα Erik-Alfred Leslie Satie) ήταν Γάλλος συνθέτης που άσκησε σημαντική επίδραση στη μουσική του 20ού αιώνα.
Παιδικά και εφηβικά χρόνια
Ο Ερίκ Σατί, πρωτότοκος γιός του Jules Alfred Satie και της Jane Leslie Anton, γεννήθηκε στο «Ονφλέρ του Καλβαντός, στη συνοικία Πον Λεβέκ, στις 17 Μαϊου 1866...» σύμφωνα με τα ίδια του τα λόγια όπως αναφέρονται σε κείμενό του. Και παρακάτω γράφει:«Η Ονφλέρ είναι μια μικρή πόλη που βρέχεται συγχρόνως -και πανθομολογουμένως- απο τα ποιητικά νερά του Σηκουάνα και τα μανιασμένα κύματα της Μάγχης» Το 1870 λόγω οικονομικών προβλημάτων η οικογένεια μετακομίζει στο Παρίσι.Δύο χρόνια μετά η μητέρα του πεθαίνει και ο Ερίκ, μαζί με τον αδελφό του Κόνραντ, ξαναγυρίζει στο Ονφλέρ να ζήσει με τον παππού και τη γιαγιά του. Όταν η τελευταία πνίγεται, το καλοκαίρι του 1878, τα δύο αδέλφια επιστρέφουν στο Παρίσι, στον πατέρα τους. Δυστυχώς τον επόμενο χρόνο εκείνος ξαναπαντρεύεται με μια γυναίκα που ο μικρός Ερίκ αντιπαθούσε.
Στο σχολείο οι επιδόσεις του δεν ήταν καλές. Το 1879 μπαίνει στο Κονσερβατουάρ του Παρισιού αλλά και εκεί οι επιδόσεις του ήταν μέτριες. Εκείνο που τον ευχαριστούσε ήταν το διάβασμα και η λογοτεχνία. Ο Χανς Άντερσεν ήταν και παρέμεινε σε όλη του τη ζωή ο αγαπημένος του συγγραφέας. Δυόμιση χρόνια μετά εγκαταλείπει το Ωδείο αποφασίζοντας να καταταγεί εθελοντικά στο πεζικό.
Στο σχολείο οι επιδόσεις του δεν ήταν καλές. Το 1879 μπαίνει στο Κονσερβατουάρ του Παρισιού αλλά και εκεί οι επιδόσεις του ήταν μέτριες. Εκείνο που τον ευχαριστούσε ήταν το διάβασμα και η λογοτεχνία. Ο Χανς Άντερσεν ήταν και παρέμεινε σε όλη του τη ζωή ο αγαπημένος του συγγραφέας. Δυόμιση χρόνια μετά εγκαταλείπει το Ωδείο αποφασίζοντας να καταταγεί εθελοντικά στο πεζικό.
Νεανικά χρόνια
Στις χρονιές 1884-85 αρχίζει να γράφει μικρά δικά του έργα υπογράφοντας «Erik». Επιστρέφοντας από το στρατό νοικιάζει ένα δωμάτιο στη Μονμάρτη με έξοδα του πατέρα του. Τότε γράφει τις Γυμνοπαιδιές και τις τρεις Σαραμπάντες που αποτελούν σταθμό στην ιστορία της μουσικής πρωτοπορίας. Υιοθετεί τον μποέμικο τρόπο ζωής και συχνάζει στο καμπαρέ "Μαύρος Γάτος" (Le chat noir). Το 1891 γίνεται δεύτερος πιανίστας στο «Πανδοχείο του Καρφιού» (Auberge du Clou). Εκεί γνωρίζεται με τον συνθέτη Κλωντ Ντεμπυσσύ και ξεκινά η μακρόχρονη αλλά και δύσκολη για κάποιες περιόδους φιλία τους. Αρχίζει να γίνεται κάπως ευρύτερα γνωστός. Ωστόσο εμφανίζει τάσεις απομονωτισμού και παράνοιας. Η εποχή αυτή συμπίπτει με τη μυστικιστική του περίοδο. Μελετά τη Γρηγοριανή μουσική, τη Γοτθική τέχνη και γίνεται μέλος μιας μυστικής θρησκευτικής οργάνωσης.Στα πλαίσια της δικής του εκκλησίας το 1892 εκδίδει το περιοδικό «Χαρτουλάριον της Μητροπολιτικής Εκκλησίας της Τέχνης του Ηγεμόνα Ιησού» (Cartulaire) όπου γράφει μόνος του όλα τα άρθρα είτε με το πραγματικό του όνομα είτε με ψευδώνυμο .
Στις χρονιές 1884-85 αρχίζει να γράφει μικρά δικά του έργα υπογράφοντας «Erik». Επιστρέφοντας από το στρατό νοικιάζει ένα δωμάτιο στη Μονμάρτη με έξοδα του πατέρα του. Τότε γράφει τις Γυμνοπαιδιές και τις τρεις Σαραμπάντες που αποτελούν σταθμό στην ιστορία της μουσικής πρωτοπορίας. Υιοθετεί τον μποέμικο τρόπο ζωής και συχνάζει στο καμπαρέ "Μαύρος Γάτος" (Le chat noir). Το 1891 γίνεται δεύτερος πιανίστας στο «Πανδοχείο του Καρφιού» (Auberge du Clou). Εκεί γνωρίζεται με τον συνθέτη Κλωντ Ντεμπυσσύ και ξεκινά η μακρόχρονη αλλά και δύσκολη για κάποιες περιόδους φιλία τους. Αρχίζει να γίνεται κάπως ευρύτερα γνωστός. Ωστόσο εμφανίζει τάσεις απομονωτισμού και παράνοιας. Η εποχή αυτή συμπίπτει με τη μυστικιστική του περίοδο. Μελετά τη Γρηγοριανή μουσική, τη Γοτθική τέχνη και γίνεται μέλος μιας μυστικής θρησκευτικής οργάνωσης.Στα πλαίσια της δικής του εκκλησίας το 1892 εκδίδει το περιοδικό «Χαρτουλάριον της Μητροπολιτικής Εκκλησίας της Τέχνης του Ηγεμόνα Ιησού» (Cartulaire) όπου γράφει μόνος του όλα τα άρθρα είτε με το πραγματικό του όνομα είτε με ψευδώνυμο .
Αισθηματική ζωή
Στις 18 Ιανουαρίου 1893, ο Σατί συνδέεται με την ζωγράφο Σουζάν Βαλαντόν. Παρ' όλο που την ζήτησε σε γάμο, χωρίς ανταπόκριση, μετά την πρώτη τους νύχτα, η Βαλαντόν εγκαθίσταται σε δικό της δωμάτιο στην οδό Κορτό, δίπλα στο δικό του. Μέσα στο πάθος του για την «Biqui» του, γράφει φλογερές νότες για «όλη την ύπαρξή της, τα όμορφα μάτια της, τα απαλά χέρια της και τα κομψά πόδια της» και συνθέτει προς τιμήν της τους Γοτθικούς χορούς ενώ εκείνη φτιάχνει το πορτραίτο του.
Πέντε μήνες αργότερα, στις 20 Ιουνίου, ο χωρισμός τους τσακίζει τον Σατί «με μια παγωμένη μοναξιά που γεμίζει το κεφάλι με κενό και την καρδιά με θλίψη». Δεν έχει γίνει γνωστή καμμία άλλη σχέση του τόσο σοβαρή και βαθειά. Σαν να ήθελε να τιμωρήσει τον εαυτό του συνθέτει τις Vexations, ένα θέμα που χτίζεται με βάση μια σύντομη μελωδία, για την οποία σημειώνει: «Για να παίξεις 840 φορές συνεχόμενα αυτό το μοτίβο, θα είναι καλό να προετοιμαστείς ανάλογα, και μέσα σε απόλυτη σιωπή, με έντονες ακινησίες»
Στις 9 Σεπτεμβρίου 1963 ο Τζων Κέιτζ οργάνωσε στο Pocket Theatre της Νέας Υόρκης την παρουσίαση της ολοκληρωμένης εκδοχής του έργου, με τη συμμετοχή πολλών πιανιστών (συνολική διάρκεια 18 ώρες και 40 λεπτά!).
Πέντε μήνες αργότερα, στις 20 Ιουνίου, ο χωρισμός τους τσακίζει τον Σατί «με μια παγωμένη μοναξιά που γεμίζει το κεφάλι με κενό και την καρδιά με θλίψη». Δεν έχει γίνει γνωστή καμμία άλλη σχέση του τόσο σοβαρή και βαθειά. Σαν να ήθελε να τιμωρήσει τον εαυτό του συνθέτει τις Vexations, ένα θέμα που χτίζεται με βάση μια σύντομη μελωδία, για την οποία σημειώνει: «Για να παίξεις 840 φορές συνεχόμενα αυτό το μοτίβο, θα είναι καλό να προετοιμαστείς ανάλογα, και μέσα σε απόλυτη σιωπή, με έντονες ακινησίες»
Στις 9 Σεπτεμβρίου 1963 ο Τζων Κέιτζ οργάνωσε στο Pocket Theatre της Νέας Υόρκης την παρουσίαση της ολοκληρωμένης εκδοχής του έργου, με τη συμμετοχή πολλών πιανιστών (συνολική διάρκεια 18 ώρες και 40 λεπτά!).
Ενήλικη ζωή
Το 1898 μετακομίζει στο προάστιο Arcueil-Cachan όπου και θα παραμείνει μέχρι το θάνατό του. Πηγαινοέρχεται στο Παρίσι με τα πόδια, πίνει και συνθέτει σε διάφορα καφέ στο δρόμο, επισκέπτεται συχνά τον Ντεμπυσσύ, γράφει τραγούδια για καμπαρέ και θεατρικά έργα. Σε ηλικία τριάντα εννέα ετών (1905) αποφασίζει να εγγραφεί στη Schola Cantorum όπου παρακολουθεί μαθήματα αντίστιξης, ανάλυσης, φόρμας, ενορχήστρωσης, σύνθεσης. Αποφοιτά τρία χρόνια αργότερα με άριστα. Το 1911 ο Μωρίς Ραβέλ και άλλοι Νέοι Μουσικοί παρουσιάζουν έργα του στο κοινό της Ανεξάρτητης Μουσικής Εταιρίας. Αποκτά και οπαδούς, τους «σατιστές». Στο Αρκέιγ παρευρίσκεται σε συναντήσεις ριζοσπαστών-σοσιαλιστών και το 1908, μετά τον θάνατο του Ζαν Ζορές (31/7), μπαίνει στο Σοσιαλιστικό κόμμα. To 1915 γνωρίζεται με τον Ζαν Κοκτώ ο οποίος του ζητά να συνεργαστούν. Καρπός της συνεργασίας τους είναι το μπαλέτο Παρέλαση (Parade) του οποίου η πρεμιέρα δίνεται στις 18/5/1917, σε λιμπρέτο του Κοκτώ, σκηνικά-κοστούμια του Πικάσο και χορογραφία του Λεοντίτ Μασίν, από τα ρωσικά μπαλέτα του Ντιαγκίλεφ.Το έργο αυτό ένωνε τον κυβισμό, τον κινηματογράφο και το τσίρκο αλλά το πιο προκλητικό και πρωτοποριακό στοιχείο της ήταν η μουσική που είχε γράψει ο Σατί.
Λίγο μετά από αυτή την συνεργασία αναλαμβάνει το ρόλο του μέντορα μιας ομάδας νέων μουσικών, που έμειναν γνωστοί ως οι Έξι. Οι μουσικοί αυτοί ήταν οι Ζωρζ Ωρίκ, Φρανσίς Πουλένκ, Ντάριους Μιγιώ, Λουί Ντυρέ, Αρτυρ Χόνεγκερ και Ζερμαίν Ταϊγφέρ. Το 1920 οι Εξι θα παρουσιάσουν το μοναδικό ομαδικό τους έργο Οι παντρεμένοι του Πύργου του Άιφελ ένα ντανταϊστικό μπαλέτο . Σε μία διάλεξή του για τους Έξι ο Σατί είχε πει:
«Οι Έξι με την αισθητική τους,
...ανήκουν στο Νέο Πνεύμα...
...Τι είναι το Νέο Πνεύμα;...
...ο Γκιγιώμ Απολλιναίρ γράφει: «Το Νέο Πνεύμα βρίσκεται στην έκπληξη...»
Για μένα,... είναι κυρίως η επιστροφή στην κλασική φόρμα -με σύγχρονη ευαισθησία...»
— Ερίκ Σατί Εκτός ήχου , σελ. 38,39,40
Ωριμότητα
Το 1918 γράφει το αριστούργημά του Σωκράτης (Socrate), μετά από παραγγελία της πριγκίπισσας ντε Πολινιάκ, για τέσσερις σοπράνο και ορχήστρα δωματίου, το οποίο βασίζεται σε τρεις διαλόγους του Πλάτωνα (Συμπόσιο, Φαίδρο και Φαίδωνα). Στην πρεμιέρα της παράστασης, που δόθηκε στο Παρίσι το 1920, ο Σατί είχε μοιράσει μια προειδοποίηση: «Όσοι δεν καταλάβουν, παρακαλούνται να τηρήσουν στάση απόλυτης υποταγής και κατωτερότητας». Τέλη του 1919 έρχεται σε επαφή με τους Ντανταϊστές του Τριστάν Τζαρά. Συχνάζει σε πιο ακραίους κύκλους και χαίρεται να σοκάρει την υψηλή κοινωνία. Το 1921 γράφεται στο κομμουνιστικό κόμμα.
Το τέλος
Τα πέντε τελευταία χρόνια της ζωής του ήταν πολύ γόνιμα. Τελευταία έργα του η μουσική για το σουρεαλιστικό μπαλέτο Παύση (Relache) των Φρανσίς Πικαμπιά και Μαρσέλ Ντυσάν και για το φιλμ Διάλειμμα (Entr'acte) σε σκηνοθεσία του Ρενέ Κλαιρ. Όλοι οι συντελεστές της παράστασης έκαναν ό,τι μπορούσαν για να προκαλέσουν το κοινό. Ωστόσο ο Σατί έλεγε: «Προτιμώ να τους ακούω να φωνάζουν παρά να χειροκροτούν». Στο ξεκίνημα της χρονιάς του 1925 η υγεία του επιδεινώνεται. Εκτός από την χρόνια κίρρωση του ύπατος από την οποία υποφέρει έχει και πλευρίτιδα. Την 1η Ιουλίου της ίδιας χρονιάς πεθαίνει στο νοσοκομείο Σεν-Ζοζέφ.
Η μουσική του
Παρ' όλο που ο Σατί απορρίφθηκε από κάποιους μουσικούς της εποχής του που παρεξήγησαν το μη συμβατικό ύφος,την εκκεντρικότητα και την ελαφράδα των έργων του, αντιπροσωπεύει το πρώτο οριστικό ρήγμα με τον γαλλικό Ρομαντισμό του 19ου αιώνα και είναι πρόδρομος μεταγενέστερων ρευμάτων στην τέχνη όπως ο μινιμαλισμός, ο σουρεαλισμός και η επαναληπτική μουσική. Εργάστηκε για να απαλλάξει τη μουσική από την επιτήδευση και τον συναισθηματισμό, βασικά στοιχεία του Ρομαντισμού, και να αναδείξει έτσι την βαθύτερη ουσία της. Απορρίπτοντας τα μεγαλειώδη αισθήματα και νοήματα, παντρεύει τη ζωή και την τέχνη σε ένα παράξενο αλλά ενιαίο σύνολο.
Η μουσική του είναι στενά συνδεδεμένη με τον Ντανταϊσμό και τον Σουρεαλισμό όπως φαίνεται και από τους τίτλους που έχουν μερικά έργα του: Τρία κομμάτια σε σχήμα αχλαδιού (Trois morceaux en forme de poire) ή Αποξηραμένα έμβρυα (Embryons Desseches). Το μπαλέτο του Παρέλαση περιέχει κομμάτια γραμμένα για γραφομηχανές, σειρήνες, προπέλες αεροπλάνων, τηλέγραφο και έναν τροχό λοταρίας. Έχει ενδιαφέρον να αναφέρθεί ότι στις σημειώσεις του Γκιγιώμ Απολλιναίρ για το πρόγραμμα της Παρέλασης χρησιμοποιείται για πρώτη φορά η λέξη «Σουρεαλισμός».
Το 1913, πολύ πριν εμφανιστεί το κίνημα των Ντανταϊστών, γράφει το έργο Η Παγίδα τού Μέδουσα, κωμωδία σε μία πράξη του κ. Έρίκ Σατί (με μουσική του ίδιου κυρίου) (κεντρικό πρόσωπο του έργου είναι ο κόμης Meduse), το οποίο αποτελεί απόδειξη, όπως και πολλά άλλα έργα του, της ικανότητάς του να είναι πρωτοπόρος και να δημιουργεί έργα που αργότερα θα αποτελέσουν νεοτερικά αισθητικά κινήματα στη μουσική. Κορόιδευε τον Ιμπρεσιονισμό όπως φαίνεται και από τις οδηγίες που δίνει στον εκτελεστή: «με μεγάλη νοσηρότητα» ή «ελαφρύ σαν αυγό»! Σε πρώιμα κομμάτια για πιάνο, όπως τα Τρεις Σαραμπάντες (1877) και Τρεις Γυμνοπαιδίες (1888) χρησιμοποιεί νεωτεριστικές για την εποχή του συγχορδίες που τον καθιστούν πρωτοπόρο της αρμονίας καθώς και στοιχεία από την τζαζ πολύ πριν από τον Στραβίνσκυ και άλλους μουσικούς. Ο Σατί δεν έγραψε ποτέ μεγάλα συμφωνικά έργα ή όπερες. Χαρακτηριστικό της μουσικής του, αλλά και των γραπτών του, ήταν η συντομία και η αποσπασματικότητα.
Η μουσική του
Παρ' όλο που ο Σατί απορρίφθηκε από κάποιους μουσικούς της εποχής του που παρεξήγησαν το μη συμβατικό ύφος,την εκκεντρικότητα και την ελαφράδα των έργων του, αντιπροσωπεύει το πρώτο οριστικό ρήγμα με τον γαλλικό Ρομαντισμό του 19ου αιώνα και είναι πρόδρομος μεταγενέστερων ρευμάτων στην τέχνη όπως ο μινιμαλισμός, ο σουρεαλισμός και η επαναληπτική μουσική. Εργάστηκε για να απαλλάξει τη μουσική από την επιτήδευση και τον συναισθηματισμό, βασικά στοιχεία του Ρομαντισμού, και να αναδείξει έτσι την βαθύτερη ουσία της. Απορρίπτοντας τα μεγαλειώδη αισθήματα και νοήματα, παντρεύει τη ζωή και την τέχνη σε ένα παράξενο αλλά ενιαίο σύνολο.
Η μουσική του είναι στενά συνδεδεμένη με τον Ντανταϊσμό και τον Σουρεαλισμό όπως φαίνεται και από τους τίτλους που έχουν μερικά έργα του: Τρία κομμάτια σε σχήμα αχλαδιού (Trois morceaux en forme de poire) ή Αποξηραμένα έμβρυα (Embryons Desseches). Το μπαλέτο του Παρέλαση περιέχει κομμάτια γραμμένα για γραφομηχανές, σειρήνες, προπέλες αεροπλάνων, τηλέγραφο και έναν τροχό λοταρίας. Έχει ενδιαφέρον να αναφέρθεί ότι στις σημειώσεις του Γκιγιώμ Απολλιναίρ για το πρόγραμμα της Παρέλασης χρησιμοποιείται για πρώτη φορά η λέξη «Σουρεαλισμός».
Το 1913, πολύ πριν εμφανιστεί το κίνημα των Ντανταϊστών, γράφει το έργο Η Παγίδα τού Μέδουσα, κωμωδία σε μία πράξη του κ. Έρίκ Σατί (με μουσική του ίδιου κυρίου) (κεντρικό πρόσωπο του έργου είναι ο κόμης Meduse), το οποίο αποτελεί απόδειξη, όπως και πολλά άλλα έργα του, της ικανότητάς του να είναι πρωτοπόρος και να δημιουργεί έργα που αργότερα θα αποτελέσουν νεοτερικά αισθητικά κινήματα στη μουσική. Κορόιδευε τον Ιμπρεσιονισμό όπως φαίνεται και από τις οδηγίες που δίνει στον εκτελεστή: «με μεγάλη νοσηρότητα» ή «ελαφρύ σαν αυγό»! Σε πρώιμα κομμάτια για πιάνο, όπως τα Τρεις Σαραμπάντες (1877) και Τρεις Γυμνοπαιδίες (1888) χρησιμοποιεί νεωτεριστικές για την εποχή του συγχορδίες που τον καθιστούν πρωτοπόρο της αρμονίας καθώς και στοιχεία από την τζαζ πολύ πριν από τον Στραβίνσκυ και άλλους μουσικούς. Ο Σατί δεν έγραψε ποτέ μεγάλα συμφωνικά έργα ή όπερες. Χαρακτηριστικό της μουσικής του, αλλά και των γραπτών του, ήταν η συντομία και η αποσπασματικότητα.
Ενδεικτική εργογραφία
Μπαλέτα
Uspud, 1892
Jack in the box, 1899 (παντομίμα σε δύο πράξεις)
Mercure, 1924 (Ερμής)
Parade, 1917 (Παρέλαση)
Parade is a ballet with music by Erik Satie and a one-act scenario by Jean Cocteau. The ballet was composed in 1916–17 for Sergei Diaghilev's Ballets Russes. The ballet premiered on Friday, May 18, 1917 at the Théâtre du Châtelet in Paris, with costumes and sets designed by Pablo Picasso, choreography by Léonide Massine (who danced), and the orchestra conducted by Ernest Ansermet.
Relache, 1924 (Παύση)
Ορχηστρικά έργα
La belle excentrique, 1920 (Η Ωραία Εκκεντρική)
Trois petites pieces montees 1920 ( Three Little Stuffed Pieces)
Με φωνή
Bonjour Biqui,Bonjour! 1893. Αφιερωμένο στη Σουζάν Βαλαντόν
Messe des pauvres, 1893-5 (Η Λειτουργία των Πτωχών).
Λειτουργία για όργανο με μικρή χορωδία παίδων και ανδρών.
La Diva de l' "Empire", 1904. Τραγούδι για καμπαρέ
En habits de cheval, 1911, Χορωδιακό
Trois poemes d' amour,1914 (Τρία ερωτικά ποιήματα).
Πάνω σε 3 μικρά ποιήματα του Σατί που αποτελούν μια μοντέρνα έκδοση της ποίησης των τροβαδούρων στη Γαλλία τον 13ο αιώνα.
Socrate, 1918 (Σωκράτης)
Έργα για πιάνο
Ogives I,II,III,IV 1886,4 κομμάτια εμπνευσμένα από την Γοτθική
αρχιτεκτονική του καθεδρικού ναού της Παναγίας των Παρισίων
The Ogives are four pieces for piano composed by Erik Satie in the late 1880s. They were published in 1889, and were the first compositions by Satie he did not publish in his father's music publishing house.Satie was said to have been inspired by the form of the windows of the Notre Dame Cathedral in Paris when composing the Ogives. An ogive is the curve that forms the outline of a pointed gothic arch.The calm, slow melodies of these pieces are built up from paired phrases reminiscent of plainchant. Satie wanted to evoke a large pipe organ reverberating in the depth of a cathedral, and achieved this sonority by using full harmonies, octave doubling and sharply contrasting dynamics.Satie wrote this music without bar-lines
Trois Sarabandes, 1887 (Τρεις Σαραμπάντες)
The Sarabandes are three dances for solo piano composed in 1887 by Erik Satie. Along with the famous Gymnopédies (1888) they are regarded as his first important works, and the ones upon which his reputation as a harmonic innovator and precursor of modern French music, beginning with Debussy, principally rests. The Sarabandes also played a key role in Satie's belated "discovery" by his country's musical establishment in the 1910s, setting the stage for his international notoriety. French composer and critic Alexis Roland-Manuel wrote in 1916 that the Sarabandes represented "a milestone in the evolution of our music...pieces of an unprecedented harmonic technique, born of an entirely new aesthetic, which create a unique atmosphere, a sonorous magic of complete originality."
Gymnopedies I,II,III, 1888 (Τρεις Γυμνοπαιδίες)
The Gymnopédies published in Paris starting in 1888, are three piano compositions.The melodies of the pieces use deliberate, but mild, dissonances against the harmony, producing a piquant, melancholy effect that matches the performance instructions, which are to play each piece "painfully" (douloureux), "sadly" (triste), or "gravely" (grave).
Gnossiennes I,II,III,1890-3, IV,V 1889,VI,1897, VII
(Σχετικά με το έργο ''Gnossiennes'' )
The Gnossiennes (French pronunciation: [ɡnosjεn]) are several piano compositions written by the French composer Erik Satie in the late 19th century. The works are for the most part in free time (lacking time signatures or bar divisions) and highly experimental with form, rhythm and chordal structure. The form as well as the term was invented by Satie
Trois Sonneries de la Rose + Croix, 1892 (Σχετικά με το έργο)
Vexations, 1893
Danses Gothiques, 1893 (Γοτθικοί χοροί)
The Danses gothiques (Gothic Dances) is an 1893 piano composition by Erik Satie, one of the works of his "Rosicrucian" or "mystic" period. It was published posthumously in 1929. A performance lasts around 12 minutes.
Pieces froides, 1897 (Ψυχρά κομμάτια)
The Pièces froides (Cold Pieces) are two sets of piano pieces composed in March 1897 by Erik Satie. Unpublished until 1912, they marked Satie's break from the mystical-religious music of his "Rosicrucian" period (1891–95), and were a harbinger of his humoristic piano suites of the 1910s.
Trois morceaux en forme de poire, 1903 (Τρία κομμάτια σε σχήμα αχλαδιού)
Ιs a 1903 suite for piano four hands by French composer Erik Satie. A lyrical compendium of his early music, it is one of Satie's most famous compositions, second in popular recognition only to the Gymnopédies (1888). The score was not published until 1911. In performance it lasts around 14 minutes.
Embryons desseches, 1913 (Αποξηραμένα έμβρυα)
Α piano composition by Erik Satie, composed in the summer of 1913. The composition consists of three little "movements", each taking about two to three minutes to play.
Sports et divertissements, 1914 (Αθλήματα και διασκεδάσεις).
21 short piano pieces composed in 1914
Sonatine bureaucratique, 1917 (Γραφειοκρατική σονάτα)
Cinq Nocturnes,1919 (Πέντε νυχτερινά)
Μπαλέτα
Uspud, 1892
Jack in the box, 1899 (παντομίμα σε δύο πράξεις)
Mercure, 1924 (Ερμής)
Parade, 1917 (Παρέλαση)
Parade is a ballet with music by Erik Satie and a one-act scenario by Jean Cocteau. The ballet was composed in 1916–17 for Sergei Diaghilev's Ballets Russes. The ballet premiered on Friday, May 18, 1917 at the Théâtre du Châtelet in Paris, with costumes and sets designed by Pablo Picasso, choreography by Léonide Massine (who danced), and the orchestra conducted by Ernest Ansermet.
Relache, 1924 (Παύση)
Ορχηστρικά έργα
La belle excentrique, 1920 (Η Ωραία Εκκεντρική)
Trois petites pieces montees 1920 ( Three Little Stuffed Pieces)
Με φωνή
Bonjour Biqui,Bonjour! 1893. Αφιερωμένο στη Σουζάν Βαλαντόν
Messe des pauvres, 1893-5 (Η Λειτουργία των Πτωχών).
Λειτουργία για όργανο με μικρή χορωδία παίδων και ανδρών.
La Diva de l' "Empire", 1904. Τραγούδι για καμπαρέ
En habits de cheval, 1911, Χορωδιακό
Trois poemes d' amour,1914 (Τρία ερωτικά ποιήματα).
Πάνω σε 3 μικρά ποιήματα του Σατί που αποτελούν μια μοντέρνα έκδοση της ποίησης των τροβαδούρων στη Γαλλία τον 13ο αιώνα.
Socrate, 1918 (Σωκράτης)
Έργα για πιάνο
Ogives I,II,III,IV 1886,4 κομμάτια εμπνευσμένα από την Γοτθική
αρχιτεκτονική του καθεδρικού ναού της Παναγίας των Παρισίων
The Ogives are four pieces for piano composed by Erik Satie in the late 1880s. They were published in 1889, and were the first compositions by Satie he did not publish in his father's music publishing house.Satie was said to have been inspired by the form of the windows of the Notre Dame Cathedral in Paris when composing the Ogives. An ogive is the curve that forms the outline of a pointed gothic arch.The calm, slow melodies of these pieces are built up from paired phrases reminiscent of plainchant. Satie wanted to evoke a large pipe organ reverberating in the depth of a cathedral, and achieved this sonority by using full harmonies, octave doubling and sharply contrasting dynamics.Satie wrote this music without bar-lines
Trois Sarabandes, 1887 (Τρεις Σαραμπάντες)
The Sarabandes are three dances for solo piano composed in 1887 by Erik Satie. Along with the famous Gymnopédies (1888) they are regarded as his first important works, and the ones upon which his reputation as a harmonic innovator and precursor of modern French music, beginning with Debussy, principally rests. The Sarabandes also played a key role in Satie's belated "discovery" by his country's musical establishment in the 1910s, setting the stage for his international notoriety. French composer and critic Alexis Roland-Manuel wrote in 1916 that the Sarabandes represented "a milestone in the evolution of our music...pieces of an unprecedented harmonic technique, born of an entirely new aesthetic, which create a unique atmosphere, a sonorous magic of complete originality."
Gymnopedies I,II,III, 1888 (Τρεις Γυμνοπαιδίες)
The Gymnopédies published in Paris starting in 1888, are three piano compositions.The melodies of the pieces use deliberate, but mild, dissonances against the harmony, producing a piquant, melancholy effect that matches the performance instructions, which are to play each piece "painfully" (douloureux), "sadly" (triste), or "gravely" (grave).
Gnossiennes I,II,III,1890-3, IV,V 1889,VI,1897, VII
(Σχετικά με το έργο ''Gnossiennes'' )
The Gnossiennes (French pronunciation: [ɡnosjεn]) are several piano compositions written by the French composer Erik Satie in the late 19th century. The works are for the most part in free time (lacking time signatures or bar divisions) and highly experimental with form, rhythm and chordal structure. The form as well as the term was invented by Satie
Trois Sonneries de la Rose + Croix, 1892 (Σχετικά με το έργο)
Vexations, 1893
Danses Gothiques, 1893 (Γοτθικοί χοροί)
The Danses gothiques (Gothic Dances) is an 1893 piano composition by Erik Satie, one of the works of his "Rosicrucian" or "mystic" period. It was published posthumously in 1929. A performance lasts around 12 minutes.
Pieces froides, 1897 (Ψυχρά κομμάτια)
The Pièces froides (Cold Pieces) are two sets of piano pieces composed in March 1897 by Erik Satie. Unpublished until 1912, they marked Satie's break from the mystical-religious music of his "Rosicrucian" period (1891–95), and were a harbinger of his humoristic piano suites of the 1910s.
Trois morceaux en forme de poire, 1903 (Τρία κομμάτια σε σχήμα αχλαδιού)
Ιs a 1903 suite for piano four hands by French composer Erik Satie. A lyrical compendium of his early music, it is one of Satie's most famous compositions, second in popular recognition only to the Gymnopédies (1888). The score was not published until 1911. In performance it lasts around 14 minutes.
Embryons desseches, 1913 (Αποξηραμένα έμβρυα)
Α piano composition by Erik Satie, composed in the summer of 1913. The composition consists of three little "movements", each taking about two to three minutes to play.
Sports et divertissements, 1914 (Αθλήματα και διασκεδάσεις).
21 short piano pieces composed in 1914
Sonatine bureaucratique, 1917 (Γραφειοκρατική σονάτα)
Cinq Nocturnes,1919 (Πέντε νυχτερινά)
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ-ΠΗΓΕΣ
https://en.wikipedia.org/wiki/Erik_Satie
https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%95%CF%81%CE%AF%CE%BA
_%CE%A3%CE%B1%CF%84%CE%AF - Κείμενο σε ελληνική γλώσσα.
https://web.archive.org/web/20041011182313/
http://www.af.lu.se/~fogwall/satie.html
https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%95%CF%81%CE%AF%CE%BA
_%CE%A3%CE%B1%CF%84%CE%AF - Κείμενο σε ελληνική γλώσσα.
https://web.archive.org/web/20041011182313/
http://www.af.lu.se/~fogwall/satie.html
https://www.allmusic.com/artist/erik-satie-mn0000675185/discography
Erik Satie: a life less ordinary
Erik Satie: Prepare yourself …
https://www.youtube.com/channel/UC0ml7woQkyxsdlMjs3d-bTA
https://www.youtube.com/results?search_query=erik+satie++
Erik Satie: a life less ordinary
Erik Satie: Prepare yourself …
https://www.youtube.com/channel/UC0ml7woQkyxsdlMjs3d-bTA
https://www.youtube.com/results?search_query=erik+satie++
ΜΟΥΣΙΚΑ VIDEOS
Erik Satie: Gymnopédies & Gnossiennes (Full Album)
Brilliant Classics
Erik Satie - Gymnopédies
Estoy Perdida
Erik Satie: Gnossienne No. 1, 2, 3
Papermoon2011
Papermoon2011
Erik Satie - Danses Gothiques
Merricck
Erik Satie: Pièces Froides (Reinbert De Leeuw)
nadaniente115a
Erik Satie: Trois Morceaux en Forme de Poire (R. et G. Casadesus)
nadaniente115a
Erik Satie: Ogives (Reinbert de Leeuw)
nadaniente115a
Erik Satie Sports et Divertissements
classic-intro net
Erik Satie: Embryons Desséchés
ümit fiskin
Erik Satie: Messe des Pauvres,1895
Erik Satie
Erik Satie: Socrate
Jonathan Schabbi
Erik Satie:Les Aventures de Mercure
pelodelperro
Erik Satie:Parade
tomekkobialka
Erik Satie: Uspud (Ballet Chrétien) - 1. Premier Acte,1892
Erik Satie
Erik Satie:Vexations,1983
Erik Satie
Erik Satie:Trois Petites Pièces Montées (orchestra),1919
Erik Satie
Erik Satie:Je Te Veux (voice & piano),1987
Erik Satie
Erik Satie: La Diva de l'Empire (voice & piano),1904
Erik Satie
Erik Satie ~1899~ Un Dîner à l'Élysée,1989
Erik Satie
Erik Satie: Trois mélodies,1916
Erik Satie
Erik Satie: Chanson médiévale,1906
Erik Satie
Erik Satie:Trois Poèmes d'Amour (soprano),1914
Erik Satie
Satie: Complete Piano Works Vol.1
Brilliant Classics
Satie: Complete Piano Works Vol.2
Brilliant Classics
Erik Satie - The Essential Collection
Erik Satie