Ω, η Humanité. Η γαλλική αριστερά πτώχευσε με τους ανθρώπους να διαδηλώνουν.



Σε μια διαδήλωση των Κίτρινων Γιλέκων στο Παρίσι, 
τον Δεκέμβριο του 2018. STEPHANE MAHE / REUTERS

Τα κίτρινα γιλέκα δεν δηλώνουν την επιστροφή ενός κοιμώμενου μαρξισμού, απελευθερωμένου από τα σταλινικά φαντάσματα. Είναι περισσότερο οι «απόστολοι της εκδίκησης και της δυσαρέσκειας». Είναι το προϊόν όχι μόνο των πολιτικών του προέδρου Macron αλλά και της επί δεκαετίες κενότητας της αριστεράς.

Στις 25 Ιανουαρίου, η εφημερίδα του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος (PCF), L'Humanité, δήλωσε ότι δεν μπορεί πλέον να πληρώσει τους λογαριασμούς της και ζήτησε προστασία από τους πιστωτές της. Αν και η ίδια η εφημερίδα είναι μικρή -η κυκλοφορία της έχει μειωθεί σε 32.000 καθημερινούς αναγνώστες από 400.000 κατά την περίοδο της ακμής της στην δεκαετία του 1940- τα πάθη της δείχνουν μια ειρωνεία της ιστορίας. Η L'Humanité πτωχεύει την στιγμή του μεγαλύτερου κύματος λαϊκής διαμαρτυρίας της Γαλλίας από το 1968: Το κίνημα των «κίτρινων γιλέκων» [2], του οποίου οι συμμετέχοντες απέκλεισαν δηκτικά όλα τα κόμματα και τις προσωπικότητες, συμπεριλαμβανομένων εκείνων της αριστεράς. Η χρηματοοικονομική χρεοκοπία της L'Humanité αντιπροσωπεύει τέλεια την πολιτική χρεοκοπία της γαλλικής αριστεράς.

Η L'Humanité υπήρξε η φωνή του PCF καθ’ όλη την διάρκεια της ιστορίας του, επίσημα από το 1920, ανεπίσημα από τότε που έλαβε την κατ’ ονομα ανεξαρτησία της το 1999. Έχει αντικατοπτρίσει όχι μόνο την γραμμή του κόμματος αλλά και την υγεία του κόμματος. Ορισμένα από τα προβλήματα της εφημερίδας σχετίζονται με την γενική πτώση των πωλήσεων και των διαφημιστικών εσόδων των εφημερίδων, μια κατάσταση τόσο άσχημη στην Γαλλία όσο και στις Ηνωμένες Πολιτείες. Αλλά η πτώση της εφημερίδας ήταν μακρά και είναι στενά συνδεδεμένη με την εικονική εξαφάνιση του PCF ως δύναμης στην γαλλική πολιτική.

Ο Jean Jaurès, ο κορυφαίος σοσιαλιστής ηγέτης της εποχής του, ίδρυσε την L' Huma, όπως είναι γνωστή η εφημερίδα, το 1904. Με αυτήν επιδίωξε να ενοποιήσει το έχον διχαστικές τάσεις σοσιαλιστικό κίνημα στην Γαλλία, γράφοντας στην ιδρυτική δημοσίευση της εφημερίδας στις 18 Απριλίου 1904 : «Για εμάς, οι επαναστατικοί σοσιαλιστές και οι ρεφορμιστές σοσιαλιστές είναι πάνω από όλα σοσιαλιστές». Η L'Humanité, όπως την οραματίστηκε, θα ήταν «σε συνεχή κοινωνία με ολόκληρο το εργατικό κίνημα», το οποίο, επέμεινε ο Jaurès, «δεν χρειάζεται ψέματα, μισές αλήθειες, μεροληπτικές πληροφορίες, αλλοιωμένες ειδήσεις, ή συκοφαντίες».

Αυτές οι σεβαστές ευχές δεν επιβίωσαν για πολύ μετά τον Jaurès, ο οποίος δολοφονήθηκε στις 31 Ιουλίου 1914 από έναν δεξιό φανατικό όταν αυτός, η εφημερίδα, και μια ευρύτερη συμμαχία Ευρωπαίων σοσιαλιστών διεξήγαγαν εκστρατεία για να αποτρέψουν το ξέσπασμα του πολέμου. Ξεκινώντας το 1920, όταν το γαλλικό τμήμα της Εργατικής Διεθνούς ψήφισε για να συμμετάσχει στην Κομμουνιστική Διεθνή, η L'Huma ακολούθησε κάθε ελιγμό και στροφή της γραμμής του κόμματος, επιτρέποντας στα μέλη του να γνωρίζουν ποιος ήταν ο σημερινός εχθρός και ποιοι χθεσινοί εχθροί είχαν αλλάξει καθεστώς για να γίνουν σημερινοί φίλοι.

Το PCF ενέπνευσε φόβο στην πολιτική κύρια τάση της χώρας ως το κόμμα της επανάστασης, αλλά στην πραγματικότητα έβαλε φρένο σε δύο μεγάλες επαναστατικές στιγμές του γαλλικού εικοστού αιώνα. Κατά τους μήνες Μάιο και Ιούνιο του 1936, Γάλλοι εργάτες κατέλαβαν εργοστάσια ή προχώρησαν σε μια γενική απεργία. Οι εργαζόμενοι κέρδισαν μισθολογικές αυξήσεις και αμειβόμενες διακοπές και το PCF, ικανοποιημένο, έβαλε τέλος στις καταλήψεις και τις απεργίες αντί να ρισκάρει να αποξενώσει εκείνους που αντιτάχθηκαν στην σοσιαλιστική κυβέρνηση του Léon Blum. Στις 12 Ιουνίου 1936, η L'Humanité δημοσίευσε την δήλωση του γενικού γραμματέα του κόμματος, Maurice Thorez, ότι «πρέπει να γνωρίζουμε πότε πρέπει να τερματίσουμε μια απεργία» και ότι «δεν είναι όλα δυνατά».

Πάνω από τρεις δεκαετίες αργότερα, τον Μάιο του 1968, ένα αριστερό φοιτητικό κίνημα ξεκίνησε μια εξέγερση που έφερε περίπου δέκα εκατομμύρια εργαζομένους σε γενική απεργία. Η PCF και η L'Humanité έκαναν ό, τι μπορούσαν για να κρατήσουν τους ριζοσπάστες φοιτητές μακριά από τους εργαζόμενους και να περιορίσουν τις απαιτήσεις σε θέματα επιπέδου διαβίωσης. Το έπραξαν για πολλούς από τους ίδιους λόγους όπως το 1936, αλλά και για να εξασφαλίσουν την λαβή του κόμματος επί της εργατικής τάξη και των διαμαρτυριών της.

Παρά την αποτυχία του να συμπιέσει τα ριζοσπαστικά αιτήματα το 1968, το PCF κέρδισε περισσότερο από το 20% των ψήφων στις κοινοβουλευτικές εκλογές το επόμενο έτος και διατήρησε αυτό το επίπεδο υποστήριξης για μια δεκαετία. Η αγωνία του κόμματος ξεκίνησε μόνο μετά την εκλογή του σοσιαλιστή François Mitterrand ως προέδρου το 1981.

Ο Mitterrand συνήψε μια επίσημη συμμαχία με το PCF, συμπεριλαμβάνοντας μερικά μέλη του στην κυβέρνησή του, κάτι που ενίσχυσε το δικό του Σοσιαλιστικό Κόμμα δίνοντάς του αριστερή κάλυψη. Κατά την διάρκεια αυτής της περιόδου, οι ομόλογοι του PCF στην Ισπανία και την Ιταλία είχαν αγκαλιάσει τον ευρωκομμουνισμό, μια πιο ανοικτή και δημοκρατική παραλλαγή που τόνιζε την ανεξαρτησία από τη Μόσχα. Αλλά αν και το PCF έκανε την ίδια στροφή, δεν έκανε ποτέ τις αλλαγές στην πράξη. Το Σοσιαλιστικό Κόμμα επωφελήθηκε από την ισχυρογνώμονα αυταρχική εικόνα του PCF και παρουσίασε τον εαυτό του με επιτυχία, σε αντιδιαστολή, ως το αληθινό όχημα των γαλλικών φιλοδοξιών για κοινωνική δικαιοσύνη. Ως αποτέλεσμα, το μερίδιο του PCF στις ψήφους μειώθηκε απότομα από το 1986.

Εξακολουθώντας να συνδέεται στενά με τον σοβιετικό κομμουνισμό, απρόθυμο να υποστηρίξει νέα κοινωνικά κινήματα, και με μια πολιτική στρατηγική υπέρ των σταδιακών αλλαγών που πλέον ήταν απελπιστικά ξεπερασμένη, το PCF εξαφανίστηκε ως πολιτική και κοινωνική δύναμη. Το όραμα της εργατικής τάξης, που κάποτε κινητοποιούσε, ήταν ακατάλληλα προσαρμοσμένο σε μια οικονομία όπου όλο και περισσότεροι εργαζόμενοι είχαν προσληφθεί με συμβάσεις περιορισμένης διάρκειας, εργοστάσια και ορυχεία είχαν κλείσει και η μετανάστευση έγινε κεντρικό ζήτημα. Η αποτελεσματικότητα της κινητοποίησης των εργαζομένων έχει επίσης μειωθεί. Την άνοιξη του 2018, ο πρόεδρος Emmanuel Macron [3] έκανε τις μεταρρυθμίσεις στο εθνικό σιδηροδρομικό σύστημα, το SNCF, μέρος του σχεδίου του για τον εκσυγχρονισμό της Γαλλίας. Οι μεταρρυθμίσεις κατήργησαν το δικαίωμα των εργαζομένων για μονιμότητα εργασίας στις σιδηροδρομικές μεταφορές και ειδικές συνταξιοδοτικές παροχές, γεγονός που οδήγησε τους σιδηροδρομικούς εργαζόμενους της άλλοτε κομμουνιστικής Γενικής Συνομοσπονδίας Εργαζομένων (Confédération Générale du Travail) να προκηρύξουν μια σειρά κυλιόμενων απεργιών που εξαπλώθηκαν σε διάστημα τριών μηνών. Ο Macron αρνήθηκε να παραδοθεί στις απαιτήσεις των εργαζομένων και η απεργία ήταν μια πλήρης αποτυχία. Αυτή η ήττα μιας κλασικής τακτικής εργατικής τάξης αναμφίβολα τροφοδότησε την απογοήτευση που θα παρήγαγε το κίνημα των κίτρινων γιλέκων.

Το Σοσιαλιστικό Κόμμα, από την πλευρά του, δεν κατάφερε να ανταποκριθεί στις ελπίδες που τοποθετήθηκαν είτε στην κυβέρνηση του Μιτεράν, είτε σε αυτήν του προέδρου François Hollande και έγινε ολοένα και περισσότερο το κόμμα ενός τμήματος της αστικής μεσαίας τάξης (bourgeoisie) που περιλαμβάνει τους bobos ή αλλιώς τους αστούς μποέμ. Αυτοί οι νέοι, μορφωμένοι αστοί δείχνουν μικρή ανησυχία για τις ανάγκες εκείνων που υποφέρουν στην «βαθιά Γαλλία», ή αλλιώς στην Γαλλία των αγροτικών χωριών και των μικρών πόλεων στην περιφέρεια της χώρας, όπου η ανεργία και η υποαπασχόληση είναι συνήθεις, οι μισθοί είναι χαμηλοί και οι φόροι υψηλοί και οι απλοί άνθρωποι προσπαθούν να τεντώσουν τους μισθούς τους μέχρι το τέλος κάθε μήνα.

Απομένει το κόμμα του Jean-Luc Mélenchon, το La France Insoumise, το οποίο έχει προσελκύσει μερικούς από τους ψηφοφόρους που κάποτε θα ήταν κομμουνιστές ή σοσιαλιστές. Αλλά αυτή η δύναμη είναι ετερόκλητη, χαλαρά οργανωμένη και νέα. Με την εστίασή του στο να κερδίσει έδρες σε εθνικό επίπεδο και όχι στην αντιμετώπιση τοπικών διαμαρτυριών, το La France Insoumise είναι απίθανο να αντικαταστήσει τα παλαιά κόμματα της αριστεράς, παρά το γεγονός ότι συγκέντρωσε περισσότερο από το 19% των ψήφων στις προεδρικές εκλογές του 2017.

Πολλοί από εκείνους στην περιφέρεια της Γαλλίας που προηγουμένως ψήφισαν προς τα αριστερά έχουν μετακινηθεί προς τα δεξιά, αλλά ακόμη και η αλλαγή που μπορεί να προσφέρει το Rassemblement National (διάδοχος του Εθνικού Μετώπου) βρίσκει εμπόδια, διότι το εκλογικό σύστημα των δύο [εκλογικών] γύρων εμποδίζει τα μικρά κόμματα από το να αποκτήσουν δύναμη ποτέ. Χωρίς πίστη σε ένα σύστημα που τους απογοήτευσε και τους αγνόησε, τα κίτρινα γιλέκα έκαναν το βήμα να μιλήσουν μόνοι τους.

Ο θυμός εκείνων που ζουν στην γαλλική περιφέρεια είναι τόσο βαθύς, απορρέει από τόσα πολλά διαφορετικά στρώματα της κοινωνίας και πηγάζει από μια τόσο μεγάλη ποικιλία παραπόνων, που τα παραδοσιακά σχήματα της αριστεράς πλέον απλώς δεν έχουν εφαρμογή. Οι ιδιοκτήτες καταστημάτων και οι αυτοαπασχολούμενοι διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο ανάμεσα στα κίτρινα γιλέκα. Η αριστερά είχε απαντήσεις -ή νόμιζε ότι είχε- για μια εξέγερση των εργαζομένων, αλλά όχι για μια [εξέγερση] των εργαζομένων και των καταστηματαρχών. Ένας θυμός που έβραζε τελικά εξερράγη και η αριστερά δεν είναι πια το όχημά του ή ο ερμηνευτής του. Ο θυμός τώρα πλέει ελεύθερα, χτυπώντας όπου και όποτε θέλει.

Η Γαλλία πέραν των προαστίων, [η Γαλλία] της υπαίθρου και των μικρών πόλεων από καιρό αισθάνεται ότι κανείς δεν την ακούει, πόσω μάλλον να αντιμετωπίζει τους χαμηλούς και στάσιμους μισθούς και την έλλειψη εργασίας από τα οποία πάσχει. Ο προτεινόμενος φόρος στα καύσιμα που προκάλεσε την εξέγερση θα έβλαπτε δυσανάλογα τους Γάλλους έξω από τις μεγάλες πόλεις αφήνοντας τους κατοίκους των πόλεων, με τα εκτεταμένα συστήματα μαζικής μεταφοράς και τις σύντομες μετακινήσεις τους, σχετικά άθικτους. Όσοι ζουν μακριά από τις πόλεις και μετακινούνται από και προς την εργασία τους αισθάνθηκαν συντετριμμένοι από τις τιμές των καυσίμων και τα διόδια, τίποτε από τα οποία ένας Παριζιάνος δεν θα τοποθετούσε στην κορυφή μιας λίστας των ανισοτήτων της κοινωνίας. Αλλά για εκείνους που έφθασαν να αποτελέσουν την βάση των κίτρινων γιλέκων, ο φόρος επί των καυσίμων ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι.

Όταν τα κίτρινα γιλέκα πρωτοεμφανίστηκαν, κλείνοντας δρόμους και διαμαρτυρόμενοι για την αύξηση του φόρου στα καύσιμα, απέκλεισαν τους πολιτικούς από τις διαδηλώσεις και τους καταυλισμούς τους. Οι εκπρόσωποι προέκυψαν μέσα από το ίδιο το κίνημα: Η Jacline Mouraud, μια υπνοθεραπεύτρια και κυνηγός εκτοπλασμάτων της οποίας το βίντεο στο YouTube [4] βοήθησε να επιταχυνθούν οι διαμαρτυρίες˙ ο Eric Drouet, οδηγός φορτηγού που δεν αντιτίθεται πλήρως στις συνωμοτικές αντιλήψεις [5]˙ ο Maxime Nicolle, γνωστός ως Fly Rider, του οποίοι οι συμπάθειες βρίσκονται στην δεξιά, αν όχι στην άκρα δεξιά˙ και ο Christophe Chalençon, ένας που κατηγορείται για ισλαμοφοβία [6], η συνάντηση του οποίου με τον Ιταλό αντιπρόεδρο της κυβέρνησης Luigi Di Maio οδήγησε την Γαλλία να ανακαλέσει τον πρέσβυ της από την Ιταλία. Οι θεωρίες συνωμοσίας και οι άγριες φήμες είναι κοινές μεταξύ των κίτρινων γιλέκων, συμπεριλαμβανομένων ότι ο Macron έχει προσλάβει μισθοφόρους για την καταπολέμηση των κίτρινων γιλέκων, ότι το γαλλικό σύνταγμα έχει παύσει να ισχύει από το 2017 και ότι η Γαλλία έχασε την κυριαρχία της στο θέμα της μετανάστευσης λόγω του συμφώνου του Μαρακές το 2018.

Οι αισιόδοξοι στην αριστερά μπορεί να μπουν στον πειρασμό να δουν τα κίτρινα γιλέκα ως μια επαναστατική δύναμη που βρίσκεται στην φάση της δημιουργίας -μια [δύναμη] που τελικά πηγάζει φυσικά από τις επιθυμίες και τις απαιτήσεις του λαού, χωρίς την μεσολάβηση κόμματος ή ένωσης. Αλλά η έννοια ότι το κίνημα είναι επαναστατικό δεν το κάνει αριστερό. Ποτέ πριν, οι φασίστες και οι βασιλόφρονες δεν συμμετείχαν στις ίδιες διαδηλώσεις με ομολογημένα αριστερούς, όπως κάνουν τώρα. Οι αντισημίτες, όπως ο κωμικός και αρνητής του Ολοκαυτώματος Dieudonné, φορούν υπερήφανα το κίτρινο γιλέκο. Ο Bernard-Henri Lévy δήλωσε ότι οι συμμετέχοντες στο κίνημα δεν πρέπει να αποκαλούνται «κίτρινα γιλέκα» αλλά «καφέ γιλέκα» (brown vests). Το ασύνδετο κύμα διαμαρτυρίας μοιάζει με τον ελέφαντα στην παραβολή όπως τον αισθάνθηκαν και περιέγραψαν εννέα τυφλοί άνδρες, ο καθένας τους απεικονίζοντας ένα διαφορετικό πλάσμα ανάλογα με το πού τον είχε ακουμπήσει.

Έχοντας χάσει την πίστη τους σε όλα τα κόμματα, τα κίτρινα γιλέκα θέλουν άμεση εξουσία και απαιτούν δημοψηφίσματα που θα προκηρύσσονται από τους πολίτες. Οι άνθρωποι έχουν επιτύχει πολιτική ωριμότητα, λένε τα κίτρινα γιλέκα, και δεν χρειάζονται πλέον αντιπροσώπους (τους οποίους θεωρούν ότι δεν είναι αντιπροσωπευτικοί σε καμία περίπτωση) για να λάβουν αποφάσεις γι’ αυτούς. Τα κίτρινα γιλέκα απαιτούν ένα πιο δίκαιο φορολογικό καθεστώς, αυξήσεις στον ελάχιστο μισθό και όρια στις μεγάλες περιουσίες. Αντιτίθενται ακόμη και στα χαμηλότερα όρια ταχύτητας. Αυτά τα αιτήματα είναι αριστερά λαϊκίστικα ενώ ταυτόχρονα είναι και δεξιά λαϊκίστικα. Και το κίνημα είναι σε μεγάλο βαθμό γηγενές γαλλικό. Δεν είναι άνευ σημασίας το γεγονός ότι οι μεταναστευτικές κοινότητες διαδραματίζουν ελάχιστο ρόλο σε αυτό το κύμα διαμαρτυρίας: Οι διαμαρτυρίες των κίτρινων γιλέκων αποτελούν μέρος ενός γαλλο-γαλλικού εμφυλίου πολέμου.

Όλα αυτά μιλούν για την έλλειψη συνοχής του κινήματος. Είναι αντίθετο στις πολιτικές και τους πολιτικούς (παρόλο που τώρα υπάρχει μια συζήτηση σε ορισμένους κύκλους των κίτρινων γιλέκων να κατεβάσουν υποψηφιότητες στις επόμενες ευρωπαϊκές εκλογές), ωστόσο απαιτεί μέτρα που μπορούν να εφαρμόσουν μόνο οι πολιτικοί. Τα κίτρινα γιλέκα, με τις θεωρίες συνωμοσίας τους, τις φήμες τους, το βαθύ μίσος τους για μια ασαφή «μπουρζουαζία», δεν δηλώνουν την επιστροφή ενός κοιμώμενου μαρξισμού, απελευθερωμένου από τα σταλινικά φαντάσματα. Είναι περισσότερο το είδωλο του σοσιαλισμού για τον οποίο μίλησε ο Friedrich Nietzsche, οι «απόστολοι της εκδίκησης και της δυσαρέσκειας». Αποτελούν το προϊόν όχι μόνο των πολιτικών του προέδρου Macron αλλά και της επί δεκαετίες κενότητας της αριστεράς , που πτώχευσε όπως η ιστορική της εφημερίδα, η L 'Humanité.


 Mitchell Abidor,
συγγραφέας του βιβλίου με τίτλο 
''May Made Me: An Oral History of the 1968 Uprising in France'' [1].

 22/02/2019




              ΣΧΕΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ             


Κρύβουν την αντι-νεοφιλελεύθερη επανάσταση στη Γαλλία. 

Ο δημοσιογράφος και  συγγραφέας Δημήτρης Κωνσταντακόπουλος, μιλώντας στον 98.4  για το Κίνημα των Κίτρινων Γιλέκων που είδε  από κοντά με επιτόπια έρευνα, έδωσε έμφαση στη συνωμοσία σιωπής που έχει επιβληθεί πανευρωπαϊκά στα ΜΜΕ , για τις πραγματικές διαστάσεις  αυτού του Κινήματος στην Γαλλία. 


984radio

 Όπως είπε , παρά την έλλειψη οποιουδήποτε κεντρικού οργάνου και «ηγεσίας» να συγκλίνουν πολύ γρήγορα στη διατύπωση δύο κυρίως αιτημάτων:

 – Αποκατάσταση της αγοραστικής δύναμης των λαϊκών στρωμάτων
– Σε βάθος εκδημοκρατισμός και λαϊκός έλεγχος του πολιτικού συστήματος.

Η Γαλλία παραμένει βυθισμένη, προς το παρόν, σε ένα είδος «διπλής νομιμότητας» τόνισε.  Όλοι οι θεσμοί με τον Πρόεδρο, η πλειοψηφία του Λαού υπέρ των Γιλέκων και μια ισχυρή μειοψηφία του πάντα στους δρόμους.

Ένα καινούριο «γαλλικό πείραμα», προς το παρόν άγνωστης κατάληξης, με σημασία όμως που εκτείνεται σε όλη την Ευρώπη, πραγματοποιείται στις γαλλικές επαρχίες αυτή τη φορά όπου, σε αντίθεση με ότι συνέβαινε σε όλη τη γαλλική ιστορία, είναι σήμερα το επίκεντρο της εξέγερσης.


Αναφερόμενος στις εξελίξεις επί της Κυπριακής ΑΟΖ, ο Δημήτρης Κωνσταντακόπουλος, σημείωσε ότι δυστυχώς η Κυπριακή και η Ελληνική πολιτική ηγεσία, εμφανίζονται έτοιμές για μια λύση τύπου Ανάν με μετατροπή της Κύπρου σε ένα προτεκτοράτο, μεγάλων ενεργειακών και γεωπολιτικών παικτών, που για την ώρα δεν προχωρά, εξαιτίας των απαράδεκτων μεν βλέψεων της Τουρκίας στη περιοχή, που όμως εξ αντανακλάσεως , «σώζουν» για την ώρα την οντότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας.