ΗΠΑ vs. Βενεζουέλα το Δόγμα Μονρόε και ο ανταγωνισμός με Ρωσία – Κίνα που εμπλέκει την ελληνική ασφάλεια.


Η κατάσταση στη Βενεζουέλα βαδίζει προς συνολική εκτροπή. Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν ακολουθήσει μια στρατηγική διαρκούς κλιμάκωσης της πίεσης προς το καθεστώς του Νίκολας Μαδούρο, με καταφανή στόχο την ανατροπή του. Η εποχή που η Ουάσιγκτον ενδεχομένως θα εξέταζε τον «συνετισμό» του καθεστώτος που διαδέχθηκε τον Ούγκο Τσάβες, αυτό του «πρωτοπαλίκαρου» – οδηγού λεωφορείου – Νίκολας Μαδούρο και τον «αναπροσανατολισμό» της εξωτερικής πολιτικής της χώρας ανήκει οριστικά στο παρελθόν.

Η εμμονή του καθεστώτος στον «ακραίο Τσαβισμό» σε συνδυασμό με την παρουσία του συγκεκριμένου ενοίκου στον Λευκό Οίκο, δηλαδή του Ντόναλντ Τραμπ, έχουν καταστήσει κάθε περιθώριο συμβιβασμού απλά αδύνατο. Όλα δείχνουν ότι βαδίζουμε ολοταχώς προς την «οριστική λύση» και τα περιθώρια να συνδράμουν τον Μαδούρο οι διεθνείς του «προστάτες», Ρωσία και Κίνα, είναι εξαιρετικά περιορισμένα, έως μηδαμινά.

Η σκέψη του επιτελείου εθνικής ασφαλείας του Λευκού Οίκου με επικεφαλής τον Σύμβουλο Εθνικής Ασφαλείας Τζον Μπόλτον, δείχνει στραμμένη στη μερική τουλάχιστον αποκατάσταση του «Δόγματος Μονρόε», σε μια επικαιροποιημένη έκδοσή του ασφαλώς, στα δεδομένα της παγκοσμιοποίησης.

Το «Δόγμα Μονρόε» αφορούσε την εναντίωση της κυβέρνησης των Ηνωμένων Πολιτειών στην ευρωπαϊκή αποικιοκρατία στην αμερικανική ήπειρο και διατυπώθηκε στις 2 Δεκεμβρίου του 1823 στην έβδομη ομιλία Αμερικανού προέδρου για την «Κατάσταση του Έθνους (State of the Union), αν και ως όρος επικράτησε από το 1850.

Στην ουσία «απαγόρευε» και υπό τη μορφή της απειλής ανάληψης στρατιωτικής δράσης, την απόπειρα περαιτέρω εποικισμού χωρών της Λατινικής Αμερικής. Διατυπωνόταν επίσης η έμμεση δέσμευση ότι οι υπάρχουσες αποικίες δεν θα επηρεαστούν, μόνο που όλες οι ισπανικές και πορτογαλικές αποικίες είτε είχαν επιτύχει αν αποτινάξουν τον αποικιακό ζυγό, είτε η προσπάθειά τους βρισκόταν στην τελική φάση…

Τελευταίος πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών που επικαλέστηκε το «Δόγμα Μονρόε» ήταν ο Ρόναλντ Ρέιγκαν, επί Ψυχρού Πολέμου. Κατά συνέπεια, μόνο τυχαίο δεν είναι ότι μια κυβέρνηση που δεν κρύβει τον θαυμασμό της για την περίοδο Ρέιγκαν, στην οποία πιστώνουν τη «νίκη» στον Ψυχρό Πόλεμο, επιλέγει να επιχειρήσει την εκ νέου διατύπωση του Δόγματος Μονρόε.

Αποικιοκρατία μπορεί να μην υπάρχει, υπάρχουν όμως πλανητικοί ανταγωνιστές για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η Ρωσία και η Κίνα, αμφότερες επιχειρούν να δημιουργήσουν προσβάσεις στην αμερικανική ήπειρο, πέραν της γνωστής σχέσης με την Κούβα.

Στη Βενεζουέλα το ενδιαφέρον για τον τομέα του ορυκτού πλούτου, πέραν του πετρελαϊκού, συγκάλυπταν και την επιθυμία να περάσουν το μήνυμα στην Ουάσιγκτον ότι οι εποχές έχουν αλλάξει και ότι μπορούν να αμφισβητήσουν την πρωτοκαθεδρία τους ακόμα και στην «αυλή» τους.

Χρησιμοποιώντας άλλο ένα παράδειγμα, Ρωσία και Κίνα επιχείρησαν να προμηθεύσουν με μαχητικά και άλλα οπλικά συστήματα την Αργεντινή στο πλαίσιο μιας συνολικότερης ανάπτυξης των διμερών σχέσεων. Ας μην ξεχνάμε, ότι ειδικά στη συγκεκριμένη χώρα, κάθε προσθήκη στο οπλοστάσιο της χώρας αλλάζει τους υπολογισμούς και στο θέμα της διένεξης με τη Βρετανία για τις νήσους Φόκλαντ (Μαλβίνες νήσοι, σύμφωνα με τους Αργεντινούς).

Σε όλα αυτά λοιπόν, μαζί με το αυταπόδεικτο εμπορικό συμφέρον, στόχος είναι η συντήρηση της πεποίθησης ότι το Δόγμα Μονρόε έχει πάψει να ισχύει. Όταν όμως βρέθηκαν τα «κατάλληλα γεράκια» σε θέσεις ευθύνης, έθεσαν ως προτεραιότητα να αντιμετωπίσουν δραστικά τις απόπειρες δραστηριοποίησης Μόσχας και Πεκίνου στην αμερικανική ήπειρο, επιχειρώντας να θέσουν νέα όρια στη συμπεριφορά τους.

Η στρατηγική αυτή, εάν αποδειχθεί επιτυχής στην περίπτωση της Βενεζουέλας, θα πρέπει να θεωρηθεί βέβαιο ότι θα επαναληφθεί και στην περίπτωση της Κούβας. Αχρείαστο; Πιθανότατα θα μπορούσε να εκτιμήσει οποιοσδήποτε αναλυτής εξωτερικής πολιτικής.

Η αποκατάσταση των σχέσεων είχε ξεκινήσει με αργά αλλά σταθερά βήματα την εποχή της προεδρίας Ομπάμα. Δεν αποτελεί μυστικό, ότι όποιος και να είναι στην εξουσία στην Κούβα, όταν η οικογένεια Κάστρο θα έχει φύγει «από το κάδρο», ο δρόμος ολικής επαναφοράς της Κούβας στην «κανονικότητα» θα είναι ορθάνοιχτος.

Η συγκεκριμένη όμως ομάδα του Λευκού Οίκου, γνωρίζει και αντιλαμβάνεται τραυματικά, το ότι η Ιστορία θα καταγράψει ότι η επανάσταση του Φιντέλ Κάστρο «νίκησε» τους Αμερικανούς και επιβίωσε τουλάχιστον μέχρι τον θάνατο και του Φιντέλ και του αδερφού του Ραούλ.

Ο Τζον Μπόλτον πιθανότατα θέλει να κάνει ακριβώς αυτό. Ξεκινώντας από τη Βενεζουέλα, θέλει να επιτύχει «πολιτική αλλαγή» και στην Κούβα προτού φύγει από τη ζωή ο Ραούλ Κάστρο, παρότι έχει παραδώσει την εξουσία σε πρόσωπο πιστό στις «αρχές της επανάστασης», έστω και με τις αναθεωρήσεις που επιβάλει η εποχή…

Ο Μπόλτον είναι ένα γνήσιο «γεράκι» της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, ένα πρόσωπο με γνωστό τρόπο σκέψης εδώ και πολλά χρόνια, έχοντας υπηρετήσει ως πρεσβευτής των ΗΠΑ στον ΟΗΕ από τον Αύγουστο του 2005 ως τον Δεκέμβριο του 2006 επί προεδρίας Τζορτζ Μπους τζούνιορ.

Ένα πρόσωπο που είχε ταχθεί εξ αρχής υπέρ της στρατιωτικής λύσης και του στόχου της καθεστωτικής αλλαγής στη Συρία, το Ιράκ, το Ιράν και τη Βόρεια Κορέα! Κατά συνέπεια και μόνο η είδηση της κατάληψης της θέσης του Συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας θα έπρεπε να κινητοποιήσει το «σύστημα Μαδούρο» στη Βενεζουέλα.

Δεν το έκανε, υπερεκτιμώντας προφανώς τις δυνατότητες «αντίστασης», ή ενδεχομένως θεωρώντας ότι μια τέτοια περιπέτεια θα έστρεφε τα πυρά της κοινωνίας της χώρας στις ΗΠΑ που είναι – όχι απαραιτήτως αδικαιολόγητα – εύκολος όσο και προσφιλής στόχος. Αυτό θα αποφόρτιζε την εσωτερική πίεση στο καθεστώς για την τραγική «οικονομική συνταγή» που έχει οδηγήσει τη χώρα στο χάος. Οι πιθανότητες να ξεφύγει το καθεστώς από μια προκαθορισμένη μοίρα είναι πλέον ελάχιστες.

Η έναρξη της «τελικής επίθεσης» των Αμερικανών σηματοδοτήθηκε από τις πετρελαϊκές κυρώσεις. Όπως έχει γράψει στο παρελθόν το DP, η πολύ κακή ποιότητα του πετρελαίου της χώρας, περιορίζει τις επιλογές για τη διύλιση και τη μετατροπή του σε εμπορεύσιμο προϊόν.

Ουσιαστικά, η μόνη βιώσιμη επιλογή αφορά ένα διυλιστήριο που παρότι έχει στην ιδιοκτησία της η κρατική εταιρία πετρελαίου της Βενεζουέλας PDVSA (Petróleos de Venezuela, S.A.), βρίσκεται στο έδαφος των Ηνωμένων Πολιτειών και αποτέλεσε τον στόχο του τελευταίου γύρου κυρώσεων…

Πλέον, μετά την κινητοποίηση του προέδρου της Βουλής Χουάν Γκουαϊδό, ήρθε πριν λίγες ώρες και ο πτέραρχος της Βενεζουέλας που σε μήνυμά του κάλεσε το στράτευμα σε «στάση», εμμέσως όμως πλην σαφώς, το μήνυμα ήταν για την αποκαθήλωση του καθεστώτος Μαδούρο.

«Οι ΗΠΑ καλούν όλα τα μέλη των ενόπλων δυνάμεων να ακολουθήσουν το παράδειγμα του πτέραρχου Γιάνες και να προστατεύσουν τους ειρηνικούς διαδηλωτές, που υποστηρίζουν τη δημοκρατία», είχε αναφέρει στο Twitter ο Τζον Μπόλτον, με όλα τα κομμάτια του παζλ να «δένουν» σε μια συνολική εικόνα, αποκλείοντας το ενδεχόμενο να πρόκειται για μεμονωμένες – αποσπασματικές ενέργειες.

Η ΦΥΣΙΚΗ ΑΝΤΙΔΡΑΣΗ ΕΜΠΡΑΚΤΗΣ ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΗΣ ΕΝΟΣ ΔΟΓΜΑΤΟΣ

Όταν διατυπώνεται ένα δόγμα, όχι μόνο στο επίπεδο των «μεγάλων» του διεθνούς συστήματος (ΗΠΑ, Ρωσία, Κίνα) αλλά και σε περιφερειακό – τοπικό (ισχύει και στα ελληνοτουρκικά), ο αντίπαλος που είναι στόχος της πρωτοβουλίας, είναι φυσικό να επιχειρεί να βρει τρόπους να το αμφισβητήσει και να το ακυρώσει στην πράξη.

Αυτό έκαναν η Ρωσία και η Κίνα στη Λατινική Αμερική με επιτυχία. Η πίεση όμως αυτή είναι που οδήγησε στη συγκεκριμένη συγκυρία που υπάρχουν πρόσωπα με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, ιδεολογικά και όχι μόνο, στην προσπάθεια αντιστροφής της κατάστασης.

Ποιο είναι το περιθώριο της Ρωσίας και της Κίνας να αντιδράσει; Μικρό στην περιοχή, όχι όμως και στον υπόλοιπο κόσμο. Από τη στιγμή που υπάρχει πλανητικός ανταγωνισμός, το πεδίο είναι απεριόριστο. Ό,τι κάνουν οι ΗΠΑ στην άμεση «γειτονιά» τους, προσπαθούν να κάνουν και οι ανταγωνιστές τους στις δικές τους περιφέρειες.

Για παράδειγμα, το ρωσικό «εγγύς εξωτερικό» (near abroad) και η νότια Σινική θάλασσα. Στην πρώτη περίπτωση, οι Ηνωμένες Πολιτείες διά του ΝΑΤΟ έχει προωθηθεί στα ρωσικά σύνορα κλιμακώνοντας την αντιπαράθεση. Στη νότια Σινική, η Κίνα προσπαθεί να εφαρμόσει το δικό της «Δόγμα Μονρόε» επιδιώκοντας σταδιακά και διά της αύξησης της στρατιωτικής της ισχύος την απαγόρευση πρόσβασης των ΗΠΑ στην περιοχή.

Αυτό λίγο ως πολύ ισχύει για όλες τις περιφέρειες του πλανήτη όπου συγκρούονται τα συμφέροντα των τριών πρωταγωνιστών του διεθνούς συστήματος. Αυτή είναι και η πραγματικότητα της Νοτιοανατολικής Ευρώπης.

Η Ρωσία αντιστέκεται στον εξοβελισμό της από την περιοχή που προεκτείνεται προς τη μεσανατολική «ενδοχώρα» και ξεκινάει ακόμα και από τα Βαλκάνια. Η πρόσβαση στα θερμά ύδατα της Μεσογείου έπρεπε πάντα να ελέγχεται από δυνάμεις ενταγμένες στο «μπλοκ» της Δύσης.

Η ειδική περίπτωση του Ερντογάν έχει ανατρέψει υπολογισμούς δεκαετιών και η γραφειοκρατία της Ουάσιγκτον αντιστέκεται στο να αναγνωρίσει τη νέα πραγματικότητα, επιλέγοντας να υιοθετήσει στρατηγική υπομονής όσο χρειαστεί, ευελπιστώντας στη φυσική απομάκρυνση του Ερντογάν από το «κάδρο».

Ακόμα κι αυτό να συμβεί, τίποτα δεν εγγυάται την επιστροφή σε όσα γνωρίσαμε μεταπολεμικά, με την ταυτόχρονη ένταξη Ελλάδας και Τουρκίας στο ΝΑΤΟ, το 1952. Τα τουρκικά χαρακτηριστικά υποχρεώνουν όποιους δεν πάσχουν από στρατηγική τύφλωση να δουν ότι το χάσμα ανάμεσα στους «ισλαμιστικής προδιάθεσης» πολίτες και τους «κοσμικούς» (έως άθεους) διευρύνεται.

Η πορεία της Τουρκίας δεν θα είναι ομαλή, ενώ το τέλος της περιπέτειας μπορεί και να μην είναι ευχάριστο. Ωστόσο, παραμένει σημαντικό γεωπολιτικό μέγεθος σε περιφερειακό επίπεδο, με αποτέλεσμα η Ρωσία να την αξιοποιεί στο πλαίσιο του ανταγωνισμού της με τις ΗΠΑ.

Στην ίδια περιοχή η Κίνα έχει πατήσει γερά σε ελληνικό έδαφος ως πύλη εισόδου στην ευρωπαϊκή «ενδοχώρα». Δεν είναι σαφές εάν οι ΗΠΑ απλώς καθυστέρησαν να αντιδράσουν ή έχουν στη στρατηγική τους κάποια όρια κινεζικής εμπλοκής τα οποία θα ήταν υπό προϋποθέσεις διατεθειμένες να το αποδεχθούν.

Εάν κάτι πρέπει να μείνει ως κεντρικό συμπέρασμα εξ όσων «διδάσκουν» οι εξελίξεις στο μέτωπο της Βενεζουέλας, είναι ότι όσο το πεδίο αντιπαράθεσης απομακρύνεται από την αμερικανική ήπειρο, τόσο το τακτικό πλεονέκτημα της Ουάσιγκτον μειώνεται και το κόστος εμπλοκής, σε συνδυασμό με το ρίσκο που αναλαμβάνεται, αυξάνεται.

Αυτή η πραγματικότητα έχει προφανείς επιπλοκές για την ελληνική εθνική ασφάλεια. Η χώρα καλείται να κινηθεί με μεγάλη προσοχή, καθώς οι αντίρροπες δυνάμεις που δρουν στην περιοχή μπορούν να προκαλέσουν αναφλέξεις.

Η κατάσταση αυτή, συνιστά ταυτόχρονα θανάσιμο κίνδυνο και ευκαιρία για την Ελλάδα. Τα όρια ανοχής του ενός και του άλλου δεν είναι ευκρινή και υπάρχει κίνδυνος τόσο υποτίμησης όσο και υπερεκτίμησης της δυνατότητας της χώρας να επιτύχει του στόχους της.

Το στρατηγικό περιβάλλον θυμίζει κινούμενη άμμο. Σε τέτοιες συνθήκες μόνο η σοβαρή οργάνωση και η όσο το δυνατόν πληρέστερη κατανόηση αυτού του περιβάλλοντος μπορεί να εξασφαλίσει την επιβίωση. Μαζί με την ελαχιστοποίηση της προσωπικής ιδιοτέλειας, πολιτικής ή άλλης.

ΜΙΧΑΗΛ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

  3/2/2019