Άνθρωπος, ζώο και μηχανή. Νέες εκδοχές μιας παλιάς σχέσης.
Οι ραγδαίες τεχνολογικές εξελίξεις θέτουν ξανά με έναν νέο τρόπο ένα παλιό ερώτημα για τη σχέση του ανθρώπου με το ζώο και τη μηχανή, κάνοντας περισσότερο επίκαιρη από ποτέ μια ανανέωση του ορισμού για το τι είναι το ιδιαζόντως ανθρώπινον.
Ως παρόμοιες εξελίξεις θα αναφέραμε αφενός τη «βιομηχανική κτηνοτροφία», που μας οδηγεί σε μία νέα σχέση ανθρώπου και ζώου, και, αφετέρου, την εξέλιξη της τεχνητής νοημοσύνης, που θέτει νέα δεδομένα στη σχέση ανθρώπου και μηχανής.
Αλληλεγγύη με τα ζώα αντί για αφ’ υψηλού φιλοζωία
Ως προς την πρώτη, οι νέες δυνατότητες να εμβολιάζονται τα ζώα και έτσι να αντιμετωπίζονται επικίνδυνες επιδημίες, αλλά και η χρήση παρασιτοκτόνων και ορμονών έχει καταστήσει πλέον δυνατό τον συνωστισμό τεράστιων αριθμών ζώων σε συνθήκες εκμετάλλευσής τους με μηχανική λήψη τροφής κ.ο.κ. Αυτό που ονομάζουμε «βιομηχανική κτηνοτροφία» (intensive animal farming/ industrial farming / factory farming) σημαίνει ότι οδηγούμε τα ζώα σε μια κατάσταση που χάνουν τη «ζωικότητά» τους και μετατρέπονται σε ένα είδος μηχανών ή ρομπότ, στην υπηρεσία του ανθρώπου, όπως άλλωστε ήταν και το ιδεώδες του Ρενέ Ντεκάρτ στις απαρχές της νεωτερικότητας. Ενώ τα είδη άγριων ζώων εξαφανίζονται ραγδαία, όσα είδη είναι εξημερωμένα από τον άνθρωπο και υπηρετούν τις διατροφικές και άλλες ανάγκες του, εντάσσονται σε ένα σύστημα βιομηχανικού τύπου εκμετάλλευσης, μέσα στο οποίο τα ζώα δεν μπορούν να εκφράσουν τα ιδιαίτερα συναισθήματα, τάσεις και ροπές που έχουν, αλλά μετατρέπονται σε ένα είδος εξαρτήματος των μηχανών. Αν και μπορούμε να ομολογήσουμε ότι η βιομηχανική κτηνοτροφία έχει συντελέσει στη δραστική μείωση της ανθρώπινης πείνας, είναι σημαντικό ότι συντελείται ένα είδος «αποζωοποίησης» των ζώων, που μας θυμίζει την «απανθρωποποίηση» των ανθρώπων που έχει θεματοποιηθεί ως «αλλοτρίωση» μετά τη Βιομηχανική Επανάσταση. Πλέον δεν αναγνωρίζεται πρακτικά καμία εγγενής αξία στον «συναισθηματικό κόσμο» των ζώων, στις ανάγκες τους να πραγματώσουν τη φύση τους μέσα από την ελεύθερη κίνηση ή και το παιχνίδι, τις «οικογενειακές» τους σχέσεις. Σύμφωνα με μια διεστραμμένη «ανθρωπική αρχή», τα ζώα υπάρχουν μόνο ως πρώτες ύλες για τον άνθρωπο και ο βίος τους ρυθμίζεται από τη χρήση μηχανών και χημείας που μειώνουν στο απολύτως ελάχιστο τη δυνατότητά τους να κινηθούν ελεύθερα, να σχετιστούν με άλλα ζώα και να εκφραστούν.
Είναι, βεβαίως, σημαντικό να επισημάνουμε ότι συχνότατα η ζωή του πνεύματος βαίνει διαλεκτικά προς τις τεχνολογικές εξελίξεις και την οργάνωση του οικονομικού ή και του κοινωνικοπολιτικού βίου. Σήμερα, σε μια εποχή όπου η τεχνολογία πραγματώνει περισσότερο από ποτέ το όραμα του Καρτεσίου ότι το ζώο είναι στην ουσία μια μηχανή, η πνευματική ζωή στρέφεται όλως αντιστρόφως στο κίνημα του αντιειδισμού (anti-speciesism). Το τελευταίο καταγγέλλει την αντίληψη ότι ο άνθρωπος είναι ένα προνομιακό είδος ως μια μορφή ρατσισμού του είδους. Όπως, δηλαδή, «ρατσισμός» είναι η πίστη σε μια ανώτερη ράτσα ή «σεξισμός» σε ένα ανώτερο φύλο, «ειδισμός» ή «σπισισμός» (κατά απλογραφία) ονομάζεται η θεώρηση ότι υπάρχει ένα ανώτερο βιολογικό είδος που δικαιούται να κυριαρχεί στα υπόλοιπα. Το κίνημα του αντιειδισμού ή αντισπισισμού δίνει έμφαση στο γεγονός ότι πολλά ζώα έχουν συναισθήματα, ένα είδος «ψυχικού κόσμου», αισθάνονται ηδονή και οδύνη, έχουν μορφές ευφυίας, οπότε θεωρείται ότι χρειάζεται επανεξέταση το ριζικό χάσμα που θεωρούμε ότι υπάρχει ανάμεσα σε αυτά και τον άνθρωπο. Ο αντιειδισμός έχει και μια ηθική δυναμική ότι δεν δικαιολογείται να θεωρούμε ότι σκοπός της ζωής των ζώων είναι η αποκλειστική εξυπηρέτηση των ανθρωπίνων αναγκών, αλλά οφείλουμε να παρατηρούμε σκοπιμότητες που είναι εγγενείς στην ίδια τη ζωή των ζώων ανεξάρτητα από εμάς. Συχνά ο αντιειδισμός συνδέεται με την ηθική προτροπή της χορτοφαγίας (veganism) ως ένα μέσο περιορισμού της βιομηχανικής κτηνοτροφίας.
Αυτό που έχει ενδιαφέρον είναι ότι το κίνημα του αντιειδισμού και της χορτοφαγίας είναι όχι μόνο μια διαλεκτική αντίδραση στην εγκληματική υπερβολή της βιομηχανικής κτηνοτροφίας, η οποία «αποζωοποιεί» τα ζώα, αλλά και ένα είδος «αλληλεγγύης» μεταξύ ανθρώπων και ζώων, καθώς οι άνθρωποι συναισθάνονται ότι μπορεί να έχουν και οι ίδιοι μια παρόμοια μοίρα με τα ζώα, λόγω της εξέλιξης της τεχνολογίας1 (αν δεν την έχουν ήδη). Αυτό που εννοούμε είναι το εξής: Παλαιότερα, λ.χ. στην αρχαιότητα και τον Μεσαίωνα, αυτό που θεωρείτο ως το ιδιαζόντως ανθρώπινον ήταν ιδιότητες, όπως ο νους, ο λόγος, το αυτεξούσιο κ.τ.ό., επειδή στο πλαίσιο μιας αγροτικής κοινωνίας ο άνθρωπος θεωρείτο ως η κορωνίδα της δημιουργίας που άρχει του ζωικού, φυτικού και υλικού κόσμου. «Πάνω» από τον άνθρωπο ίστατο ο ασώματος κόσμος των αγγέλων και ο Θεός, αλλά εντός του υλικού κόσμου ο άνθρωπος θεωρείτο ως ο αδιαφιλονίκητος «άρχων» ή, πιο ταπεινοφρόνως, ως ο «οικονόμος» της πλάσεως. Πλέον, όμως, με την ανάπτυξη της τεχνολογίας, των μηχανών και σταδιακά της τεχνητής νοημοσύνης, ο άνθρωπος χάνει την πρωτοκαθεδρία του ακόμη (και κατ’ εξοχήν, εφόσον πλέον η σχέση ανθρώπων και αγγέλων έχει περιθωριοποιηθεί στο βίωμα του σύγχρονου ανθρώπου) και εντός του υλικού κόσμου. Σήμερα τείνουμε να θεωρούμε ως ιδιαζόντως ανθρώπινο περισσότερο αυτό που λέμε «ανθρωπιά», το οποίο περιλαμβάνει και ένα είδος «δικαιώματος» στο λάθος, ή, έστω, μια «φιλάνθρωπη» ματιά στο λάθος, το οποίο μας διαχωρίζει από την τεχνητή νοημοσύνη. Η «ανθρωπιά» μπορεί να περιλαμβάνει, επίσης, την ευαισθησία, τη βιωματικότητα, τη σωματική επισφάλεια κ.ά. Είναι ενδιαφέρουσα η αλλαγή προοπτικής. Ενώ στις αγροτικές κοινωνίες, το ιδιαζόντως ανθρώπινο εντοπιζόταν στον νου, τον λόγο και το αυτεξούσιο, για να διαφοροποιηθεί ο άνθρωπος «προς τα κάτω» από τα ζώα, σήμερα, στις κοινωνίες της ψηφιακής τεχνολογίας, το ιδιαζόντως ανθρώπινο τίθεται περισσότερο στη λεγόμενη «ανθρωπιά» και σε μορφές συνειδητότητας που περιλαμβάνουν την ενσώματη εμπειρία, ώστε να διαφοροποιηθούμε «προς τα πάνω», ως προς την τεχνητή νοημοσύνη. Αυτό, όμως, έχει ως συνέπεια ένα «πλησίασμα» του ανθρώπου με τα ζώα. Παραδόξως, η «ανθρωπιά» του ανθρώπου, με στοιχεία, όπως το «δικαίωμα» στο λάθος, η ευαισθησία, ο συνδυασμός συνειδητότητας και σωματικής επισφάλειας κ.ο.κ. μοιάζει αρκετά με τη «ζωικότητα» των ζώων. Εξάλλου, και τα δύο απειλούνται θανάσιμα, η μεν ζωικότητα από τη βιομηχανική κτηνοτροφία, η δε «ανθρωπιά» από κατανοήσεις του ανθρώπου ως μηχανικού εξαρτήματος σε έναν ψηφιακό κόσμο, όπου οι ανώτερες λειτουργίες θα εκτελούνται από εν πολλοίς αυτονομημένες μηχανές και αλγορίθμους. Ο αντιειδισμός ή αντισπισισμός δεν είναι, λοιπόν, απλώς ένα κίνημα άνωθεν φιλοζωίας, αλλά μία στάση κάτωθεν αλληλεγγύης για την από κοινού «απανθρωποποίηση» των ανθρώπων και «αποζωοποίηση» των ζώων λόγω της αυτονόμησης των προϊόντων της ανθρώπινης τεχνικής.
Συνείδηση εναντίον νοημοσύνης
Το δίλημμα που φέρνει ο νέος ψηφιακός κόσμος είναι αυτό ανάμεσα στη συνείδηση και τη νοημοσύνη. Ως προς τη δεύτερη, η τεχνητή νοημοσύνη μπορεί να είναι πολύ πιο προηγμένη και αποτελεσματική από την ανθρώπινη. Αυτό που δεν έχει επιτευχθεί ακόμη είναι η μετάβαση από τη νοημοσύνη, την ευφυία (intelligence) στη συνείδηση (consciousness) με τρόπο που να μπορεί να συγκριθεί με την ανθρώπινη συνειδητότητα. Η συνείδηση περιλαμβάνει και την εμπειρία του σώματος, τη συγκεκριμένη δεκτικότητα, τη διάδραση με το περιβάλλον, αλλά με έναν τρόπο που υπάρχει ένας ορισμένος εντοπισμός μιας υποκειμενικότητας και όχι απλώς μια συλλογή αφηρημένων πληροφοριών και ιδιοτήτων. Η τεχνητή νοημοσύνη μπορεί να χειρίζεται έναν ασύγκριτα μεγαλύτερο όγκο πληροφοριών για ιδιότητες, όμως δεν μπορεί ακόμη να εντοπίζεται σε ένα συγκεκριμένο κέντρο που υποστασιάζει μια πληθώρα δεξιώσεων του περιβάλλοντος και αντιδράσεων σε αυτό, συνδεόμενο μάλιστα με μια ειδική προσωπική ταυτότητα. Η ανθρωπινότητα ως διακρινόμενη από την τεχνητή νοημοσύνη φαίνεται ότι συνδέεται με ένα παρόμοιο υποστατικό κέντρο δεξιώσεως συνειδησιακών γεγονότων και, αντιστρόφως, παρεμβάσεων στο περιβάλλον που φέρουν τη σφραγίδα του υποκειμένου, πάντα διαμεσολαβημένα από τη σωματικότητα και την ανοικτότητά της στο πάθος και το λάθος. Η απανθρωποποίηση λαμβάνει τη μορφή της απόλυτης αναγωγής της συνείδησης με τη σωματικότητα, που αυτή περιλαμβάνει, στη νοημοσύνη, ήτοι στη δυνατότητα χειρισμού αφηρημένων πληροφοριών για ιδιότητες. Στο σύγχρονο Διαδίκτυο, ο άνθρωπος εθίζεται ακριβώς στο να είναι αναγώγιμος σε σύνολα ιδιοτήτων, τα οποία οι αλγόριθμοι ψηφιακών εφαρμογών μπορεί να τα γνωρίζουν καλύτερα και από τον ίδιο. Αυτό, όμως, συνιστά μια υπαγωγή της συνειδητότητας και σωματικότητας στη νοημοσύνη και εντέλει μια απώλεια της πρωτοκαθεδρίας του ανθρώπινου υποκειμένου έναντι της τεχνητής νοημοσύνης της ψηφιακής τεχνολογίας. Όταν τα ανθρώπινα υποκείμενα σήμερα ανάγονται σε ψηφιακά προφίλ που αποτελούν σύνολα ιδιοτήτων, τα οποία έχουν διάδραση με άλλα προφίλ, που αποτελούν άλλα σύνολα ιδιοτήτων, τότε χάνεται η προνομιακότητα της συνείδησης και της συγκεκριμένης σωματικότητας με την οποία αυτή συνδέεται, και πρυτανεύει ο χειρισμός αφηρημένων πληροφοριών στις οποίες η τεχνητή νοημοσύνη μπορεί να είναι καλύτερη από την ανθρώπινη.
Η προτεραιότητα της νοημοσύνης έναντι της συνείδησης και της σωματικότητας οδηγεί σε μία ιδιαίτερη ανθρωπολογία όπου οι ίδιοι οι άνθρωποι αξιολογούνται ως επεξεργαστές πληροφοριών. Σύμφωνα με μια παρόμοια θεώρηση τα πάντα είναι αλγόριθμοι: ακόμη και τα συναισθήματα, τα βιώματα ή οι σκέψεις μπορούν να αναχθούν σε αλγόριθμους, με τους οποίους ο άνθρωπος προσπάθησε να επιβιώσει στο περιβάλλον του και να πετύχει τις σκοπιμότητές του. Οπότε η βαθύτερη οντολογία είναι τρόπον τινά οι αλγόριθμοι, ενώ τα συναισθήματα, τα βιώματα και οι συγκεκριμένες σωματικές διαδράσεις είναι το επιφαινόμενο ή το εποικοδόμημα. Στη θεώρηση αυτή συμπράττουν θαυμαστά αφενός η σύγχρονη απογείωση της Πληροφορικής και αφετέρου ένας ορισμένος βιολογιστικός αναγωγισμός σε ορισμένες συνήθως εξελικτικιστικές θεωρίες, οι οποίες προσπαθούν να μας πείσουν ότι ακόμη και στο βιολογικό επίπεδο ο άνθρωπος λειτουργούσε ήδη ως ένα σύστημα διαχείρισης αλγορίθμων και πληροφοριών. Με αυτόν τον τρόπο, μέσω ενός παρόμοιου βιολογιστικού αναγωγισμού είναι ο ίδιος ο άνθρωπος που κατασκευάζεται «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν» της ψηφιακής τεχνολογίας που έχει ο ίδιος παραγάγει. Προϊόντα της ανθρώπινης δημιουργικότητας όπως η πληροφορική ως ικανότητα διαχείρισης αλγορίθμων υψώνονται σε ένα είδος τελεολογίας που κρίνει εκ των υστέρων τον άνθρωπο ως ένα ατελές σύστημα σε σχέση με τις δυνατότητες των κατασκευασμάτων του. Ζούμε σήμερα έναν εκχυδαϊσμένο «νιτσεϊσμό» της Πληροφορικής. Ο «άνθρωπος» θεωρείται ως ένα παρωχημένο ον που οφείλει να κάνει την αυθυπέρβασή του στην κατεύθυνση ενός «Υπερανθρώπου» που στην ουσία είναι η μονομερής πρόταξη ορισμένων χαρακτηριστικών της ανθρώπινης διάνοιας, όπως η διαχείριση πληροφοριών και αλγορίθμων. Ό,τι περισσεύει από τον βιολογικό αναγωγισμό πετιέται ως άχρηστο και η Πληροφορική αναδεικνύεται σε τελεολογία της Βιολογίας. To ενδιαφέρον είναι ότι σε αυτή την τελεολογία ο άνθρωπος θα αυθυπερβαθεί και θα αντικατασταθεί από κάτι μετα-ανθρώπινο.
Διαδίκτυο των Πραγμάτων και των Σωμάτων
Ένα παράδειγμα αυτού του μετα-ανθρωπισμού είναι το λεγόμενο «Διαδίκτυο των Πραγμάτων» (Internet of Things), το οποίο σημαίνει ότι θα είναι συνδεδεμένα στο Διαδίκτυο όχι μόνο άνθρωποι με τους υπολογιστές τους, αλλά πράγματα, κυρίως συσκευές με αισθητήρες, όπως αυτοκίνητα, οικιακές συσκευές, λ.χ. ψυγεία, συστήματα ασφαλείας με κάμερες, κλιματιστικά κ.ο.κ. και θα ανταλλάσσουν πληροφορίες μεταξύ τους. Το Διαδίκτυο των Πραγμάτων μπορεί να επεκταθεί και σε σώματα ανθρώπων και ζώων με εγκατάσταση μικροσυσκευών και αισθητήρων εντός των ίδιων των σωμάτων. Το Διαδίκτυο των Πραγμάτων ομοιάζει ειρωνικά με μια μεταμοντέρνα εκδοχή ανιμισμού. Μόνο που πλέον δεν είναι ότι «τα πάντα έχουν ψυχή», όπως στις αρχαίες παγανιστικές εκδοχές του ανιμισμού, αλλά ότι τα πάντα ανταλλάσσουν πληροφορίες μέσα σε μία συνεχή ροή. Αυτό τρόπον τινά θα σημάνει την απόλυτη υποταγή της συνειδητότητας και σωματικότητας στη νοημοσύνη και την πληροφορία, καθώς τα ίδια τα σώματα και τα πράγματα θα έχουν νόημα μόνο στον βαθμό που θα ανταλλάσσουν αφηρημένα κομμάτια πληροφορίας. Η συνειδητότητα και η σωματικότητα θα είναι κάτι σαν ένα περιττό παρακολούθημα μιας αυτονομημένης ροής πληροφοριών που θα έχει καταστεί αυτοσκοπός. Για να φέρουμε ένα παράδειγμα από τη χριστιανική ζωή, θα είναι σαν ένα μηχάνημα να εκτελεί το κομποσχοίνι ως αυτοσκοπό, ενώ το αν η ανθρώπινη συνείδηση και σωματικότητα θα μετέχει στη νοερά προσευχή ή όχι θα είναι ένα δευτερεύον συμβεβηκός. Έτσι λ.χ. η διάδραση της συνείδησης και του σώματός μου με το περιβάλλον θα είναι το συγκριτικά άχρηστο, ενώ οι πληροφορίες που θα ανταλλάσσουν οι αισθητήρες εντός του σώματός μου με το Διαδίκτυο, θα είναι το μείζον. Σε έναν παρόμοιο κόσμο οι ανθρώπινες συνειδήσεις και σώματα θα είναι απλώς οι φορείς ανταλλαγής πληροφοριών που θα είναι αυτοσκοπός, με τρόπο παρόμοιο που σε έναν βιολογικό αναγωγισμό, τα ανθρώπινα σώματα είναι απλώς φορείς των πληροφοριών των «εγωιστικών» γονιδίων, η μετάδοση των οποίων αποτελεί τον αυτοσκοπό της ζωής.
Μια άλλη συνιστώσα αυτού του φαινομένου θα είναι ότι ορισμένοι επίλεκτοι υπεράνθρωποι με τεχνικά αυξημένες δυνατότητες ευφυίας θα είναι σε προνομιακή σχέση με τις πληροφορίες που θα ανταλλάσσονται, αναβιώνοντας σε μια μεταμοντέρνα εκδοχή ιεραρχικά συστήματα, όπως η φεουδαρχία του Μεσαίωνα ή το σύστημα των καστών. Όπως λ.χ. στον μεσαιωνικό κόσμο οι σημαντικές μάχες γίνονταν μεταξύ ιπποτών, αλλά και τα ερωτικά μυθιστορήματα αφορούσαν στον κόσμο της αριστοκρατίας, έτσι και στο μέλλον μπορεί ο πόλεμος και ο έρωτας να επιστρέψουν στις ελίτ, μόνο που θα πρόκειται για μια ελίτ που θα έχει αυθυπερβεί το ανθρώπινο. Σημειωτέον ότι η σύγχρονη ψηφιακή τεχνολογία δεν ευνοεί τη μοναξιά και τον σολιψισμό, όπως ίσως η τεχνολογία της πρώτης φάσης της Βιομηχανικής Επανάστασης που διέλυσε τις αγροτικές κοινότητες, αλλά, αντιστρόφως, τη συνεχή σύμπηξη νέων κοινοτήτων. Μόνο που πρόκειται για κοινότητες όχι κατ’ ανάγκη ενσώματης παρουσίας, αλλά ανταλλαγής πληροφοριών, οι οποίες κατακερματίζουν το υποκείμενο σε μια πολλαπλότητα ανήκειν σε πολλές κοινότητες, όσες και οι διαφορετικές ιδιότητές του. Εξάλλου, ο «κοινοτικός» ή και οιονεί «δημοκρατικός» χαρακτήρας αυτών των πολλαπλών κοινοτήτων δεν αναιρεί έναν βαθύτερο διχασμό σε μια κάστα ανθρώπων που θα έχουν προνομιακή πρόσβαση στην πληροφορία και σε μία κάστα που θα έχουν την πρόσβαση των «κοινών θνητών».
Η διαλεκτική ανάδυση νέων αξιών
Αυτό που θα μπορούσε να παρατηρήσει κανείς είναι ότι η ιστορία της ανθρώπινης σκέψης και πνεύματος συχνά βαίνει διαλεκτικώς προς την κυρίαρχη τάση στην τεχνολογία και την οικονομία ή και κοινωνία/ πολιτική. Μία τεχνολογική και οικονομική ή κοινωνικοπολιτική εξέλιξη μπορεί να δημιουργήσει ως αντίδραση μία νέα αξία. Ένα πολύ χαρακτηριστικό οικείο παράδειγμα είναι ότι η έννοια της ελευθερίας στη σύγχρονη μεταβιομηχανική Θεολογία του προσώπου έχει σημαντικές διαφορές από αντίστοιχες κατανοήσεις της ελευθερίας στον Μεσαίωνα ανατολικό ή δυτικό. Οι Βυζαντινοί λ.χ. αντιλαμβάνονταν το ιδιαζόντως ανθρώπινο με όρους νοερού, λογικού και αυτεξουσίου. Όταν, όμως, διαβάζει κανείς Ντοστογιέφσκι, όπως λ.χ. τις Σημειώσεις από το Υπόγειο, βρίσκει την ιδέα ότι μια μαθηματική αλήθεια, όπως το 2+2=4, «καταπιέζει» την ελευθερία του ανθρώπου. Αυτό είναι μια αρκετά νέα κατανόηση της ελευθερίας άγνωστη στον μεσαιωνικό άνθρωπο. Στον Μεσαίωνα αυτοί που έφτασαν πιο κοντά σε μια παρόμοια σκέψη ήταν είτε ανήκοντες στην αίρεση του Μονοθελητισμού, όπως ο Πύρρος Κωνσταντινουπόλεως, είτε ορισμένοι νομιναλιστές του ύστερου σχολαστικισμού. Η γενική συναίνεση ήταν μάλλον ότι δεν υπάρχει τίποτα το «ηναγκασμένον» στις νοερές αλήθειες, οι οποίες μάλλον ανήκουν στον χώρο της ελευθερίας. Σήμερα, όμως, η ιδέα ότι η μαθηματική αναγκαιότητα αποτελεί μία πρόκληση για την προσωπική ελευθερία μας είναι πολύ διαδεδομένη στον χριστιανικό περσοναλισμό. Τι μεσολάβησε; Η γνώμη μας είναι ότι αυτό που άλλαξε είναι μάλλον η Βιομηχανική Επανάσταση ως ισχυρή πραγμάτωση της μαθηματικοποιημένης φυσικής της νεωτερικότητας, η οποία οδήγησε σε μία μεγάλη εμπειρία απανθρωποποίησης. Απέναντι σε αυτήν την εμπειρία, οι ανθρώπινες αξίες άλλαξαν διαλεκτικώς και η «νοερά ανάγκη» που στον Μεσαίωνα μάλλον φάνταζε απελευθερωτική, σήμερα περισσότερο αποτελεί μία πρόκληση για τη νέα έννοια ελευθερίας που πλέον έχουμε. Είναι, κατά τη γνώμη μας, πολύ πιθανόν ότι η περαιτέρω απανθρωποποίηση του ανθρώπου από την ψηφιακή τεχνολογία θα οδηγήσει σε νέες αξίες και εννοήσεις, που έχουν ήδη εν μέρει αρχίσει, αλλά μας είναι αδύνατον να συλλάβουμε τώρα την πλήρη εμβέλειά τους.
Αυτές οι νέες αξίες συχνά μπορεί να είναι διαλεκτικές προς την κυρίαρχη τεχνολογία, αλλά, δυστυχώς ή ευτυχώς, όχι πάντα επαναστατικές. Μπορεί να είναι λ.χ. αναιμικές επανακτήσεις σε ένα «πνευματικό» επίπεδο, όσων χάνονται στην «πραγματική» ζωή. Γενικότερα, θα διακρίναμε τις νέες αξίες που αναδύονται σε α) γραμμικές, β) διαλεκτικές, γ) επαναστατικές. Ορισμένες μπορεί να συνδυάζουν χαρακτηριστικά των ως άνω κατηγοριών. Ας φέρουμε ορισμένα παραδείγματα. Στον σημερινό διαδικτυακό λόγο τρεις από τις πλέον κυρίαρχες αξίες που αναδύονται είναι η βιωματικότητα, η αυθεντικότητα και η λεγόμενη «ψαγμενιά». Η βιωματικότητα και η αυθεντικότητα είναι αξίες μάλλον διαλεκτικές προς την τεχνολογία του Διαδικτύου, αλλά όχι οπωσδήποτε επαναστατικές. Και οι δύο έχουν μεγάλη σχέση με τη συνειδητότητα και τη σωματικότητα, οι οποίες, όπως είδαμε, βρίσκονται σε σύγκρουση με τη νοημοσύνη2. Βιωματικός είναι όποιος μιλάει για το προσωπικό του συνειδητό και ενσώματο βίωμα που έχει έναν χαρακτήρα πολύ ιδιαίτερο και μοναδικό σε αντίθεση με την αφαίρεση των διαδικτυακών αλγορίθμων. Αυθεντικός είναι ο βιωματικός, αλλά και όποιος είναι πιο σπάνιος, δεν αναδεικνύεται από τους αλγόριθμους, και μπορεί να προσδώσει μία βαθύτερη μη αφηρημένη γνώση. Οι αξίες της βιωματικότητας και της αυθεντικότητας είναι διαλεκτικές προς την κυρίαρχη ψηφιακή τεχνολογία γιατί προάγουν τη συνειδητότητα και τη σωματικότητα έναντι της νοημοσύνης και της πληροφορίας, δεν είναι, όμως, οπωσδήποτε επαναστατικές. Συχνότατα η βιωματικότητα και η αυθεντικότητα είναι ξεθυμασμένες ή ντεκαφεϊνέ εκδοχές αυτού που ήταν άλλοτε το βίωμα και η αυθεντία, όταν ακριβώς δεν θεματοποιούνταν ως «βίωμα» και ως «αυθεντία». (Ο Σλάβοϊ Ζίζεκ θα πήγαινε ακόμη πιο πέρα, λέγοντας ότι η ίδια η έννοια της «αξίας», που χρησιμοποιούμε σήμερα, όταν λ.χ. λέμε «οι χριστιανικές αξίες» κ.ο.κ. είναι μία σύγχρονη ντεκαφεϊνέ έννοια, ενώ ο παραδοσιακός άνθρωπος δεν θα μιλούσε ποτέ για αξίες. Για «αξίες» στον πληθυντικό μιλάμε, όταν μια «αξία» δεν είναι πλέον ένας αυτονόητος σκοπός της κοινότητας).
Το σημερινό Φέισμπουκ είναι ο χώρος όπου θάλλουν τα «βιωματικά ποστ», γραφόμενα από τους λεγόμενους «βιωματικατζήδες», οι οποίοι μεταδίδουν μαζικώς συγκεκριμένες βιωματικές εμπειρίες από την καθημερινότητά τους, επιμένοντας στα ιδιαίτερα διδάγματα που μπορούμε να αποκομίσουμε από αυτό το ακραίο επιμέρους. Βεβαίως, τα «βιωματικά ποστ» είναι διαμεσολαβημένα από τη μη επαληθεύσιμη αφηγηματική οπτική του «βιωματικατζή» και τον σχετικό ναρκισισμό του, καθώς εκτίθεται στην «αγορά» των λάικς, καθιστώντας τα συχνά δοκιμές του φαντασιακού. Είναι πολύ ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε ότι στο σύγχρονο Διαδίκτυο η αφηρημένη πληροφορία πάει συχνά χέρι χέρι με τη συγκεκριμένη αφήγηση. Λ.χ. όσοι έχουν μία οποιαδήποτε εμπειρία, ποστάρουν στο Διαδίκτυο τις αφηρημένες πληροφορίες σχετικά με την αξιολόγησή της στο πλαίσιο της καθολικής ανταλλαγής πληροφοριών και μια ποσοτικοποιημένη βαθμολογία, αλλά συχνότατα θα γράψουν και μια πολύ εξομολογητική συγκεκριμένη αφήγηση για το πώς την προσέλαβαν. Ένα άλλο παράδειγμα είναι το πώς λαμβάνει χώρα ο έρωτας στο Διαδίκτυο: Αφορμή συγκροτήσεως διαδικτυακών ζευγαριών μπορεί να είναι ένας αφηρημένος αλγόριθμος σε ένα σάιτ γνωριμιών, το οποίο «ζευγαρώνει» άτομα με παρόμοιες ή συμπληρωματικές αφηρημένες ιδιότητες, μπορεί, όμως, να είναι και ο πολύ ιδιαίτερος τρόπος που έχει κάποιος να αφηγείται ή να κάνει χιούμορ, αυτό που λέγεται η «περσόνα» του εν λόγω ανθρώπου, ή, ακόμη, και η ανακάλυψη της διαλεκτικής σχέσης μεταξύ της περσόνας και του «σωματικού» εαυτού, όταν θα γίνει η εκ του σύνεγγυς γνωριμία. Εν ολίγοις, πληροφορία και αφήγηση είναι μάλλον δύο συμπληρωματικές όψεις του σύγχρονου Διαδικτύου, με την πληροφορία, όμως, να έχει τον πρώτο λόγο και την αφήγηση να είναι συνήθως ένα ηδυσμένο ποίκιλμα. Η «ψαγμενιά» είναι μια άλλη σύγχρονη αξία, που είναι άλλοτε διαλεκτική και άλλοτε ακόμη και γραμμική ως προς την ψηφιακή τεχνολογία. Διαλεκτική, γιατί ο «ψαγμένος» μπορεί να είναι συχνά ο κυνηγός της ενσώματης εμπειρίας ή του σπάνιου και δυσθήρατου έναντι της μαζικότητας των αλγορίθμων. Από την άλλη, όμως, οι αλγόριθμοι εξασφαλίζουν ακριβώς την πολύ μεγάλη ακρίβεια της εξατομίκευσης, οπότε ο σύγχρονος ψηφιακός άνθρωπος είναι ακριβώς ο λεπτουργημένος, αυτός που έχει σμιλεύσει ιδιαίτερα γούστα έως εσχάτου βαθμού λεπτομέρειας. Βιωματικότητα, αυθεντικότητα και «ψαγμενιά» φαίνονται να είναι, λίγο πολύ, αναπληρώσεις για τη χαμένη προ-ψηφιακή αμεσότητα. Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει στη σχέση μεταξύ «ελευθεριότητας» και «ελευθερίας». Ο άνθρωπος που καλλιεργείται στην ψηφιακή εποχή είναι ο «ελευθέριος», αυτός που έχει αμέτρητες επιλογές αυτοπροσδιορισμού λ.χ. στον ερωτικό του προσανατολισμό ή σε άλλες μορφές αυτοπραγμάτωσης, όπως η εργασία. Ταυτοχρόνως, είναι ένας άνθρωπος που παρακολουθείται τόσο εξονυχιστικά η ελευθεριότητά του από το ψηφιακό Πανοπτικόν, ώστε να του στερείται ακριβώς η δυνατότητα επανάστασης, η μοναδική όντως πραγμάτωση μιας ελευθερίας που έχει απωλεσθεί μέσα στην απειροδύναμη πλην αλυσιτελή ελευθεριότητα. Ελευθέριος είναι ο άνθρωπος που θα μπορεί να επιλέξει μεταξύ μιας μεγάλης πληθώρας ερωτικών προσανατολισμών, που του προσφέρει η λεπτομερής ψηφιακή κατηγοριοποίηση, αλλά δεν θα μπορέσει ποτέ να γίνει αντάρτης σε ένα βουνό ή αναχωρητής σε ένα σπήλαιο, καθώς το Πανοπτικόν της παρακολούθησης, ενεργητικής και παθητικής, θα τον ακολουθεί παντού.
Το δώρο της τυχαιότητας
Προσπαθώντας να ανιχνεύσουμε το «ιδιαζόντως ανθρώπινον» στην ψηφιακή εποχή, βλέπουμε πώς τα όρια θολώνουν τόσο προς την κατεύθυνση της μηχανής, όσο και προς αυτήν του ζώου. Προς την κατεύθυνση της μηχανής λόγω της σταδιακής ανάπτυξης της τεχνητής νοημοσύνης, αλλά και της ενθέσεως μηχανικών εξαρτημάτων στους ανθρώπους, καθιστώντας τους υβριδικά μέλη ενός μελλοντικού Διαδικτύου των Πραγμάτων και των Σωμάτων. Το θόλωμα των ορίων με τα ζώα έγκειται ότι στην προσπάθεια να διαφοροποιηθεί από τις μηχανές τα στοιχεία της «ανθρωπιάς» που θα βρίσκει ο άνθρωπος ως δικά του, όπως η συνειδητότητα, η σωματικότητα, η αξία του λάθους, η επισφάλεια, είναι στοιχεία που μάλλον τα μοιράζεται με τα ζώα, αντί να τον διαφοροποιούν από αυτά. Η «ανθρωπιά» είναι παραδόξως συγγενής με τη ζωικότητα και ο μοναδικός λόγος που την ονομάζουμε «ανθρωπιά», είναι ότι θεωρούμε υπορρήτως τον φορέα της ως ανώτερο από το ζώο κατά μία περίεργη ταυτολογία.
Το ιδιαζόντως ανθρώπινον θα μας απασχολήσει, λοιπόν, με νέους τρόπους στα χρόνια που θα έρθουν. Και εδώ η εκκλησιαστική αναζήτηση θα έγκειται στο να αρθρώσουμε και πάλι τη σημασία που έχει η διάδραση με τον τυχαίο πλησίον και όχι με αυτόν που μας έχουν υποδείξει οι διαδικτυακοί αλγόριθμοι. Αυτό που θα μπορεί να προσφέρει η Εκκλησία θα είναι το δώρο της τυχαιότητας, να συνυπάρξουμε, δηλαδή, με τον τυχαίο άλλο, με τον οποιοδήποτε άλλο και όχι με αυτόν που απλά μας ταιριάζει. Στη Θεολογία μας επείγει να διατυπώσουμε τους τρόπους με τους οποίους ο Χριστός προσλαμβάνει τη ζωικότητα, ήτοι όχι μόνο τον νου και τον λόγο, το αυτεξούσιον, αλλά και τη σωματική επισφάλεια, τη συγκεκριμενότητα της εμπειρίας,καθώς και το πώς συγχωρείται εντός του Σώματος του Χριστού το ανθρώπινο λάθος. Χωράνε τα ζώα στην πρόσληψη της κτιστότητας από τον Χριστό; Και τι γίνεται με τις μηχανές και την τεχνολογία; Από την άλλη, είναι σημαντικό να δούμε πώς θα εντοπίσουμε το «ιδιαζόντως ανθρώπινον» στον διάλογο του ανθρώπου με τον Θεό,έτσι ώστε ο άνθρωπος να μην ορίζεται από τις ιδιότητές του, στις οποίες επιμένει τόσο ο βιολογικός αναγωγισμός, όσο και η Πληροφορική, αλλά από την εν Θεανθρωπίνῳ διαλόγῳ προσδοκία του για μια πληρέστερη αλήθευσή του στο μέλλον.
1. Για την ενδιαφέρουσα αυτή σκέψη, βλ. Yuval Noah Harari, Homo Deus, Μια Σύντομη Ιστορία του Μέλλοντος, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2017, (μετάφραση: Μιχάλης Λαλιώτης), σ. 105 (τίτλος πρωτοτύπου: Homo Deus. A Brief History of Tomorrow, Penguin Random House, Νέα Υόρκη 2015).
2. Ό.π., σ. 392.
Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα ("Η ατμομηχανή Tom Thumb συναγωνίζεται το άλογο", 1830) είναι έργο του Χέρμπερτ Στιτ.
Πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Σύναξη τχ.147
(Σεπτέμβριος 2018) σ. 30-38.
Διονύσης Σκλήρης
7/3/2019