Οι Ευρωπαίοι εγκαταλείπουν τη Βρετανία.
Ακόμη και προτού η Βρετανία εγκαταλείψει την Ευρώπη, οι Ευρωπαίοι την εγκαταλείπουν. Τα τελευταία στοιχεία επιβεβαιώνουν αυτή την τάση: Από το δημοψήφισμα του 2016 για το Brexit, η καθαρή μετανάστευση από τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς το Ηνωμένο Βασίλειο μειώνεται, ενώ αυτή από μη μέλη της ΕΕ ενισχύεται.
Τα πιο εντυπωσιακά, ωστόσο, από τα στοιχεία που δημοσιεύθηκαν την περασμένη εβδομάδα είναι αυτά που δείχνουν ότι περισσότεροι Ευρωπαίοι από την κεντρική και ανατολική Ευρώπη εγκαταλείπουν το Ηνωμένο Βασίλειο σε σχέση με αυτούς που φτάνουν στη χώρα για πρώτη φορά από την ένταξη της Πολωνίας, της Τσεχίας, της Ουγγαρίας, της Εσθονίας, της Λετονίας, της Λιθουανίας και της Σλοβενίας στην ΕΕ το 2004.
Δεν είναι δύσκολο να μαντέψει κανείς γιατί. Η ολοένα και πιο αδύναμη λίρα σημαίνει ότι η αξία των εισοδημάτων που στέλνουν οι μετανάστες στην πατρίδα τους για να στηρίξουν τις οικογένειές τους είναι τώρα πολύ μικρότερη συγκριτικά με το να βρουν δουλειά εντός ΕΕ.
Και έπειτα υπάρχει η επίμονη αίσθηση της ξενοφοβίας και η περιστασιακή βία που πολλοί έχουν βιώσει στη Βρετανία από την ψηφοφορία του Brexit. Πήραν το μήνυμα δυνατά και με σαφήνεια: Οι ξένοι να πάνε σπίτι τους.
'Οσα έγιναν κι όσα θα έρθουν
Το Brexit αποθαρρύνει τους πολίτες της ΕΕ να μετακομίσουν στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Πηγή: Γραφείο Εθνικών Στατιστικών.
Καθαρή μετανάστευση = μακροχρόνια μετανάστευση
μείον τη μετανάστευση για περίοδο 12 μηνών.
Αν και είναι άδικο να πούμε ότι όλοι οι υποστηρικτές του Brexit είναι κατά της μετανάστευσης, πολλοί ψήφισαν να εγκαταλείψει η χώρα τους την ΕΕ ακριβώς για τον λόγο αυτό. Ακόμη και αν το αντιμεταναστευτικό κλίμα έχει "μαλακώσει” σημαντικά από την ψηφοφορία του 2016, πολλοί εξακολουθούν να πιστεύουν ότι ο τερματισμός της μετανάστευσης ανθρώπων χαμηλής ειδίκευσης θα αποτελέσει πλεονέκτημα για την οικονομία της Βρετανίας, αναγκάζοντας τους εργοδότες να προσλάβουν Βρετανούς εργαζόμενους και να αυξήσουν τους μισθούς. Δεδομένου ότι μεγάλο μέρος των εργαζομένων στην ανατολική Ευρώπη είναι λιγότερο ειδικευμένοι, αυτό θα θεωρηθεί ως νίκη αντί για το αντίθετο.
Δεν είναι ένα επιχείρημα που η Τερέζα Μέι μόλις σκέφτηκε: βρίσκεται στην "καρδιά" του ορισμού που έχει δώσει στο Brexit. Η πολιτική για τη μετανάστευση που ακολουθεί μετά το Brexit έχει στόχο να εξαλείψει τη μετανάστευση με χαμηλή ειδίκευση σχεδόν εξ ολοκλήρου. Σύμφωνα με αμφιλεγόμενα σχέδια που εξετάζονται από την κυβέρνηση, οι υποψήφιοι για πενταετείς visas θα πρέπει να αποδεικνύουν ότι κερδίζουν τουλάχιστον 30.000 στερλίνες (39.825 δολάρια) ετησίως.
Πολιτικά, η κλίση προς την εποχή της λαϊκιστικής πολιτικής είναι προφανής. Ο Ντόναλντ Τραμπ, μάλιστα, έκανε την ιδέα των αυστηρών ελέγχων της μετανάστευσης "φετίχ” του. Αλλά ενώ η μεγάλη οικονομία των ΗΠΑ μπορεί πιθανότατα να το αντέξει οικονομικά μέχρι τώρα, εκείνη της Βρετανίας του Brexit δεν μπορεί.
Η εξάλειψη της εργασίας χαμηλής ειδίκευσης θα μειώσει πιθανώς την ανάπτυξη του ΑΕΠ για τα επόμενα χρόνια στην οικονομία της Βρετανίας που βασίζεται έντονα στις υπηρεσίες. Είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακό αν σκεφτεί κανείς ότι σχεδόν το ένα τέταρτο των εργαζομένων στον τομέα της φιλοξενίας είναι Ευρωπαίοι πολίτες. Αλλά οι αριθμοί είναι υψηλοί τόσο στην κοινωνική φροντίδα όσο και σε άλλους τομείς υπηρεσιών. Η PWC εκτιμά ότι μια μείωση κατά 50% στη μελλοντική μετανάστευση θα μπορούσε να μειώσει το επίπεδο του ΑΕΠ του Ηνωμένου Βασιλείου έως το 2030 κατά περίπου 1,1% ή 22 δισ. λίρες σε τιμές 2017.
Επαναλαμβανόμενες μελέτες έχουν δείξει ότι οι μετανάστες εργαζόμενοι συμβάλλουν θετικά στην οικονομία και συχνά απολαμβάνουν υψηλότερους ρυθμούς απασχόλησης από ό,τι οι Βρετανοί. Ωστόσο, αυτό δεν είναι ένα εύκολο μήνυμα να μεταδοθεί πολιτικά. Εν τω μεταξύ, το επιχείρημα ότι ο μικρότερος αριθμός μεταναστών θα οδηγήσει σε υψηλότερη επαγγελματική κατάρτιση και καλύτερους μισθούς για τους Βρετανούς μοιάζει κάτι το ευκολονόητο.
Δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι υπάρχουν πολλοί εσφαλμένοι αριθμοί σχετικά με τον αντίκτυπο των εργαζομένων με χαμηλή ειδίκευση, δεδομένου του πόσο δύσκολο είναι να μετρηθεί. Για παράδειγμα, οι μετανάστες τείνουν να πηγαίνουν σε μέρη όπου η ζήτηση εργασίας είναι υψηλότερη, οπότε είναι δύσκολο να διαχωριστεί η αύξηση στη ζήτηση από τον αντίκτυπο των μεταναστών σε μία κατηγορία με ήδη μεγάλη ζήτηση. Μερικοί υφιστάμενοι εργαζόμενοι ενδέχεται να μεταναστεύσουν. Και επειδή οι μετανάστες στη συνέχεια θα αποτελούν ένα μεγαλύτερο ποσοστό του συνολικού εργατικού δυναμικού, είναι δύσκολο να γίνει διάκριση μεταξύ αιτίας και αποτελέσματος. Οι μετανάστες θα μπορούσαν να πληρώνονται λιγότερο από τους μη μετανάστες και να μην επηρεάζουν τον μισθό των εργαζομένων που έχουν γεννηθεί στο Ηνωμένο Βασίλειο και, ωστόσο, και πάλι ο μέσος μισθός μπορεί να είναι χαμηλότερος λόγω της αύξησης του ποσοστού των μεταναστών εργαζομένων.
Ωστόσο, σε μια μελέτη του 2017 για τις επιπτώσεις της μετανάστευσης εργαζόμενων χαμηλής ειδίκευσης στους Αμερικανούς εργαζόμενους, οι Adriana Kugler και Mutlu Yuksel κατάφεραν να ελέγξουν πολλούς από αυτούς τους παράγοντες και διαπίστωσαν ότι η εισροή λατινοαμερικανών μεταναστών κατά την περίοδο που μελέτησαν είχε θετικά αποτελέσματα στους μισθούς των Αμερικανών πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και δεν έχει αντίκτυπο στην απασχόληση, γεγονός που υποδηλώνει ότι η ανειδίκευτη μετανάστευση συγχαίρει τους εξειδικευμένους ιθαγενείς εργαζόμενους.
Η έρευνα του Ηνωμένου Βασιλείου υποδηλώνει μια μικρή επίπτωση στους μέσους μισθούς των υπαρχόντων εργαζομένων (με τους εργαζόμενους με χαμηλά ημερομίσθια να χάνουν όλο και περισσότερο και τους υψηλά αμειβόμενους εργαζόμενους να κερδίζουν) - αλλά ακόμη και αυτές οι γενικεύσεις είναι παραπλανητικές. Πολλά εξαρτώνται από τις δεξιότητες που είναι σε ζήτηση και το στάδιο του οικονομικού κύκλου. Και οι βραχυπρόθεσμες επιπτώσεις δεν είναι οι ίδιες με τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις. Η μετανάστευση αυξάνει τη ζήτηση εργασίας, καθώς οι μετανάστες είναι και εκείνοι καταναλωτές και απαιτούν αγαθά και υπηρεσίες. Έτσι, με την πάροδο του χρόνου, οι αρνητικές επιπτώσεις στους μισθούς και τις προοπτικές απασχόλησης των εργαζομένων που γεννιούνται στο Ηνωμένο Βασίλειο αντισταθμίζονται από την άνοδο των μισθών και της απασχόλησης.
Είναι πιθανό ότι οι σταδιακές βελτιώσεις στην κατάρτιση και την εκπαίδευση, τις υποδομές και τις επιχειρηματικές επενδύσεις θα δημιουργήσουν πράγματι μια μεγαλύτερη και καλύτερη τοπική προσφορά εργασίας για την πλήρωση θέσεων εργασίας. Αλλά για να γίνει αυτό θα χρειαστεί μια δεκαετία ή και περισσότερο. Εντωμεταξύ, η δαιμονοποίηση των μεταναστών με χαμηλή ειδίκευση καθιστά δύσκολο το να επικεντρωθούμε στις υποκείμενες αιτίες της υστέρησης της παραγωγικότητας της Βρετανίας και της αυξανόμενης ανισότητας: κακές επενδύσεις στην εκπαίδευση, την κατάρτιση δεξιοτήτων και την υποδομή. Και φυσικά, όσο μεγαλύτερη είναι η κοινωνική κινητικότητα σε μια κοινωνία (κάτι με το οποίο η Βρετανία προβληματίζεται), τόσο περισσότερες ευκαιρίες θα έχουν οι μετανάστες να ευδοκιμήσουν.
Όλες οι χώρες πρέπει να θέσουν όρια στη μετανάστευση και θα θέλουν να βρουν μια ισορροπία όσον αφορά το σε ποιον θα επιτρέψουν να εισέλθει στη χώρα. Η Βρετανία έχει θέσει τον πήχη πολύ ψηλά και ήδη πληρώνει το τίμημα.
Therese Raphael
6/3/2019