Οι Αμερικανοί καπιταλιστές πρέπει να ασπαστούν τον «σοσιαλισμό»...



Οι Αμερικανοί καπιταλιστές 
πρέπει να ασπαστούν τον «σοσιαλισμό». 

Οι υπέρμαχοι της ελεύθερης αγοράς πρέπει να αποδεχθούν λογικές υποχωρήσεις, αν θέλουν να επιβιώσει το «σύστημα». Η δυσαρεστημένη γενιά των millennials, η άνοδος των ανισοτήτων και το New Deal.

Σε μια χώρα όπου ο «φιλελευθερισμός» σημαίνει μεγάλη κυβέρνηση και ο «νεοσυντηρητισμός» υποδηλώνει ουτοπικό σθένος, η κατακρεούργηση ενός άλλου αφηρημένου ουσιαστικού ήταν μάλλον αναμενόμενη.

Αλλά τoύτο δεν καθιστά λιγότερο θλιβερό αυτό που έχει υποστεί ο «σοσιαλισμός» από την αμερικανική πολιτική τους τελευταίους μήνες.

Είτε βγαίνει από τα χείλη Δημοκρατικών, οι οποίοι έχουν αρχίσει να βλέπουν θετικά τη λέξη, είτε από τα χείλη Ρεπουμπλικάνων, οι οποίoι νιώθουν ακόμα την ίδια απέχθεια, έχει αποκτήσει ένα νόημα πιο κοντά στην ευρωπαϊκή σοσιαλιστική (ή χριστιανική) δημοκρατία.

Δημοσιονομικές μεταφορές, οικουμενική υγειονομική περίθαλψη, ισχυρά εργατικά συνδικάτα: τα στοιχεία αυτά όχι μόνο δεν ισοδυναμούν με σοσιαλισμό -η Δανία δεν είναι μια κρατικά ελεγχόμενη οικονομία-, αλλά ένας πραγματικός υπέρμαχος του δόγματος αυτού θα τα αντιμαχόταν ως απόπειρα να ξεπουληθεί η επανάσταση. Δεν έχουν σχεδιαστεί για να αντικαταστήσουν την αγορά, όσο για να σταματήσουν τις μάζες από το να στραφούν εναντίον της.

Όλα τα παραπάνω οδηγούν σε μια παράδοξη σκέψη. Οι σκληροπυρηνικοί καπιταλιστές πρέπει να ψηφίσουν έναν Δημοκρατικό πρόεδρο το 2020 -ακόμα και έναν σχετικά αριστεριστή- αντί για έναν Ρεπουμπλικάνο. Άλλωστε, το σύστημα της ελεύθερης αγοράς είναι λιγότερο δημοφιλές από οποιαδήποτε άλλη περίοδο μετά τη δεκαετία του 1930.

Μια απάντηση στη δυσαρέσκεια αυτή είναι να μην υπάρξει καμία υποχώρηση. Μια πιο συνετή απάντηση είναι να συγκρατηθεί ο θυμός με την πραγματοποίηση ρεαλιστικών παραχωρήσεων.

Ο Ντόναλντ Τραμπ κέρδισε την προεδρία ακολουθώντας τη δεύτερη προσέγγιση, αλλά κυβέρνησε εντέλει με βάση την πρώτη. Έχοντας ξεκινήσει την προεκλογική του εκστρατεία με μια υπόσχεση να σώσει όχι μόνο το Medicare (το οποίο εξυπηρετεί τους ηλικιωμένους) αλλά και το Medicaid (το οποίο εξυπηρετεί τους φτωχούς), έχει μειώσει τους φόρους και τώρα αναζητά περικοπές από την κοινωνική πρόνοια, για να καλύψει το δημοσιονομικό έλλειμμα. Μετά την περιλάλητη «διατάραξη» της ρεπουμπλικανικής ορθοδοξίας, φαίνεται τώρα να ακολουθεί μια κλασική πλατφόρμα του ρεπουμπλικανικού κόμματος, τουλάχιστον στην εγχώρια πολιτική.

Αν αυτό είναι το σχέδιο της δεξιάς για τη σωτηρία του συστήματος της ελεύθερης αγοράς, τότε οι καπιταλιστές πρέπει να δοκιμάσουν την τύχη τους με την αριστερά. Μπορεί να υπάρξει ένα μέλλον στο οποίο ένα πιο γενναιόδωρο κοινωνικό κράτος, χρηματοδοτούμενο από τους φόρους όσων πλούτισαν από τον δεκαετή πληθωρισμό των στοιχείων ενεργητικού, θα κατευνάσει ένα μέρος της αντικαπιταλιστικής οργής. Δεν μπορεί να υπάρξει ένα μέλλον στο οποίο θα επαναληφθεί η εφαρμογή μιας οικονομικής πολιτικής προσανατολισμένης στην προσφορά.

Μια ακόμα προεδρική θητεία με τις ίδιες πολιτικές θα αποτελούσε πράγματι μια τακτική νίκη για τους υπέρμαχους της ελεύθερης αγοράς, αλλά θα εμπεριείχε στρατηγικό ρίσκο. Για χάρη της βραχυπρόθεσμης ικανοποίησης των χαμηλότερων φόρων και των λιγότερο ρυθμισμένων αγορών, ρισκάρουν το βάθεμα της απογοήτευσης ενός εκλογικού σώματος, το οποίο ανησυχεί ήδη για την ακριβοδικία του συστήματος.

Η αντίληψη της γενιάς των millennials για τον καπιταλισμό θα έπρεπε να τους κρατάει ξύπνιους το βράδυ. Δεν θα έπρεπε να το κάνει ο προσωρινός μπελάς μιας «προοδευτικής» κυβέρνησης. Η προτεραιότητα των καπιταλιστών δεν είναι η εκλογή των Ρεπουμπλικανών. Είναι η διατήρηση της λαϊκής στήριξης στον καπιταλισμό. Αν αυτό επιτυγχάνεται καλύτερα μέσω κάποιων μέτρων αναδιανομής και ρύθμισης των αγορών, δεν θα είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει.

Όπως πάντα, το στοίχημα στην πολιτική είναι να μπορεί να διακρίνει κανείς ανάμεσα σε μικρότερα και μεγαλύτερα δεινά. Δεν μπορούν να το κάνουν όλοι. Αρκεί να αναλογιστεί κανείς πόσο μισητή είναι η Ελίζαμπεθ Γουόρεν στη Wall Street. Ακόμα και δυνητικοί χρηματοδότες των Δημοκρατικών αναρωτιούνται τι θα κάνουν αν η Γερουσιαστής της Μασαχουσέτης κερδίσει το χρίσμα για τις προεδρικές εκλογές του 2020.

Το έγκλημα της; Η προτίμηση στη φορολόγηση της μεγάλης περιουσίας και στη ρύθμιση των χρηματοοικονομικών αγορών. Είναι λογικό για τους τραπεζίτες να ανησυχούν για τις πολιτικές αυτές. Αλλά θα έπρεπε να ανησυχούν και για τον θυμό που θα συσσωρευτεί, αν δεν εφαρμοστούν πολιτικές σαν αυτές που προτείνει.

Η κ. Γουόρεν είναι «καπιταλίστρια ως το κόκαλο». Θέλει περισσότερο, όχι λιγότερο ανταγωνισμό στην οικονομία. Αν οι καπιταλιστές πιστεύουν ότι τέσσερα ή οκτώ χρόνια από την αριστερίστικη τεχνοκρατία της είναι ό,τι χειρότερο μπορεί να συμβεί, τότε δεν χρησιμοποιούν τη φαντασία τους όσο θα έπρεπε. Καλύτερα αυτή παρά μια πιο σκληρή σύγκρουση με την κοινή γνώμη στο μέλλον. Καλύτερα μια ελεγχόμενη έκρηξη, από μια που θα είναι απρόοπτη και ανεξέλεγκτη. Αυτή τη στιγμή, ο πολιτικός διάλογος αφορά τις υπερβολές του καπιταλισμού. Πολύ σύντομα, θα προχωρήσει στα θεμέλια του ίδιου του συστήματος.

Η διατήρηση του καπιταλισμού περνάει από τον μετριασμό του: δεν υπάρχει κανένα παράδοξο σε αυτό. Ο Ντουάιτ Αϊζενχάουερ θεωρούσε πως είναι βασικό του πολιτικό καθήκον, όπως και ο Ρίτσαρντ Νίξον και άλλοι Ρεπουμπλικάνοι οι οποίοι συμφιλιώθηκαν με τη μεγάλη κυβέρνηση.

Ο κ. Τραμπ κατέληξε σε μια παρόμοια σκέψη το 2016. Τουλάχιστον από την εποχή του Τζον Μέιναρντ Κέινς, οι πιο πιστοί φίλοι του καπιταλισμού κατανοούσαν ότι στην πιο καθαρή του μορφή δεν μπορούσε να έχει τη στήριξη της πλειοψηφίας των ψηφοφόρων. Ο Φραγκλίνος Ρούσβελτ αποδείχτηκε καλύτερος προστάτης του συστήματος από εκείνους που διαμαρτύρονταν ότι το New Deal συνιστά φιλοσοφική προδοσία. Γνώριζε ότι μια ιδέα μπορεί να πεθάνει από υπερβολική καθαρότητα. Λίγοι το γνωρίζουν σήμερα. Η υπεράσπιση της ελεύθερης αγοράς δεν χρειάζεται να οδηγεί στην αντίσταση σε κάθε αλλαγή ως κομμουνιστικής απειλής.

Αν οι Ρεπουμπλικανοί έχουν γίνει επικίνδυνοι για τον καπιταλισμό, είναι επειδή πιστεύουν υπερβολικά πολύ σε αυτόν.

Του Janan Ganesh


  14 Μαρτίου 2019