Οι "10 λόγοι" που κάνουν τα ελληνικά junk bonds περιζήτητα.


Υπερ-αντίδραση των αγορών ή πραγματική βελτίωση; Η ταχύτατη πτώση των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων σε επίπεδα προ κρίσης (2005-2006), με την ταυτόχρονη βελτίωση των τιμών τους, έχει καταφέρει να συγκεντρώσει σε χρόνο μηδέν την προσοχή των επενδυτών της δευτερογενούς αγοράς ομολόγων διεθνώς. Αλλά τώρα για τους "καλούς" λόγους... αντίθετα με ό,τι είχε συμβεί το 2010-2011.

Βέβαια σ' αυτό έχει συμβάλει καθοριστικά και το γεγονός ότι τα "ελεύθερα" ομόλογα που είναι διαθέσιμα είναι εξαιρετικά λίγα, όχι περισσότερα από 15-17 δισ. ευρώ, με τη λίστα των επενδυτών καθημερινά να αυξάνεται χωρίς να μπορεί να ικανοποιηθεί...

Το παράδοξο είναι ότι αυτό συμβαίνει ενώ τα ελληνικά κρατικά ομόλογα παραμένουν στη ζώνη των "junk bonds" (ομόλογα "σκουπίδια"), ήτοι των non investment grade από πλευράς αξιόχρεου σύμφωνα με τους οίκους αξιολόγησης.

Και εξακολουθούν να είναι "αφορισμένα" από την ΕΚΤ στο πλαίσιο του QE.

Τι συμβαίνει πραγματικά; Είναι αυτή η κατάσταση διατηρήσιμη ή μπορεί να αναστραφεί ανά πάσα στιγμή; Κι αν ναι, πώς αυτό θα μπορούσε να συμβεί;

Το "Κ" παρουσιάζει στις επόμενες δύο σελίδες τις απόψεις στελεχών της διεθνούς αγοράς ομολόγων γι' αυτή τη "νεκρανάσταση του Λαζάρου"...

Πέραν όμως της ματιάς των αγορών είναι αναγκαία μια "εκ των έσω" ανίχνευση των ορίων αυτού του "θαύματος" των τελευταίων εβδομάδων.

Η βελτίωση αυτή είναι το συνθετικό αποτέλεσμα δέκα παραγόντων που έχουν αρχίσει να συνδυάζονται στο εξωτερικό, αλλά και στο εσωτερικό της εγχώριας αγοράς ομολόγων, συνθέτοντας έτσι αφενός τα ισχυρά στοιχεία που καταγράφονται στους δείκτες και αφετέρου τους εν δυνάμει κινδύνους αναστροφής του φαινομένου:

- Η σαφής αναδίπλωση της ΕΚΤ όσον αφορά τη νομισματική της πολιτική. Η εξαγγελία της διακοπής του QE και της επιθυμίας σταδιακής επιστροφής σε θετικά επιτόκια έχει διακοπεί, με πολύ πιθανή την επιστροφή σε παρεμβάσεις ποσοτικής χαλάρωσης, αντί της σύσφιξης που είχε δρομολογηθεί. Αυτό ξανακάνει ελκυστικά τα κρατικά ομόλογα, που σε περιβάλλον Ευρωζώνης δίνουν σημαντικές αποδόσεις και τέτοια είναι κυρίως τα ελληνικά.

- Οι διαβεβαιώσεις τόσο από την Κομισιόν όσο και από το ΔΝΤ ότι το ελληνικό Δημόσιο επιτυγχάνει στον παρόντα χρόνο τους στόχους του για τα πρωτογενή πλεονάσματα, όπως και στα επόμενα χρόνια, λόγω των υλοποιούμενων δεσμεύσεων. Αυτό καθιστά την αποπληρωμή του χρέους αξιόπιστη και διασφαλισμένη, περισσότερο ακόμα και από χώρες με υψηλότερη διαβάθμιση χρέους.

- H αναγνώριση του γεγονότος ότι η "μάκρο" εικόνα του κρατικού χρέους είναι από τις καλύτερες μεταξύ των χωρών της Ευρωζώνης. Το μέσο επιτόκιο εξυπηρέτησης του ελληνικού κρατικού χρέους είναι μόλις 1,61% σε μέσα επίπεδα για τα επόμενα 40 χρόνια. Ελάχιστες χώρες της Ευρωζώνης με υψηλή διαβάθμιση του χρέους τους έχουν τόσο χαμηλό επιτόκιο εξυπηρέτησης του χρέους τους.

- Ένα μικρό μέρος του χρέους, μόλις 18%-20% υπάρχει με τη μορφή διαπραγματεύσιμων ομολόγων στη δευτερογενή αγορά. Όλο το υπόλοιπο είναι υπό τη μορφή διακρατικού χρέους ή χρέος προς τον ESM και το ΔΝΤ. Οτιδήποτε συμβεί στις διεθνείς αγορές το κόστος εξυπηρέτησής του θα παραμείνει σταθερό στα σημερινά επίπεδα για 40 χρόνια. Αλλά και από το "ελεύθερο" κομμάτι του ένα μέρος είναι στα χαρτοφυλάκια κεντρικών τραπεζών με ρήτρα επιστροφής των "κερδών" από αυτά.

- Παρ' όλα αυτά ακόμα και έτσι αν κάτι συμβεί εκτός ελέγχου, η συμφωνία του Ιουνίου του 2018 προβλέπει ότι το 2032 η βιωσιμότητά του θα επανεξετασθεί και θα ληφθούν μέτρα για τη διασφάλισή της μέσω ESM.

- Με μία ματιά στο βασικό κριτήριο με το οποίο εξετάζεται η "βιωσιμότητα" του κρατικού χρέους από την ΕΚΤ, ήτοι τη σύγκριση του μέσου επιτοκίου εξυπηρέτησης με τον ρυθμό ανάπτυξης ("-i+g") τα επόμενα χρόνια, προκύπτει ότι η Ελλάδα είναι από τις χώρες της Ευρωζώνης των οποίων ο ρυθμός ανάπτυξης παραμένει υψηλότερος του μέσου επιτοκίου, γεγονός που διασφαλίζει την απομείωσή του ως ποσοστό του ΑΕΠ.

- H δυνατότητα να προεξοφλήσει το ΥΠΟΙΚ το ακριβό δάνειο από το ΔΝΤ (επιτόκιο 4,7% - 5,3%) εν όλω ή εν μέρει, όπως επίσης και τα ομόλογα που κατέχουν οι κεντρικές τράπεζες, με νέα ομολογιακά δάνεια υποπολλαπλάσιου επιτοκίου από τις αγορές, βεβαιώνει για την περαιτέρω μείωση του μέσου επιτοκίου εξυπηρέτησης του χρέους κάτω ακόμα και από το 1,61%.

- Η θετική κατάληξη των δύο πρώτων αξιολογήσεων της μεταμνημονιακής περιόδου από τους "θεσμούς" και η κατά συνέπεια εκταμίευση του ενός δισ. ευρώ από τα "κέρδη" των κεντρικών τραπεζών έχει αρχίσει να εμπεδώνει "κλίμα" μιας χωρίς περιπέτειες πορείας για την οικονομία. Αυτό οδηγεί πλέον σε νέες αναβαθμίσεις του αξιόχρεου από τους οίκους αξιολόγησης.

- Η θετική "κινητικότητα" που υπάρχει όσον αφορά τη δραστική μείωση του όγκου των "κόκκινων δανείων", τόσο με τον νέο "νόμο Κατσέλη", όσο και με τις ρυθμίσεις που αφορούν τη διαχείριση/πώληση των NPLs έχει αρχίσει να βελτιώνει το κλίμα για το συνολικό αξιόχρεο της οικονομίας.

- Ταυτόχρονα ένας κατά κανόνα ισχυρός λόγος ανησυχίας όπως είναι ο εκλογικός κύκλος και μάλιστα ένας παρατεταμένος εκλογικός κύκλος όπως αυτός με τις τέσσερις εκλογικές διαδικασίες μέσα στο 2019, έχει μεταστραφεί σε κλίμα θετικών προσδοκιών, λόγω της σταθερής πλέον τάσης των δημοσκοπικών ευρημάτων. Αναλυτές της αγοράς παρατηρούν ότι είναι μία από τις σπάνιες περιπτώσεις που το "μέλλον", με όρους οικονομίας και αγοράς, εμφανίζεται με βεβαιότητα είτε καλύτερο, σε περίπτωση κυβερνητικής αλλαγής, είτε στάσιμο στη σημερινή κατάσταση σε διαφορετική περίπτωση.

Ο κίνδυνος που υπερβαίνει αυτούς τους 10 λόγους και μπορεί να ανατρέψει τις θετικές προσδοκίες, συνδέεται με το ενδεχόμενο μιας νέας αναταραχής στην Ευρωζώνη, με αφορμή μια κρίση χρέους στην Ιταλία. Είτε εξαιτίας των δημοσιονομικών εξελίξεων, είτε εξαιτίας μιας αναταραχής με αφορμή το χρέος στο τραπεζικό της σύστημα.

Μέχρι στιγμής κάθε τέτοια αναταραχή "χτυπούσε" άμεσα και τα ελληνικά ομόλογα. Μένει να φανεί σε μια νέα κρίση αν οι προαναφερθέντες λόγοι έχουν κόψει ή όχι τον ομφάλιο λώρο μεταξύ της κρίσης χρέους στην Ελλάδα με την Ιταλία.        

Του Γ. Αγγέλη

14/4/2019