Τα μέτρα της ισχύος. Σχετικά με την διαχρονική αξία της καθαρής αξιολόγησης.


Αντί να μετρά μόνο στρατεύματα, πολεμικές κεφαλές και τα παρόμοια, η καθαρή αξιολόγηση (net assessment) τάσσεται υπέρ μιας πιο ολοκληρωμένης προσέγγισης, παραγοντοποιώντας τα πάντα, από τα οπλικά συστήματα μέχρι τα επιχειρησιακά δόγματα, την επιμελητεία και τα καθεστώτα εκπαίδευσης.

Ο Andrew Marshall στο Πεντάγωνο, τον Ιανουάριο του 2015. 
ADRIAN CADIZ / U.S. AIR FORCE

Ο Andrew Walter Marshall, πρώην στρατηγιστής της RAND Corporation, ο οποίος διετέλεσε επικεφαλής του Γραφείου Καθαρής Αξιολόγησης (Office of Net Assessment) του Πενταγώνου από την ίδρυσή του το 1973 μέχρι την συνταξιοδότησή του το 2015, πέθανε τον περασμένο μήνα σε ηλικία 97 ετών. Παρά την αποστροφή του προς την δημοσιότητα και τον αθώο τον τίτλο του γραφείου που διηύθυνε, ο Μάρσαλ συγκαταλέγεται μεταξύ των πιο συνεπών και οξυδερκών συντελεστών της εθνικής στρατηγικής ασφάλειας και άμυνας των ΗΠΑ από τότε που οι Ηνωμένες Πολιτείες εμφανίστηκαν ως παγκόσμια δύναμη πριν από περίπου 80 χρόνια. Το πρωτοποριακό έργο του Μάρσαλ για το πώς να σχεδιάζονται μακροχρόνιες, ανοιχτού τύπου συγκρούσεις ήταν, όπως και ο δημιουργός του, προϊόν του Ψυχρού Πολέμου, αλλά η αξία του διαρκεί. Το σημερινό Πεντάγωνο δεν χρειάζεται πλέον να παρακολουθεί τα βήματα της Σοβιετικής Ρωσίας, αλλά η αντίληψη του Μάρσαλ για τους βασικούς οδηγούς και τα μέτρα της στρατιωτικής ισχύος θα συνεχίσει να υπηρετεί την Ουάσινγκτον καθώς εισέρχεται σε μια νέα εποχή υψηλής τεχνολογίας εχθροπραξιών και αντιμετωπίζει ανερχόμενες ρεβιζιονιστικές δυνάμεις όπως η Κίνα. 

Κατά την διάρκεια της δεκαετούς θητείας του στο Πεντάγωνο, ο Μάρσαλ έγινε γνωστός στους αμυντικούς κύκλους ως Yoda, από τον [ομώνυμο] χαρακτήρα του [φιλμ] Star Wars, διάσημο για τα σύντομα αινιγματικά σχόλιά του και την ιδιαίτερη κατανόησή του για την Δύναμη, ένα είδος μεταφυσικής ισχύος. Αν και ο Μάρσαλ δεν ήταν οπαδός των συγκρίσεων, είχαν κάποια αξία. Ήταν πράγματι ένας άνθρωπος που έλεγε πολύ λίγα λόγια. Και ήταν πιο γνωστός για την ανάπτυξη μιας μεθοδολογίας στρατηγικού σχεδιασμού -την καθαρή αξιολόγηση (net assessment)- που ήταν τόσο δύσκολο να γίνει κατανοητή ώστε πολλοί απλά την χαρακτήριζαν ως «αυτό που κάνει ο Andy Marshall».

Η καριέρα του Marshall ξεκίνησε στην RAND Corporation στα τέλη της δεκαετίας του 1940, σε μια εποχή που διανοητικοί τιτάνες όπως οι θεωρητικοί του Ψυχρού Πολέμου, Herman Kahn και Albert Wohlstetter, περπατούσαν στις αίθουσες του think tank και πάλευαν με τους γρίφους της νηπιακής πυρηνικής εποχής. Ακόμη και σε αυτή την σεβαστή ομάδα, ένας συνάδελφος περιέγραψε τον Μάρσαλ ως «πρώτο μεταξύ ίσων». Στην RAND, ο Μάρσαλ αμφισβήτησε την κοινή, εκείνη την εποχή, παραδοχή ότι τα κράτη λάμβαναν αποφάσεις ακριβώς όπως θα έκανε ένα άτομο λογικό, που θέλει να μεγιστοποιεί τις αξίες. Σε συνεργασία με τον συνάδελφό του Joseph Loftus, υποστήριξε ότι οι κυβερνήσεις ήταν τόσο μεγάλες και πολύπλοκες ώστε καμία κεντρική Αρχή δεν είχε αρκετό χρόνο ή πληροφορίες για να λάβει τις βέλτιστες αποφάσεις. Τα κράτη δεν επέλεγαν τις πιο αποτελεσματικές λύσεις˙ συνήθως επέλεγαν εκείνες που ήταν απλώς αρκετά καλές. Αυτή η δυναμική θα μπορούσε να τύχει εκμετάλλευσης: Οι σοβιετικές βάσεις βομβαρδιστικών, όπως ανακάλυψαν οι Marshall και Loftus, ήταν πολύ πιο ευάλωτες σε μια αιφνιδιαστική επίθεση από τις ΗΠΑ απ’ όσο θα ήταν αν ήταν τοποθετημένες βέλτιστα.

Ο Μάρσαλ έφερε αυτές τις ιδέες στο May Group, μια ερευνητική ομάδα που σχηματίστηκε στην δεκαετία του 1960 με τον καθηγητή του Harvard, Ernest May, τον συνάδελφό του Richard Neustadt, μια μικρή ομάδα άλλων διακεκριμένων συναδέλφων, και έναν νέο φοιτητή εισηγητή, τον Graham Allison. Το 1971, ο Allison, ως τότε και ο ίδιος καθηγητής του Χάρβαρντ, δημοσίευσε μια καινοτόμα ανάλυση της διαδικασίας λήψης αποφάσεων των Σοβιετικών και των ΗΠΑ κατά την διάρκεια της Κρίσης των Πυραύλων της Κούβας. Ο Allison πίστωσε τον Μάρσαλ ως πηγή των γνώσεών του για τον ρόλο που διαδραμάτισαν οι οργανισμοί στην κρίση. Ο Allison ανέφερε επίσης την σπερματική εργασία της στρατιωτικής ιστορικού Roberta Wohlstetter, «Pearl Harbour: Warning and Decision» -η οποία δεν εμπνεύστηκε από κανέναν άλλο παρά από τον Μάρσαλ. Η καθοδήγηση των άλλων (mentoring) έγινε μια από τις πιο ικανοποιητικές προσπάθειες του Marshall. Με την πάροδο του χρόνου, πολλοί από τους βοηθούς του (απόφοιτοι της «Προετοιμασίας του Αγίου Ανδρέα» (St. Andrew’s Prep), όπως αυτοαποκαλούνταν), πήγαν σε θέσεις υψηλού επιπέδου στον ακαδημαϊκό χώρο, την διπλωματία και τον στρατό.

Στο έργο του, ο Μάρσαλ στρέφει όλο και περισσότερο την προσοχή του στην στρατιωτική ισορροπία της ισχύος. Ο στόχος του ήταν να βρεθεί ένα καλύτερο μέτρο στρατιωτικής ικανότητας από [εκείνο] των πιο ποσοτικών μεθόδων, όπως η ανάλυση των συστημάτων έτεινε να παράγει. Η πρόοδος ήταν αργή. Αλλά κατά τις αρχές της δεκαετίας του 1970, ο Μάρσαλ, τότε μέλος του προσωπικού του Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας του Χένρι Κίσινγκερ, είχε αναπτύξει το πνευματικό υπόβαθρο για τις καθαρές εκτιμήσεις (net assessments). Αντί να μετρά μόνο στρατεύματα, πολεμικές κεφαλές και τα παρόμοια, ο Μάρσαλ τάχθηκε υπέρ μιας πιο ολοκληρωμένης προσέγγισης, παραγοντοποιώντας τα πάντα, από τα οπλικά συστήματα μέχρι τα επιχειρησιακά δόγματα, την επιμελητεία και τα καθεστώτα εκπαίδευσης.

Ο Μάρσαλ απέφυγε σχολαστικά να καθορίσει άκαμπτες κατευθυντήριες γραμμές για τις καθαρές αξιολογήσεις (net assessments), καθιστώντας τη μεθοδολογία του μια ζωντανή μεθοδολογία που έχει ραφιναριστεί με την πάροδο του χρόνου. Ωστόσο, οι αξιολογήσεις είχαν καθοριστικά χαρακτηριστικά. Ήταν ολιστικές, λαμβάνοντας υπόψη παράγοντες όπως η δημογραφία, οι εγχώριες αναταραχές, και η οργανωτική κουλτούρα. Πάνω απ’ όλα, δεν απέφευγαν την αβεβαιότητα˙ την αγκάλιαζαν. Ο Μάρσαλ απέρριψε την ιδέα ότι το αποτέλεσμα ενός πολέμου θα μπορούσε να προβλεφθεί εκ των προτέρων. Αλλά ήλπιζε ότι θα μείωνε την αβεβαιότητα όπου αυτό είναι δυνατόν, ενώ έψαχνε για πηγές πλεονεκτημάτων και ανταγωνιστικότητας των ΗΠΑ που θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν.

Προς απογοήτευσιν μερικών, οι αξιολογήσεις του Marshall ήταν διαγνωστικές στην εστίασή τους και σπάνια [έμοιαζαν] σαν συνταγές. «Θα προτιμούσα να έχω αξιοπρεπείς απαντήσεις στις σωστές ερωτήσεις παρά καταπληκτικές απαντήσεις σε άσχετες ερωτήσεις», είπε στους συνεργάτες του. Στο μυαλό του, οι αναλυτές έπρεπε να είναι προσεκτικοί ώστε να μην πιέσουν για δραστικές οδηγίες πολύ γρήγορα, ώστε αυτή η προκατάληψη υπέρ της δράσης να μην καταστρέψει την αντικειμενική ανάλυση και να μην καταλήξει στην υπονόμευση ολόκληρης της επιχείρησης. Το κλειδί ήταν να υπάρξει μια ακριβής διάγνωση. Χωρίς αυτήν, η αμυντική στρατηγική και ο προγραμματισμός -η συνταγή- μπορεί τελικά να επικεντρωθούν στο λάθος πρόβλημα.

Οι περισσότερες καθαρές αξιολογήσεις (net assessments) ταιριάζουν σε μια από δύο κατηγορίες. Οι περιφερειακές αξιολογήσεις (regional assessments), όπως η σύγκριση των δυνάμεων του ΝΑΤΟ και του Συμφώνου της Βαρσοβίας στην Κεντρική Ευρώπη, καταγράφουν την στρατιωτική ισορροπία σε διάφορα γεωγραφικά σημαντικά σημεία. Οι λειτουργικές αξιολογήσεις (functional assessments) επικεντρώνονται σε μια συγκεκριμένη πτυχή του ανταγωνισμού, όπως το αμερικανικό-σοβιετικό πυρηνικό ισοζύγιο. Σε ένα από τα σημαντικότερα έργα του, ο Μάρσαλ αξιολόγησε το σχετικό βάρος που επιβάλλουν οι στρατιωτικές επενδύσεις των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ρωσίας στις αντίστοιχες οικονομίες τους. Ποια πλευρά είχε περιθώρια;

Στα μέσα της δεκαετίας του ’70, η Σοβιετική Ένωση εμφανίστηκε, επιφανειακά, ως σαν να κέρδιζε το πάνω χέρι. Η Μόσχα δεν είχε πλέον μόνο ανώτερες συμβατικές δυνάμεις˙ είχε επίσης φθάσει σε μια χονδρική πυρηνική ισοτιμία με την Ουάσινγκτον. Ίσως πιο απογοητευτικές ήταν οι αναφορές της CIA ότι οι Ρώσοι όχι μόνο υπερέβησαν την στρατιωτική παραγωγή των ΗΠΑ με ευρεία διαφορά, αλλά το έκαναν και με πολύ χαμηλότερο κόστος. Εκλαμβανόμενες στην ονομαστική αξία τους, οι εκτιμήσεις αυτές υποδήλωναν ότι η Ρωσία ήταν πολύ πιο αποτελεσματική στην δημιουργία στρατιωτικής ισχύος. Εάν αυτό συνέβαινε, τότε η στρατιωτική ισορροπία θα συνέχιζε να μετατοπίζεται προς όφελος των Σοβιετικών.

Ο Μάρσαλ αμφισβήτησε το αφήγημα της CIA, τελικά πείθοντας την κοινότητα των μυστικών υπηρεσιών ότι το κόστος της στρατιωτικής συσσώρευσης της Σοβιετικής Ένωσης ήταν σημαντικά υψηλότερο και ότι η οικονομία της Ρωσίας ήταν σημαντικά μικρότερη από ό, τι γενικά πιστευόταν. Τον Μάιο του 1976, η CIA αύξησε απότομα και δραματικά την εκτίμηση της στρατιωτικής επιβάρυνσης της Σοβιετικής Ένωσης από 6% του ΑΕΠ της σε κάπου μεταξύ 11% και 13% του ΑΕΠ. Το νόημα είχε βγει. Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν έμεναν πίσω. Αν μη τι άλλο, ο χρόνος ήταν στο πλευρό τους. Δεκαπέντε χρόνια αργότερα, η ιστορία απέδειξε ότι ο Μάρσαλ είχε δίκιο.

Αντί να απλώς τονίζει τις απειλές, ο Μάρσαλ προσπάθησε να εντοπίσει και να εκμεταλλευτεί σοβιετικές αδυναμίες. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, υποστήριξε, θα πρέπει να ακολουθούν στρατηγικές που επιβάλλουν δυσανάλογο κόστος στους Ρώσους. Η ιδέα ήταν απλή αλλά βαθιά. Αφότου η κυβέρνηση Carter ακύρωσε το πρόγραμμα των βομβαρδιστικών Β-1 το 1977, ο Μάρσαλ προέτρεψε τον υπουργό Άμυνας, Χάρολντ Μπράουν, να «παραμείνει στην υπόθεση των βομβαρδιστικών». Οι αμερικανικοί πυρηνικοί πύραυλοι θα μπορούσαν να χτυπήσουν τους Σοβιετικούς πολύ πιο αποτελεσματικά από τα βομβαρδιστικά, αναγνώρισε ο Μάρσαλ, αλλά οι Αμερικανοί υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής έπρεπε να βλέπουν τη μεγαλύτερη εικόνα: Η σοβιετική Ρωσία είχε τα μακρύτερα σύνορα του κόσμου και ένα κατασταλτικό καθεστώς που ήταν αποφασισμένο να ελέγχει την πρόσβαση στην επικράτειά του. Για τον σκοπό αυτό, είχε αναπτύξει ένα τεράστιο σύστημα αεράμυνας, κυρίως για να αμυνθεί έναντι των αμερικανικών αεροσκαφών. Η διατήρηση του στόλου των βομβαρδιστικών αεροσκαφών των ΗΠΑ θα παρακινούσε τους Σοβιετικούς να συνεχίσουν να επενδύουν στο σύστημα αεράμυνας, το οποίο ήταν πολύ πιο δαπανηρό από τα αμερικανικά βομβαρδιστικά αεροπλάνα. Οι Ρώσοι θα έμεναν με λιγότερα χρήματα για να επενδύσουν σε [άλλες] επιθετικές ικανότητες, όπως οι στρατοί από τανκς. Ο Μάρσαλ σημείωσε επίσης ότι το stealth βομβαρδιστικό B-2, τον οποίο οι Ηνωμένες Πολιτείες εξέλισσαν εκείνη την εποχή, τελικά θα καθιστούσε μεγάλο μέρος του σοβιετικού συστήματος αεράμυνας παρωχημένο. Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’80, τέτοιες «ανταγωνιστικές στρατηγικές», όπως τις ονόμασε ο Μάρσαλ, είχαν γίνει το επίκεντρο της αμυντικής στρατηγικής των ΗΠΑ.

Η ανωνυμία έξω από τις αίθουσες του Πενταγώνου δεν ενοχλούσε ποτέ τον Μάρσαλ, αφού πάντα είχε πρόσβαση σε αυτό που θεωρούσε ως το κύριο ακροατήριό του: Τους ανώτερους υπευθύνους χάραξης της αμυντικής πολιτικής. Παρόλο που ήταν πολιτικά διορισμένος σε μια πόλη που πολύ συχνά εκτιμά τους αυτο-διαφημισμένους περισσότερο από τους ανθρώπους ουσίας, ο Μάρσαλ κλήθηκε να παραμείνει τόσο από Δημοκρατικές όσο και Ρεπουμπλικανές διοικήσεις -μια απόδειξη για τον σεβασμό που ενέπνεε στον κόσμο της εθνικής ασφάλειας. Δύο φορές, ωστόσο, το γραφείο του κινδύνεψε να περιθωριοποιηθεί από διοικήσεις που δεν είχαν ακόμη εκτιμήσει την αξία του έργου του. Και τις δύο φορές, ανώτερα μέλη του Κογκρέσου σήκωσαν τα φρύδια τους, και τα σχέδια για αναδιάρθρωση του γραφείου γρήγορα ανατράπηκαν.

Καθώς ο Ψυχρός Πόλεμος έφτανε προς το τέλος του, ο Μάρσαλ είχε ήδη τη ματιά του σε μακρινούς ορίζοντες. Ήδη από το 1987, υποστήριξε ότι η ανερχόμενη Κίνα θα γινόταν ένας πιο σημαντικός αντίπαλος σε σύγκριση με την σοβιετική Ρωσία στις επόμενες δεκαετίες. Ήταν εξίσου προφητικός στην πρόβλεψη μιας νέας εποχής πολέμου ακρίβειας, μια πρόβλεψη που επιβεβαιώθηκε στον πόλεμο του Κόλπου τέσσερα χρόνια αργότερα.

Η σπουδαιότερη κληρονομιά —η καθαρή αξιολόγηση (net assessment)— του Marshall προέκυψε από τον Ψυχρό Πόλεμο, αλλά έχει αντέξει στην δοκιμασία του χρόνου. Οι Αμερικανοί υπεύθυνοι χάραξης αμυντικής πολιτικής θα θέλουν πάντα να γνωρίζουν πού βρίσκονται οι Ηνωμένες Πολιτείες στην στρατιωτική ισορροπία με αντίπαλες δυνάμεις, πώς να μετρήσουν τις τάσεις που μπορούν να αλλάξουν αυτή την ισορροπία, και πώς αυτές οι τάσεις μπορούν να επηρεαστούν. Η πρώτη μεταψυχροπολεμική καθαρή αξιολόγηση, που δημοσιεύθηκε το 1992, προκάλεσε μια συζήτηση για την «επανάσταση στις στρατιωτικές υποθέσεις» -τον τρόπο με τον οποίο οι νέες τεχνολογίες μεταμόρφωναν τον χαρακτήρα του πολέμου. Προέβλεψε επίσης τις απειλές που θα προέκυπταν εάν δυνητικοί αντίπαλοι, όπως η Κίνα, κατάφερναν να χρησιμοποιήσουν αυτές τις τεχνολογίες για να εμποδίσουν την πρόσβαση των ΗΠΑ στον εναέριο χώρο και στις θαλάσσιες ζώνες -μια σημαντική πρόκληση σήμερα για τον αμερικανικό στρατό στον Ινδο-Ειρηνικό.

Πώς θα μοιάζει μια καθαρή αξιολόγηση της τρέχουσας αμερικανο-κινεζικής αντιπαλότητας; Αναμφίβολα θα αρχίζει με το να διερευνά τους γεωπολιτικούς στόχους της Κίνας και το χαρτοφυλάκιο των σημερινών και δυνητικών συμμάχων της, διερωτώμενη πώς αυτά θα μπορούσαν να αμφισβητήσουν τα βασικά συμφέροντα ασφάλειας των ΗΠΑ. Στην συνέχεια, η αξιολόγηση μπορεί να στραφεί στην σημερινή στρατιωτική ισορροπία σε γεωγραφικές περιοχές-κλειδιά και σε διαφορετικά περιβάλλοντα (σκεφθείτε τις υποθαλάσσιες εχθροπραξίες). Το μέγεθος των ενόπλων δυνάμεων κάθε πλευράς, το φτιάξιμό τους (εθελοντές ή κληρωτοί;), ο τύπος και η ποιότητα του εξοπλισμού τους, καθώς και η εκπαίδευση και τα στρατιωτικά δόγματά τους θα βρεθούν σε αυτή την ανάλυση. Ένας σχεδιασμός που βασίζεται σε σενάρια θα συμβάλει στον εντοπισμό των βασικών ασυμμετριών μεταξύ των δύο πλευρών, έτσι ώστε τα πλεονεκτήματα των ΗΠΑ να μπορούν να αξιοποιηθούν και να μειωθούν οι αδυναμίες τους.

Ο σημερινός ανταγωνισμός με την Κίνα δεν έχει προβλέψιμο τέλος. Επομένως, οποιαδήποτε καθαρή αξιολόγηση (net assessment) θα πρέπει να μελετήσει τους παράγοντες που θα μπορούσαν να μεταβάλλουν την στρατιωτική ισορροπία στις επόμενες δεκαετίες. Αυτό σημαίνει ότι τα δημογραφικά στοιχεία, η εσωτερική κοινωνική σταθερότητα, η υποβάθμιση του περιβάλλοντος και η μακροπρόθεσμη οικονομική ανάπτυξη έχουν ακριβώς την ίδια σημασία όσο και οι πιο προφανείς εξελίξεις στην παραγωγή όπλων και τις τεχνολογίες διπλής χρήσης (dual-use technologies).

Ίσως η διαχρονική αξία του έργου του Marshall να κριθεί καλύτερα από τους κύριους πελάτες του. Όταν η κυβέρνηση Ομπάμα μελέτησε να κλείσει το γραφείο το 2013, έξι πρώην υπουργοί Άμυνας υπέγραψαν μια επιστολή αντιτιθέμενοι στο σχέδιο. Η επιστολή προσφέρει έναν ταιριαστό επικήδειο. Το γραφείο του Μάρσαλ, δηλώνει, «έχει επανειλημμένα καταβάλει τεράστια μερίσματα σε ορισμένες από τις πιο δύσκολες περιόδους της πρόσφατης ιστορίας μας. Τώρα μπαίνουμε σε άλλη μια τέτοια περίοδο, στην οποία οι συνεισφορές του Γραφείου Καθαρής Αξιολόγησης θα χρειαστούν ακριβώς τόσο πολύ όσο έχουν [χρειαστεί και] στο παρελθόν».


Στα αγγλικά:

Σύνδεσμοι:

Andrew F. Krepinevich Jr.   
Ο ANDREW F. KREPINEVICH, JR., υπηρέτησε στο Γραφείο Καθαρής Αξιολόγησης (Office of Net Assessment) από το 1989 έως το 1993. Είναι συν-συγγραφέας, με τον Barry D. Watts, του βιβλίου με τίτλο ''The Last Warrior: Andrew Marshall and the Shaping of Modern American Defense Strategy'' [1].

21/04/2019