Το εκκρεμές των Δαρδανελίων. Πώς η συριακή κρίση συσχετίζεται γεωπολιτικά με τα Στενά*.
Σχήμα 1. Απεικονίζοντας το όριο της Heartland όταν οι Μεσογειακές θαλάσσιες δυνάμεις εισέρχονται στην Μαύρη Θάλασσα (με +++++++++), καθώς και όταν οι χερσαίες δυνάμεις προωθούνται από τις στέπες στον Ταύρο και στις Διναρικές Άλπεις (με -----------). Πηγή: Mackinder, H., (1942) Democratic Ideals and Reality, p. 79
Περίληψη: Η Τουρκία εμφανίζεται να προσπαθεί, παράλληλα με τον ανταγωνισμό των μεγάλων δυνάμεων, να μεγεθυνθεί και η ίδια ευελπιστώντας να αποκομίσει κέρδη από την εκ νέου νομή της κυριαρχίας η οποία κυοφορείται στην περιοχή. Η προσπάθεια σε μεγάλο βαθμό κρύβει την ανασφάλεια του Προέδρου της και του κύκλου συμφερόντων του, καθώς η Τουρκία, παρά την αδιαμφισβήτητη πρόοδο σε κάποιους τομείς, δεν είναι σε θέση υπό τις παρούσες συνθήκες να χαράξει ανεξάρτητη γεωπολιτική στρατηγική.
Τα στενά του Ελλησπόντου χαρακτηρίζονται από μια εγγενή αστάθεια αναφορικά με τις κυρίαρχες δυνάμεις που θέλουν να τα ελέγξουν. Αυτή η αστάθεια λαμβάνει ιστορικά τη μορφή ενός ιδιότυπου εκκρεμούς, καθώς οι αντίπαλες κυρίαρχες δυνάμεις, όπως και στην φυσική των ταλαντώσεων, αποκτούν τον έλεγχο ή μέρος αυτού για κάποιο χρονικό διάστημα και στην συνέχεια τον χάνουν, αφού αυτός πηγαίνει στην αντίθετη πλευρά. Το άρθρο επιχειρεί να αναδείξει αυτό το γεωπολιτικό δομικό αρχέτυπο της συγκεκριμένης περιοχής, ενώ στο τέλος επιχειρεί την ανάλυση διαφορετικών σεναρίων σε σχέση με τις τρέχουσες εξελίξεις.
ΤΑ ΙΔΙΑΙΤΕΡΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ
Το ζήτημα των Στενών του Ελλησπόντου, ή Δαρδανελλίων (ή ζήτημα των Στενών – Question of Straits στην διεθνή σχετική βιβλιογραφία), αποτελούσε ίσως ένα από τα μεγαλύτερα και πλέον κρίσιμα ζητήματα του λεγόμενου «Ανατολικού Ζητήματος» (Eastern Question), ενώ σύμφωνα με κάποιες προσεγγίσεις αποτελούσε τον κατεξοχήν πυρήνα του «Ανατολικού Ζητήματος» (Mackinder, 1942). Η σταδιακή αποδυνάμωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κατά την διάρκεια του 18ου και του 20ου αιώνα σηματοδότησε την έναρξη συζητήσεων και διεργασιών αναφορικά με την τύχη των εδαφών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας επί των οποίων, κατά το αυτοκρατορικό μοντέλο, διαβιούσαν δεκάδες διαφορετικές εθνότητες. Τα εν λόγω εδάφη περιλάμβαναν κάποια από τα πλέον στρατηγικά σημεία του πλανήτη, όπως π.χ. το Σουέζ στην Αίγυπτο, τα Δαρδανέλια, αλλά και νησιά ιδιαίτερα αυξημένης στρατηγικής σημασίας όπως π.χ. η Κύπρος και η Κρήτη.
Ένα εύλογο ερώτημα αναφορικά με το Ανατολικό Ζήτημα είναι το γιατί ανέκυψε με τόση ένταση την συγκεκριμένη χρονική περίοδο (18ο – 20ο αιώνα) και όχι νωρίτερα, π.χ. κατά την περίοδο της κατάρρευσης της Βυζαντινής/ Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, όπου και τότε υπήρχαν μνηστήρες που εποφθαλμιούσαν τα εδάφη της.
Ο λόγος για αυτό, και μάλιστα ο σημαντικότερος, είναι ότι κατά την περίοδο που ανακύπτει το λεγόμενο Ανατολικό Ζήτημα έχουν σχηματισθεί πλήρως οι κύριες Δυνάμεις οι οποίες πλέον έχουν την ισχύ, το εύρος, αλλά και την αντίληψη να ασκούν σε κάποιο βαθμό πλανητική στρατηγική. Από τη μια πλευρά οι Δυτικοευρωπαϊκές Δυνάμεις οι οποίες έχουν τιθασεύσει τις ωκεάνιες οδούς, έχουν ανακαλύψει νέες ηπείρους και έχουν εγκαθιδρύσει σε παγκόσμιο επίπεδο ένα δίκτυο αποικιών, και από την άλλη η Ρωσία, η οποία πλέον διαφεντεύει το μεγαλύτερο μέρος της χερσαίας κάλυψης του βορείου ημισφαιρίου, μίας περιοχής πλούσιας σε φυσικούς πόρους, αλλά και φυσικά οχυρωμένης, που της δίνει το δικαίωμα προβολής ισχύος προς όλες τις κατευθύνσεις (Mackinder, 1904). Την περίοδο της κατάρρευσης της Βυζαντινής/Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, τέτοιες δυνάμεις με αυτά τα χαρακτηριστικά δεν υπήρχαν. Η Δύση στην συγκεκριμένη κατάσταση και στον εν λόγω ιστορικό χρόνο μάλλον επέδειξε μια (επιτηδευμένη;) άγνοια του διακυβεύματος [1], πέραν του ότι επί της βάσης της διαθέσιμης ισχύος δεν ήταν ικανή να αντιμετωπίσει την αντίστοιχη οθωμανική ισχύ στην συγκεκριμένη συγκυρία.
Επομένως, η ανάδειξη δυνάμεων με πλανητική συνειδητοποίηση και πλανητικό προσανατολισμό είναι το γεγονός που αναδεικνύει το Ανατολικό Ζήτημα κατά την περίοδο του 18ου – 20ου αιώνα. Όλως παραδόξως, αυτή η περίοδος είναι ταυτόχρονα και η περίοδος κατά την οποία η οθωμανική ισχύς, η οποία κατέχει τα Στενά, αρχίζει να φθίνει σταδιακά. Και φυσικά, στην ανάδειξη αυτών των παγκόσμιων δυνάμεων παίζει πρωτεύοντα ρόλο η τεχνολογική ανάπτυξη, βασικός φορέας της οποίας ήταν, είναι και θα είναι η πολεμική χρεία.
Ένα εξίσου σημαντικό ερώτημα είναι το γιατί το Ανατολικό Ζήτημα επικεντρώνεται κατά κύριο λόγο στα Στενά των Δαρδανελίων και στη γειτνιάζουσα Μικρασιατική Χερσόνησο. Σύμφωνα με τον Sir Halford Mackinder (1942) η περιοχή αυτή είναι σημείο επαφής της Heartland των Χερσαίων Δυνάμεων (εκ των οποίων η Ρωσία αποτελεί την κυρίαρχη δύναμη) με το Inner Crescent των Θαλάσσιων Δυνάμεων. Όπως φαίνεται και στο ακόλουθο Σχήμα 1, όποιος ελέγχει τα Στενά, σύμφωνα πάντα με τον Mackinder, επεκτείνει την ζώνη επιρροής και ελέγχου του. Όταν οι θαλάσσιες δυνάμεις (Naval Forces) έχουν την δυνατότητα να εισέλθουν στην Μαύρη Θάλασσα, η επιρροή τους φτάνεις μέχρι και την Κριμαϊκή χερσόνησο.
Αντίστοιχα όταν οι χερσαίες δυνάμεις (Land Forces) ελέγχουν τα Στενά και την Τουρκία, αποκτούν ουσιαστικά πρόσβαση στα θερμά ύδατα της Μεσογείου, ακυρώνοντας με αυτόν τον τρόπο τις μακροχρόνιες (πέραν των τριών αιώνων) προσπάθειες να κρατήσουν τις χερσαίες δυνάμεις περιορισμένες και να διεκδικήσουν παγκόσμια κυριαρχία. Ως εκ τούτου, η πύλη των Δαρδανελίων είναι αληθινά ένας διάδρομος που ενώνει/διακόπτει δύο διαφορετικούς «κόσμους» με αντίπαλους προσανατολισμούς, για την ακρίβεια τις αντικρουόμενες πλανητικές δυνάμεις από την στιγμή της σχεδόν ταυτόχρονης ανάδειξής τους. Παρά το γεγονός ότι υπάρχουν εξίσου «ενδιαφέροντα» στρατηγικά σημεία στον κόσμο, π.χ. Σουέζ, Παναμάς, Γιβραλτάρ, κάποια εκ των οποίων με ασύγκριτα μεγαλύτερο οικονομικό ειδικό βάρος (π.χ. Σουέζ, Παναμάς) από αυτό των Δαρδανελίων, το τελευταίο είναι πιθανόν το μόνο σημείο στο οποίο έρχονται σε άμεση «επαφή» οι Land Forces με τις Naval Forces [2]. Πέραν αυτού η Μαύρη Θάλασσα θεωρείται ως η πίσω πόρτα προς την Μέση Ανατολή, αλλά και την Ασία (Asmus, 2004).
Για τον λόγο αυτό, από την πρώτη στιγμή της πλανητικής συνειδητοποίησης και στρατηγικής σκέψης των Μεγάλων Δυνάμεων, το ζήτημα των Στενών μεταφέρεται αυτομάτως στην κορυφή των θεμάτων υψηλής στρατηγικής τόσο της Ρωσίας όσο και των Δυτικών Δυνάμεων.
Είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι, όπως ακριβώς είχε συμβεί και με τον προκάτοχο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, την αποκαλούμενη Βυζαντινή αυτοκρατορία (στην πραγματικότητα Ανατολική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία), η δυνατότητα ουσιαστικού ελέγχου των Στενών, ιδιαίτερα κατά τους τελευταίους αιώνες της ύπαρξής της, έβαινε σταδιακά μειούμενη. Αναφέρονται ενδεικτικά, χωρίς να είναι σκοπός να αναλυθούν σε βάθος, το σύστημα διομολογήσεων στις Ιταλικές Δημοκρατίες, η κατάληψη μέρους των στενών από ξένες δυνάμεις κατά τους αιώνες προ της αλώσεως (Οθωμανοί, Δυτικοί), καθώς και ο πλήρης στραγγαλισμός των Στενών λίγο διάστημα πριν από την οριστική πτώση (κατασκευή οθωμανικών οχυρών Rumeli Hissar, Anadolu Hissar). Με παρόμοιους τρόπους, και η Οθωμανική, αλλά και Τουρκική κυριαρχία και φυσικά ο έλεγχος των Στενών πέρασε από τα στάδια πλήρους ελέγχου σε καταστάσεις περιορισμένης κυριαρχίας ακόμα και σε καταστάσεις παντελούς απώλειάς της.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΣΥΝΘΗΚΗ ΚΙΟΥΤΣΟΥΚ-ΚΑΪΝΑΡΤΖΗ
ΣΤΗΝ ΣΥΝΘΗΚΗ ΤΟΥ ΑΓ. ΣΤΕΦΑΝΟΥ
Με την συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή του 1774 δίνονταν για πρώτη φορά δυνατότητες επέμβασης της Ρωσίας εντός της οθωμανικής επικράτειας, κυρίως αναφορικά με την προστασία ορθόδοξων πληθυσμών. Σε αυτό το σημείο το εκκρεμές για πρώτη φορά κινείται προς την πλευρά της τσαρικής Ρωσίας. Με την Αγγλο-Τουρκική Συμφωνία του 1809, καθορίζεται αυτό που είναι γνωστό στην σχετική βιβλιογραφία ως ο «αρχαίος κανόνας» (The ancient Rule), ο οποίος αποτελεί έμπνευση του Δούκα του Wellington. Σύμφωνα με αυτόν τον κανόνα, «τα Στενά θα πρέπει να είναι κλειστά για τα πολεμικά πλοία», επιχειρώντας με αυτόν τον τρόπο τον αποκλεισμό της Ρωσίας μέσα στη Μαύρη Θάλασσα, ούτως ώστε να μην είναι σε θέση να απειλήσει με κανέναν τρόπο τις διόδους επικοινωνίας της Βρετανίας στην Ινδία και ευρύτερα. Εδώ το εκκρεμές του Ελλησπόντου έχει αλλάξει κατεύθυνση και βρίσκεται σαφώς προς την πλευρά της Δύσης.
Όπως, όμως, αναφέρει και ο Alstyne (1947), η εφαρμογή αυτού του κανόνα επαφίονταν στην ικανότητα της Μεγάλης Βρετανίας να κρατάει σε ασφαλή απόσταση την ρωσική επιρροή από την Τουρκία, κάτι διόλου εύκολο. Το 1833 στο πλαίσιο ενός αμοιβαίου αμυντικού συμφώνου (Unkiar Skelessi) μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας, τα ρωσικά πολεμικά πλοία εξαιρούνται του «αρχαίου κανόνα» και μπορούν πλέον να εισέρχονται στα θερμά ύδατα της Μεσογείου, καθιστώντας ουσιαστικά την Υψηλή Πύλη ρωσικό προτεκτοράτο και οδηγώντας εκ νέου το εκκρεμές του Ελλησπόντου στην ρωσική πλευρά. Το 1841, μέσα από την διπλωματική μαεστρία του Λόρδου Palmerston και στο πλαίσιο μιας συμφωνίας 5 δυνάμεων, η συμφωνία του Unkiar Skelessi τερματίζεται και επιβεβαιώνεται εκ νέου ο «αρχαίος κανόνας» του κλεισίματος των Στενών, αλλά ταυτοχρόνως απαιτείται από την Τουρκία σε περίοδο πολέμου να ανοίγει σε αυτές τις δυνάμεις τα Στενά, προκειμένου να διέλθουν Δυτικά πολεμικά πλοία, κάτι που λαμβάνει χώρα 13 χρόνια αργότερα με την Κριμαϊκή Εκστρατεία, οπότε ο αγγλικός και γαλλικός πολεμικός στόλος εισήλθαν στη Μαύρη Θάλασσα και κατάφεραν να νικήσουν την Ρωσία στην Κριμαία.
Το εκκρεμές του Ελλησπόντου για μια ακόμα φορά είχε στραφεί και μάλιστα με δύναμη προς την πλευρά της Δύσης. Όχι όμως για μεγάλο χρονικό διάστημα, καθώς το 1878 και στο πλαίσιο της υποδαύλισης των βαλκανικών εθνικισμών, τα ρωσικά στρατεύματα δια της βαλκανικής οδού φτάνουν μέχρι σχεδόν τα τείχη της Κωνσταντινούπολης, όπου και υπογράφεται η συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, οπότε η συμφωνία του 1841 με τις Δυτικές δυνάμεις σε σχέση με τον «Αρχαίο Κανόνα» χάνει σε πολύ μεγάλο βαθμό τον βηματισμό της, φέρνοντας και πάλι με αυτόν τον τρόπο το εκκρεμές προς την πλευρά της Ρωσίας.
Ο Α’ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ
Η ανάδειξη της Γερμανίας ως δύναμης με απαιτήσεις επέκτασης σε ευρωπαϊκό και ευρύτερο επίπεδο εισήγαγε νέες παραμέτρους. Έτσι, παρά το γεγονός ότι μέχρι εκείνη την στιγμή η Γερμανία ακολουθούσε άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο τις επιλογές της Ρωσίας (Langer, 1929), αυτό παύει να ισχύει στις αρχές του 20ου αιώνα με τις εξελίξεις που οδηγούν με την σειρά τους στο ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η σύμπηξη ενός ανεξάρτητου άξονα Γερμανίας–Τουρκίας, αφενός επιβεβαιώνει την διαχρονική αντίθεση της Γερμανίας στον πυρήνα των γεωπολιτικών επιδιώξεων της Δύσης, ως ένωση των θαλάσσιων δυνάμεων (Mackinder, 1942; Μπέλλος, 2018), αφετέρου διαταράσσει την «προβλεπόμενη» πορεία του γεωπολιτικού εκκρεμούς του Ελλησπόντου.
Στην περίοδο εκείνη διαφαίνεται πλέον η βούληση της Ρωσίας για την δυναμική και οριστική επίλυση του θέματος των Στενών ακόμα και με στρατιωτική κατοχή της Κωνσταντινούπολης (Kerner, 1930; Langer, 1929), σχέδιο το οποίο τυγχάνει μίας επιδερμικής αποδοχής από τις Κεντρικές Ευρωπαϊκές Δυνάμεις, την Γερμανία και την Αυστρία, οι οποίες ταυτόχρονα και σε αντάλλαγμα αναμένουν εδαφικά ανταλλάγματα στην περιοχή των Βαλκανίων (Βοσνία Ερζεγοβίνη, λιμένας Θεσσαλονίκης).
Αντίθετα, η Βρετανία παραμένει σταθερά ενάντια σε τέτοιους είδους εξελίξεις. Ωστόσο, καταγράφονται στην σχετική βιβλιογραφία αναφορές (Curzon, 1919; Langer, 1929) όπου η βρετανική αντίδραση σε αυτό το σενάριο, την συγκεκριμένη περίοδο ήταν αρνητική μεν, αλλά όχι με την ένταση που σημειωνόταν σε άλλες περιόδους. Σύμφωνα με τον Kerner (1930), το 1915 η Αγγλία με την Γαλλία και την Ιταλία και μετά την επίθεση των Τούρκων στους Ρώσους αφού συμμάχησαν με την Γερμανία του Κάιζερ, είχαν ουσιαστικά συμφωνήσει με την απόδοση της Κωνσταντινούπολης στους Ρώσους.
Οι δύο αντίπαλες παρατάξεις ενόψει της ανάδειξης νέων παραμέτρων (άξονας Γερμανίας, Βουλγαρίας, Τουρκίας) για πρώτη φορά συνασπίζονται, και τα δύο άκρα του εκκρεμούς παραδόξως ταυτίζονται. Ωστόσο αυτή η συμφωνία δεν υλοποιήθηκε ποτέ, καθώς η Οκτωβριανή Επανάσταση οδήγησε αφενός σε συνθηκολόγηση των Ρώσων με την Γερμανία, αλλά και σε πλήρη αντιστροφή πολιτικών σε σχέση με την Τουρκία, καθώς η Σοβιετική πλέον Ρωσία στάθηκε στο πλευρό της Τουρκίας απέναντι στους συμμάχους της Entente. Η ολοκληρωτική ήττα της Γερμανίας και η σύμπλευση της Ρωσίας με την Τουρκία, επανέφερε την λειτουργία του εκκρεμούς στην «κανονική» του νομοτέλεια.
ΣΥΝΘΗΚΗ ΣΕΒΡΩΝ
Στην Συνθήκη των Σεβρών (ουσιαστικά σε μια σειρά συμφωνιών που υπεγράφησαν μετά την συμφωνία ανακωχής του Μούδρου την 30η Οκτωβρίου 1918), η Τουρκία εμφανίζεται αποδυναμωμένη από την περιπέτεια του Α’ ΠΠ έχοντας υποστεί μια σειρά από επώδυνες ήττες. Οι σύμμαχοι της Entente (ήτοι των θαλάσσιων δυνάμεων), έχουν φέρει για μία ακόμη φορά το εκκρεμές στην πλευρά τους και προσπαθούν να διασφαλίσουν τα γεωπολιτικά τους συμφέροντα στα Στενά στον μέγιστο βαθμό. Η συνθήκη των Σεβρών προέβλεπε την διεθνοποίηση των Στενών με δυνατότητα ελεύθερης κυκλοφορίας όλων των πλοίων ανεξαρτήτως σημαίας. Παράλληλα, προέβλεπε πλήρη αποστρατιωτικοποίηση της περιοχής, αλλά και κατοχή της Κων/πολης από διεθνή δύναμη. Οποιαδήποτε πολεμική ενέργεια αποκλειόταν, παρά μόνο κατόπιν σχετικής έγκρισης της Κοινωνίας των Εθνών. Η Συνθήκη, ωστόσο, δεν επικυρώθηκε από τα περισσότερα συμμετέχοντα μέρη, ενώ πολλά σημαντικά κράτη με δυνατότητα λόγου και παρέμβασης δεν συμμετείχαν (π.χ Σοβιετική Ρωσία, ΗΠΑ).
Η Συνθήκη των Σεβρών απετέλεσε αναμφίβολα προς στιγμήν μια νίκη των Θαλάσσιων Δυνάμεων απέναντι στις τότε Κεντρικές δυνάμεις (Γερμανία, Βουλγαρία, Τουρκία), αλλά με βεβαιότητα οι ενεργούμενες διεργασίες είχαν κατά βάση την αντιμετώπιση του ρωσικού κινδύνου, ο οποίος στην συγκεκριμένη χρονική συγκυρία ήταν απασχολημένος με την ριζική εσωτερική του αναδιάταξη, λόγω της επικράτησης της επανάστασης των Μπολσεβίκων.
ΣΥΝΘΗΚΗ ΛΩΖΑΝΝΗΣ
Η ιστορική νομοτέλεια, ωστόσο, του γεωπολιτικού εκκρεμούς μετέβαλε για ακόμη μια φορά τα δεδομένα. Η συνδρομή της Σοβιετικής πλέον Ρωσίας στην αμυνόμενη Τουρκία και η νίκη της τελευταίας απέναντι στους συμμάχους των θαλάσσιων δυνάμεων με προεξάρχουσα την Ελλάδα, ανέτρεψε τα περισσότερα από τα δεδομένα της Συνθήκης των Σεβρών.
Μελετώντας την σχετική αρθρογραφία για τη συνθήκη της Λωζάννης και τα όσα ελάμβαναν χώρα σχετικά με το θέμα των Στενών, είναι παραπάνω από εμφανές ένα είδος αμηχανίας των Δυτικών Δυνάμεων και κυρίως της Αγγλίας και της Γαλλίας αναφορικά με το μέλλον των Στενών.
Όπως και ο Graves (1933), έτσι και ο Macfie αναφέρεται σε πολλά σημεία στο πολύτιμο χαρακτηριστικό της συνθήκης των Σεβρών, το οποίο χάθηκε, και το οποίο δεν ήταν άλλο από την διεθνοποίηση των Στενών και την διεθνή επίβλεψη από όργανα της Κοινωνίας των Εθνών, στην οποία η πλειοψηφία ανήκε στην Δύση.
Ο Macfie (1979) απεικονίζει ξεκάθαρα την έλλειψη εμπιστοσύνης που έχει η Βρετανία για την Τουρκία και ως εκ τούτου δείχνει να νιώθει εξαιρετικά άβολα με την απόδοση χαρακτηριστικών πλήρους τουρκικής κυριαρχίας στην περιοχή. Ωστόσο, προκύπτει ότι, δεδομένων των συνθηκών, δεν υφίστατο άλλη εναλλακτική στην συγκεκριμένη συγκυρία και αναγκάζεται να την αποδεχθεί προφασιζόμενη (κυρίως στον εαυτό της) ότι η Νέα Τουρκία, απαλλαγμένη από τον αυτοκρατορικό της μανδύα, πιθανόν να είναι πλέον μια ριζικά μεταλλαγμένη χώρα.
Με την συνθήκη της Λωζάννης, η διεθνοποίηση των Στενών θα περιοριζόταν σε μια επιβλέπουσα Αρχή χωρίς στρατιωτικές δυνάμεις, ενώ η τουρκική κυριαρχία αποκαθίστατο σε μεγάλο βαθμό παρά το γεγονός ότι τα Στενά θα παρέμεναν αποστρατιωτικοποιημένα. Στην συνθήκη της Λωζάννης, η Τουρκία εμφανίστηκε ως έχουσα την υποστήριξη σε πολύ μεγάλο βαθμό της Σοβιετικής Ρωσίας, τα συμφέροντα της οποίας αντανακλούσε σε πολύ μεγάλο βαθμό. Παρά την αλλαγή του καθεστώτος στην Ρωσία, η πολιτική της στο ζήτημα των Στενών δεν άλλαξε καθόλου (Graves, 1933). Όπως αναφέρει και ο Nicholas Spykman (1942), «...o Αλέξανδρος Α’, Τσάρος όλων των Ρώσων, κληροδότησε στον Ιωσήφ Στάλιν, απλό μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος, όχι μόνο την εξουσία του, αλλά και την ατέρμονη πάλη του για πρόσβαση στη θάλασσα...». Κατά τον Macfie (1979), μόνο οι διπλωματικοί ελιγμοί της Βρετανίας κατάφεραν στο τέλος να φέρουν κάπως πλησιέστερα την Τουρκία στους Δυτικούς στόχους. Αν και όχι πλήρως, με την συνθήκη της Λωζάννης το εκκρεμές του Ελλησπόντου δείχνει να κινείται εκ νέου προς την πλευρά της Σοβιετικής Ρωσίας και της Τουρκίας. Παρόλα αυτά, επίσημα η Ρωσία έφυγε διαμαρτυρόμενη από την συνθήκη, την οποία και ποτέ δεν επικύρωσε. Η ολοκλήρωση της πλήρους κίνησης του εκκρεμούς προς την πλευρά της Ρωσίας θα λάβει χώρα μερικά χρόνια αργότερα με την συνθήκη του Montreux.
ΣΥΝΘΗΚΗ MONTREUX
Σύμφωνα με τον Alstyne (1947) η συνθήκη του Montreux αντανακλούσε το ανερχόμενο γόητρο και την ισχύ της Τουρκικής Δημοκρατίας και τη μετατόπιση των Μεγάλων Δυνάμεων ειδικά αυτών της Μεγάλης Βρετανίας και της Ρωσίας, έτσι ώστε να της εμπιστευθούν την πλήρη ευθύνη για την διαχείριση των Στενών. Ταυτόχρονα ο γερμανο-ιταλικός άξονας είχε πλέον αναπτυχθεί απειλώντας και πάλι την διατάραξη της νομοτέλειας του εκκρεμούς του Ελλησπόντου όπως ακριβώς και στον Α΄ΠΠ. Υπό αυτές τις συνθήκες, οι πρώην «αντίπαλες» δυνάμεις στο θέμα των Στενών, η Μ. Βρετανία και η Ρωσία ήρθαν για μια ακόμη φορά πολύ «κοντύτερα».
Η Τουρκία, νιώθοντας πολύ ισχυρότερη, ζήτησε και κατάφερε να μεταβάλλει το καθεστώς των Στενών, πετυχαίνοντας την επαναστρατιωτικοποίησή τους και την ολοκληρωτική επαναφορά της τουρκικής κυριαρχίας σε αυτά. Αναφορικά με την διέλευση των εμπορικών πλοίων, αυτή θα ήταν ανεμπόδιστη σε καιρούς είτε ειρήνης είτε πολέμου όπου η Τουρκία θα ήταν ουδέτερη. Σε περίπτωση εμπλοκής της Τουρκίας σε πόλεμο, η ναυσιπλοΐα θα περιορίζονταν μόνο σε ουδέτερα εμπορικά πλοία υπό την προϋπόθεση ότι αυτά δεν θα μετέφεραν βοήθεια στους αντιμαχόμενους.
Τα συμφέροντα της Ρωσίας στη Μαύρη Θάλασσα διαφυλάχτηκαν έτι περαιτέρω από ό,τι στην συνθήκη της Λωζάννης καθώς σε περίπτωση πολέμου ουσιαστικά κανένα πολεμικό πλοίο δεν θα επιτρέπονταν να εισέλθει, εξασφαλίζοντας με αυτόν τον τρόπο στην Ρωσία πλήρη ασφάλεια αλλά και κυριαρχία στη Μαύρη Θάλασσα. Σύμφωνα με τον Bilsel (1947), η αλλαγή των χαρακτηριστικών της συνθήκης της Λωζάννης προέκυψε ως αναγκαιότητα λόγω και των αντίστοιχων προβλέψεων της συνθήκης των Βερσαλλιών για την Γερμανία, οι οποίες από καιρό αποτελούσαν ουσιαστικά νεκρό γράμμα. Το εκκρεμές στην συγκεκριμένη συγκυρία ολοκλήρωσε την ταλάντωσή του προς την πλευρά της Ρωσίας και της Τουρκίας.
2ος ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ – ΣΥΝΟΔΟΣ ΤΟΥ POTSDAM
Παρότι η Τουρκία, κατά την διάρκεια του Β’ ΠΠ υιοθέτησε στάση ουδετερότητας (επιτήδειας, κατά τον Weber Frank, 1985), το θέμα του καθεστώτος των Στενών εκ φύσεως δεν μπορούσε να μείνει στην αφάνεια. Σύμφωνα με τον Ξυδή (1960), ακόμα και την περίοδο προ του Β΄ΠΠ όταν η Σοβιετική Ένωση διένυε την περίοδο «αμοιβαίας κατανόησης» με τη ναζιστική Γερμανία, είχε διαμηνύσει στις δυνάμεις του Άξονα ότι θεωρούσε πάντα τις περιοχές των Στενών, αλλά και την Βουλγαρία ως ζώνες δικής της επιρροής.
Όταν η προοπτική της ήττας των δυνάμεων του άξονα είχε διαφανεί στον ορίζοντα, το θέμα επανήλθε στο προσκήνιο. Το θέμα αρχικά τέθηκε επί τάπητος κατά την Σύνοδο της Τεχεράνης (28 Νοεμβρίου – 1 Δεκεμβρίου 1943), κατά την οποία ο Στάλιν προανήγγειλε ότι στις μεταπολεμικές αλλαγές αυτός θα ζητούσε μια αναθεώρηση της συνθήκης του Montreux (Macfie, 1987). Το θέμα όντως επανήλθε στην Σύνοδο της Γιάλτας (4-11 Φεβρουαρίου 1945), όπου και συμφωνήθηκε από τους συμμετέχοντες ότι η Ρωσία θα παρουσίαζε προτάσεις αλλαγής για την συνθήκη του Montreux, συμπεριλαμβάνοντας σε αυτές την ελευθερία πλεύσης ρωσικών πολεμικών σκαφών τόσο σε καθεστώς ειρήνης όσο και πολέμου, καθώς και τον αποκλεισμό της εισόδου σε πολεμικά πλοία που δεν ανήκαν στις παράκτιες χώρες της Μαύρης Θάλασσας. Το θέμα όμως δεν έμεινε μόνο σε αυτά τα πλαίσια. Το καλοκαίρι του 1945, σε επαφές των αντιπροσωπειών Ρωσίας και Τουρκίας και με την αφορμή της παύσης της ισχύος του μεταξύ τους «συμφώνου μη επίθεσης» του 1925, οι Σοβιετικοί ζήτησαν ως αντάλλαγμα για μια νέα παρόμοια συμφωνία, πέρα από το άνοιγμα των Στενών, την εγκατάσταση ρωσικών βάσεων στα Στενά, αλλά και την επιστροφή των επαρχιών του Kars και του Ardahan, οι οποίες είχαν παραχωρηθεί στην Τουρκία με την ρωσο-τουρκική συμφωνία του Οκτωβρίου του 1921. Όπως αναφέρει ο Alstyne (1947), το σύνολο των σοβιετικών απαιτήσεων από την Τουρκία δεν σήμαινε τίποτε άλλο παρά την επιστροφή στο καθεστώς της συμφωνίας του Unklar Skelessi του 1833.
Παράλληλα με αυτές τις «συζητήσεις», διόλου ευκαταφρόνητα σοβιετικά στρατεύματα διένυσαν όλη τη Βαλκανική και έφτασαν μέχρι τα νότια σύνορα της Βουλγαρίας, ενώ ταυτόχρονα έντονη στρατιωτική παρουσία σημειώνονταν και στα ρωσο-τουρκικά σύνορα στον Καύκασο, υπενθυμίζοντας τις αντίστοιχες καταστάσεις του 1878 και της συνθήκης του Αγίου Στεφάνου. Η ρωσική πλευρά φαινόταν να προσπαθεί μετά την ταλάντευση του εκκρεμούς προς την πλευρά της που σημειώθηκε στην Λωζάννη και το Montreux, να κρατήσει το εκκρεμές στην δική της πλευρά για ακόμα περισσότερο.
Η αγγλική και η αμερικανική πλευρά, οι οποίες πληροφορηθήκαν τις εν λόγω απαιτήσεις στην Σύνοδο του Potsdam (17 Ιουλίου – 2 Αυγούστου 1945) προσπάθησαν να αντικρούσουν τις σοβιετικές αιτιάσεις, οι οποίες βασίζονταν κατά κύριο λόγο στο ότι το σύνολο των γεωγραφικών περιοχών με κοινά χαρακτηριστικά όπως αυτά των Στενών (Σουέζ, Παναμάς, Γιβραλτάρ) κατέχονται από δυνάμεις της Αγγλίας και των ΗΠΑ, ενώ η Ρωσία ως εξίσου μεγάλη χώρα ήταν ουσιαστικά «στραγγαλισμένη» στα Στενά των Δαρδανελίων [3]. Οι αντιπροτάσεις και οι διπλωματικοί ελιγμοί των ΗΠΑ για διεθνές καθεστώς ελεγχόμενο από τον ΟΗΕ οδήγησαν την σοβιετική πλευρά στο να αναβάλλει τις συζητήσεις για το εν λόγω θέμα, διαβλέποντας τον κίνδυνο να απωλεσθεί μέρος των ωφελειών που είχε αποκομίσει με την συνθήκη του Montreux (Macfie, 1987).
ΚΡΙΣΗ ΤΟΥ 1946
Η πρόσκαιρη αναβολή συζήτησης από τους Σοβιετικούς στο συνέδριο του Potsdam του ζητήματος των Στενών και της γενικότερης παρουσίας τους στην περιοχή, δεν τους εμπόδισε έναν χρόνο αργότερα, και συγκεκριμένα την περίοδο Αυγούστου-Οκτωβρίου 1946, να προχωρήσουν σε δυναμική προβολή ισχύος στην Τουρκία και την ουσιαστική πρώτη μεταπολεμική κρίση μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων για το θέμα των Στενών. Ωστόσο, η δυναμική αντίδραση των ΗΠΑ, οι οποίες και επέλεξαν να επιμείνουν στην διατήρηση του υφιστάμενου καθεστώτος, απέτρεψαν την έτι περαιτέρω ταλάντευση του εκκρεμούς προς την πλευρά της Ρωσίας.
Ο ΨΥΧΡΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ ΚΑΙ Η ΜΕΤΑ-ΨΥΧΡΟΠΟΛΕΜΙΚΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ
Κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου το καθεστώς των Στενών σε γενικές γραμμές διέπονταν από τις αρχές της Σύμβασης του Montreux.
Ωστόσο, στο διάστημα αυτό, πρέπει να σημειωθεί ότι λαμβάνει χώρα η ίδρυση της Βορειοατλαντικής συμμαχίας (ΝΑΤΟ – 4 Απριλίου 1949) στην οποία εντάσσεται το 1952, μεταξύ άλλων χωρών, και η Τουρκία μαζί με την Ελλάδα. Η κίνηση αυτή, η οποία είναι σαφώς μια μετατόπιση και μάλιστα ισχυρή, του γεωπολιτικού εκκρεμούς της περιοχής προς την πλευρά της Δύσης, παραδόξως δεν συνδέθηκε με κάποια προσπάθεια αλλαγής των δεδομένων στο καθεστώς των Στενών από την πλευρά των ΗΠΑ ή του ΝΑΤΟ γενικότερα. Αυτό μπορεί να ιδωθεί και ως ένδειξη επίτευξης ισορροπίας για πρώτη φορά μετά από αιώνες μεταξύ των δύο αντιμαχόμενων πλευρών.
Και μπορεί οι μεγάλες αντίπαλες δυνάμεις να έδειχναν σε κάποιο βαθμό ικανοποιημένες, αυτό όμως δεν συνέβαινε και με τον εκτελούντα χρέη φύλακα. Όπως αναφέρει και ο I. Νικολάου (1995) η Τουρκία σε πληθώρα περιπτώσεων εφάρμοσε τις δικές της ερμηνείες στην εν ισχύ σύμβαση. Παράλληλα, εισήγαγε σταδιακά και δικό της σύστημα οδηγιών, το οποίο σε πληθώρα σημείων ακροβατεί σε θέματα νομικής εγκυρότητας, καθώς βασίζεται κυρίως σε ελλείψεις προβλέψεων από την αρχική συνθήκη, τις οποίες η Τουρκία εκμεταλλεύεται, προκειμένου να προωθήσει τα δικά της συμφέροντα και την δική της κυριαρχία. Είναι πάντως αξιοπερίεργο το ότι με την λήξη του Ψυχρού Πολέμου και την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, οπότε και η Ρωσία βρέθηκε σε πρωτοφανή αποδυναμωμένη θέση, δεν παρατηρήθηκε και πάλι αλλαγή ή τουλάχιστον προσπάθεια αλλαγής των δεδομένων ή του καθεστώτος των Στενών. Αυτό αποτελεί επιπρόσθετη ένδειξη της πιθανής κατάστασης ισορροπίας που είχε επέλθει με την συμφωνία του Montreux. Δεν πρέπει, όμως, να λησμονείται το γεγονός ότι αυτή η ιδιότυπη ισορροπία αφορούσε μόνο στα δεδομένα της μεταπολεμικής περιόδου και του ψυχρού πολέμου γενικότερα. Η Δύση ήταν ικανοποιημένη με τη μη ανάμιξη της Ρωσίας στη Μεσόγειο και η Ρωσία ήταν ικανοποιημένη με τη μη ανάμιξη της Δύσης στην ευρύτερη περιοχή της Μαύρης Θάλασσας.
Ωστόσο, αυτή η εύθραυστη και ιδιότυπη ισορροπία άρχισε να κλονίζεται με την είσοδο της νέας χιλιετίας. Η Δύση έχοντας υπερισχύσει στην Βαλκανική αντιπαράθεση με τα απομεινάρια της σοβιετικής επιρροής και έχοντας ενσωματώσει την Βουλγαρία και την Ρουμανία στην Βορειοατλαντική Συμμαχία αποκτώντας πρόσβαση στη Μαύρη Θάλασσα, θεώρησε ότι θα έπρεπε να περιορισθεί η ρωσική ζώνη επιρροής έτι περαιτέρω, κάτι που προσπάθησε να επιτύχει μέσω της επέκτασης των δραστηριοτήτων της Νατοϊκής επιχείρησης «Operation Active Endeavour» στη Μαύρη Θάλασσα. Στην συγκεκριμένη προοπτική αντιτάχθηκε σθεναρά φυσικά η Ρωσία, αλλά και η Τουρκία, η οποία είδε να απειλείται εκ νέου από το ενδεχόμενο αποσταθεροποίησης της συμφωνίας του Montreux (Aydin, 2009) με ό,τι αυτό θα συνεπάγονταν και για τα δικά της ωφελήματα. Η αντίδραση της Τουρκίας κυρίως απέτρεψε στη συγκεκριμένη χρονική στιγμή την περαιτέρω προώθηση αυτής της ιδέας.
ΟΙ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΜΕΓΑΛΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ
ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΥΡΙΑΡΧΟ ΤΩΝ ΣΤΕΝΩΝ
Σύμφωνα με τον Macfie (1987), αυτό που χρειαζόταν να έχει ο εντολοδόχος κάτοχος των Στενών ήταν καταρχήν «εντοπιότητα». Σκέψεις για απευθείας κατοχή των εν λόγω Στενών από τρίτες δυνάμεις (π.χ Βρετανικές με Ρωσικές, ακόμα και Αμερικανικές) γρήγορα εγκαταλείφθηκαν, καθώς σε μια τέτοια λύση απαιτούνται δυσανάλογα μεγάλοι πόροι, αλλά και σημαντικό διπλωματικό κεφάλαιο, δεδομένων των ιδιαζουσών συνθηκών. Κατά δεύτερον λόγο απαιτείτο από τον υποψήφιο κάτοχο να αποτελεί μια σχετικά ασθενή ναυτική δύναμη, αλλά και να λειτουργεί ως σταθεροποιητικός παράγων στην περιοχή (Curzon, 1919). Αυτός ήταν και ο λόγος για τον οποίο η κατεξοχήν βρετανική και όχι μόνο, έλλειψη εμπιστοσύνης προς την Τουρκία, ξεπεράστηκε βασιζόμενη στην ευσεβή προσδοκία ότι το νέο πολιτικό σύστημα της Τουρκίας που εγκαθιδρύθηκε από τον Mustafa Kemal θα ήταν ένα ριζικά διαφορετικό καθεστώς που θα μετάλλασσε την χώρα σε μια πραγματικά καινούργια κρατική οντότητα, με ριζικά διαφορετική ψυχοσύνθεση. Η αλήθεια είναι ότι το νέο καθεστώς της Τουρκίας επέδειξε αρχικά έναν τέτοιο χαρακτήρα [4]. Ωστόσο πολλοί εξέφραζαν τον προβληματισμό τους για την τύχη του κεμαλισμού σε αυτήν την χώρα στο μέλλον (Graves, 1933) [5].
Από την πλευρά της, η Ρωσία, είτε ως Ρωσία είτε ως Σοβιετική Ένωση, δεν άλλαξε ποτέ την προσέγγισή της προς τα Στενά. Οι βλέψεις για τον έλεγχό τους δεν έπαψαν ποτέ. Στο πλαίσιο αυτό, και ως προς τούτο ταυτιζόταν με τους αντιπάλους της, δεν χρειαζόταν μια ισχυρή παρουσία η οποία να κατέχει τα Στενά.
Ουσιαστικά φαίνεται ότι ο κεμαλισμός, ο οποίος και σημάδεψε την τουρκική πορεία μετά τις ανακατατάξεις του Α’ ΠΠ και της μικρασιατικής εκστρατείας, κατάφερε να συγκεράσει με αρκετά μεγάλο βαθμό επιτυχίας τις απαιτήσεις τόσο της Δύσης όσο και της (σοβιετικής, τότε) Ρωσίας. Και ο τρόπος με τον οποίο επιτεύχθηκε αυτό ήταν η συνειδητοποίηση ότι η Τουρκία στην πορεία της μετά τον 20ο αιώνα, θα έπρεπε να πορεύεται εντός αυστηρά οριοθετημένων ορίων ισχύος και επιρροής στην περιοχή της, απορρίπτοντας τα οθωμανικά της μεγέθη και οράματα.
Η ΙΔΙΟΜΟΡΦΗ ΣΧΕΣΗ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΡΩΣΙΑ
Από τις ιστορικές αναφορές που προηγήθηκαν, διαπιστώνεται ότι η Τουρκία ως χώρα κάτοχος των Στενών διαμέσου των τελευταίων 5,5 αιώνων που συμβαίνει αυτό, λειτουργεί ως εκκρεμές μεταξύ της Ρωσίας και της Δύσης και των αντίστοιχων γεωπολιτικών τους επιδιώξεων [6].
Η Τουρκία, όπως αναφέρει και ο Bilsel (1947), στηρίζει την ύπαρξή της και την ασφάλειά της πάνω στα Στενά. Θα μπορούσε να ειπωθεί ότι η Τουρκία είναι τα Στενά. Ή διαφορετικά ότι η Τουρκία χωρίς τα Στενά δεν είναι η Τουρκία. Επομένως οι εκάστοτε επιλογές της είναι λογικό να διαμορφώνονται βάσει αυτού του χαρακτηριστικού, αλλά και να επηρεάζουν αυτό το χαρακτηριστικό.
Είναι, όμως, αυτή η παρατηρούμενη εναλλαγή στρατοπέδων κάτι που εδράζεται καθαρά επί του ψυχρά υπολογιζόμενου συμφέροντος ανάλογα με τις εκάστοτε ισορροπίες των κυρίαρχων δυνάμεων και τις επιδιώξεις της εκάστοτε τουρκικής ηγεσίας, ή μήπως υπάρχει και ένα βαθύτερο υπόβαθρο που διέπει τις εν λόγω επιλογές; Η συνεχής ταλάντωση του εκκρεμούς σε ένα διάστημα αρκετών αιώνων υποδηλώνει ότι, πέραν της πολιτικής σκοπιμότητας, πρέπει να υπάρχει και κάποιο άλλο είδος εσωτερικού κινήτρου που ενδυναμώνει ενίοτε την προσέγγιση με τη μια ή την άλλη πλευρά.
Η αλήθεια είναι ότι το σύνολο των χωρών/εθνών τα οποία βρίσκονται στην γεωγραφική μας εγγύτητα, «υποφέρουν» από ένα είδος κρίσης ταυτότητας καθώς σε πολλές στιγμές στην ιστορία τους κλήθηκαν άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο να αποφασίσουν εάν ανήκουν στην Ανατολή ή στη Δύση. Στο κλασικό έργο του S. Huntington (1996) «Η Σύγκρουση των Πολιτισμών», αυτό που τονίζεται σε μεγάλο βαθμό είναι αυτή η «κρίση ταυτότητας» της ενδιάμεσης ζώνης μεταξύ της Ανατολής και της Δύσης. Τα αρχέτυπα αυτής της αμφιταλάντευσης μπορούν να αναζητηθούν αχνά στην εποχή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, πολύ εντονότερα στην Βυζαντινή περίοδο, ιδιαίτερα αυτήν μετά το γύρισμα της 1ης χιλιετίας, και σχεδόν στο μεγαλύτερο μέρος της οθωμανικής περιόδου, αλλά και στο σύνολο της νεότερης ιστορίας των βαλκανικών εθνών.
Η Τουρκία δεν θα αποτελούσε την εξαίρεση σε αυτό. Στην Τουρκία υπάρχουν δύο διακριτές τάσεις, εκ των οποίων η πρώτη μπορεί να χαρακτηρισθεί δυτικότροπη, σύμφωνα με την οποία η Τουρκία θα πρέπει να είναι στραμμένη στην Δύση, καθώς θα πρέπει να ακολουθήσει το παράδειγμα των ανεπτυγμένων κοινωνιών της Δύσης, προκειμένου και αυτή να αναπτυχθεί και να συμμετέχει σε μεγάλο βαθμό στις παγκόσμιες διεργασίες. Αποτέλεσμα της επικρατούσας θέσης αυτής της τάσης ήταν και η υποβολή υποψηφιότητας της Τουρκίας για ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Στον αντίποδα της τάσης αυτής βρίσκονται οι ευρωσκεπτικιστές, οι οποίοι ανήκουν σε τρεις επιμέρους κατηγορίες, τους παντουρκιστές/παντουρανιστές, τους ευρασιατιστές και τους ισλαμιστές.
Στο σύνολό τους αυτά τα ρεύματα έχουν προσανατολισμό στην Ασία, με την διαφορά όμως ότι οι πρώτοι θεωρούν την Ρωσία ως τον κατεξοχήν εχθρό τους, ενώ οι δεύτεροι τον κατεξοχήν συνοδοιπόρο τους. Τα ρεύματα αυτά δεν είναι καινούργια. Το ρεύμα του παντουρανισμού, το οποίο αποβλέπει στην ένωση του συνόλου των τουρκογενών πληθυσμών της Ασίας σε ένα υπερκράτος που θα καταλαμβάνει ένα μεγάλο μέρος της κεντρικής Ασίας, αναδύθηκε κυρίως στον 19ο και στον 20ο αιώνα με κύριο εκφραστή του συγκεκριμένου ρεύματος τον Ziya Gokalp. Αντίστοιχα, το ισλαμιστικό κίνημα βίωσε μια έντονη άνθηση την δεκαετία του 1990 και έφτασε και στην ανάληψη της εξουσίας τόσο αρχικά με τον Νετσμετίν Ερμπακάν, όσο και σήμερα με τον Ταγίπ Ερντογάν.
Το κίνημα του ευρασιατισμού αναδείχθηκε ιδιαίτερα στις δεκαετίες του 1990 και του 2000, καθώς λειτούργησε ως το καταφύγιο πολλών μελών των κεμαλιστικών και εθνικιστικών ελίτ οι οποίες δεν εκφράζονταν αφενός από την ευρωπαϊκή κατεύθυνση που είχε λάβει η Τουρκία και αφετέρου από την ραγδαία έξαρση του Ισλαμισμού. Οι πολιτικές του συντεταγμένες θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν ως αριστερο-κεμαλιστικές, αλλά με προσανατολισμό την σύμπλευση με την Ρωσία (Akturk 2015). Ο ευρασιατισμός, όμως, δεν γεννήθηκε εκείνη την περίοδο, αλλά πολύ νωρίτερα. Η ρωσοφιλία στην Τουρκία εδράζεται κατ΄ αρχήν στα ιστορικά δεδομένα, καθώς η Σοβιετική Ένωση ήταν ο κύριος υποστηρικτής του Κεμάλ Ατατούρκ εναντίον της Βρετανίας, της Γαλλίας, της Ιταλίας και της Ελλάδος. Ο τελευταίος, μάλιστα, ήταν αυτός που ίδρυσε το Τουρκικό Κομμουνιστικό Κόμμα προκειμένου να δεχθεί την σοβιετική βοήθεια, η οποία είχε καταλυτική επίδραση στην έκβαση του «Πολέμου της Ανεξαρτησίας» (Kurtulus Savasi).
Οι Τούρκοι ρωσόφιλοι συγκεντρώθηκαν γύρω από το περιοδικό «Kadro» στην δεκαετία του 1930, το οποίο οραματιζόταν ένα πολιτικό σύστημα ενός κόμματος όπως ο Κεμαλισμός, ανοικτό στον σοσιαλισμό και φιλικό προς την Σοβιετική Ένωση. Αντίστοιχα και στη δεκαετία του 1960 το περιοδικό Yon εξέφραζε παρόμοιες θέσεις. Ο ευρασιατισμός δέχθηκε ισχυρή ώθηση την δεκαετία του 1990 με το έργο του Attila Ilhan ο οποίος ανέδειξε μέσω της τηλεόρασης και του Τύπου τις θέσεις του για την προσέγγιση με την Ρωσία. Είναι δε σημαντικό να αναφερθεί ότι κατά την περίοδο εκείνη ο ευρασιατισμός ήταν κάθετα αντίθετος τόσο στην ανάδειξη του Ισλαμισμού, όσο και στην πορεία της Τουρκίας προς την Ευρωπαϊκή Ένωση. Στην πορεία ενσωματώθηκαν στον κορμό των ευρασιατιστών άτομα από τον ευρύτερο χώρο της Αριστεράς (π.χ Μαοϊστές). Κατά το «μετα-μοντέρνο» πραξικόπημα του 1997 και την απομάκρυνση της πρώτης ισλαμιστικής κυβέρνησης, οι ευρασιατιστές επικρότησαν την επέμβαση του στρατού παρά το γεγονός ότι πολλοί εξ αυτών είχαν αριστερές καταβολές. Το κίνημα, ωστόσο, δέχθηκε ισχυρά πλήγματα κατά την αποκάλυψη του σκανδάλου της Ergenekon, κατά την οποία πληθώρα υποστηρικτών του συνελήφθησαν, καταδικάστηκαν και φυλακίστηκαν.
Παρόλα αυτά, το κίνημα του ευρασιατισμού δείχνει να έχει ισχυρά ερείσματα τόσο στην τουρκική κοινωνία όσο και στις τουρκικές ελίτ (Akturk, 2015), ενώ, παραδόξως, μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του καλοκαιριού του 2016, οι εξελίξεις δείχνουν ότι τις ιδέες του πλέον ενστερνίζονται οι μέχρι πρότινος πολέμιοί του (Ισλαμιστές), οι οποίοι όχι μόνο υιοθετούν τις προτεινόμενες πολιτικές του, αλλά είναι και αυτοί που τις υλοποιούν με χαρακτηριστική ταχύτητα. Ενδεικτικά αναφέρονται οι συμφωνίες της Τουρκίας για την αγορά ρωσικής πυρηνικής τεχνολογίας, για την κατασκευή πυρηνικού εργοστασίου στο Ακουγιού, για την διέλευση αγωγών που θα μεταφέρουν ρωσικό φυσικό αέριο, αλλά και για την εγκατάσταση στρατηγικών ρωσικών συστημάτων αεράμυνας, στοιχεία που στο σύνολό τους έχουν εξαγριώσει το ΝΑΤΟ του οποίου η Τουρκία είναι μέλος.
ΤΟ ΣΗΜΕΡΙΝΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΣΥΝΘΗΚΩΝ
Προκειμένου να εξετάσουμε τις συνθήκες που επικρατούν και επηρεάζουν σήμερα τις εξελίξεις στην υπό μελέτη περιοχή (Στενά Ελλησπόντου), θα πρέπει να κινηθούμε σε δύο περιοχές. Η πρώτη περιοχή είναι η Συρία και τα εκεί τεκταινόμενα και η δεύτερη περιοχή είναι η ευρύτερη περιοχή της Μαύρης Θάλασσας. Οι δύο περιοχές δεν είναι άσχετες. Αντιθέτως, η δεύτερη θεωρείται ότι είναι η πίσω πόρτα εισόδου στην πρώτη (Asmus, 2004).
Τα γεγονότα της Αραβικής Άνοιξης που εκκίνησαν από την Τυνησία το 2011, στην συνέχεια απλώθηκαν σε όλες σχεδόν τις χώρες της Βόρειας Αφρικής και των μεσογειακών ακτών της Μέσης Ανατολής, όπως η Λιβύη, η Αίγυπτος, το Ιράκ, και τέλος στην Συρία. Στην Συρία, τα γεγονότα γρήγορα πήραν τη μορφή εμφυλίου πολέμου, καθώς δεν επετεύχθη η αλλαγή της κυβέρνησης όπως σε άλλες χώρες, ενώ, ευκαιρίας δοθείσης, αναδύθηκαν στην επιφάνεια υποβόσκουσες εντάσεις. Τα διακυβεύματα στην Συρία ήταν και είναι πολλαπλά. Είναι μία χώρα αρκετά μεγάλη σε μέγεθος, στο υπογάστριο της Τουρκίας, με σοβαρή Κουρδική μειονότητα, αντιπαλότητα και άμεση γειτνίαση με το Ισραήλ, με φιλικές σχέσεις με τη Ρωσία, η οποία ανέκαθεν διατηρούσε στην Ταρτούς μια στρατιωτική βάση. Παρά το γεγονός ότι η ίδια δεν θεωρείται από τις κύριες πετρελαιοπαραγωγούς χώρες, η θέση της κατείχε σημαντικά πλεονεκτήματα για διέλευση ενεργειακών αγωγών (Nazef, 2017).
Δεν είναι στόχος του παρόντος άρθρου να αναλύσει τους λόγους του εμφυλίου πολέμου στην Συρία. Είναι όμως βέβαιο ότι στην σύρραξη αυτή έλαβε χώρα μια από τις σημαντικότερες, αν όχι η σημαντικότερη, αντιπαράθεση Δύσης–Ανατολής μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Και αναφέρεται Ανατολή και όχι μόνο Ρωσία, διότι στην συγκεκριμένη σύρραξη ενεπλάκη με συγκεκριμένα στρατιωτικά μέσα ακόμα και η Κίνα, η οποία είναι η δεύτερη μεγαλύτερη δύναμη της Heartland. Για πρώτη φορά λοιπόν μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου οι βασικότερες χώρες της Heartland έχουν επιχειρήσει την δυναμική τους κάθοδο και παρουσία και την διάρρηξη της γραμμής άμυνας του Inner Crescent του Rimland, σύμφωνα με την θεωρία του Mackinder. Και το επιχειρούν με αξιώσεις.
Στο πλαίσιο της συριακής κρίσης, η ύπαρξη του Κουρδικού ζητήματος περιέπλεξε σε πολύ μεγάλο βαθμό την αρχική σύμπλευση της Τουρκίας με την Δύση. Ενώ στην αρχή Τουρκία και ΗΠΑ συνεργάζονταν στην αμφισβήτηση του καθεστώτος Άσαντ, ο εξοπλισμός των Κούρδων της Συρίας από τις ΗΠΑ καθώς και η φημολογούμενη στήριξή τους και από τους Ισραηλινούς (Heller, 2017) άρχισε να ενοχλεί σφόδρα την Τουρκία, η οποία διέκρινε σε αυτές τις κινήσεις μελλοντικές απειλές που θα είχε να αντιμετωπίσει. Η δημιουργία μία δεύτερης αυτόνομης κουρδικής περιοχής στο υπογάστριο της Τουρκίας θα ήταν ένας εν δυνάμει θανάσιμος κίνδυνος, δεδομένου ότι αυτή η περιοχή θα γειτνίαζε με συμπαγείς κουρδικούς πληθυσμούς που διαβιούν εντός της Τουρκίας και η προοπτική πρόσβασής τους στην θάλασσα της Μεσογείου θα τον ενδυνάμωνε έτι περαιτέρω.
Παρά την πολυεπίπεδη και ουσιαστική, αλλά επισήμως ανύπαρκτη, στήριξη της Τουρκίας σε ομάδες που μάχονταν στην Συρία με την πλευρά του ISIS, η Δύση δεν δίστασε μετά από κάποιο συγκεκριμένο σημείο και με αφορμή τις ασύλληπτες φρικαλεότητες που προκαλούσαν, να βάλει τις συγκεκριμένες ομάδες (αλλά και τον ISIS) στο στόχαστρο (αν και μάχονταν για τον κοινό σκοπό ανατροπής του Άσαντ), προκαλώντας ακόμη μεγαλύτερο εκνευρισμό στην τουρκική πλευρά.
Ταυτόχρονα, η επίσημη πλέον υποστήριξη της αμερικανικής πλευράς στους Κούρδους της Συρίας με σύγχρονο οπλισμό και εκπαίδευση, υποδαύλισε τον εκνευρισμό και την καχυποψία της Τουρκίας ότι η Δύση απεργάζεται σχέδια οδυνηρά και για την ίδια. Παρόλα αυτά η Τουρκία συνέχιζε την αντι-ρωσική πολιτική της, καθώς η τελευταία υποστήριζε ανοικτά το καθεστώς του Άσαντ. Τον Νοέμβριο του 2015, μάλιστα, δεν δίστασε να προβεί στην κατάρριψη ρωσικού μαχητικού αεροσκάφους που είχε παραβιάσει τον εθνικό εναέριο χώρο της, φέρνοντας Ρωσία και Τουρκία στο χείλος της σύγκρουσης.
Παρά ταύτα, το γεγονός το οποίο έπαιξε καταλυτικό ρόλο δεν ήταν άλλο από το αποτυχημένο πραξικόπημα του καλοκαιριού του 2016. Η θεώρηση του προέδρου της Τουρκίας ότι το πραξικόπημα οργανώθηκε από «ξένες δυνάμεις» (Withnall, Osborne, 2016), υπονοώντας σαφώς την Δύση, εντός συντομότατου χρονικού διαστήματος τον έστρεψε προς την Ρωσία, η οποία, όπως αναφέρεται σε μερίδα της σχετικής ειδησεογραφίας (Yegorov, 2016) πρέπει να ήταν εκείνη η οποία παρείχε έγκαιρα την πληροφόρηση που χρειάζονταν ο Τούρκος πρόεδρος για να αποφύγει αρχικά την σύλληψη και να αντιμετωπίσει στην συνέχεια επιτυχώς το πραξικόπημα.
Με αυτόν τον τρόπο και με αυτά τα γεγονότα το γεωπολιτικό εκκρεμές της περιοχής μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα στην Τουρκία άρχισε να μετατοπίζεται για μια ακόμη φορά προς τα Ανατολικά. Όμως πως αυτό σχετίζεται με τα Στενά; Όπως είδαμε, η Ρωσία στον Ψυχρό Πόλεμο αλλά και στην περίοδο αμέσως μετά, δεν ζήτησε την αλλαγή του καθεστώτος των Στενών, αλλά ούτε και η Δύση. Οι συνθήκες, όμως, πρόσφατα έχουν αλλάξει δραματικά. Πλέον, λόγω της επέκτασης της επιρροής της Δύσης στις χώρες που κάποτε ανήκαν στο ανατολικό μπλοκ, η Μαύρη Θάλασσα δεν είναι μια θάλασσα απολύτως κλεισμένη με χώρες στις οποίες έχει επιρροή η Ρωσία.
Το ΝΑΤΟ πλέον βρίσκεται στην Βουλγαρία και στην Ρουμανία, ενώ με τα γεγονότα της Ουκρανίας επιχειρήθηκε να εκμηδενισθεί ουσιαστικά και αυτή η πρόσβαση της Ρωσίας στη Μαύρη Θάλασσα, δημιουργώντας ένα δεύτερο σύστημα στενών στην περιοχή της Κριμαίας. Η δυναμική αντίδραση της Ρωσίας απέτρεψε σε μεγάλο βαθμό αυτήν την Δυτική επιδίωξη. Συνεξετάζοντας αυτά τα δεδομένα με τα γεγονότα στην Τουρκία και την Συρία, είναι κατανοητό ότι η Ρωσία προσπαθεί να αντιδράσει στην επέκταση της Δύσης προς την Ανατολή αναδιοργανώνοντας συνολικά την επιρροή της στην εν λόγω περιοχή με δυναμικές μεθόδους.
Με τον προσεταιρισμό της Τουρκίας, η Ρωσία επιτυγχάνει δύο στόχους: Καταρχήν αντιδρά δυναμικά και ακυρώνει σε μεγάλο βαθμό την επέκταση της Δύσης στη Μαύρη Θάλασσα, ενώ κατά δεύτερο λόγο ασφαλίζει την πρόσβασή της στην Συρία μέσω του ζωτικού περάσματος των Στενών και επιτυγχάνει την αναβάθμιση του ρόλου της στη Μέση Ανατολή (Starr, 2016), όπου και μηχανεύεται πολύ περισσότερο από ό,τι στον Ψυχρό Πόλεμο την διάρρηξη σε ένα κρίσιμο σημείο του Inner Crescent. Και με τον προσεταιρισμό της Τουρκίας και τη νικηφόρα, μέχρι στιγμής, επιχείρηση στην Συρία δεν μιλάμε πλέον για την δημιουργία ενός απλού ρήγματος, αλλά για μια συντριπτική κατάρρευση του Δυτικού συστήματος ασφαλείας (ήτοι των θαλάσσιων δυνάμεων κατά Mackinder) στην περιοχή.
Σε όλα αυτά, θα πρέπει να προστεθεί το γεγονός ότι προσεταιριζόμενη την Τουρκία, η Ρωσία επιτυγχάνει τον έλεγχο στην συντριπτική πλειοψηφία των περιοχών από τις οποίες θα μπορούσαν να διέλθουν αγωγοί για τη μεταφορά πετρελαίου και αερίου προς την Δύση (βλ. σχήμα 2), αποκτώντας ουσιαστικά ένα ασύγκριτο στρατηγικό πλεονέκτημα απέναντι στην Δύση.
Σχήμα 2. Αγωγοί που διασχίζουν την Τουρκία,
την Συρία και τη Μαύρη Θάλασσα Πηγή: Platts
Ως εκ τούτου, η Ρωσία, για να το συνεχίσει, χρειάζεται τις βέλτιστες δυνατές συνθήκες στα Στενά. Και η Τουρκία είναι ένα πολύτιμο εργαλείο για την Ρωσία προς αυτήν την κατεύθυνση, αν όχι «το πολυτιμότερο πετράδι του στέμματός της», για να χρησιμοποιηθεί ορολογία βρετανικής αυτοκρατορίας. Και αυτό το «πετράδι» δεν πρέπει να χαθεί με τίποτε. Το ότι δεν έχει ζητηθεί ή επιδιωχθεί ακόμα η αλλαγή του καθεστώτος των Στενών δεν σημαίνει ότι αυτό δεν θα λάβει χώρα σύντομα, και όταν η Τουρκία θα έχει «δεθεί» με τις κατάλληλες συνθήκες. Επί αυτού μπορεί να υποτεθεί ότι ήδη γίνονται σκέψεις και σχεδιασμοί. Ενδεικτικά αναφέρεται το πρόγραμμα διάνοιξης δεύτερου καναλιού που θα διέπει τον Βόσπορο, με επίσημη αφορμή την περιβαλλοντική ανακούφιση των Στενών, για το οποίο κανείς δεν γνωρίζει εάν θα υπόκειται στις προβλέψεις του Montreux ή όχι.
Εκτός αυτού, η πολιτική κατάσταση στην Τουρκία είναι ιδιαίτερα ρευστή. Την στιγμή αυτή έχουν προκηρυχθεί εκλογές, το αποτέλεσμα των οποίων κανείς δεν μπορεί να προδικάσει με βεβαιότητα. Τέλος, είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι όταν γίνεται αναφορά σε αλλαγή του καθεστώτος των Στενών, γίνεται αναφορά σε πιθανή de facto αλλαγή των συνθηκών διέλευσης που με την σειρά τους θα αποτελούν το αποτέλεσμα άλλων ενεργειών και επ’ ουδενί δεν γίνεται λόγος για επίσημη -βάσει συμβάσεων- αλλαγή του καθεστώτος. Η ενσωμάτωση της Κριμαίας στην Ρωσία αποτελεί το καλύτερο παράδειγμα για το πώς μπορεί να επιτευχθεί μία τέτοια αλλαγή de facto.
Μια τέτοια αλλαγή, όμως, για να γίνει (de facto), απαιτείται να έχουν ξεπερασθεί κάποια θεσμικά εμπόδια. Η Τουρκία είναι μέλος του ΝΑΤΟ και αυτό αποτελεί το κυριότερο εμπόδιο για την ευόδωση των επιθυμιών της Ρωσίας να επαναφέρει συνθήκες και απαιτήσεις τύπου Unkiar Skelessi, τις οποίες, όπως είδαμε, ποτέ δεν απέβαλλε. Αυτό, όμως, δεν είναι κατ΄ ανάγκη κάτι που δεν μεταβάλλεται, ειδικά εάν μία τέτοια μεταβολή συνεπάγεται κέρδη και ωφελήματα και για την Τουρκία (π.χ. εδαφικά οφέλη, επέμβαση σε χώρους με πλουτοπαραγωγικό δυναμικό, επέκταση επιρροής κ.λπ.). Αυτό π.χ. θα μπορούσε να επιτευχθεί με μια σύγκρουση της Τουρκίας με κάποια από τις ΝΑΤΟϊκές όμορές της χώρες, με τις οποίες έχει φροντίσει να διατηρεί για δεκαετίες σχέσεις έντασης και με τις οποίες το ισοζύγιο ισχύος θεωρεί ότι είναι σαφώς προς όφελός της.
ΤΑ ΕΝΔΕΧΟΜΕΝΑ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΙΣ ΤΡΕΧΟΥΣΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ
ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ
Στο παρόν σημείο ας επιχειρηθεί η ανάλυση μίας σειράς ενδεχομένων βάσει των στοιχείων που έχουν παρατεθεί μέχρι τώρα, δηλαδή με την εφαρμογή του νόμου του εκκρεμούς, αλλά και αυτών που ισχύουν κατά την σημερινή συγκυρία, κατά την οποία η Τουρκία έχει για μια ακόμη φορά κινηθεί προς την πλευρά της Ρωσίας, χωρίς ωστόσο να έχει γίνει καμία απόπειρα αλλαγής του καθεστώτος των Στενών από καμία από τις εμπλεκόμενες πλευρές [7]. Θεωρούμε ότι οι εμπλεκόμενοι στο ανώτερο επίπεδο είναι η Ρωσία και η Δύση γενικότερα. Οι παράμετροι που υπεισέρχονται στην ανάλυση των ενδεχομένων είναι: 1. Ο προσεταιρισμός ή όχι της Τουρκίας από τη Δύση, 2. Η αλλαγή ή όχι του Καθεστώτος των Στενών και 3. Η έντονη ή μη αντίδραση του εκάστοτε αντιπάλου.
Η κατάσταση θα μπορούσε να απεικονιστεί γραφικά
ως ακολούθως:
Το σενάριο καταρχήν αναφέρεται στην τωρινή κατάσταση, κατά την οποία η Τουρκία έχει εναντιωθεί στην Δύση έχοντας προσχωρήσει στο στρατόπεδο της Ρωσίας και των Land Forces γενικότερα (Σημείο 1). Στην παρούσα φάση η Δύση βρίσκεται σε στάση αναμονής προχωρώντας με προσεκτικές κινήσεις προς την Τουρκία, καθώς δεν επιθυμεί να επιδεινώσει έτι περαιτέρω την κατάσταση. Η στρατηγική θέση της Τουρκίας δεν επιτρέπει επ’ ουδενί την εύκολη παράδοσή της από την Δύση. Η ιστορική αναδρομή που έγινε στην αρχή του άρθρου κατέδειξε ότι η Δύση σε κάθε προσπάθεια της Ρωσίας να επεκτείνει την επιρροή της στην Τουρκία και στον έλεγχο των Στενών απαντούσε με ενέργειες που τελικά την ακύρωναν και το ίδιο στη συνέχεια γίνονταν μετά και από την ρωσική πλευρά, μετατοπίζοντας έτσι αενάως αυτό το εκκρεμές της Τουρκίας και του Ελλησπόντου.
Επομένως, είναι λογικό να αναμένουμε την αντίδραση της Δύσης στον προσεταιρισμό της Τουρκίας από την Ρωσία, καθώς το διακύβευμα είναι τεράστιο και δη σε μια περίοδο έντονων ανακατατάξεων. Ο τρόπος με τον οποίο θα εκφρασθεί αυτή η αντίδραση δεν είναι γνωστός, ούτε είναι στον σκοπό του άρθρου να προβεί σε εικασίες. Οι πιθανότητες επιτυχίας αυτήν της ενέργειας θεωρούνται ότι είναι ίσες με τις πιθανότητες αποτυχίας. Για το λόγο αυτό παρέχεται η πιθανότητα 50% σε κάθε ένα από τα σημεία 2 και 3. Σε περίπτωση που η αντίδραση της Δύσης είναι επιτυχής (σημείο 2) και για μια φορά ακόμα στην Ιστορία το εκκρεμές μετατοπισθεί προς την δική της πλευρά, υπάρχουν και πάλι δύο διαφορετικά ενδεχόμενα αναφορικά με την τύχη του καθεστώτος των Στενών (ενδεχόμενα 4 και 5) με διαφορετικές εκτιμώμενες πιθανότητες υλοποίησης.
Είναι πολύ πιθανόν ότι μετά την αλλαγή του τρέχοντος σκηνικού, η Δύση θα επανέλθει εντονότερα για την αλλαγή του καθεστώτος των Στενών που σημειώθηκε πρώτη φορά το 2006 με την Νατοϊκή επιχείρηση Operation Active Endeavour. Ο λόγος θα είναι προφανώς ο πάση θυσία περιορισμός της ρωσικής επιρροής, έχοντας και το βλέμμα στα τεκταινόμενα στην Συρία και στη Μέση Ανατολή, πιθανώς και μέσω του «στραγγαλισμού» των Στενών, κάτι που φυσικά θα αποτελέσει σοβαρό πλήγμα για την Ρωσία. Στο σενάριο αυτό αποδίδεται ένα εύρος πιθανοτήτων 60%-70%, ενώ στο σενάριο παραμονής του υπάρχοντος καθεστώτος δίνεται ένα σαφώς χαμηλότερο εύρος πιθανοτήτων 30%-40%.
Για τους ίδιους ακριβώς λόγους αναμένεται ότι, δεδομένου του συριακού διακυβεύματος, η Ρωσία είναι πολύ πιθανό ότι θα αντιδράσει με πολύ δυναμικό τρόπο, προκειμένου να μην απομονωθεί διαμέσου της Μαύρης Θάλασσας και των Στενών. Το διακύβευμα σε αυτήν την περίπτωση δεν είναι άλλο από αυτήν την στρατηγική ύπαρξη της Ρωσίας. Για πρώτη φορά στην ιστορία των δύο τελευταίων αιώνων, η Ρωσία, όχι μόνο έχει καταλυτική παρουσία στη Μέση Ανατολή, αλλά εμφανίζεται πλέον να είναι αυτή που έχει και την πρωτοβουλία των κινήσεων, εφαρμόζοντας μία υψηλή στρατηγική τα οποία η Δύση δεν δύναται να ακολουθήσει (Γκρέκας, 2018). Χώρες όπως το Ιράκ, όπου οι ΗΠΑ θυσίασαν τεράστιο ανθρώπινο και υλικό κεφάλαιο, έχουν στραφεί προς την Ρωσία ξεκάθαρα. Η Συρία, το Ιράν και η Τουρκία, το ίδιο. Αν απολεσθεί η επαφή της Ρωσίας με την έξοδο στη Μεσόγειο, η επιρροή της στην Μέση Ανατολή θα δεχθεί ένα καίριο πλήγμα.
Μια ματιά στον κάτωθι χάρτη της ευρύτερης περιοχής είναι σε θέση να επιβεβαιώσει την κρισιμότητα της Τουρκίας και των Στενών στην στρατηγική προσπάθεια της Ρωσίας. Με έντονη γραμμή σημειώνονται τα επαυξημένα όρια της Δυτικής επιρροής σε περίπτωση που η προσπάθεια επαναπροσεταιρισμού της Τουρκίας στεφθεί με επιτυχία. Για τον λόγο αυτό θεωρείται ότι η αντίδρασή της σε αυτό το ενδεχόμενο θα είναι δυναμική. Αυτή η κατάσταση απεικονίζεται στο ενδεχόμενο 8, στο οποίο δίνεται ένα αυξημένο εύρος πιθανοτήτων (70%-80%). Αντίστοιχα, η εκτιμώμενη πιθανότητα χαλαρής αντίδρασης (σημείο 9) εκτιμάται στο χαμηλό εύρος πιθανοτήτων 20%-30%.
Σχήμα 4. Χάρτης της Μεσογειακής Λεκάνης με τη Μέση Ανατολή και τη Μαύρη Θάλασσα. Πηγή: CIA, 1998. Με έντονο χρώμα τα όρια της επαυξημένης Δυτικής Επιρροής σε περίπτωση που επαναπροσεταιρισθεί η Τουρκία με την Δύση.
Είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι στην περίπτωση μη αλλαγής του Καθεστώτος των Στενών (σημείο 5) οι πιθανότητες έντονης αντίδρασης από την Ρωσία σαφώς μετριάζονται, αλλά όχι σημαντικά, καθώς η Ρωσία θα μπορεί μεν να ενισχύει τις δυνάμεις της στη Μ. Ανατολή, αλλά στη Μαύρη Θάλασσα θα βρίσκεται σε εξαιρετικά δυσμενή θέση, αφού ανά πάσα χρονική στιγμή η Δύση θα μπορεί να περιορίσει ή και να απαγορεύσει τις κινήσεις της. Εκτιμάται ως εκ τούτου ότι η πιθανότητα έντονης αντίδρασης σε αυτήν την περίπτωση θα ευρίσκεται στο 50% (σημείο 10) και αντίστοιχα ίση πιθανότητα θα συγκεντρώνει και η μη αντίδραση (σημείο 11).
Σε περίπτωση που δεν σταθεί δυνατό να επανέλθει η Τουρκία στο Δυτικό στρατόπεδο (σημείο 3), θα πρέπει να αναμένεται η περαιτέρω πρόσδεση της Τουρκίας στην Ρωσία και από αυτό το σημείο εκκινούν δύο διαφορετικά ενδεχόμενα για το καθεστώς των Στενών. Είτε αυτό θα αλλάξει έτι περαιτέρω (προς όφελος της Ρωσίας) είτε όχι (ενδεχόμενα 6,7).
Η απαρχή της αλλαγής του καθεστώτος και του ελέγχου των Στενών με τρόπο ώστε να εξυπηρετεί πλήρως αλλά και μακροπρόθεσμα τα συμφέροντα της Ρωσίας (ενδεχόμενο 6) υπό τις συνθήκες που θα επικρατούν (πλήρης αποκοπή της Τουρκίας από την Δύση) εμφανίζεται ως περισσότερο πιθανή και για το λόγο αυτό της δίνεται μια πιθανότητα 60%-70%, καθώς οι αλλαγές θα ενσωματώνουν πιθανόν και προβλέψεις υπέρ της Τουρκίας.
Αντίθετα η πιθανότητα μη αλλαγής του καθεστώτος των Στενών (λόγω π.χ. σθεναρής αντίστασης της Τουρκίας, ή λόγω δισταγμού της Ρωσίας, συγκεντρώνει μικρότερες πιθανότητες (εκτιμάται ένα εύρος πιθανοτήτων 30%-40%). Στην περίπτωση των ενδεχομένων που πηγάζουν από την εξέλιξη 3, είναι πολύ πιθανόν να έχουν μεθοδευθεί οι διαδικασίες και τα γεγονότα, τα οποία ακροθιγώς αναφέρθηκαν προηγουμένως, τα οποία θα σημάνουν την έξοδο της Τουρκίας από τις συμμαχικές δομές του ΝΑΤΟ, κάτι το οποίο θα διευκολύνει και τους περαιτέρω στρατηγικούς σχεδιασμούς της Ρωσίας και μάλλον και της Τουρκίας. Στην περίπτωση της αλλαγής του de facto καθεστώτος των Στενών, θα σημάνει κατά πάσα πιθανότητα επίσης την έντονη αντίδραση της Δύσης. Και τούτο γιατί αυτή η εξέλιξη θα αποτελεί ένα σημαντικό ρήγμα στην στρατηγική της Δύσης για περιορισμό και απομόνωση της Ρωσίας από τις θαλάσσιες οδούς. Η Δύση, εάν αφήσει αυτή την εξέλιξη να συμβεί, θα έχει υποστεί μια άνευ προηγουμένων ήττα. Όπως φαίνεται και στον ακόλουθο χάρτη, όπου απεικονίζεται με έντονη γραμμή η αυξημένη ρωσική επιρροή σε περίπτωση που κρατηθεί η Τουρκία εντός της ρωσικής επιρροής, πέραν των Δαρδανελίων, το σύνολο της Ανατολικής Μεσογείου, του Σουέζ συμπεριλαμβανομένου, θα βρεθούν σε απόσταση αναπνοής από την ρωσική ζώνη επιρροής.
Σχήμα 5. Χάρτης της Μεσογειακής Λεκάνης με τη Μέση Ανατολή και τη Μαύρη Θάλασσα. Με μπλε γραμμή η επαυξημένη ζώνη ρωσικής επιρροής Πηγή: CIA, 1998. Με έντονη γραμμή απεικονίζεται η αυξημένη ρωσική ζώνη επιρροής σε περίπτωση που η Τουρκία κρατηθεί υπό την ζώνη της ρωσικής επιρροής.
Και αυτό δεν θα είναι τίποτε άλλο από την υλοποίηση των χειρότερων εφιαλτών του Mackinder (1904). Ως εκ τούτου, στην προοπτική αυτών των εξελίξεων, το ενδεχόμενο έντονης αντίδρασης της Δύσης εκτιμάται ότι θα κινείται σε ένα εύρος πιθανοτήτων 70%-80% (σημείο 12) και στη μη αντίδρασή της σε ένα εύρος πιθανοτήτων 20%-30% (σημείο 13).
Όπως και στην περίπτωση της Ρωσίας, έτσι και στην περίπτωση της Δύσης, στο ενδεχόμενο της μη επανασύνδεσης της Τουρκίας με την Δύση, αλλά και με τη μη αλλαγή του καθεστώτος των Στενών, τόσο η έντονη αντίδραση όσο και η μη έντονη αντίδραση συγκεντρώνουν ίσα ποσοστά πιθανότητας, ήτοι 50% (σημεία 14, 15). Αυτό διότι μπορεί αφενός το σημείο 7 σε κατάσταση συνθηκών να προσομοιάζει το σημείο 1 (τωρινή κατάσταση), ωστόσο έπειτα από μια αποτυχημένη προσπάθεια, η κατάσταση δεν θα είναι η ίδια. Η Δύση θα έχει δεχθεί ένα καίριο πλήγμα, γεγονός το οποίο μπορεί να ενεργοποιήσει δυναμικούς τρόπους αντίδρασης.
Πραγματοποιώντας τους υπολογισμούς των πιθανοτήτων με βάση τα παραπάνω σενάρια, συνάγεται ότι η πιθανότητα έντονης αντίδρασης των δύο μεγάλων δυνάμεων κυμαίνεται μεταξύ 57% και 76% με εκτιμώμενη μέση πιθανότητα 66,5%.
Γίνεται κατανοητό πλέον ότι, με αφορμή την συριακή κρίση, τα διακυβεύματα αυξήθηκαν σημαντικά, και μάλιστα σε μια ευρύτερη περιοχή από αυτήν της Συρίας. Η ηχώ της Δαμασκού ακούγεται πλέον στον Βόσπορο, στην Κριμαία, αλλά και στα κέντρα αποφάσεων της Δύσης, της Μόσχας και πιθανόν του Πεκίνου. Η ειδοποιός διαφορά των τρεχουσών συνθηκών, από άλλες αντιπαραθέσεις των χερσαίων με τις ναυτικές δυνάμεις είναι στο διακύβευμα. Η μέχρι στιγμής νικηφόρα και σύμφωνα με τα ρωσικά συμφέροντα εξέλιξη της σύγκρουσης έχει δημιουργήσει τεράστια ερείσματα και παρακαταθήκη για την Ρωσία όχι μόνο στην Συρία, αλλά και στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής. Η Ρωσία επ’ ουδενί δεν θα δεχθεί να απωλέσει αυτά τα στοιχεία υψηλής στρατηγικής εύκολα, και τα οποία ξεφεύγουν κατά πολύ μιας απλής διπλωματικής νίκης ή ήττας στα «σημεία», όπως σημειώνονταν στο παρελθόν, καθώς τώρα αυτά είναι σε θέση να ακυρώσουν πλήρως την Δυτική στρατηγική αιώνων.
Παράλληλα, βλέπουμε την Δύση σε μια κατάσταση αδυναμίας και κατακερματισμού, με πληθώρα προβλημάτων (οικονομική κρίση, έριδες εντός της ΕΕ, Brexit, αδυναμία κοινής στρατηγικής, υποκρισία σε πληθώρα θεμάτων). Ως εκ τούτου η αντίδραση των χερσαίων δυνάμεων έχει βρει μεγάλο περιθώριο δυναμικών κινήσεων με μικρό σχετικά κόστος. Είδαμε ότι σε αντίστοιχης σημασίας κινήσεις (π.χ στην Ουκρανία) η Ρωσία αντέδρασε άμεσα (κατάληψη Κριμαίας) με δυναμικά μέσα, τα οποία μάλιστα χαρακτηρίζονταν και από ιδιαίτερους νεωτερισμούς (π.χ. στρατεύματα χωρίς διακριτικά) και χωρίς κανείς να το περιμένει. Συνάγεται λοιπόν κατ’ αντιστοιχία ότι, σε περίπτωση κινδύνου «απώλειας» κάποιων εκ των ρωσικών κεκτημένων, η ρωσική αντίδραση θα είναι ιδιαιτέρως έντονη και πέραν όσων αναμένονταν μέχρι τώρα.
Από την ανάλυση αυτή και σε σχέση με το υποκείμενο του εκκρεμούς, ήτοι την Τουρκία, είναι πολύ πιθανό με τις κατανομές που εκτιμήθηκαν προηγουμένως, ότι σε κάθε περίπτωση θα δεχθεί είτε την αντίδραση της Δύσης είτε την αντίδραση της Ρωσίας, ή και των δύο μαζί. Η εποχή του συγκερασμού των αντίθετων προσεγγίσεων που άρχισε με την Λωζάννη, στην συνέχεια το Montreaux και έφτασε μέχρι την περίοδο μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, έλαβε οριστικά τέλος, και σύντομα θα είμαστε πλέον μάρτυρες της εκ νέου ιστορικής ταλάντωσης, και μάλιστα με ιδιαιτέρως βίαιο τρόπο, του εκκρεμούς των Στενών του Ελλησπόντου.
ΟΙ ΣΥΜΠΛΗΓΑΔΕΣ
Η διαχρονική ταλάντωση του γεωπολιτικού εκκρεμούς του Ελλησπόντου ανάμεσα στις δυνάμεις της Ανατολής με προεξάρχουσα την Ρωσία και την Δύση, αρχικά με τη Μ. Βρετανία και στην συνέχεια τις ΗΠΑ, εμφανίζεται ως ώριμη να επαναληφθεί στο πλαίσιο των σημερινών καταιγιστικών εξελίξεων, επιβεβαιώνοντας κατά έναν παράδοξο τρόπο το μυθολογικό χαρακτηριστικό των Συμπληγάδων Πετρών, οι οποίες βρίσκονταν στην είσοδο των Στενών από την πλευρά της Μαύρης Θάλασσας και ανοίγοντας και κλείνοντας συνεχώς βύθιζαν τα πλοία που τύχαινε να περνούν ανάμεσά τους.
Η ιστορική αναδρομή κατέδειξε ότι η Τουρκία από τη στιγμή της απώλειας της κατ’ουσίαν απόλυτης εξουσίας των Στενών (κάποια στιγμή στον 17ο αιώνα) παρασύρεται από την ταλάντωση του εκκρεμούς της ισχύος των κυρίαρχων πλανητικών δυνάμεων και, ως εκ τούτου, βρίσκεται από καιρού εις καιρόν από τη μια πλευρά στην άλλη. Εκτός αυτού, οποτεδήποτε η Τουρκία επιχείρησε να αποδεσμευθεί και να δράσει ανεξάρτητα από τις δύο κυρίαρχες και κατά κύριο λόγο αντίπαλες δυνάμεις, υπέστη λίαν δυσμενείς συνέπειες από αμφότερες τις δυνάμεις που διαχρονικά ανταγωνίζονται για την ποδηγέτηση της περιοχής.
Η Τουρκία αυτή την στιγμή βιώνει μια επανάληψη της ιστορίας των τελευταίων αιώνων. Το όχημα που την διατήρησε και την μετέφερε από την Λωζάννη στον 21ο αιώνα, ο κεμαλισμός φαίνεται ότι έχει κλείσει την ιστορική του πορεία, ενώ ταυτόχρονα, εν είδει ιστορικού ρεβανσισμού, τα εσωτερικά ρεύματα εκείνα τα οποία πολέμησε ο κεμαλισμός έχουν ανακάμψει δριμύτερα και απειλητικότερα και τον αποδομούν συστηματικά. Σήμερα, η Τουρκία είναι μια χώρα στην οποία καλπάζει ο ισλαμισμός και υποχωρεί η δημοκρατία. Παράλληλα, η Τουρκία έχει απορρίψει για μια σειρά λόγους την σύμπλευση με την Δύση και έχει στραφεί προς την Ρωσία και την Ασία, αναδεικνύοντας και δηλώνοντας πλέον επίσημα τον ευρασιατικό προσανατολισμό της, ο οποίος, όπως αναφέρθηκε, ήταν πάντοτε ένα υπαρκτό ρεύμα στην κοινωνία της, το οποίο σήμερα λόγω των συνθηκών έχει ενσωματώσει και μέρος των μέχρι πρότινος πολέμιών του.
Με βάση τα στοιχεία της ιστορικής ανάλυσης, αλλά και της τρέχουσας συγκυρίας, παρουσιάσθηκε μία ανάλυση ενδεχομένων (contingency analysis), η οποία παραθέτει τις πιθανότητες αντίδρασης της Δύσης στις σημερινές εξελίξεις και την μετατόπιση του εκκρεμούς προς την πλευρά της, καθώς και αυτών της ανταπάντησης στην συνέχεια από την πλευρά της Ρωσίας. Η ανάλυση κατέδειξε ότι υπάρχει μια σημαντική πιθανότητα πλέον οι αντίπαλες δυνάμεις να αντιδράσουν δυναμικά και πέρα από τα όσα γνωρίζαμε μέχρι σήμερα. Η τρέχουσα συγκυρία και οι συνθήκες, είναι σε πολλά σημεία διαφοροποιημένες από εκείνες της εποχής της Λωζάννης, του Montreux και του Ψυχρού Πολέμου, λόγω της υψηλής στρατηγικής αξίας των γεγονότων στη Μέση Ανατολή και των ερεισμάτων πλέον που έχει αποκτήσει η Ρωσία εκεί. Η ταλάντευση του εκκρεμούς αυτήν την φορά θα συνοδεύεται από σημαντικές αντιδράσεις και ανακατατάξεις στην συγκεκριμένη περιοχή, καθώς εμπλέκεται, όχι στον ίδιο βαθμό βέβαια, το σύνολο των τωρινών Μεγάλων Δυνάμεων.
Και μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η έχουσα την εντολή για την διαχείριση των Στενών, Τουρκία, έχει αποδοθεί σε μια έξαρση μεγαλομανίας περί ανασύστασης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας όπου ωμές απειλές εκτοξεύονται αφειδώς προς όλες τις γειτονικές της χώρες ανεξαιρέτως. Η Τουρκία εμφανίζεται να προσπαθεί, παράλληλα με τον ανταγωνισμό των μεγάλων δυνάμεων, να μεγεθυνθεί και η ίδια ευελπιστώντας να αποκομίσει κέρδη από την εκ νέου νομή της κυριαρχίας η οποία κυοφορείται στην περιοχή. Η προσπάθεια σε μεγάλο βαθμό κρύβει την ανασφάλεια του Προέδρου της και του κύκλου συμφερόντων του (Akkoyunlu & Oktem, 2016), καθώς η Τουρκία, παρά την αδιαμφισβήτητη πρόοδο σε κάποιους τομείς (π.χ. αμυντική βιομηχανία), δεν είναι σε θέση υπό τις παρούσες συνθήκες να χαράξει ανεξάρτητη γεωπολιτική στρατηγική, και αυτό το γνωρίζουν οι εκάστοτε πάτρωνές της, οι οποίοι μπορεί προς το παρόν να ανέχονται, και ίσως και να ενισχύουν τεχνηέντως κάποιους από τους αλαλαγμούς και τις προκλητικές της ενέργειες προς ίδιον συμφέρον (π.χ. υπερκέραση συγκεκριμένων θεσμικών εμποδίων, όπως η τουρκική νατοϊκή ιδιότητα, που θα διευκολύνουν τις δικές τους στρατηγικές), αλλά μακροπρόθεσμα είναι αμφίβολο εάν θα επιτρέψουν στις μεγαλομανίες αυτές να μετασχηματισθούν σε πραγματικότητα, καθώς αυτό θα αφαιρεί ευαίσθητο ζωτικό χώρο και κυριαρχία από τους ίδιους. Κάποια χαρακτηριστικά για τον έχοντα την διαχείριση των Στενών, όπως αναφέρθηκαν προηγουμένως, αναπόφευκτα θα παραμείνουν αναλλοίωτα, και είναι ένα ερώτημα που χρήζει περαιτέρω ανάλυσης το κατά πόσον η σημερινή Τουρκία διαθέτει αυτά τα χαρακτηριστικά.
Έτσι, αυτό που πιθανολογείται, είναι ότι στον απόηχο των καταιγιστικών εξελίξεων που λαμβάνουν χώρα στην περιοχή της Μέσης Ανατολής (κυρίως στην Συρία) και της Τουρκίας, αναμένεται σύντομα το εκ νέου άνοιγμα της συζήτησης για τα Στενά. Είτε με όρους Δύσης (θαλάσσιων δυνάμεων) είτε με όρους Ρωσίας (χερσαίων δυνάμεων). Κανείς δεν μπορεί να προδικάσει το αποτέλεσμα. Σε κάθε περίπτωση, όμως, τα δεδομένα και οι προσφερόμενες εναλλακτικές λύσεις πιθανόν να είναι ριζικά διαφορετικές από εκείνες του 20ου αιώνα.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ:
[1] Ίσως και μια ανακούφιση καθώς ένας επί μακρόν αντίπαλός της,
το Βυζάντιο, εξαλειφόταν.
[2] Και ο Βερίγγειος Πορθμός έχει το εν λόγω χαρακτηριστικό, ωστόσο δεν αποτελεί διάβαση, καθώς οι κλιματολογικές του ιδιαιτερότητες τον καθιστούν ουσιαστικά μια παγωμένη ζώνη με σαφή βεβαίως στρατηγική σημασία, που υπολείπεται ωστόσο σημαντικά των άλλων σημείων που αναφέρθηκαν χαρακτηριστικά.
[3] Εναλλακτικά οι Σοβιετικοί αντιπρότειναν σε ιδιωτικές συζητήσεις,
βάση στο Δεδέαγατς (Αλεξανδρούπολη).
[4] Είναι χαρακτηριστική η ρήση του Mustafa Kemal «Ειρήνη στην Χώρα,
Ειρήνη στον Κόσμο».
[5] “Still, who can say by what hands the sword of Osman will be wielded when the Ghazi (Kemal) joins Cromwell and Napoleon?” Graves (1933), The Question of the Straits, p. 21
[6] Από αυτήν την περίοδο πρέπει να εξαιρεθεί το διάστημα εκείνο στο οποίο η Τουρκία ήλεγχε το σύνολο της παράκτιας περιοχής της Μαύρης Θάλασσας.
[7] Είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι οι απεικονιζόμενες εκτιμήσεις των ενδεχομένων και των πιθανοτήτων τους αποτελούν προσωπική εκτίμηση του γράφοντα με βάση την δική του προσέγγιση της πραγματικότητας και είναι παραπάνω από καλοδεχούμενη κάθε καλοπροαίρετη κριτική και διαφορετική άποψη.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
-Akkoyunlu, K., & K., Oktem, (2016), “Existential insecurity and the making of a weak authoritarian regime in Turkey”, Southeast European and Black Sea Studies, 16(4): pp 505-527, doi: 10.1080/14683857.2016.1253225
-Akturk, S., (2015), “The Fourth Style of Politics: Eurasianism as a Pro-Russian Rethinking of Turkey’s Geopolitical Identity”, Turkish Studies, 16:1, pp 54-79, DOI: 10.1080/14683849.2015.1021246
-Alstyne, R., W. Van, (1947), “The Question of the Turkish Straits”, Current History, 13 (72), pp 65-70
-Asmus, R., (2004), “Developing a new Euro-Atlantic strategy for the Black Sea region”, Istanbul Paper no. 2. http://www.gmfus.org//doc/07.28_GMF_Istanbul2_Report.pdf.
-Aydin, M., (2009), “Geographical blessing versus geopolitical curse: great power security agendas for the Black Sea region and a Turkish alternative”, Southeast European and Black Sea Studies, 9(3): pp 271-285, doi: 10.1080/14683850902934283
-Bilsel, C., (1947), “The Turkish Straits in the Light of Recent Turkish – Soviet Russian Correspondence”, The American Journal of International Law, 41(4), pp 727-747
-Graves, P., (1933), “The question of the Straits”, Journal of the Royal Central Asian Society, 20(1), pp 7-26, doi.org/10.1080/03068373308725234
-Γκρέκας, Β., (2017), «Η Υψηλή Στρατηγική της Ρωσίας. Η μελέτη της περίπτωσης της Συρίας», Foreign Affairs – The Hellenic Edition, Δεκέμβριος - Ιανουάριος
-Heller, J., (2017), “Israel endorses independent Kurdish State”, Reuters World News, 13 September
-Huntington, S., P., (1993), “The Clash of Civilizations”, Foreign Affairs, pp 22-49
-Huntington, S., P., (1996), The Clash of Civilizations and the Remaking of the World Order, Simon & Schuster, ISBN: 0-684-84441-9
-Kerner, R., J., (1930), “Russia and the Straits Question, 1915-1917”, The Slavonic and East European Review, 8(24), pp 589-600
-Langer, W., L., (1929), “Russia, the Straits Question and the European Powers”, The English Historical Review, 44(173), pp 59-85
-Lord Curzon, (1918), “The Future of Constantinople”, Memorandum printed for the War Cabinet, January 1919
-Mackinder, H., (1904), “The Geographical Pivot of History”, The Geographical Journal, Vol. 23 (4), pp 421-437
-Mackinder, H., J., (1942), Democratic Ideas and Reality – A Study in the Politics of Reconstruction, National Defense University Press, Washington
-Macfie, A., L., (1979), “The Straits Question: The Conference of Lausanne (November 1922-July 1923)”, Middle Eastern Studies, 15(2), pp 211-238
-Macfie, A., L., (1987), “The Straits Question at the Potsdam Conference: The British Position”, Middle Eastern Studies, 23(1), pp 75-82
-Macfie, A., L., (1993), Τhe Straits Question 1908-1936, Institure for Balkan Studies, Thessaloniki
-Μπέλλος, Σ., (2018), “Η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κρίση, η Γερμανία και οι γεωπολιτικές προεκτάσεις μέσα από το πρίσμα της θεωρίας του Halford Mackinder”, Foreign Affairs – the Hellenic Edition, Φεβρουάριος – Μάρτιος
-Nazef, A., (2013), “Syria Intervention plan fueled by oil interests, not chemical weapon concern”, The Guardian, August 20,213, https://www.theguardian.com/environment/earth-insight/2013/aug/30/syria-...
-Νικολάου, Ι, (1995), Ο Διάπλους των Τουρκικών Στενών κατά τις Διεθνείς Συνθήκες και την Πρακτική, Ελληνικό Ίδρυμα Ευρωπαϊκής και Εξωτερικής Πολιτικής, Εκδόσεις Σιδέρη, Αθήνα
-Spykman, N., J., (1942), America’s Strategy in World Politics: The United States and the Balance of Power, Harcourt, Brace, New York
-Starr, S., (2016), “Russia using sea route via Istanbul to supply Assad regime – Russia can position itself as big player in Middle East due to its access to Turkish Straits”, The Irish Times, 22 June
-Withnall, A., & S., Osborne, (2016), “Erdogan blames ‘foreign powers’ for coup and says West is supporting terrorism”, The Independent, 2 August, https://www.independent.co.uk/news/world/europe/erdogan-turkey-coup-late...
-Xydis, S, (1960), The 1945 crisis over the Turkish Straits, Institute for Balkan Studies, Thessaloniki
-Yegorov, O., (2016), “Russian intelligence saved Erdogan from overthrow – media reports”, Russia Beyond, July 21, https://www.rbth.com/russia_turkey_relations/2016/07/21/russian-intellig...
* Το παρόν δοκίμιο δημοσιεύθηκε στο τεύχος αριθ. 52 (Ιούνιος-Ιούλιος 2018) του Foreign Affairs The Hellenic Edition.
λέκτορας του Διεθνούς Τμήματος του Πανεπιστημίου του Sheffield.
1/4/2019