Η λεπτή γραμμή στον ανταγωνισμό των Μεγάλων Δυνάμεων.
Ένα από τα πρώτα πράγματα που έκανε ο Τραμπ όταν ανέλαβε τα ηνία ήταν το να αναθεωρήσει τις απειλές για την εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ, συμπεριλαμβάνοντας σε αυτές την άνοδο της παγκόσμιας ισχύος της Κίνας και της Ρωσίας.
Ο ανταγωνισμός μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων δεν είναι κάτι νέο. Για την ακρίβεια αποτελεί αξίωμα της γεωπολιτικής ότι οι μικρές χώρες λειτουργούν σαν μικρές χώρες και οι μεγάλες χώρες ενεργούν σαν μεγάλες χώρες. Οι Μεγάλες Δυνάμεις ανταγωνίζονταν πάντα για εξουσία κι επιρροή, καθώς και για τις αγορές και τους φυσικούς πόρους. Αυτό που αποτελεί σύγχρονη εξέλιξη, είναι το γεγονός η κινεζική ηγεμονία ανδρώνεται και η Ρωσία - 25 χρόνια μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου – κάνει δυναμικά και πάλι την εμφάνισή της στην παγκόσμια σκηνή, αλλάζοντας τους παίχτες του παιχνιδιού.
Η νέα εποχή του μεγάλου ανταγωνισμού εξουσίας δεν μεταφράζεται με έναν στρατιωτικό πόλεμο μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών, της Κίνας και της Ρωσίας. Κανείς δεν θα ήθελε να συμβεί ξανά κάτι τέτοιο. Ο ανταγωνισμός αυτός όμως προκαλεί συγκρούσεις σε χώρες όπου δεν υπήρχαν πριν, και εμβαθύνει αυτές που ήδη υπήρχαν. Και στις δύο περιπτώσεις, η αστάθεια είναι γεγονός, παρατηρεί το Stratfor.
Ο αμερικανικός παράγοντας
Είτε μέσω της διπλωματικής οδού, είτε μέσω άλλων οι ΗΠΑ έχουν κάνει αισθητή την παρουσία τους σε σχεδόν όλες τις χώρες του κόσμου. Μια κατάσταση που ενισχύθηκε σημαντικά μετά το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.
Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, οι ΗΠΑ διεξήγαγαν επιχειρήσεις σε 23 από τις 24 χώρες της Κεντρικής και Δυτικής Αφρικής. Πέντε χρόνια μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης (1990-1991), η παρουσία της USAID περιορίστηκε σε μόλις 8 χώρες, στις οποίες οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν πιο μακροπρόθεσμους στρατηγικούς στόχους – όπως το κοβάλτιο, για παράδειγμα, στο τότε Ζαΐρ και τώρα Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό. Ο περιορισμός του ενδιαφέροντος για την Αφρική, αντισταθμίστηκε με την εμπλοκή των ΗΠΑ στην Ανατολική Ευρώπη και τα πρώην σοβιετικά κράτη. Μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης, οι Ηνωμένες Πολιτείες επενέβησαν στα νέα ανεξάρτητα κράτη μέσω χρηματοδοτήσεων και με δικαιολογία την προώθηση της δημοκρατίας και της οικονομίας των αγορών. Ένα τέτοιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η Ουκρανία.
Όλα άλλαξαν δραματικά μετά το τρομοκρατικό χτύπημα της 11ης Σεπτεμβρίου. Μέσα σε τρεις μήνες, οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι Αφγανοί σύμμαχοί τους ανέτρεψαν το καθεστώς των Ταλιμπάν και εντός 18 μηνών εισέβαλαν στο Ιράκ. Μέχρι το 2017, ειδικές επιχειρησιακές δυνάμεις των ΗΠΑ είχαν αναπτυχθεί σε 149 χώρες.
Σήμερα με την έμφαση της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής να δίνεται στη μάχη κατά της ισλαμικής τρομοκρατίας, ο τρόπος που οι ΗΠΑ ανακατεύουν ξανά την τράπουλα, αλλάζει. Όσο μεγαλώνει ο ανταγωνισμός μεταξύ ΗΠΑ, Κίνας και Ρωσίας, τόσο πολιτικές κρίσεις όπως αυτή στην Βενεζουέλα θα κλιμακώνονται. Και θα ακολουθήσουν κι άλλες χώρες όπου οι Μεγάλες Δυνάμεις θα τις μετατρέψουν σε πεδίο ανταγωνισμού. Σε κάθε περίπτωση πάντως θα προσπαθήσουν να αποφύγουν τον πόλεμο με κάθε κόστος, τουλάχιστον επί εδάφους τους.
Η γεωγραφία μπορεί να αλλάξει στο μέλλον
O μεγάλος ανταγωνισμός εξουσίας στο εγγύς μέλλον θα διαδραματιστεί σε τέσσερις κυρίως περιοχές, όπου αναμένεται να αυξηθούν και οι συγκρούσεις. Αυτές θα είναι ο Ινδο-Ειρηνικός, η Ευρώπη, η Μέση Ανατολή και το Δυτικό Ημισφαίριο.
Ο μεγαλύτερος ανταγωνισμός ισχύος θα διαδραματιστεί μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Κίνας, που βρίσκεται σε περίοδο οικονομικής και στρατιωτικής υπεροχής. Για δεκαετίες, η Κίνα έχει χτίσει υποδομές στο εξωτερικό, αυξάνοντας τα συναλλαγματικά της αποθέματα, αναπτύσσοντας αγορές και εξάγοντας την υπεραξία της κινεζικής εργασίας. Οι στόχοι της Κίνας έχουν γίνει πιο στρατηγικοί πια όμως. Η Κίνα στρέφεται τώρα στους φυσικούς πόρους, στον έλεγχο των θαλάσσιων οδών μεταφοράς και είτε στη δημιουργία ή στον έλεγχο της στρατηγικής των παράκτιων – ιδιαίτερα- υποδομών. Για να τα καταφέρει πουλάει όπλα αλλά προωθεί και την πρωτοβουλία Belt and Road, για έννα νέο «Δρόμο του Μεταξιού», αξίας τρισεκατομμυρίων δολαρίων. Το τεράστιο έργο συνδεσιμότητας καλύπτει ήδη περίπου τα δύο τρίτα του παγκόσμιου πληθυσμού και περιλαμβάνει τα τρία τέταρτα των παγκοσμίως γνωστών πηγών ενέργειας.
Οι περιοχές στις οποίες εμφανίζεται να αυξάνεται η επιρροή της Κίνας είναι η Νότια, Κεντρική και Νοτιοδυτική Ασία, η Θάλασσα της Νότιας Κίνας, ο Νότιος Ειρηνικός, ο Ινδικός Ωκεανός, η Νοτιοανατολική Ασία, η Μέση Ανατολή και η Αφρική. Η Κίνα στοχεύει επίσης σε πλούσιες σε πόρους ή σε άλλες στρατηγικές χώρες της Ευρώπης, όπως στην Ελλάδα και την Ιταλία, καθώς και στο δυτικό ημισφαίριο. Αυτές περιλαμβάνουν τη Γροιλανδία την Αργεντινή, τη Βραζιλία, τη Χιλή, την Κόστα Ρίκα, την Κούβα, τον Ισημερινό, τον Παναμά, το Περού, τη Βολιβία, την Ουρουγουάη, τη Βενεζουέλα και το Μεξικό.
Όσον αφορά τη Ρωσία, έχει βάλει στο στόχαστρο επιρροής τη Γεωργία, την Κριμαία και την Ουκρανία ως περιοχές ιδιαίτερου ενδιαφέροντος. Όμως, η Ρωσία ασχολείται ολοένα και περισσότερο με πολλές άλλες χώρες στη Μέση Ανατολή, στη Νοτιοδυτική Ασία, στη Βόρεια Αφρική, στο Σαχέλ και στην Αφρική νοτίως της Σαχάρας. Στη Λατινική Αμερική, τα πεδία ανταγωνισμού περιλαμβάνουν την Κούβα, τη Βενεζουέλα, τη Νικαράγουα και τη Βολιβία.
Ο ανταγωνισμός μεγάλης ισχύος και η σταθερότητα των εθνών
Οι συγκρούσεις εξουσίας μεγάλης ισχύος έχουν βαθιές επιπτώσεις στη σταθερότητα των εθνών. Τα πολιτικά συστήματα διαφέρουν ως προς το πόσο σταθερά είναι. Οι ολοκληρωτικές κυβερνήσεις είναι αναμφίβολα οι πιο σταθερές, ακολουθούμενες από τις εδραιωμένες δημοκρατίες και τις δικτατορίες. Στα οικονομικά, η σταθερότητα καθιστά δυνατή την κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη προσελκύοντας την κρίσιμη μάζα των άμεσων ξένων επενδύσεων που απαιτούνται για την πλήρωση της εθνικής ανάπτυξης. Όσον αφορά τον πόλεμο, η σταθερότητα είναι σημαντική επειδή οι σταθερές χώρες είναι πιο ανθεκτικές σε εκείνες τις επιρροές που οδηγούν σε μια σύρραξη και η σταθερότητα καθιστά τη στρατιωτική πρόοδο πιο βιώσιμη.
Μέχρι να σταθεροποιηθούν οι χώρες, συνήθως χρειάζονται βοήθεια από ένα ευρύ φάσμα στρατιωτικών, πολιτικών, κυβερνητικών, διμερών, πολυμερών, μη κυβερνητικών και ιδιωτικών φορέων. Στην πράξη, η βοήθεια αυτή επικεντρώνεται σε τρία βασικά στοιχεία: την ασφάλεια, τη διακυβέρνηση και την οικονομία. Και οι τρεις παράγοντες είναι βαθιά αλληλοεξαρτώμενοι.
Η ασφάλεια είναι η βασική προϋπόθεση. Χωρίς ισχυρή εθνική και εσωτερική ασφάλεια, ούτε η χρηστή διακυβέρνηση ούτε η οικονομία μπορούν να εξελιχθούν με βιώσιμο τρόπο. Η σταθερή διακυβέρνηση απαιτεί από τις χώρες να διαχειρίζονται τις πολιτικές, στρατιωτικές, αστυνομικές, οικονομικές, κοινωνικές, νομικές, ρυθμιστικές και δικαστικές υποθέσεις τους. Τα οικονομικά στοιχεία σταθερότητας περιλαμβάνουν την οικονομική υποδομή και τα νομικά, κανονιστικά και πολιτικά περιβάλλοντα που απαιτούνται για την οικονομική ανάπτυξη.
Στην εποχή του μεγάλου ανταγωνισμού, ο αριθμός των χωρών που βρίσκονται στην γκρίζα ζώνη μεταξύ πολέμου και ειρήνης, θα αυξηθεί. Αυτό θα ευνοήσει νέες επιχειρήσεις σταθεροποίησης, με τις ΗΠΑ όμως πια να μην είναι διατεθειμένες να σπαταλήσουν όσους πόρους σπαταλούσαν στο παρελθόν. Η Παγκόσμια Τράπεζα, οι τράπεζες περιφερειακής ανάπτυξης και τα Ηνωμένα Έθνη αναμένεται να αναλάβουν αυτόν τον ρόλο στο άμεσο μέλλον. Σε κάθε περίπτωση όσο ο ανταγωνισμός μεγαλώνει μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων, τόσο θα μικραίνουν και οι πιθανότητες μια παγκόσμιας σταθεροποίησης. Έχουμε πολλά να δούμε και το πιθανότερο σενάριο λέει ότι δεν θα μας αρέσουν καθόλου...
27/4/2019