Λαϊκισμός: Αιτίες, συνέπειες, στρατηγική αντιμετώπισης.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ:
 (1) Τι είναι και γιατί γοητεύει ο λαϊκισμός.
(2) Η ιδεολογική ρομφαία της ολιγαρχίας.


Ο λαϊκισμός δεν είναι εύκολο να προσδιοριστεί, αλλά οι επιπτώσεις του είναι ορατές όταν αμφισβητεί την φιλελεύθερη δημοκρατία, τον πλουραλισμό, τα ανθρώπινα δικαιώματα και την ανταλλαγή ιδεών. Στις επικείμενες ευρωεκλογές, τα λαϊκιστικά κόμματα ίσως αποκτήσουν επιρροή στη διαμόρφωση της Ευρώπης. Ζητούν να σταματήσει η διεύρυνση για να αποφευχθεί η μετανάστευση, να δοθεί τέλος στο ευρώ και την έξοδο από τις διεθνείς ανθρωπιστικές ή κλιματικές συνθήκες.

Τρία χαρακτηριστικά γνωρίσματα και ένα turbo.

Το πρώτο χαρακτηριστικό του λαϊκισμού είναι η υπερ-απλουστευμένη και απαισιόδοξη ερμηνεία των προβλημάτων μιας κοινωνίας, που χρησιμοποιείται ως μέσο για την απόκτηση πολιτικής επιρροής. Το δεύτερο είναι η πόλωση μεταξύ της μεγάλης ομάδας απλών, ενάρετων πολιτών και της διεφθαρμένης, αυτόνομης οικονομικής ή πολιτισμικής μειονότητας που κυριαρχεί την κοινωνία. Το τρίτο είναι η διακήρυξη του πλουραλισμού, της παγκοσμιοποίησης και της πολυμέρειας ως αρνητικά, από τη στιγμή που θέτουν σε κίνδυνο την ομογένεια των ανθρώπων και τα έθνη στερούνται το δικαίωμά τους να επιλύσουν τα προβλήματά τους όπως τα βλέπουν οι πολίτες τους. Ο φόβος της μετανάστευσης ανειδίκευτων ανθρώπων από απομακρυσμένες χώρες εισάγοντας μη χριστιανικές θρησκείες, αποτελεί "κινητήριο μοχλό” για τον σημερινό λαϊκισμό, ενώ το χαρακτηριστικό των πρώην αριστερών λαϊκιστών απουσιάζει.

Αιτίες.

Ο λαϊκισμός εμπειρικά βρέθηκε να έχει τέσσερις αλληλένδετες αιτίες. Οι οικονομικές του αιτίες είναι τα στάσιμα εισοδήματα, η ανεργία και -προσωπικές όσο και περιφερειακές- ανισότητες. Η πολιτισμική της ρίζα είναι η αυξανόμενη κυριαρχία των φιλελεύθερων ιδεών (όπως η ισότητα των φύλων και νέοι τρόποι ζωής), οι λαϊκιστές καθιστούν τις συντηρητικές αξίες αποδεκτές ξανά. Η τρίτη αιτία είναι φόβος και αβεβαιότητα. Αυτά είναι συνέπεια οποιασδήποτε γρήγορης αλλαγής, είτε είναι οικονομικής, πολιτισμικής ή τεχνολογικής. Οι αποτυχίες της πολιτικής είναι η τέταρτη αιτία. Εάν οι χαμένοι από τις διαρθρωτικές και τεχνολογικές αλλαγές ή από την παγκοσμιοποίηση, δεν αποζημιωθούν ούτε βοηθηθούν, θα χάσουν την πίστη τους στους θεσμούς.

Κοινωνικό-οικονομικά στοιχεία για την ψηφοφορία.

Τα λαϊκιστικά κόμματα είναι ελκυστικά για δύο ομάδες: οι χαμηλοεισοδηματίες (αλλά όχι απαραιτήτως αυτοί με τα χαμηλότερα εισοδήματα) και η μεσαία τάξη (συνήθως με μαθησιακή κατάρτιση). Οι λαϊκιστικές ψήφοι μειώνονται με την αύξηση των εισοδημάτων και την υψηλότερη εκπαίδευση. Ως μερική εγγύηση, το μερίδιο των ψήφων που λαμβάνουν οι λαϊκιστές υποψήφιοι είναι υψηλό μεταξύ των τεχνοκρατών εργαζομένων και χαμηλής ειδίκευσης εργαζομένων στην μεταποίηση, καθώς και μεταξύ των ηλικιωμένων και των ανδρών στις αγροτικές περιοχές. Έχει ενδιαφέρον ότι οι περιφερειακές ψήφοι μειώνονται όσο υψηλότερο είναι το ποσοστό των μεταναστών και όταν οι άνθρωποι έχουν προσωπικές εμπειρίες με μετανάστες.

Η διαδρομή προς την εξουσία και τη σταθεροποίησή της.

Τα λαϊκιστικά κόμματα αρχικά εισέρχονται σε συμμαχίες, συνήθως με ένα συντηρητικό συστημικό κόμμα. Στην κυβέρνηση, αυτοί οι συνασπισμοί μετατοπίζουν την ατζέντα. Εάν τα επιλεγμένα μέσα πολιτικής επιδεινώσουν τα οικονομικά προβλήματα, επινοούνται εξωτερικοί εχθροί που υποτίθεται πως αποτρέπουν την αναμενόμενη επιτυχία (από τον George Soros και τους μετανάστες, μέχρι τους κεντρώους στις Βρυξέλλες). Οι διαδικασίες ψηφοφορίας αλλάζουν, οι "ισχυροί” αφαιρούν τους θεσμικούς ελέγχους και τις ισορροπίες και αυξάνουν την επιρροή τους στο δικαστικό σύστημα και στα ΜΜΕ, και οι ευρωπαϊκοί κανόνες παραμελούνται. Από τη στιγμή που μια έξοδος από την ΕΕ δεν έχει απήχηση, απαιτούνται ριζοσπαστικές και μη ρεαλιστικές μεταρρυθμίσεις στην ΕΕ, με απειλή για έξοδο, εάν η ΕΕ δεν αλλάξει την διακυβέρνησή της αντιστοίχως. Απαιτείται η εκ νέου εθνικοποίηση της πολιτικής, ακόμη και για ζητήματα που προφανώς δεν μπορούν να επιλυθούν από μεμονωμένες χώρες -όπως το έγκλημα, η σπέκουλα, η φορολογική απάτη ή η κλιματική αλλαγή.

Ένας πιο ισχυρός ρόλος των λαϊκιστικών κομμάτων στην κυβέρνηση αποδυναμώνει το ρόλο της Ευρώπης στη διαμόρφωση των εμπορικών και επενδυτικών συνθηκών καθώς και την παγκοσμιοποίηση. Η Κίνα εκμεταλλεύεται αυτή την αδυναμία για να επεκτείνει τον Δρόμο του Μεταξιού και για να αγοράσει υποδομές στην Αφρική καθώς και στη Νότια Ευρώπη. Στην Ευρώπη, η διαφωνία μεταξύ της Ανατολής και της Δύσης διευρύνεται. Αριστεροί και δεξιοί λαϊκιστές είναι πρόθυμοι να συνεργαστούν με τη Ρωσία, θέτοντας σε κίνδυνο τις ειρηνευτικές προσπάθειες στα Δυτικά Βαλκάνια.

Στρατηγική απάντηση.

Τα συστημικά κόμματα συχνά ακολουθούν έναν light λαϊκισμό -δηλαδή, μια λαϊκιστική ατζέντα η οποία είναι ελάχιστα λιγότερο ριζοσπαστική και ξενοφοβική. Αλλά στη συνέχεια τα οικονομικά προβλήματα επιδεινώνονται εξαιτίας των εμπορικών περιορισμών, και η αβεβαιότητα και η απαισιοδοξία αυξάνονται.

Η εναλλακτική λύση ξεκινά με τη διόρθωση του λανθασμένου πλαισίου. Τα οικονομικά προβλήματα στην ΕΕ υπάρχουν, αλλά γενικότερα η ευημερία είναι υψηλότερη και η φτώχεια χαμηλότερη από ό,τι πριν από 30 χρόνια. Το προσδόκιμο ζωής αυξάνεται, σε αντίθεση με αυτό στις ΗΠΑ. Η ΕΕ έχει φέρει ειρήνη σε μια ήπειρο που δοκίμασε πολλές συγκρούσεις.

Δεύτερον, η ΕΕ και τα κράτη-μέλη της χρειάζονται μια νέα στρατηγική για τη διακυβέρνηση, τη μετανάστευση και την γήρανση. Τα μέλη θα πρέπει να συμφωνήσουν στο τι μπορεί να γίνει καλύτερα σε μια κοινή προσπάθεια. Ιδιαίτερη έμφαση πρέπει να δοθεί στα προβλήματα γήρανσης. Ο Πληθυσμός στην Αφρική θα τετραπλασιαστεί σε αυτόν τον αιώνα, ενώ το ποσοστό των ανθρώπων ηλικίας 20-30 θα μειωθεί κατά το ένα τρίτο ή ακόμη και κατά το ήμισυ, στη Νότια και Ανατολική Ευρώπη. Η μετανάστευση χρειάζεται ένα μείγμα πολιτικής -από τη μία πλευρά προσέλκυση εξειδικευμένων μεταναστών μαζί με εκπαίδευση και ενσωμάτωση προσφύγων, και από την άλλη πλευρά, εκπόνηση στρατηγικής για επενδύσεις, εκπαίδευση και διακυβέρνηση στην Αφρική. Αυτό είναι πολύ διαφορετικό από τα μέσα που προτείνουν οι λαϊκιστές.

Το τρίτο βήμα είναι ένα όραμα για το 2050. Η Ευρώπη θα πρέπει να γίνει πρότυπο για μια κοινωνία υψηλών εισοδημάτων που προσφέρει ευημερία, χαμηλή ανεργία και λιγότερη ανισότητα, οδηγώντας σε μείωση των διοξειδίων του άνθρακα και σε διαχείριση του δημόσιου τομέα. Οι καινοτομίες πρέπει να έχουν ως κίνητρο κοινωνικούς στόχους και να μην εστιάζουν αποκλειστικά στην εργασιακή παραγωγικότητα. Αυτό συνεπάγεται τη μετατόπιση των φόρων από την εργασία στην ενέργεια. Η ανεργία δεν μπορεί να χρηματοδοτείται από κοινωνικές πληρωμές διά βίου, αλλά πρέπει να αποτραπεί εκ των προτέρων, δίνοντας τη δυνατότητα στους νέους να ηγηθούν της αλλαγής στην τεχνολογία.

Και τέλος, η ΕΕ πρέπει να επανασυνδεθεί με τους πολίτες της, οι οποίοι θα πρέπει να υποστηρίξουν το ευρωπαϊκό project όχι μόνο ακαδημαϊκά, αλλά με ενσυναίσθηση. Αυτό απαιτεί ένα αφήγημα σχετικά με το για ποιον λόγο η ευρωπαϊκή ενοποίηση ενισχύει και την ευημερία: "Μια Ευρώπη που επιτρέπει και αυξάνει τις επιλογές ζωής”.

Μπορείτε να δείτε το κείμενο εδώ:

Του Karl Aiginger

25/4/2019


            ΣXETIKA KEIMENA            


INTIME NEWS/ΛΙΑΚΟΣ ΓΙΑΝΝΗΣ

 Τι είναι και γιατί γοητεύει ο λαϊκισμός.
Ο Άγγελος Χρυσόγελος αναλύει στη «Ν» την έννοια. 

Στην Ελλάδα μάς αρέσει να κολλάμε «ετικέτες». Και η πιο πολυφορεμένη τα τελευταία χρόνια είναι αναμφίβολα αυτή του λαϊκιστή- τη χρησιμοποιούμε για να στιγματίσουμε κάθε τι ανεύθυνο, μη ρεαλιστικό, επιζήμιο, χωρίς απαραίτητα να γνωρίζουμε τι σημαίνει. Ωστόσο, διεθνώς ο λαϊκισμός είναι πράγματι σε άνοδο και ανησυχεί. Ο Άγγελος Χρυσόγελος,  ερευνητής στο Global Populism Cluster του Weatherhead Center του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ και συγγραφέας του βιβλίου «Λαϊκισμός» (Εκδόσεις Παπαδόπουλος) μας βοηθά να κατανοήσουμε τι είναι, γιατί γοητεύει και εάν απειλεί.

H κριτική για τον λαϊκισμό κυριαρχεί στη δημόσια συζήτηση. Τι είναι όμως;  

Καταρχάς λαϊκισμός δεν είναι ό,τι δεν μας αρέσει. Η προεκλογική πλειοδοσία, το φιλολαϊκό προφίλ ή η υπόσχεση ότι «θα τα αλλάξω όλα» είναι αναπόσπαστα χαρακτηριστικά της καθημερινής πολιτικής πρακτικής. Ο λαϊκισμός μπορεί να ανιχνευτεί με βάση συγκεκριμένα κριτήρια: την αναφορά στον «λαό» ως υπέρτατη πηγή εξουσίας και την μετωπική σύγκρουση με την «ελίτ» και το «σύστημα» ως βασική διαχωριστική γραμμή που υποσκελίζει όλες τις άλλες στην πολιτική διαπάλη. Όταν η δυαδικότητα της πολιτικής ρητορικής («εμείς-αυτοί») και η απονομιμοποίηση του αντιπάλου («δεν δικαιούστε δια να ομιλείτε») συνυπάρχουν και κυριαρχούν στην πολιτική έκφραση ενός ηγέτη, κόμματος ή κινήματος, μπορούμε να μιλάμε για λαϊκισμό.

Και γιατί γοητεύει στις μέρες μας τόσο; 

Ο λαϊκισμός είναι μια ρηχή ιδεολογική πρόταση, η οποία πέραν της κυριαρχίας του λαού, της αντίθεσης στις ελίτ και της αντίληψης της πολιτικής διαμάχης ως μια πολωτική αντιπαλότητα μεταξύ καλού λαού και κακών ελίτ δεν προδικάζει συγκεκριμένες ιδεολογικές επιλογές. Δεν είναι όλοι οι αυταρχικοί ή ριζοσπάστες ηγέτες που βλέπουμε γύρω μας λαϊκιστές ή κυρίως λαϊκιστές. Ο Ερντογάν για παράδειγμα είναι πρώτα Ισλαμιστής και μετά λαϊκιστής, ο Μπολσονάρο στην Βραζιλία είναι βασικά ακροδεξιός και εξετάζεται αν είναι και λαϊκιστής κοκ.

Νομίζω ότι το ερώτημα είναι γιατί διάφορες ιδεολογικές ατζέντες χρειάζονται και τον λαϊκισμό για να είναι επιτυχημένες σήμερα, και πιστεύω ότι η απάντηση βρίσκεται τελικά στο διεθνές πλαίσιο μέσα στο οποίο η αντιπροσωπευτική δημοκρατία λειτουργεί σήμερα.

Η παγκοσμιοποίηση στην Δύση, και στην περίπτωση της Ευρώπης η περιφερειακή ενοποίηση, έχουν καταστήσει την έκφραση λαϊκών αιτημάτων και τον έλεγχο της εξουσίας από εκλογικά σώματα που λειτουργούν ακόμα στο εθνικό πλαίσιο μια πολύ δύσκολη υπόθεση. Σε αυτό το πλαίσιο, ο λαϊκισμός επιτρέπει σε συγκεκριμένες ατζέντες – αντίθεση στην μετανάστευση, στον οικονομικό νεοφιλελευθερισμό κοκ – να εκφραστούν με όρους δημοκρατικής και αντιπροσωπευτικής διεκδίκησης.

Μπορείτε να μας προσδιορίσετε τις διαφορές ανάμεσα στον αριστερό 
και δεξιό λαϊκισμό;

Ο λαϊκισμός της Αριστεράς έχει ένα πιο εξισωτικό περιεχόμενο, τείνει να προκρίνει ζητήματα οικονομικής ανισότητας και να αντιπαραθέτει τους «από κάτω» στους «από πάνω» με όρους και πολιτικούς και κοινωνικοοικονομικούς. Ο λαϊκισμός της Δεξιάς ορίζει τον «λαό» συνήθως με όρους εθνότητας, ιθαγένειας ή φυλής. Είναι πιο ιεραρχικός, με την έννοια ότι ο «λαός» δεν αντιπαρατίθεται μόνο προς τα «πάνω» (πολιτικές ελίτ) αλλά και προς τα «κάτω» (εθνοτικά ξένες ή κατώτερες ομάδες όπως οι μετανάστες). Χάρη στον λαϊκισμό όμως Δεξιά και Αριστερά μπορούν να δανείζονται στοιχεία η μια από την άλλη.

Ο απολιτίκ λαϊκισμός, όπως αυτός του M5S, κ. Χρυσόγελε έχει μέλλον; 

Δεν θα τον χαρακτήριζα «απολιτίκ» όσο περισσότερο «εκλεκτικό» ή «ιδεολογικά ρηχό». Αφού κινητοποιεί χιλιάδες κόσμου και συντελεί στην απονομιμοποίηση ενός πολιτικού συστήματος, έχει εξόχως πολιτικά χαρακτηριστικά και συνέπειες. Το ερώτημα όμως έχει οπωσδήποτε βάση, με την έννοια ότι ένα κίνημα για το οποίο οι βασικές αρχές του λαϊκισμού – απέχθεια προς τις ελίτ, αποθέωση του λαού ως μοναδική πηγή νομιμοποίησης – είναι και οι μοναδικές ιδεολογικές του αρχές προφανώς δεν έχει έναν «μπούσουλα» για να αντιμετωπίσει πιο σύνθετα προβλήματα πολιτικής. Το βλέπουμε στην περίπτωση της ιταλικής κυβέρνησης, όπου αν και το Κίνημα των Πέντε Αστέρων είναι το μεγαλύτερο κόμμα, έχει υποσκελιστεί εντελώς από τον Σαλβίνι ο οποίος εκτός από λαϊκιστής είναι και πολλά άλλα (ριζοσπάστης δεξιός, εθνικιστής, αντίπαλος της μετανάστευσης) που καθοδηγούν την δράση του.

Στην ελληνική πολιτική ζωή,
 ποιο είναι το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα λαϊκιστή ηγέτη; 

Ο Ανδρέας Παπανδρέου είναι οπωσδήποτε η πρωτοτυπική περίπτωση λαϊκιστή πολιτικού στην Ελλάδα, αν και όχι σε όλες τις φάσεις της πολιτικής του καριέρας και όχι πάντα με τον ίδιο τρόπο. Πχ μετά το 1990 δύσκολα μπορεί να χαρακτηριστεί πια λαϊκιστής και προσωπικά έχω αμφιβολίες αν ήδη από την επαύριο των εκλογών του 1985 παραμένει λαϊκιστής. Υπάρχουν εδώ ενδιαφέρουσες αναλογίες με την πορεία ενός άλλου εκπροσώπου του λαϊκισμού στην Ελλάδα, του Αλέξη Τσίπρα. Μέχρι το 2015 πρόκειται οπωσδήποτε για λαϊκιστή ο οποίος καταφέρεται ενάντια και στις εγχώριες και στις ξένες ελίτ. Η προσαρμογή του όμως στο ευρωπαϊκό πλαίσιο αφαιρεί μεγάλο μέρος της αξιοπιστίας του ως εκπροσώπου του λαού. Μιλάμε άλλωστε για έναν πολιτικό που εφάρμοσε μια οικονομική πολιτική ενάντια στο 61% του δημοψηφίσματος του 2015, και ετοιμάζεται να λύσει ένα εθνικό θέμα ενάντια στο 70-75% της κοινής γνώμης.

Ήταν η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ/ ΑΝΕΛ παράδειγμα «εθνολαϊκισμού»; 

Προσωπικά δεν συμφωνώ ιδιαίτερα με την χρήση του όρου «εθνολαϊκισμός» στην δημόσια συζήτηση στην Ελλάδα και ιδιαίτερα για την περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ. Η βασική μου ένσταση είναι ότι η χρήση του φαίνεται να υπονοεί ότι ο λαϊκισμός είναι κάτι δεξιόστροφος απαραίτητα ή ότι η αντίθεση στην ΕΕ είναι απαραίτητα έκφραση σωβινιστικού εθνικισμού.

Μία αριστερά που χρησιμοποιεί τον λαϊκισμό οπωσδήποτε δίνει μια αίσθηση λιγότερο διεθνιστική και περισσότερο «εθνο-κυριαρχική». Ακόμα όμως και αν αριστεροί και δεξιοί λαϊκισμοί στην Ευρώπη συμφωνούν ότι η λαϊκή κυριαρχία προϋποθέτει εθνική ανεξαρτησία, το τι ορίζει ο καθένας ως λαό και τι πολιτικές αυτό υπονοεί διαφέρει πάρα πολύ.

Πιστεύω παρόλα αυτά ότι ο όρος «εθνολαϊκισμός» μπορεί να μας χρησιμεύσει στο μέλλον σε μια περίπτωση: αν η εθνικιστική κινητοποίηση για το Μακεδονικό λάβει και αντι-συστημικά χαρακτηριστικά που θα αναδείξουν την προωθούμενη λύση ως υπόσκαψη της δημοκρατίας και της λαϊκής κυριαρχίας. Ακούγεται τελευταία το σύνθημα «Για την Μακεδονία και την Δημοκρατία». Αν αυτό λάβει ποτέ συγκεκριμένη πολιτική-κομματική έκφραση, ο εθνολαϊκισμός ίσως να είναι τότε ένας χρήσιμος όρος να το περιγράψει.

Ας πάμε λίγο στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Ενώ τα τελευταία χρόνια μιλάμε για τον «εκτραμπισμό» της πολιτικής ζωής στην Ευρώπη, στο βιβλίο σας εξηγείτε πως με τον Τραμπ έχουμε τον «εξευρωπαϊσμό» του αμερικανικού λαϊκισμού .

Ο αμερικανικός λαϊκισμός υπήρξε ιστορικά ένα αριστερόστροφο φαινόμενο. Στο αμερικανικό πολιτικό λεξιλόγιο το επίθετο «populist» χρησιμοποιείται ακόμα και σήμερα με θετικό νόημα από αριστερούς πολιτικούς. Σε μια χώρα με ασθενή σοσιαλδημοκρατική παράδοση και καχυποψία προς την έννοια της ταξικής πάλης, ο αγροτικός κυρίως λαϊκισμός υπήρξε η κύρια έκφραση αμφισβήτησης της οικονομικής ανισότητας στην κοινωνία. Ο λαϊκισμός ως ίδιον της (ακρο)δεξιάς στις ΗΠΑ είναι ένα πιο πρόσφατο φαινόμενο που γενικεύεται κυρίως μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Από τότε ξεκινάμε να βλέπουμε ατζέντες ριζοσπαστικού νεοφιλελευθερισμού, κοινωνικού συντηρητισμού και φυλετισμού να διατυπώνονται συστηματικά με όρους αμφισβήτησης των ελίτ και του συστήματος. Αυτό ήταν όμως κάτι που είχε ήδη αρχίσει να εμφανίζεται στην Ευρώπη από την δεκαετία του ’80, με την λαϊκιστική μεταστροφή της μεταφασιστικής ακροδεξιάς. Ως συμπύκνωση όλων των ρευμάτων του μεταψυχροπολεμικού δεξιού λαϊκισμού στις ΗΠΑ, ο Τραμπ ουσιαστικά εφαρμόζει την συνταγή που ο Λεπέν και ο Χάιντερ είχαν διαμορφώσει στην Ευρώπη 20 χρόνια νωρίτερα.

Ο λαϊκισμός του Τραμπ και όχι μόνο απειλεί την Δημοκρατία;

Είναι απειλή αλλά μόνο στο σημείο κατά το οποίο ένα δημοκρατικό σύστημα αποφεύγει ή αδυνατεί να ενσωματώσει την κριτική που ο λαϊκισμός εκφράζει. Είναι απειλή ιδιαίτερα για την φιλελεύθερη δημοκρατία, γιατί η είναι ένα σύστημα που στηρίζεται στην εξισορρόπηση της αρχής της λαϊκής κυριαρχίας με τις αρχές της προστασίας των μειονοτήτων, της ανεξαρτησίας των θεσμών και της υπεροχής των νόμων έναντι της όποιας πολιτικής ατζέντας. Η άνοδος του λαϊκισμού σε μια φιλελεύθερη δημοκρατία είναι συνήθως «καμπανάκι» ότι αυτή η ισορροπία μεταξύ του εκλογικού-λαϊκού πυλώνα και του φιλελεύθερου-θεσμικού πυλώνα του συστήματος ευνοεί υπερβολικά τον δεύτερο.

Είναι κάτι σαν τον πυρετό σε έναν ασθενή: είναι σύμπτωμα και προειδοποίηση ότι κάτι δεν πάει καλά, δεν είναι η αρρώστια από μόνος του. Είναι κρίσιμο σε αυτό το σημείο το σύστημα να αντιδράσει και να αφουγκραστεί τα αιτήματα πίσω από τον λαϊκισμό. Αν αυτό συμβεί, τότε ο λαϊκισμός μπορεί να θεωρηθεί ακόμα και κάτι θετικό, στον βαθμό που επιτρέπει σε ένα πολιτικό σύστημα να ανανεώσει την νομιμοποιητική του βάση.

Είναι ο αντιλαϊκισμός εξίσου επικίνδυνος;

Δεν θα τον χαρακτήριζα επικίνδυνο. Περισσότερο ακατάλληλο θα τον έλεγα. Επικεντρώνει στον λαϊκισμό ως το πρόβλημα και όχι τα αιτήματα και τα προβλήματα που τον θρέφουν. Δεύτερον πέφτει στην παγίδα να παρουσιάζει την πολιτική διαπάλη ως μια διαμάχη «καλών» και «κακών». Έτσι γίνεται ένας λαϊκισμός από την ανάποδη. Προσωπικά θεωρώ την ανάδειξη του πλουραλισμού και της επαλληλίας των κοινωνικών και ιδεολογικών διαιρετικών τομών σε ένα πολιτικό σύστημα ως πιο αποτελεσματική στρατηγική αντιμετώπισης του απλοϊκού λαϊκιστικού μηνύματος περί διαμάχης «καλών» και «κακών», κάτι όμως που απαιτεί υπομονή και ειλικρίνεια.

 Και τελικά ποιος θα σώσει τη Δημοκρατία;

Ένα δημοκρατικό σύστημα δημιουργείται, επιζεί και προοδεύει όταν η μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών αποδέχεται τους κανόνες της λειτουργίας του και τους θεωρεί εξίσου πολύτιμους με την ικανοποίηση επιμέρους κοινωνικών αιτημάτων. Αν αυτό υπάρχει, κανένας λαϊκιστής από μόνος του δεν αρκεί για να καταλύσει την δημοκρατία. Αν ένα λαϊκιστικό κόμμα ή κίνημα ανατρέπει μια φιλελεύθερη δημοκρατία, τότε σημαίνει ότι αυτή έπασχε ήδη από προβλήματα που ξεπερνούσαν κατά πολύ την ρητορική ενός λαϊκιστή πολιτικού και μόνο.

Της Νατάσας Στασινού

  30 Ιανουαρίου 2019  


 2.
Η ιδεολογική ρομφαία της ολιγαρχίας.

Είναι κοινός τόπος πλέον πως οι παραδοσιακές ιδεολογίες έχουν εκπληρώσει τον προορισμό τους και έχουν περιέλθει στα αζήτητα της ιστορίας. Το έχω δείξει αυτό εδώ και πάρα πολλά χρόνια και εξηγώ το γιατί στο τελευταίο μου βιβλίο που σκιαγράφησε σε ανύποπτη στιγμή την πολιτική πορεία του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία (Η Συριζαία Αριστερά ως Νέα Δεξιά). Αυτό έχει ως συνέπεια τα κόμματα να έχουν μεταβληθεί άρδην σε «ιδιωτικές εταιρίες», ή για να είμαι πιο επιεικής «σε εταιρίες ιδιοποίησης του δημοσίου χώρου».

Ειδικότερα στην Ελλάδα, από την πρώτη στιγμή της Βαυαροκρατίας το κομματικό σύστημα από φορέας διαμεσολάβησης συμφερόντων και τροφοδότης με πολιτικό προσωπικό της εξουσίας μεταβλήθηκε σε πολιτικό σύστημα.

Ίππευσε στο πολιτικό σύστημα, το ιδιοποιήθηκε και δι’ αυτού λειτούργησε ως επικαρπωτής του κράτους και δυνάστης της κοινωνίας. Γι’ αυτό και έχω ορίσει το ελληνικό πολιτικό σύστημα ως δυναστική κομματοκρατία.

Ο νέος «λαϊκισμός»

Σε ό,τι αφορά στο «λαϊκισμό» και στις νεότερες χρήσεις του, πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί για να μην γίνουμε παίγνιο στα χέρια των ιδεολόγων της ολιγαρχίας. Άλλοτε, η έννοια του λαϊκισμού όριζε την συμπεριφορά εκείνου του πολιτικού προσωπικού που επιδίωκε την εξαπάτηση του λαού, την καταδολίευση των συμφερόντων του, με σκοπό να αποσπάσει την εμπιστοσύνη του και να ηγεμονεύσει.

Σήμερα, με την έννοια του λαϊκισμού ορίζεται κάτι άλλο, εντελώς διαφορετικό. Συγκεκριμένα ως λαϊκιστής χαρακτηρίζεται εκείνος που αναφέρεται στην ανάγκη ο σκοπός της πολιτικής να είναι το συμφέρον της κοινωνίας και όχι των αγορών. Και μάλιστα όποιος επικαλείται την ανάγκη η κοινωνία να γίνει θεσμικός εταίρος της Πολιτείας.

Έτσι λαϊκιστής αποκαλείται αυτός που στρέφεται κατά της μονοσήμαντης κυριαρχίας των αγορών και της εξαθλίωσης των κοινωνιών. Αυτός που διακηρύσσει την ανάγκη να φύγουμε από το καθεστώς της εκλόγιμης μοναρχίας, που εξυπηρετεί αποκλειστικά τις αγορές, και να μεθαρμόσουμε το πολιτικό σύστημα σε αντιπροσώπευση ή δημοκρατία.

Απαξίωση της δημοκρατίας

Η επιτήδεια αυτή αλλαγή περιεχομένου της έννοιας του λαϊκισμού αποσκοπεί στην ενοχοποίηση και επομένως στην απαξίωση κάθε εγχειρήματος που θα απέβλεπε στην αλλαγή των πραγμάτων υπέρ των κοινωνιών. Εξ ου και η έννοια αυτή του λαϊκισμού συνδυάζεται με τη μομφή του εθνικισμού, που αποδίδεται στον πατριωτισμό.

«Εθνολαϊκιστής» αποκαλείται τελικά αυτός που αγαπάει την πατρίδα, την μήτρα της ύπαρξής του, και θέλει η κοινωνική συλλογικότητα να ευημερεί εν ελευθερία, ούσα υπεύθυνη για την μοίρα της. Οι διεθνείς και οι εγχώριες ολιγαρχικές ελίτ, στο μέτρο που δεν έχουν ιδεολογία να υποστηρίξει το εγχείρημά τους για μονοσήμαντη ηγεμονία, οικοδομούν την ιδεολογία της απαξίωσης του μεγίστου εχθρού τους: της εθνικής-πολιτισμικής συνοχής και της δημοκρατίας.

Αυτοί γνωρίζουν ό,τι οι κοινωνίες αγνοούν: ότι το σημερινό σύστημα δεν είναι πουθενά στο κόσμο ούτε δημοκρατία ούτε καν αντιπροσώπευση. Ούτε κατ’ ευφημισμόν.
  
 Γιώργος Κοντογιώργης 


15 Νοεμβρίου 2017