«H ελληνική μειονότητα έχει υποστεί τα πάνδεινα».





Θα μπορούσε, άνετα, να ενταχθεί στις τάξεις της ελληνικής μειονότητας στην Αλβανία. Αλλωστε, τα τελευταία 30 χρόνια οι επαγγελματικοί και προσωπικοί του δρόμοι επιμένουν να τον φέρνουν εκεί. Ως επιτετραμμένος, την περίοδο 1987-1990 επί καθεστώτος Χότζα, ως πρέσβης της Ελλάδας στην Αλβανία από τον Ιανουάριο του 2004 έως τον Ιούνιο του 2006 και, την τελευταία τριετία, ως οικογενειάρχης και μόνιμος κάτοικος Τιράνων.

Ο κ. Καρκαμπάσης, πρέσβης ε.τ., χαρακτηρίζει ιστορικά δικαιολογημένο 
το δημοκρατικό έλλειμμα που εξακολουθεί να χαρακτηρίζει την Αλβανία.

Περιγράφοντας τη δική του πορεία γνωριμίας με την Αλβανία, ο πρέσβης ε.τ. Παντελής Καρκαμπάσης ουσιαστικά οριοθετεί το πόσο περιορισμένη, δυσανάλογα για την εγγύτητα και την παρουσία Ελλήνων σε αυτή, είναι και η εικόνα των Ελλήνων για τη γείτονα. «Από τότε που θυμάμαι, ποτέ δεν συζητούσαμε περί Αλβανίας. Ξέραμε ότι υπάρχει εκεί, θυμάμαι και τον πατέρα μου, επί χούντας, να ακούει το “σας μιλούν τα Τίρανα”, την εποχή του “Ράδιο Τίρανα”, αλλά αυτό ήταν όλο», υπογραμμίζει ο κ. Καρκαμπάσης. Με τη συσσωρευμένη γνώση πλέον, χαρακτηρίζει ιστορικά δικαιολογημένο το δημοκρατικό έλλειμμα που εξακολουθεί να χαρακτηρίζει την Αλβανία: «Μέχρι το 1948, όταν ανέλαβε ο Χότζα, η χώρα δεν είχε γνωρίσει δημοκρατία. Ηταν ουσιαστικά προτεκτοράτο της Ιταλίας, ενώ οι μεγάλες δυνάμεις της εποχής επέβαλαν μια κατάσταση που ουσιαστικά απονεύρωσε έναν λαό. Και τον απονεύρωσε μέχρι ισοπεδώσεως το καθεστώς Χότζα... Η δε μετάβαση στη δημοκρατία βρήκε τους κατοίκους με ουσιαστικώς ανύπαρκτη δημοκρατική κουλτούρα και σε ρόλο ηγεσίας τους πρώην κομμουνιστές, ανθρώπους χωρίς δημοκρατικές περγαμηνές».

Η σημερινή αλβανική κοινωνία έχει αλλάξει επί τα χείρω, με κύρια χαρακτηριστικά την εκρηκτική αστυφιλία και την ταυτόχρονη θεαματική ανάπτυξη της βίας και του οργανωμένου εγκλήματος, εκτιμά. «Το εμπόριο ναρκωτικών ανδρώθηκε τόσο, που σύμφωνα με την έκθεση της αρμόδιας υπηρεσίας της Ε.Ε. ο χαρακτηρισμός “Κολομβία της Ευρώπης” είναι το λιγότερο που μπορεί κανείς να πει για την Αλβανία», σημειώνει ο Καρκαμπάσης και αφήνει σαφώς να εννοηθεί ότι όλο αυτό τελεί υπό την ανοχή, αν όχι κάτι χειρότερο, του κράτους.

Ο ίδιος επέλεξε να ζήσει εκεί με την Αλβανίδα σύζυγό του και την, τρίτη στη σειρά, 9χρονη κόρη τους. Η μικρή φοιτά στο Αρσάκειο Τιράνων, ένα σχολείο που, όπως σημειώνει με ικανοποίηση, «ο πατέρας της συνέβαλε σημαντικά στη συγκρότηση και λειτουργία του». Ποια είναι, λοιπόν, η θέση της ελληνικής μειονότητας, με αφορμή και την τελευταία ένταση στον απόηχο της προσπάθειας της κυβέρνησης Ράμα να υφαρπάξει τις περιουσίες των ομογενών στη Χειμάρρα;

«Η ελληνική μειονότητα έχει υποστεί τα πάνδεινα, όπως στο σύνολό του ο αλβανικός λαός. Ο χώρος όπου βρίσκεται η ελληνική μειονότητα, επισήμως ή ανεπισήμως, διότι η Χειμάρρα είναι εκτός μειονοτικών ζωνών, είναι ό,τι καλύτερο διαθέτει η Αλβανία για τα χρόνια που έρχονται σε ό,τι αφορά την τουριστική της ανάπτυξη. Αυτό κάνει πολύ δελεαστική την υφαρπαγή των γαιών», σημειώνει, εξηγώντας πως, με την πτώση του καθεστώτος, οι αλβανικές κυβερνήσεις δεν προχώρησαν σε κτηματογράφηση ή καταλογογράφηση, με αποτέλεσμα οι πράξεις αγοραπωλησιών ακινήτων να γίνονται χωρίς κανένα επίσημο χαρτί. Πατώντας σε αυτό, η κυβέρνηση Ράμα «κάνει ό,τι θέλει, προκειμένου να αφαιρέσει τις περιουσίες και να τις παραχωρήσει εν λευκώ στους κολλητούς της».
Κρίνει, πάντως, ως θετική την υπαναχώρηση των Τιράνων, μετά και την αντίδραση της Αθήνας, αρκεί, όπως λέει, «αυτό να συνιστά ουσιαστική αλλαγή στάσης και όχι έναν απλό ελιγμό».

Στην πολωμένη πολιτική σκηνή της Αλβανίας, εν μέσω οικονομικών, πολιτικών και θρησκευτικών ανταγωνισμών, βαριά είναι, άλλωστε, και η σκιά της Αγκυρας, που συχνά παρεμβαίνει –όπως στο ζήτημα της οριοθέτησης των θαλασσιών ζωνών– για τη ματαίωση ελληνοαλβανικών συμφωνιών. «Είναι εύκολος στόχος για την Τουρκία μια χώρα σαν την Αλβανία, που ρουφάει τα χρήματα σαν σφουγγάρι», σημειώνει ο κ. Καρκαμπάσης, υπενθυμίζοντας την προσωπική δωρεά του Ερντογάν για την ανέγερση του μεγαλύτερου τζαμιού των Βαλκανίων (σ.σ. αναμένεται να λειτουργήσει εντός του έτους), αλλά και την πολυποίκιλη παρουσία τουρκικών φορέων και εταιρειών. «Σε 15 σημεία της πόλης των Τιράνων κυματίζει η τουρκική σημαία, πέραν της πρεσβείας και του προξενείου. Πρόκειται για γραφεία ιδιωτικών εταιρειών και άλλων κρατικοδίαιτων τουρκικών φορέων, που όλοι έχουν να χαρίσουν κάτι στους Αλβανούς», σημειώνει.

Εντονη είναι η διελκυστίνδα επιρροής και στο θρησκευτικό πεδίο: «Διαγκωνίζονται οι καθολικοί με τους μουσουλμάνους –και εμείς βέβαια ως Ορθόδοξη Εκκλησία– για την εύνοια του αλβανικού λαού. Σε αυτή τη μάχη, δυστυχώς, η Ορθόδοξη Εκκλησία έχει πολύ λιγότερα υλικά μέσα, παρά το γεγονός ότι έχει στην κορυφή της έναν ιεράρχη (σ.σ. Αλβανίας Αναστάσιος) πολύ υψηλότερου επιπέδου από κάθε άλλον».

Τον ερωτώ εάν υπάρχει, τουλάχιστον, σταθερή γραμμή στην εξωτερική πολιτική της Ελλάδας έναντι των Τιράνων. «Πρόκειται για το μόνιμο σαράκι της εξωτερικής μας πολιτικής, τα εσωτερικά πολιτικά ζητήματα να καθορίζουν εν πολλοίς την εξωτερική μας πολιτική. Εναντι της Αλβανίας δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά», σχολιάζει, προσθέτοντας πως «καταφέραμε να έχουν εναγκαλιστεί, σε κάποια φάση, το ΠΑΣΟΚ τότε με το Σοσιαλιστικό κόμμα, η Ν.Δ. με το Δημοκρατικό Κόμμα. Βεβαίως, έχουν αλλάξει κάπως τα πράγματα, αλλά παράγοντες και των δύο κομμάτων, “επαγγελματίες Βορειοηπειρώτες”, είναι αυτοί που ανακατεύουν την κατάσταση».

Με θητεία πρέσβη, εκτός από τα Τίρανα, και σε Κούβα και Πολωνία, η επιλογή του να αποδεχθεί την πρόταση του Στ. Θεοδωράκη και να είναι υποψήφιος για την Ευρωβουλή προκάλεσε αίσθηση. Του επισημαίνω, χιουμοριστικά, πως τον επέλεξα για τις «Σαββατιάτικες Συναντήσεις» γιατί έχει ελάχιστες πιθανότητες εκλογής. Αλλωστε, η μετριοπάθεια στα εθνικά θέματα δεν θεωρείται... προσόν. «Ξεκινώ με δεδομένη τη μη εκλογή μου», απαντά χαμογελώντας και προσθέτει: «Οι Ελληνες σε όλα τα θέματα αντιδρούμε με το συναίσθημα. Μόνον όταν φάμε την κατραπακιά, κάτι στραβώσει στον δρόμο ή πονέσει, βάζουμε τη λογική. Κι αυτό συμβαίνει σε όλες τις εκφάνσεις του ιδιωτικού και δημόσιου βίου μας. Δεν θα μπορούσαν οι σχέσεις μας με τα άλλα κράτη να περνούν από άλλο φίλτρο. Αυτή η προσέγγιση έχει τα καλά της αλλά έχει και πολλά στραβά, ειδικά σε αυτή την εποχή που πρέπει να βλέπουμε καθαρά ότι ανήκουμε σε μια μείζονα οικογένεια, όπως η Ε.Ε. Ελπίζω ότι θα γίνει σε όλους μας μάθημα το πάθημα των Βρετανών με το Brexit».

ΓΙΩΡΓΟΣ Π. ΤΕΡΖΗΣ

6/4/2019