Ευρωεκλογές 2019: Η Ευρώπη αντιμέτωπη με τους "εφιάλτες" της.


Ευρωπαϊκή "επανεκκίνηση"; Μιαν άλλη φορά... Οι ευρωεκλογές της επόμενης εβδομάδας ελπιζόταν να αποτελέσουν το πεδίο στο οποίο η Ευρωπαϊκή Ένωση θα είχε την ευκαιρία να αναμετρηθεί με διαφορετικά σχέδια για το μέλλον της, μετά την ολοκλήρωση της περιπέτειας της βρετανικής εξόδου.Όμως το σίριαλ του Brexit παραμένει ακόμη ανοιχτό – και η ασάφεια στην οποία έχει βυθιστεί η Βρετανία εξαπλώνεται εντεύθεν της Μάγχης, απειλώντας τους κοινοτικούς μηχανισμούς με παράλυση.

Στα χέρια των Βρετανών

Αρκεί και μόνο να αναλογιστεί κανείς ότι, εφόσον πλέον η Βρετανία προσέρχεται εκούσα άκουσα στις κάλπες, η ίδια η σύνθεση και η πολιτική γεωμετρία του αυριανού Ευρωκοινοβουλίου μένει στον αέρα. Τις έδρες τους θα κληθούν να καταλάβουν, όπως και πριν, 751 ευρωβουλευτές, συμπεριλαμβανομένων για αδιευκρίνιστο χρονικό διάστημα των 73 Βρετανών, χωρίς τη μείωση και ανακατανομή που προβλέπεται να ισχύσει μετά το Brexit. Και είναι αυτό το προσωρινής σύνθεσης Ευρωκοινοβούλιο το οποίο θα κληθεί από νωρίς να επικυρώσει τις αποφάσεις των αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων για την ηγεσία των κοινοτικών οργάνων την επόμενη πενταετία.

Καθώς, δε, η ενίσχυση των κάθε είδους λαϊκιστικών μορφωμάτων στην Ευρώπη καθιστά τον συσχετισμό μάλλον οριακό και κάθε ψήφο πολύτιμη, έχει ενδιαφέρον το γεγονός ότι η πολυπληθέστερη βρετανική αντιπροσωπία θα είναι, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, αυτή του κόμματος Brexit του Νάιτζελ Φαράζ, ενώ η Κοινοβουλευτική Ομάδα των Ευρωπαίων Σοσιαλιστών και Δημοκρατών θα εμφανιστεί ενισχυμένη με την (υπό αίρεση) συμμετοχή των Βρετανών Εργατικών.

Χωρίς "μεγάλο συνασπισμό"

Δεν είναι, όμως, μόνο τα αριθμητικά δεδομένα εξαιρετικά περίπλοκα, αλλά και τα πολιτικά. Ο διηνεκής "μεγάλος συνασπισμός" Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος και Σοσιαλιστών-Δημοκρατών, που συνδιοικούσε τα κοινοτικά πράγματα, είναι πλέον δυσχερέστερος και ταυτοχρόνως ανεπαρκής.

Το ντιμπέιτ που είχαν την Τετάρτη στις Βρυξέλλες οι έξι Spitzenkandidaten, δηλ. οι επικεφαλής των ψηφοδελτίων των ευρωπαϊκών πολιτικών ομάδων και άρα διεκδικητές της προεδρίας της Κομισιόν, ήταν αποκαλυπτικό. Το φαβορί της αναμέτρησης, ο επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος, Μάνφρεντ Βέμπερ, επέμεινε στην ανάγκη περαιτέρω βημάτων ενοποίησης, συμπεριλαμβανομένης της εξωτερικής πολιτικής, όπου, όπως είπε με νόημα, "επί τέσσερις εβδομάδες δεν μπορούσαμε να καταλήξουμε σε μια απόφαση για την καταδίκη του κομμουνιστικού καθεστώτος του Μαδούρο στη Βενεζουέλα, επειδή κάποιοι από την Ελλάδα και την Ιταλία προσπαθούσαν να το μπλοκάρουν", ενώ απέκρουσε και τις περί λιτότητας κατηγορίες των συνομιλητών του, υπενθυμίζοντας ότι ο επίτροπος Μοσκοβισί και ο πρόεδρος του Eurogroup ανήκουν στην ομάδα των Σοσιαλιστών.

Από την πλευρά του, ο Ολλανδός Σοσιαλιστής Φρανς Τίμερμανς, μέχρι τώρα πρώτος αντιπρόεδρος της Κομισιόν, ρητά πρότεινε τη συγκρότηση μιας συμμαχίας του χώρου του με τους Πράσινους και την Ευρωπαϊκή Αριστερά, στο έδαφος της προηγούμενης καλής συνεργασίας των τριών ομάδων στο Ευρωκοινοβούλιο για θέματα όπως η κλιματική μεταβολή, ενώ επικέντρωσε τις επιθέσεις του κατά του ΕΛΚ και του Μάνφρεντ Βέμπερ. Προφανώς τον καθοδηγεί το παράδειγμα της Ισπανίας και της Πορτογαλίας, μόνων χωρών στις οποίες η Σοσιαλδημοκρατία κατάφερε να ανακάμψει. Παράλληλα, κάνοντας λόγο για μια ευρεία συστράτευση "από τον Τσίπρα έως τον Μακρόν", πολλαπλασίασε τα ανοίγματα προς τους Φιλελευθέρους (ALDE), που αναμένεται να αναδειχθούν σε μπαλαντέρ. Όμως η Δανή Spitzenkandidat των τελευταίων, Μαργκρέτε Βεστάγκερ, μέχρι τώρα επίτροπος Ανταγωνισμού, έμεινε μακριά από αντιπαραθέσεις και κράτησε κλειστά τα χαρτιά της.

Ο λόγος στο Συμβούλιο

Όλα αυτά ενδεχομένως να είναι και μάταια, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά την ανάδειξη του επόμενου προέδρου της Κομισιόν, καθώς πολλοί ηγέτες, με πρώτον τον Γάλλο πρόεδρο, Εμανουέλ Μακρόν, με κάθε ευκαιρία υπενθυμίζουν ότι η επιλογή εναπόκειται αποκλειστικά στο Συμβούλιο και ότι η διαδικασία των Spitzenkandidaten, που δοκιμάστηκε πρώτη φορά το 2014 με επιμονή του Ευρωκοινοβουλίου, δεν είναι δεσμευτική.

Παραμονεύουν, άλλωστε, μακριά από τα φώτα της εκλογικής μάχης, ισχυρές υποψηφιότητες, με πρώτη αυτήν της Άνγκελα Μέρκελ, η οποία έχει ουσιαστικά κλείσει τον κύκλο της στην εγχώρια σκηνή και, διόλου τυχαία, σε συνέντευξή της την εβδομάδα αυτή τόνισε την αποφασιστικότητά της να εργαστεί περισσότερο για την Ευρώπη, στο σταυροδρόμι όπου αυτή βρίσκεται ενώπιον της πρόκλησης της εθνικιστικής αναδίπλωσης και απέναντι σε διεθνείς ανταγωνιστές όπως η Κίνα, η Ρωσία ή οι ΗΠΑ. Οι διαβεβαιώσεις της ότι δεν ενδιαφέρεται για κοινοτικό αξίωμα είναι σχετικές.

Αν η διαδοχή του Ντόναλντ Τουσκ στην προεδρία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου αποτελεί το φυσικό επόμενο βήμα για τη Μέρκελ, τότε η προεδρία της Κομισιόν θα μπορούσε να ανατεθεί στον Γάλλο Μισέλ Μπαρνιέ, τον επικεφαλής της διαπραγματευτικής ομάδας της Κομισιόν για το Brexit, ο οποίος το τελευταίο διάστημα πολλαπλασιάζει τις δημόσιες παρεμβάσεις του.

Γαλλογερμανικές τριβές

Στην έκτακτη Ευρωπαϊκή Σύνοδο Κορυφής που θα πραγματοποιηθεί αμέσως μετά τις ευρωεκλογές θα μπουν στη ζυγαριά (με τα γνωστά κριτήρια της εξισορρόπησης Βορρά-Νότου, Ανατολής-Δύσης, μικρών και μεγάλων κρατών-μελών, ανδρών και γυναικών, κεντροαριστερών και κεντροδεξιών) αυτές οι επιλογές, αλλά, επιπλέον, και η εξεύρεση νέου Ύπατου Εκπροσώπου για την εξωτερική πολιτική και (ειδικά φέτος νέου προέδρου της ΕΚΤ).

Προϋποτίθεται, βέβαια, η σύμπτωση απόψεων μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας – κάτι που, όπως παραδέχθηκε και η Μέρκελ, έχει γίνει δυσκολότερο από ποτέ. Ήδη η δημόσια διαφωνία των δύο μερών για το αν θα πρέπει να διευκολυνθεί η Βρετανία με μακρά παράταση της προθεσμίας εξόδου (όπως ήθελε το Βερολίνο) ή όχι είναι χαρακτηριστική. Από ειρωνεία της Ιστορίας, το Λονδίνο έχει πετύχει τον πάγιο στόχο του να δημιουργήσει ρήγματα στη γαλλοβρετανική σχέση, χωρίς το ίδιο να είναι σε θέση να επωφεληθεί...

Τρία κρίσιμα πολιτικά ερωτήματα

Σε πολιτικό επίπεδο, τα κύρια ερωτήματα ως προς τις ευρωεκλογές είναι τρία.

Πρώτον, σε ποιο βαθμό πρόκειται να ενισχυθούν οι αντιευρωπαϊκές και ξενοφοβικές δυνάμεις (με την αναμενόμενη πρωτιά της Λέγκας στην Ιταλία, του Εθνικού Συναγερμού της Λεπέν στη Γαλλία, του Φαράζ στη Βρετανία και, βέβαια, του ευρισκόμενου με το ένα πόδι εκτός ΕΛΚ κόμματος του Όρμπαν στην Ουγγαρία) και κατά πόσον αυτές θα καταφέρουν να βρουν κοινό βηματισμό σε μια νέα πολιτική ομάδα.

Δεύτερον, σε ποιο βαθμό θα καταφέρει ο Εμανουέλ Μακρόν (το κόμμα του οποίου συστρατεύθηκε επισήμως με τους Φιλελευθέρους) να προβάλει ως πανευρωπαϊκό αντίπαλο δέος στους λαϊκισμούς, παρά το κόστος που δείχνει να μετρά εντός συνόρων στον απόηχο του κινήματος των "κίτρινων γιλέκων".

Τρίτον, κατά πόσον το αποτέλεσμα ειδικά της Ιταλίας θα παρακινήσει τον Ματέο Σαλβίνι, με τις γνωστές απόψεις περί δημοσιονομικής απειθαρχίας, να επιδιώξει, σε αυτή την ευαίσθητη οικονομική συγκυρία, τη διεξαγωγή πρόωρων εκλογών, ώστε να απαλλαγεί από τους κυβερνητικούς του εταίρους των Πέντε Αστέρων και να τεθεί αυτός επικεφαλής ενός αμιγώς δεξιού συνασπισμού.

Το ενδιαφέρον, πάντως, είναι ότι, παρά την επαπειλούμενη επιστροφή στην ύφεση, το ζήτημα του ευρώ βρίσκεται σε όλες τις χώρες εκτός ατζέντας, καθώς τα ζητήματα της μετανάστευσης και τα συναφή έχουν απορροφήσει το ενδιαφέρον.

*Αναδημοσίευση από το "Κεφάλαιο" που κυκλοφορεί

Του Κώστα Ράπτη

19/5/2019