Γιώργος Κοντογιώργης, Η διχαστική πόλωση στο ελληνικό πολιτικό σύστημα. Το ελληνικό σύνδρομο της διχόνοιας και η προσωποπαγής κομματοκρατία.





(Το πλήρες κείμενο)

1.
Η διχόνοια και η εσωτερική συχνά αιματηρή σύγκρουση αποτέλεσε και συνεχίζει να αποτελεί την σταθερά του ελληνικού κόσμου από τις καταβολές του μέχρι τις ημέρες μας. Μια απλή ματιά την ιστορία αποκαλύπτει ότι οι περίοδοι των διχασμών της ελληνικής κοινωνίας είναι βαθύτερες και μακρύτερες από ό,τι εκείνες της συνοχής της. Υπό μια άλλη έννοια, το γεγονός αυτό δύναται να συνεκτιμηθεί ως ένα θεμελιώδες τεκμήριο της ελληνικής ιστορικής συνέχειας, το οποίο, όσο και αν μεταλλάχθηκε καθοδόν, ποτέ δεν έπαψε να προβάλει ως το διακριτικό γνώρισμα του εσωτερικού βίου των Ελλήνων αλλά και ως ιδιώνυμο στοιχείο της σχέσης του με τους «άλλους».
Πώς εξηγείται ακριβώς η ιδιαιτερότητα αυτή του ελληνικού κόσμου; Χωρίς αμφιβολία οφείλεται πρωτογενώς στον τρόπο της ιστορικής του συγκρότησης. Ο ελληνισμός δομήθηκε εξαρχής ως κοσμοσύστημα με ανθρωποκεντρικό πρόσημο, δηλαδή σε πολεοτικές κοινωνίες εν ελευθερία, όχι ως ενιαία πολιτειακή οντότητα. Αποτέλεσε κυριολεκτικά ένα έθνος κοσμοσύστημα, όχι ένα έθνος κράτος. Το πολιτικό πρόταγμα του έθνους, στο πλαίσιο αυτό, ανέλαβαν να εκφράσουν οι πόλεις, κατά τον τρόπο της συνέργειας, και όχι μια ενιαία κρατική οντότητα. Μέχρι το τέλος της τουρκοκρατίας, η θεμελιώδης κοινωνία των Ελλήνων, που σηματοδοτούσε την πολιτειακή τους ελευθερία, ήταν η πόλις / το κοινό, όχι ένα εδαφικά εκτεταμένο κράτος.
Η συγκρότηση των Ελλήνων σε πολλές πολιτειακές κοινωνίες (κράτη) και κυριολεκτικά η ενσάρκωση του ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος μικρής κλίμακας από αυτούς, εμπεριείχε στη βάση της το σπέρμα της αντιπαλότητας και της σύγκρουσης, όχι της ομόνοιας. Αναφέρω εντελώς διαγραμματικά την κρατοκεντρική εποχή –των πόλεων κρατών–, κατά την οποία οι Έλληνες, ελλείψει εθνικού εχθρού, συγκρούονταν μεταξύ τους, συχνά μάλιστα με την εμπλοκή και αλλογενών. Όμως και η περίοδος της ελληνιστικής οικουμένης δεν απηλλάγη από την πολεοκεντρική λογική στο μέτρο που η ίδια δεν οδηγήθηκε στην ολοκλήρωσή της, καθώς διασπάσθηκε εντέλει το κρατικό της μόρφωμα, η κοσμόπολη, και οι κρατοκεντρικές αντιστάσεις της μητροπολιτικής και της δυτικής παρειάς του δεν εκάμφθησαν. Θα χρειαστεί να εμπλακεί η Ρώμη στην κοσμοσυστημική δυναμική του ελληνισμού και να διαιτητεύσει για να κατασιγάσει η εσωτερική σύγκρουση.
Από το μέσο Βυζάντιο το πολιτικό πρόταγμα του συνόλου έθνους κοσμοσυστήματος θα συμβολισθεί από την βασιλεύουσα πόλη, χωρίς ωστόσο η πολεοκεντρική δυναμική να εκλείψει. Θα εγκατασταθεί όμως ένας ιδιόμορφος δυισμός που θα εκφρασθεί αφενός από την ανταγωνιστική ή την φυγόκεντρη δυναμική των πόλεων (και των θεματικών οντοτήτων) και αφετέρου από την πολιτική αντιπαλότητα στο περιβάλλον της μητρόπολης πολιτείας με διακύβευμα την εξουσία/βασιλεία. Στις εσωτερικές αυτές πολεοκεντρικού τύπου αντιπαλότητες, ουδέποτε έπαψαν να καλούνται βαρβαρικά φύλα να διαιτητεύσουν, ή να παρεμβάλλονται πολιτικές υπονομεύσεις, με ασύμμετρες πολλές φορές συνέπειες. Κορυφαία εξ αυτών υπήρξε η κυριολεκτική παράδοση της Πόλης στους σταυροφόρους το 1204 όπως και οι εξελίξεις που καταγράφονται έως το 1453. Η τουρκοκρατία θα κατασιγάσει προς στιγμήν την εσωτερική σύγκρουση, χωρίς εντούτοις να πάψει να είναι ενεργή στις σχέσεις των Ελλήνων στις τοπικές πόλεις/κοινά και βεβαίως στο περιβάλλον της κεντρικής οθωμανικής εξουσίας. Σε βαθμό που η Γερουσία του κοινού της Πόλης υπό τον Πατριάρχη και πολλά άλλα κοινά να νομοθετήσουν τη δέσμευση των πολιτών τους να μην προστρέχουν στη διαιτησία των Οθωμανών.
Η πολεοκεντρική/πολυπολιτειακή αυτή ιδιοσυστασία του ελληνικού κόσμου αποτέλεσε την αιτιολογική βάση του ανθρωποκεντρικού του πολιτισμού, συγχρόνως όμως και τον παράγοντα εκείνον που έμελλε να αναδειχθεί σε κρίσιμες περιόδους ως η αχίλλειος πτέρνα του. Όντως, η κοσμοσυστημική του συγκρότηση αποτέλεσε τον απόλυτο ανασχετικό παράγοντα για την πολιτική εμπραγμάτωση ενός ολικού προτάγματος που θα ήταν επικεντρωμένο στην εθνική ελευθερία. Το εθνικό πρόταγμα, όντας ταυτισμένο με την ελευθερία των πόλεων, αποτέλεσε εύκολη λεία στις εξωτερικές εκτατικές δυνάμεις όσο και ανασχετικό παράγοντα για την αποτίναξη μιας εξωτερικής κατοχής. Υπό το πρίσμα αυτό, δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι οι εθνικές ήττες του ελληνισμού όπως και η μακροημέρευση της εθνικής του υποτέλειας, αποτέλεσαν εσωτερική του υπόθεση. Την αδυναμία του ακριβώς αυτή, την επισημαίνουν με παραστατικό τρόπο ο Πολύβιος και ο Πλούταρχος, μεταξύ των άλλων, όταν διαλογίζονται για την ελευθερία των Ελλήνων έναντι των Ρωμαίων.
Την τελευταία μεγάλη αναλαμπή του διχαστικού αποτελέσματος που παρήγε η πολεοκεντρική ιδιοσυστασία του ελληνικού κόσμου, μας την προσφέρει η Μεγάλη Επανάσταση του 1821. Ο τρόπος της Επανάστασης του σύνολου ελληνικού κόσμου, η επαναστατική διαδικασία εκεί όπου επιβίωσε τελικά, τα ίδια τα συντάγματα της επαναστατημένης χώρας, έχουν ως θεμέλιο το πολεοκεντρικό ιδιώνυμο του ελληνισμού. Το αυτό θεμέλιο έχουν οι εμφύλιοι στη διάρκεια της επανάστασης που την οδήγησαν στην αφάνεια, όπως και όσα διημείφθησαν επί Καποδίστρια έως την επιβολή της βαυαρικής απολυταρχίας.

2. 
Στο εσωτερικό του νεοελληνικού κράτους, η εγκαθίδρυση της βαυαρικής απολυταρχίας με τη βίαιη κατάργηση των πόλεων/κοινών που ακολούθησε είχε ως συνέπεια να μεταστεγασθεί η λογική του πολεοκεντρισμού στο περιβάλλον του κεντρικού πολιτικού συστήματος. Φορείς της ήταν οι δυνάμεις εκείνες που εγκαλούσαν προηγουμένως τον Καποδίστρια για αυταρχισμό, επειδή θεωρούσαν ότι το εγχείρημα δημιουργίας ενός κεντρικού πολιτικού συστήματος ικανού να διαχειρισθεί τη διάσωση της επανάστασης και να συγκροτήσει κράτος, αντέκειτο στην πολεοτική τους αυτονομία.
Πώς ερμηνεύεται λοιπόν η μεταστέγαση της εμφυλιακής/διχαστικής λογικής της πολιτικής αντίθεσης στο νεοελληνικό κράτος;
Επισημάναμε ήδη την επιβολή της απολυταρχικής μοναρχίας σε μια χειμαζόμενη από την εξαθλίωση κοινωνία, γύρω από την οποία στεγάσθηκε η εκφυλισμένη από τις συνθήκες της επανάστασης πολεοτική πολιτική τάξη των «κοτζαμπάσιδων». Η πολιτική αυτή τάξη συναντήθηκε ευθύς αμέσως με την απολυταρχία στο ζήτημα της κατάλυσης των πολεοτικών κοινών και ιδίως της δημοκρατικής πολιτείας τους. Είχαν ήδη από την εποχή του Καποδίστρια διαγνώσει ότι το πολίτευμα της απολυταρχικής ή ακόμη και της αιρετής μοναρχίας τους παρείχε περισσότερες εγγυήσεις για την εξουσία που κατέκτησαν στη διάρκεια της Επανάστασης, συγκριτικά με την αποκατάσταση των δημοκρατίας στα κοινά που επιχειρήθηκε από τον Κυβερνήτη. Στο κλίμα αυτό, ουδείς προφανώς είχε λόγους να εισαγάγει στον πολιτικό και ιδεολογικό διάλογο το μέτρο της κοσμοσυστημικής αναλογίας: να αντιμετωπίσει το πολεοτικό κοινό ως την θεμελιώδη κοινωνία στο κοσμοσύστημα μικρής κλίμακας, δηλαδή ως το ισοδύναμο του κράτους έθνους στη μεγάλη κλίμακα. Εύλογα, αφού με τον τρόπο αυτόν, έπρεπε να προταχθεί η δημοκρατία του κοινού/πόλης ως η πολιτεία του κράτους έθνους. Ο «εξευρωπαϊσμός» που επεβλήθη ως δείγμα στο νεοελληνικό προτεκτοράτο, επέτασσε την ανωτερότητα της απολυταρχικής μοναρχίας, όπως ακριβώς της αιρετής μοναρχίας, έναντι της δημοκρατίας σήμερα.
Η εγκαθίδρυση της απολυταρχίας και η ταυτόχρονη κατάργηση της δημοκρατίας είχε ως αναπόφευκτη συνέπεια η κοινωνία να περιέλθει στην ιδιωτεία, να πάψει δηλαδή να συναντάται θεσμικά ως συλλογικό υποκείμενο (ως εταίρος της πολιτείας) με την πολιτική τάξη. Η νέα αυτή πραγματικότητα έμελλε να έχει καίριες επιπτώσεις στην ίδια τη λειτουργία της απολυταρχίας και φυσικά στη σχέση μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής. Η διασάλευση της σχέσης οφείλεται στην αναντιστοιχία μεταξύ του ελέω θεού καθεστώτος της απολυταρχικής μοναρχίας που αποτέλεσε το ιδιώνυμο των εξερχομένων από τη φεουδαρχική Δύση και της πολιτικής παιδείας που διαχρονικά χαρακτήριζε την ελληνική κοινωνία. Με διαφορετική διατύπωση, η κατάργηση της εταιρικής συμμετοχής της κοινωνίας στην πολιτική διαδικασία δεν συνεπήγετο αναγκαστικά και την κατάργηση της δημοκρατικής πολιτικής παιδείας του ατόμου/πολίτη που εκκαλείτο εφεξής να λειτουργήσει στο περιβάλλον της απολυταρχικής ιδιωτείας.   
Η δημοκρατική παιδεία συνάδει με συμπεριφορές πολιτικής ατομικότητας. Για να αποκτήσει δε συλλογική αναφορά προϋποτίθεται  απαραιτήτως η συγκρότηση του πολίτη σε δήμο, δηλαδή σε πολιτειακή οντότητα. Εάν ο πολίτης αυτός τοποθετηθεί σε καθεστώς ιδιωτείας εκτρέπεται σε δύσμορφες συμπεριφορές και εντέλει μεταβάλλεται από συνομιλητής του κοινωνικού δήμου, σε προσωπικό συνομιλητή του κατόχου του πολιτικού συστήματος, δηλαδή σε πελάτη του πολιτικού. Επιπλέον, η λειτουργία του ως (ατομικού) συνομιλητή του πολιτικού προσωπικού, πραγματοποιείται με άνισους όρους, δεδομένου ότι η συνάντησή τους γίνεται σε εξωθεσμική βάση με αποτέλεσμα η όποια πολιτική υπόσχεση του τελευταίου να μην περιέχει το στοιχείο της δέσμευσης. Σε κάθε περίπτωση ο ρέκτης της δημοκρατικής παιδείας αδυνατεί να λειτουργήσει ως αθέμιτη συλλογική οντότητα, και μάλιστα ως άμορφη κοινωνική μάζα/αγέλη σε καθεστώς ιδιωτείας, όπως συμβαίνει με τον υπήκοο που μόλις εξήλθε από τη φεουδαρχία. Ο ένας συλλογάται ως πλήρης πολίτης, ο δε ο υπήκοος, ως απολύτως ατελής πολίτης.
 Στο κλίμα αυτό, ο πολιτικός έχει απέναντί του ως συνομιλητή όχι την κοινωνική συλλογικότητα των πολιτών, αλλά ένα έκαστο των μελών της, και κυριολεκτικά ένα δίκτυο οργανικών πελατών. Έτσι, και ο σκοπός της πολιτικής προσαρμόζεται αναλόγως. Οι δημόσιες πολιτικές με πρόσημο το κοινό ή εθνικό συμφέρον, παραχωρούν τη θέση τους σε πολιτικές που εστιάζουν το ενδιαφέρον τους στην συντήρηση δικτύων αποδόμησης του συλλογικού, δικτύων συγκατανευσιφάγων, που χρησιμοποιούν το κράτος, το δημόσιο αγαθό εντέλει, ως πρυτανείο σίτισης.
Στο πλαίσιο αυτό, το πολιτικό προσωπικό, ήτοι το κομματικό σύστημα, από διαμεσολαβητής και διαχειριστής του πολιτικού συστήματος, επικάθηται σ’αυτό, και μεταβάλλεται το ίδιο σε πολιτικό σύστημα. Η έννοια της κομματοκρατίας ορίζει ακριβώς αυτό το καθεστώς ιδιοποίησης του κράτους και της λειτουργίας των μελών της –και των αμέσων πελατών της- ως νομέων του δημόσιου αγαθού.
Για να συντηρηθεί η εκφυλισμένη αυτή εκδοχή της αιρετής μοναρχίας, η κομματοκρατία, όφειλε να ολοκληρώσει το έργο της διαρρηγνύοντας τη σχέση της με τις ηγέτιδες δυνάμεις του μείζονος ελληνισμού, κυρίως την αστική τάξη, και επιπρόσθετα με την πνευματική και την πολιτική του ηγεσία.
Καθώς έχουμε εθισθεί στην ιστόρηση του ελληνισμού με βάση τα πεπραγμένα του κράτους, όχι του κόσμου του, δεν έχει προσεχθεί το γεγονός ότι η αστική τάξη του μείζονος ελληνισμού συνέχισε να διαγράφει μια αδιάκοπη πορεία στην διιστορία έχοντας οικουμενική ιδιοσυστασία και εταιρική/δημοκρατική δομή, όπως και στην όλη του συγκρότηση. Ο ελληνισμός, κατά την ύστερη τουρκοκρατία, δεν διήγε, όπως οι λοιπές κοινωνίες, το στάδιο της εξόδου του από τη φεουδαρχία, προκειμένου να επικεντρώσει το ενδιαφέρον του στη συγκρότηση των πρώιμων θεμέλιων παραμέτρων του ανθρωποκεντρισμού, εναίς και ένα σώμα κοινωνικών τάξεων εδρασμένων στη νομισματική οικονομία, με προέχουσα την αστική τάξη.   
Την αστική τάξη του μείζονος ελληνισμού οι δυνάμεις της κομματοκρατίας την απέκλεισαν από το εθνικό κράτος, όπως ακριβώς και τις δυνάμεις του πνεύματος. Θα λέγαμε μάλιστα ότι επέλεξαν να την παραδώσουν, μαζί με το πρόταγμα της εθνικής ολοκλήρωσης, βορά στους εθνικισμούς και στον υπαρκτό σοσιαλισμό που αναδύθηκαν στην περιοχή του ζωτικού του χώρου.
Μια παράπλευρη συνέπεια του γεγονότος αυτού είναι ότι αποστέρησαν το πολιτικό σύστημα από μια ενδιάμεση ισχυρή κοινωνική και πολιτική δύναμη που θα ηδύνατο να καθοδηγήσει τις πολιτικές του με πρόσημο μια ταξική μεν πλην όμως συλλογική αντίληψη του κοινού συμφέροντος. Η επιλογή αυτή, υπέκρυπτε επίσης μια κρίσιμης σημασίας υστεροβουλία. Την ρήξη της ελλαδικής κοινωνίας με το ιστορικό, ιδεολογικό, πολιτικό και το ενγένει ανθρωποκεντρικό της προηγούμενο, καθώς η ρήξη αυτή αποτελούσε την αναγκαία συνθήκη για τη νομιμοποίηση του κράτους της απολυταρχικής, αργότερα της αιρετής μοναρχίας/πολιτικής κυριαρχίας και, συνακόλουθα, της κομματοκρατίας.

3.
 Ώστε από τη στιγμή που η κομματοκρατία απηλλάγη από την θεσμημένη (σε δήμο) κοινωνική συλλογικότητα και από τις δυνάμεις εκείνες που ήσαν ικανές να αμφισβητήσουν το πολιτικό της ιδιώνυμο, ήταν φυσικό να «παίξει» χωρίς αντίπαλο με λάφυρο το κράτος, και δι’αυτού την ελλαδική κοινωνία και τον μείζονα ελληνισμό.
Όμως απέμενε ακόμη να υφάνει τους όρους της νομιμοποίησής της. Για το σκοπό αυτό προσέφυγε σε τρεις μεγάλες παραχαράξεις της λογικής της πολιτικής, οι οποίες είχαν ως κοινό παρονομαστή την προσωποπαγή δομή και λειτουργία της κομματικής και της πολιτειακής ιεραρχίας.
Η πρώτη αφορά στο πρόταγμα της εθνικής ολοκλήρωσης. Μολονότι, δεν περιελήφθη στις προτεραιότητες της κομματοκρατίας, η οποία μάλιστα συνέβαλε τα μέγιστα στην ολική του απαξίωση, αποτέλεσε κεντρικό ζήτημα της εσωτερικής πολιτικής διαπάλης. Και τούτο διότι η εσωτερική του εκμετάλλευση τροφοδοτούσε τη πολιτική διχοστασία που ενορχήστρωνε η κομματοκρατία, προκειμένου να το εκφυλίσει και συγχρόνως να νομιμοποιηθεί στο κοινωνικό σώμα. Μια νομιμοποίηση που, εάν συνεκτιμήσει κανείς τις δύο μεγάλες ήττες τις οποίες οργάνωσε κυριολεκτικά η Αθήνα, εκείνες του 1897 και του 1922, έγινε δαπάναις του ελληνισμού.
Η δεύτερη, μεγάλη παραχάραξη, είναι συναφής με τις  ιδεολογίες που φύτρωσαν στην Εσπερία και απέβλεπαν στην αποτίναξη της φεουδαρχίας και στην εγκαθίδρυση μιας πρώιμης ανθρωποκεντρικά (δηλαδή με βάση την απλή ατομική ελευθερία και ορισμένα κοινωνικοπολιτικά δικαιώματα, προσήκοντα στην αιρετή μοναρχία) κοινωνίας. Όντως, δεν έχει ακόμη συνειδητοποιηθεί ότι οι ιδεολογίες του φιλελευθερισμού και του σοσιαλισμού, ήσαν παντελώς ξένες προς την ιδιοσυστασία και, κατ’επέκταση, προς τις ανάγκες της ελληνικής κοινωνίας, η οποία, παρά τις στρεβλώσεις της οθωμανικής κατοχής, βίωνε, όπως είδαμε, το κλίμα της μετακρατοκεντρικής οικουμένης: μια οικουμενικού αναπτύγματος νομισματική οικονομία, ενδεδυμένη με το εταιρικό σύστημα, που επιτάσσει την εφαρμογή της δημοκρατικής αρχής σ’αυτό. Μια πολιτειακή οργάνωση δομημένη ως επί το πλείστον στη μέση δημοκρατία και συνακόλουθα μια αντίστοιχη πολιτική εμπειρία και μια πνευματική παραγωγή που μπορεί να συγκριθεί με εκείνη ολίγων λαών στην Ευρώπη. Η βίωσή τους στη θεμέλια κοινωνία της μικρής κλίμακας δεν διαφοροποιεί καμία από τις πραγματικότητες αυτές. Οι Έλληνες στοχαστές κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας είχαν πλήρη συνείδηση του γεγονότος ότι ζητούμενο για τον ελληνισμό δεν ήταν η μετάβαση από την φεουδαλική δεσποτεία στην πρώιμη ανθρωποκεντρικά κοινωνία της μεγάλης κοσμοσυστημικής κλίμακας, αλλά η ανασυγκρότησή του με θεμέλιο μια οικουμενική κοσμόπολη, μεθαρμοσμένη σε κράτος της μεγάλης κλίμακας. Η περίπτωση της «Ελληνικής δημοκρατίας» του Ρήγα είναι παραδειγματικά χαρακτηριστική. 
Η επισήμανση αυτή της διαφοράς φύσεως που διακρίνει τον ελληνικό κόσμο από τις ευρωπαϊκές κοινωνίες απαντά και στην μόνιμη επωδό της προσαρτηματικής κρατικής διανόησης ότι τα δεινά της νεοελληνικής κοινωνίας οφείλονται στην ίδια, και συγκεκριμένα στο ότι δεν περιήλθε στη φεουδαρχία, όπως οι δυτικές κοινωνίες, ώστε να χρειαστεί να «μεταλάβει» στη συνέχεια του πνεύματος του Διαφωτισμού!... Δεν αναλογίζεται προφανώς ότι αποτελεί τουλάχιστον παράδοξο να αξιώνεται από έναν κόσμο, που δεν άγγιξε ούτε κατά διάνοια τη φεουδαρχία, να διαλογίζεται και να λειτουργεί με τους όρους της και εντέλει στο πνεύμα του Διαφωτισμού, δηλαδή του διαλογισμού για το πώς της υπέρβασης της κρατικής δεσποτείας και του νέου πρώιμου ανθρωποκεντρικά κράτους της αιρετής μοναρχίας. Όντως, η ελληνική στοχαστική διανόηση της εποχής, γνώριζε καλώς ότι τούτο συνεπήγετο την ολική οπισθοδρόμηση του ελληνισμού στην ομόλογη φάση που εντοπίζεται όντως στην προδρακόντια εποχή της ιστορίας του.
Το πρόβλημά της ελληνικής κοινωνίας εστιαζόταν καταρχήν στην εθνική απελευθέρωση με πρόταγμα ένα κοσμοπολιτειακού τύπου κράτος, και στο πλαίσιο αυτό στην επίλυση του κοινωνικού προβλήματος σε περιβάλλον εταιρικής οικονομίας, όχι ανατροπής ή υπέρβασης της φεουδαρχίας. 
Το γεγονός αυτό ωστόσο εξηγεί γιατί οι ιδεολογίες της ανθρωποκεντρικής μετάβασης έπαιξαν έναν επίσης κρίσιμο ρόλο στο εγχείρημα για την αποξένωση της ελληνικής κοινωνίας από τις ανθρωποκεντρικές κληρονομιές της και ιδίως για τη συντήρηση μιας επίπλαστης πλην όμως ακραίας εμφυλιακού τύπου πόλωσης που επέτρεπε στην προσωποπαγή κομματοκρατία να διχάζει, να χειραγωγεί την κοινωνία και να νομιμοποιεί την πελατειακή της αποδόμηση.
Κατά τούτο, δεν προκαλεί απορία ότι η διχαστική πολιτική πόλωση που διαπιστώνεται διαχρονικά στο ελληνικό πολιτικό σύστημα δεν είχε ούτε έχει αναφορές σε ιδεολογικές, ταξικές ή άλλες διαφοροποιήσεις, παρά τα όσα διατείνονται οι κήνσορες της πολιτικής ρητορικής και η προσαρτηματική κρατική διανόηση.
Για την διχαστική και όλως προσχηματική αυτή χρήση των ιδεολογιών (του φιλελευθερισμού και του σοσιαλισμού), αρωγός υπήρξε η απουσία συστημικής διαφοροποίησης στον ίδιο τον πυρήνα τους: και οι δύο, ως πρώιμες ανθρωποκεντρικά ιδεολογίες, πρεσβεύουν το ίδιο οικονομικό και πολιτικό σύστημα, αφού η διαφορά τους έγκειται μόνο στο διακύβευμα εάν η ιδιοκτησία της οικονομίας θα κατέχεται από τον ιδιώτη ή το κράτος. Και στις δύο περιπτώσεις, η σχέση κοινωνίας  και οικονομίας, κοινωνίας και πολιτικής παραμένουν δραματικά ταυτόσημες. Στην μεν ιδιοκτησία του οικονομικού συστήματος από τον ιδιώτη ή το κράτος και την κοινωνία της εργασίας στην ιδιωτεία. Στη δε ιδιοκτησία του πολιτικού συστήματος από το κράτος και τους κατόχους του, περιάγοντας την κοινωνία των πολιτών στην ιδιωτεία με καθεστώς υπηκόου.
Στο γενικό αυτό κλίμα, στο οποίο εγκιβωτίσθηκε η ελλαδική κοινωνία στο πλαίσιο του νεοελληνικού κράτους, το πολιτικό σύστημα της αιρετής μοναρχίας ήταν φυσικό να μεθαρμοσθεί σε μια κομματοκρατία αυστηρά προσωποπαγούς τύπου, σε ένα σύστημα ουσιαστικής κατοχής επί της ελληνικής κοινωνίας, χωρίς αναφορές ή εξαρτήσεις από την κοινωνική (ή έστω οικονομική) συλλογικότητα.
Εξού και η πολιτισμική βάση της κοινωνίας, στο μέτρο που είναι η μόνη ικανή να κινητοποιήσει την όποια αντίσταση απέναντι στο εγχείρημα της αποσυλλογικοποίησής της και εντέλει στη λαφυραγώγησή της, αναδεικνύεται σε μείζονα αντίπαλο, από το σύνολο της πολιτικής τάξης. Για την τελευταία, η κοινωνική συνοχή ή θα εδρασθεί σε συμπεριφορές εναρμονισμένες στο ήθος της πολιτικής ή θα διαρραγεί, θα αποδομηθεί με την τέχνη της πόλωσης και μάλιστα με τα όπλα της κοινωνικής εναντίωσης προς τα πεπραγμένα της κομματοκρατίας.
Σε κάθε περίπτωση, μέτρο του ήθους της κοινωνίας οφείλει να είναι βασικά η ύφανση προσωπικών/πελατειακών σχέσεων και η συγκατάνευση στη διαπλοκή και στη διαφθορά, με λάφυρο την ιδιοποίηση των δημοσίων θεσμών και την κρατική λεία. Πρόκειται, με άλλα λόγια, για ένα αξιακό μέτρο που, επειδή εδράζεται σε μια αυστηρά προσωποπαγή σχέση, προϋποθέτει την διχαστική πόλωση, δεδομένου ότι η ιδιοτελής φιλοδοξία δεν τέμνεται, δεν υπόκειται σε συμβιβασμούς, δηλαδή σε συγκλήσεις πολιτικών.
Κατά τούτο, η κομματοκρατία λειτουργεί όπως ακριβώς και ο κρατοκεντρισμός, δηλαδή σε περιβάλλον σχέσεων δύναμης, ανομίας ή εφαρμογής της όποιας νομιμότητας υπό το πρίσμα της συγκατάνευσης ή μη στο εγχείρημα της μεταβολής του δημοσίου σε ιδιωτικό χώρο. Ο ίδιος αυτός λόγος οδηγεί την πολιτική τάξη της κομματοκρατίας με περισσή ευκολία να επιζητεί την συνδρομή του εξωτερικού ηγεμόνα, προκειμένου να αντλήσει στήριξη στη φιλοδοξία της ή νομιμοποίηση στις δύσκολες στιγμές μιας ολικής αμφισβήτησης των πολιτικών της.
 Έχει ενδιαφέρον να προσεχθεί ότι το μόνο ιδίωμα του ιστορικού ελληνισμού που αφέθηκε να σταδιοδρομήσει στο νεοελληνικό κράτος είναι ακριβώς η πολεοκεντρική ή διχαστική πόλωση. Ευλόγως, αφού σε ένα πολιτικό καθεστώς που δεν συναντάται με την κοινωνική (το κοινό συμφέρον) και περαιτέρω με την ευρύτερη εθνική (εν προκειμένω και με τον μείζονα ελληνισμό) συλλογικότητα, που έχει δομηθεί εντέλει με όρους προσωποπαγούς δηωτικής λειτουργίας με όχημα το κράτος, η διχαστική περιχαράκωση του κοινωνικού σώματος καθίσταται απολύτως αναγκαία έτσι ώστε να ακυρώσει τη συλλογική του εναντίωση ή ακόμη περισσότερο να το προσκυρώσει στο σκοπό της.
Η πολιτική τάξη της κομματοκρατίας γνωρίζει καλά ότι στην πόλωση και στον διχασμό ο πολίτης μεταβάλλεται σε οπαδό/πελάτη, καθώς παραιτείται από τη θεμέλια προϋπόθεση της πολιτειότητας, την ελεύθερη σκέψη και την εξίσου ελεύθερη επιλογή και τον έλεγχο των πεπραγμένων της. Για τη νομιμοποίηση αυτή της αιρετής μοναρχίας και μάλιστα της εκφυλισμένης εκδοχής της, τής κομματοκρατίας, μέγιστο ρόλο θα παίξει το εγχείρημα της ενοχοποίησης της πολιτικής παιδείας της κοινωνίας, δηλαδή των κληρονομιών της. Με άλλα λόγια, αντί να αποδοθεί η αιτία του εκφυλισμού και της δυσλειτουργίας του κράτους στην ασυμβατότητά του με την θεμέλια ανθρωποκεντρική βάση του ελληνικού κόσμου, τον οποίον εξανάγκασαν βιαίως να οπισθοδρομήσει στις φεουδαλικές του καταβολές, του προσάπτουν ότι δεν εξήλθε και αυτός της ιστορίας, όπως η Δύση με τον εκφεουδαλισμό της, για να απαιτηθεί να ακολουθήσει τον βηματισμό της μετάβασης από τη φεουδαρχία στην πρώιμη ανθρωποκεντρική εποχή. Αυτό που όντως του χρεώνουν είναι ότι επιμένει να λειτουργεί με όρους πολιτικής ατομικότητας (η πολιτική παιδεία της δημοκρατίας), όχι μάζας (η πολιτική παιδεία της μόλις μεταδεσποτικής κοινωνίας), όπως επιτάσσει η πρώιμη αιρετή μοναρχία.
Οπωσδήποτε, το γεγονός ότι ο κομματικός πατριωτισμός στην Ελλάδα δεν δίστασε να διχάσει μέχρις εμφυλίου της ελληνική χώρα καθώς και να υποτάξει το εθνικό συμφέρον του ελληνισμού στη διάρκεια των δύο αιώνων του νεοελληνικού κράτους οδηγεί αβίαστα στις ιδιοτελείς προτεραιότητές του. Μια αποτίμηση της ιστορίας του ελληνισμού στη διάρκεια των δύο αιώνων του νεοελληνικού κράτους, οδηγεί αβιάστως στο συμπέρασμα ότι το πολιτικό κόστος της δυναστικής κομματοκρατίας και της πολεοκεντρικής του λειτουργίας, κατέβαλε εξ ολοκλήρου σε πρώτη φάση ο μείζων ελληνισμός. Μάλιστα, επέλεξε να τον αποδομήσει ολοκληρωτικά, άλλοτε απροσχημάτιστα με πρόσημο  τον φρατριακό πατριωτισμό, και άλλοτε με πρόσχημα την καπηλεία της «μεγάλης ιδέας», για να ακολουθήσει έκτοτε στην καταβολή του τιμήματος ο μείζων αντίπαλος της κομματοκρατίας, ο συμπαγής πολιτισμικά ελλαδικός ελληνισμός. 
Η περίοδος που διανύει η ελληνική κοινωνία, από τη μεταπολίτευση, σημαίνει την ολοκλήρωση της καταστροφικής αυτής πορείας, την οποία ενορχήστρωσε και διαχειρίσθηκε με συνέπεια η πολιτική τάξη, σε αγαστή συνεργασία με την παρασιτική οικονομική ολιγαρχία και την ομόλογη «ιντελιγκέντσια». Η εξέλιξη αυτή συμπυκνώνει την κορύφωση επιλογών που κατέτειναν στην ιδιοποίηση του πολιτικού συστήματος και του κράτους, στη νομή του δημόσιου αγαθού, στην αποδόμηση της συνοχής της κοινωνικής συλλογικότητας, στην ευθεία ενοχοποίηση της κοινωνίας και του θεμέλιου ιστορικού της βίου, με την παρασιτική και πελατειακή δόμηση της οικονομίας και της κοινωνικοπολιτικής σχέσης.
Ακόμη και στο μέσον της κρίσης που οδήγησαν τη χώρα οι δυνάμεις της ολιγαρχικής κομματοκρατίας παρατηρείται μια εμμονή στη διατήρηση των θεμελίων του πολιτικού συστήματος, του δυναστικού κράτους, αλλά και των λυμεωνικών πολιτικών του, παρά το προφανές ότι η επιλογή αυτή οδηγεί τη χώρα στην αφάνεια. Η εμμονή στη διχαστική αντιπαλότητα εξακολουθεί να προσανατολίζει την κοινωνία σε διλήμματα, που δεν θυμίζουν τα «γαλάζια» και τα «πράσινα» καφενεία, όμως λειτουργούν ομότροπα, όπως η αντίθεση «μνημόνιο-αντιμνημόνιο», ή παλαιότερα το «μετρόσημο του εμφυλίου» και πριν από αυτόν το διακύβευμα της εθνικής ολοκλήρωσης. Η εμμονή αυτή, εκτρέπει το διάλογο στο αποτέλεσμα της δηωτικής της πολιτικής, όχι όμως στην άρση της αιτίας της, που είναι εν κατακλείδι η ανατροπή της ιστορικής σχέσης μεταξύ κοινωνίας και οικονομίας, κοινωνίας και πολιτικής, εντός της οποίας έζησε ο ελληνικός κόσμος, και ο συνακόλουθος εγκιβωτισμός του στο πολιτειακά ασφυκτικό περιβάλλον της ελέω θεού ή μετέπειτα της αιρετής μοναρχίας.
Η τελευταία φάση του εγχειρήματος αυτού της δηωτικής κομματοκρατάς, έχει εστιάσει την προσοχή της στο εγχείρημα αφενός της «αλλαγής λαού», με μη αποκρυπτόμενο σκοπό να πληγεί η πολιτισμική ιδιοσυστασία και η συνοχή της απομείνασας ελληνικής κοινωνίας, και αφετέρου της αυτόκλητης εκχώρησης σημαντικών περιοχών εθνικού συμφέροντος, με το επιχείρημα ότι ικανοποιώντας τον εθνικισμό των γειτόνων (και των μη γειτόνων) θα κοντύνουν τον «εθνικισμό» της ελληνικής κοινωνίας.
Κρίσιμος, προς την κατεύθυνση αυτή, υπήρξε ο ρόλος της καθεστωτικής διανόησης, η οποία συντάχθηκε με την ολιγαρχική κομματοκρατία και επιδόθηκε συστηματικά στη νομιμοποίησή της. Διά χειρός της θεμελιώθηκε ιδεολογικά η τελευταία πράξη του ελληνικού δράματος, με την άσκηση ενός είδους ιδεολογικής απαξίωσης ή τρομοκρατίας (όποιος αντιλέγει στην αυθεντία του ηγέτη είναι «ακροδεξιός» ή «λαϊκιστής») στην κοινωνία. Ή ακόμη με το εγχείρημα αποξένωσης της ελληνικής κοινωνίας από τις ανθρωποκεντρικές (οικουμενικές και καθόλα δημοκρατικές της) ρίζες και συγχρόνως με την παγίδευσή της στο καθόλα αντιδραστικό εφεξής δόγμα του Διαφωτισμού. Υπό το πρίσμα αυτό, δύναται να συναγάγει κανείς αβιάστως ότι η κομματοκρατία και η συνάδουσα ομόλογη διανόηση, έχουν υπερβεί καταφανώς την αρχή ότι ο φασισμός είναι πρώτα τρόπος και μετά σύστημα.
Εν ολίγοις, η διχαστική πόλωση και η εκφυλιακή διαχείριση της πολιτικής σχέσης στην Ελλάδα, έχουν ως πρωτογενή αιτία τον εγκατεστημένο από την εποχή της βαυαροκρατίας πολεοκεντρισμό στην κεντρική πολιτική σκηνή, η οποία μεταλλάχθηκε, για τους λόγους που εξήγησα νομίζω επαρκώς, σε δυναστική κομματοκρατία. Ως εκ της φύσεώς της η κομματοκρατία αποτελεί ξένο σώμα προς την κοινωνία των πολιτών, σε τελική ανάλυση προς την εθνική συλλογικότητα, λειτουργεί δηωτικά επί του ελληνισμού, ως έννοιας, ως ανθρωποκεντρικού κεκτημένου, όπως άλλωστε και στα πεδία της ιδεολογίας, της κοινωνικοοικονομικής και πολιτικής ζωής. Ο διχαστικός αυτός πολεοκεντρισμός αποτέλεσε στο πλαίσιο αυτό την σταθερά επάνω στην οποία εδράσθηκε πολιτικά η μακροημέρευση της κομματοκρατίας, και ουσιαστικά η πρωτοφανής συρρίκνωση του ελληνικού κόσμου στη διάρκεια ενός μόλις αιώνα. Κατά τούτο, διαφέρει από τον πολεοκεντρικό διχασμό του ιστορικού ελληνικού κόσμου. Εκείνος ήταν εδρασμένος στην κοσμοσυστημική του ιδιοσυστασία, ο ενδοελλαδικός εδράζεται στην αναντιστοιχία του κράτους της νεοτερικότητας προς την ανθρωποκεντρική παιδεία (πολιτική κλπ) παιδεία της ελληνικής κοινωνίας   
Από την ανωτέρω προσέγγιση του ελληνικού προβλήματος συνάγεται και η λύση. Η ανάγκη ιδίως το πολιτικό σύστημα να εναρμονισθεί με την κοινωνική συλλογικότητα ώστε να παράγει πολιτικές κοινού συμφέροντος. Και για την εναρμόνιση αυτή, η δεοντολογία της πολιτικής, που επελέγη να ακολουθείται από την εποχή της βαυαροκρατίας, απεδείχθη ότι δεν επαρκεί, διότι δεν υποχρεώνει τον κάτοχο της πολιτικής εξουσίας να αφουγκράζεται τις εθνικές προτεραιότητες ή έστω το κοινωνικό συμφέρον. Το ίδιο το πολιτικό σύστημα της νεοτερικότητας επιτάσσει να αντιπαρέρχεται ο πολιτικός επιδεικτικά την βούληση της κοινωνικής συλλογικότητας, με το ολιγαρχικό επιχείρημα ότι αυτός γνωρίζει τι είναι καλό γι’αυτήν, όχι η ίδια.
Υπό το πρίσμα αυτό, συνάγεται ότι το πολιτικό σύστημα της νεοτερικότητας, η αιρετή μοναρχία, δεν είναι ανατάξιμο. Αν αυτό ήταν εφικτό θα είχε συμβεί στους δύο αιώνες του εν Ελλάδι βίου του. Και τούτο διότι το πρόβλημα, σαφέστερα η αιτία του, δεν έγκειται στο ότι η ελληνική κοινωνία δεν διήλθε από τον Διαφωτισμό, αλλ’αντιθέτως, στο ότι η ελληνική κοινωνία δέθηκε στο άρμα (στην ιδεολογία, στις αξίες, στο σύστημα, στις πολιτικές εξαρτήσεις των φορέων) του Διαφωτισμού. Την εξέβαλαν από το φυσικό της ένδυμα (όπως το ορίζει η δημοκρατική πολιτεία στη φάση της οικουμένης) και την ενέδυσαν με εκείνο της απολυταρχικής και στη συνέχεια της αιρετής μοναρχίας, ένα ένδυμα που προσιδιάζει στο βρεφικό στάδιο της ανθρωποκεντρικής σημειολογίας του κοινωνικού ανθρώπου. Στο κλίμα αυτό, το μόνο που απέμεινε από το δημοκρατικό πολιτικό ανάπτυγμα της κοινωνίας ήταν η πολιτική ατομικότητα, την οποία εκμεταλλεύθηκε η πολιτική τάξη της κομματοκρατίας για να αποσείσει τη σχέση της με το συλλογικό υποκείμενο, να την εγκιβωτίσει στην πελατειακή μέγγενη και εντέλει να ιδιοποιηθεί δίκην σταθεράς το πολιτικό σύστημα και το κράτος. 
Από την ανωτέρω συλλογιστική, συνάγεται και η λύση: αυτό που προόρισται να επαναφέρει την πολιτική σε κοινό βηματισμό με την ελληνική κοινωνία, τους εν Ελλάδι φορείς της αποδόμησης και της ασχήμιας, στην Ελλάδα του πολιτισμού, είναι μόνο η μεταβολή πολιτείας, η μετάβαση από την αιρετή μοναρχία στην αντιπροσωπευτική πολιτεία. Μια μετάβαση που ήδη έχει αρχίσει να προβάλει ως αναγκαιότητα επίσης στις χώρες της Δύσης.  


6/5/2019