Η Ομογένεια στην "εποχή Ελπιδοφόρου".


Εντός μίας εβδομάδας, στα δύο σημαντικότερα κέντρα του απόδημου Ελληνισμού, τις ΗΠΑ και την Αυστραλία, η ομογένεια απέκτησε νέα εκκλησιαστική ηγεσία – και στις ιδιαίτερες συνθήκες της Διασποράς η σημασία του γεγονότος δεν περιορίζεται στο ποιμαντικό πεδίο. Παρά την ύπαρξη δομών όπως το ΣΑΕ, οι κατά τόπους Αρχιεπισκοπές και Μητροπόλεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου εξακολουθούν, ιδίως εκτός Ευρώπης, να αποτελούν τα κύρια σημεία αναφοράς και οργάνωσης των αποδήμων. Επ' αυτού οι επιλογές του Φαναρίου παραμένουν καθοριστικές, παρά την προσπάθεια κοσμικών παραγόντων να τις επηρεάσουν.

Η εκλογή από την Ιερά Σύνοδο του Οικουμενικού Πατριαρχείου του μητροπολίτη Προύσης Ελπιδοφόρου ως νέου Αρχιεπισκόπου Αμερικής, στη θέση του παραιτηθέντος Δημητρίου Τρακατέλλη, όπως και η ανάδειξη προηγουμένως του Χριστουπόλεως Μακαρίου σε Αρχιεπίσκοπο Αυστραλίας, αποτελούν έτσι σημείο τομής.

Τα κριτήρια του Οικουμενικού Πατριάρχη δεν είναι δύσκολο να διαγνωσθούν. Φέρνει στο προσκήνιο μια γενιά νέων στην ηλικία ιεραρχών (52 ετών ο Αμερικής, 46 ο Αυστραλίας), με καλές ακαδημαϊκές περγαμηνές και διεθνή εμπειρία, αλλά εξωτερικών προς τις επαρχίες που αναλαμβάνουν, ώστε να μην αποτελούν τμήμα των τοπικών φατριασμών. Κυρίως, δε, με διαπιστωμένη πιστότητα στο πρόσωπο του Πατριάρχη.

Μολονότι τόσο η αυστραλιανή όσο και, πολύ περισσότερο, η αμερικανική ομογένεια και Εκκλησία μετρούν ιστορία αρκετών γενεών, με πλήρη ενσωμάτωση στον πολιτισμικό τους περίγυρο, για το Φανάρι εξακολουθούν να αποτελούν κοινότητες αποδήμων, η σχέση των οποίων με το Κέντρο πρέπει να επιτηρείται στενά.

Στην Αρχιεπισκοπή Αμερικής τα "υπαρξιακά” ερωτήματα τίθενται με μεγάλη οξύτητα τις τελευταίες τρεις δεκαετίες – και έχουν οδηγήσει σε αλλεπάλληλες κρίσεις και εσωτερικές συγκρούσεις.

Ποια εμπλοκή στα εθνικά θέματα θα πρέπει να έχει η Αρχιεπισκοπή; Πόσο "αμερικανική” θα είναι η φυσιογνωμία της; Ποιον βαθμό ανεξαρτησίας θα πρέπει να έχει απέναντι στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, δεδομένου μάλιστα του ότι αυτό εδρεύει στην Τουρκία; Ποιο είναι το νόημα της (ούτως ή άλλως αντικανονικής, με βάση το εκκλησιαστικό δίκαιο) ύπαρξης παράλληλων δικαιοδοσιών διαφορετικών Ορθόδοξων Εκκλησιών στον ίδιο τόπο; Πώς θα εξασφαλιστεί η αποτελεσματικότερη συνεργασία των ορθοδόξων διαφορετικής εθνοτικής προελεύσεως και πώς θα προβληθεί το μήνυμά τους στην πλουραλιστική αμερικανική κοινωνία; Πώς θα αποφευχθεί η "γκετοποίηση” ή η ολοκληρωτική αφομοίωση, η αποπνευματοποίηση ή η υποστροφή σε φονταμενταλιστικές τάσεις;

Για αυτό το "πετράδι του στέμματος” ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος κλήθηκε για τρίτη φορά στη θητεία του να επιλέξει Αρχιεπίσκοπο.

Ο συντοπίτης του Ίμβριος Αρχιεπίσκοπος Ιάκωβος Κουκούζης, ο οποίος αναδείχθηκε το 1959 με τη συνηγορία του Κωνσταντίνου Καραμανλή παρά τις φαναριώτικες αντιστάσεις, υπήρξε μια φυσιογνωμία κατεξοχήν πολιτική, δέσποσε στα ελληνοαμερικανικά πράγματα από τον καιρό του Αϊζενχάουερ μέχρι των ημερών του Κλίντον, είχε την τόλμη να πορευθεί πλάι στον Martin Luther King και την αφροσύνη να ταυτισθεί με τη χούντα των Αθηνών, επιχείρησε στη συνάντηση του Ligonier της Πενσιλβάνια το 1994 να συνασπίσει όλους τους Ορθοδόξους Αμερικανούς ανεξαρτήτως καταγωγής και οδηγήθηκε σε παραίτηση το 1996 αφήνοντας πίσω του έναν ισχυρό, αλλά αρκούντως εκκοσμικευμένο εκκλησιαστικό οργανισμό.

Ο διάδοχός του, Σπυρίδων Παπαγεωργίου, ο από Ιταλίας, υπήρξε ο πρώτος αμερικανογεννημένος Αρχιεπίσκοπος και ο πρώτος του οποίου η δικαιοδοσία περιορίσθηκε από το σύνολο του Δυτικού Ημισφαιρίου αποκλειστικά στις ΗΠΑ (με την ίδρυση ξεχωριστών μητροπόλεων στον Καναδά και τη Λατινική Αμερική). Πέτυχε την ενσωμάτωση στο κλίμα της Κωνσταντινουπόλεως ενός σημαντικού κλάδου αποσχισμένων Παλιοημερολογιτών, αλλά ενεπλάκη σε απειράριθμες αντιπαραθέσεις, με τους ανθρώπους του προκατόχου του και όχι μόνο, και εγκατέλειψε μετά από μόλις τρία χρόνια.

Ο τιτουλάριος μητροπολίτης Βρεσθένης της Εκκλησίας της Ελλάδος Δημήτριος Τρακατέλλης (άλλοτε στέλεχος της νεολαίας της οργάνωσης ΖΩΗ, με ακαδημαϊκή διαδρομή στη Βοστώνη) κλήθηκε σε αυτές τις συνθήκες να επαναφέρει ην ομογένεια σε "ήρεμα νερά” και το κατόρθωσε. Παρότι φερόμενος ως "μεταβατικός”, παρέμεινε στην Αρχιεπισκοπή επί είκοσι χρόνια, για να παραιτηθεί τον μήνα αυτό σε ηλικία 91 ετών. Οι πιέσεις από το Φανάρι να αποχωρήσει είχαν ενταθεί το προηγούμενο έτος, υπό το βάρος του οικονομικού σκανδάλου της μη αποπεράτωσης, παρά την κινητοποίηση οικονομικά ισχυρών Ελληνοαμερικανών, του Αγ. Νικολάου του Ground Zero - μοναδικού χώρου λατρείας που καταστράφηκε στις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου του 2001 και πλέον έχει κηρυχθεί πανεθνικό αμερικανικό μνημείο.

Ο νεοεκλεγείς Αρχιεπίσκοπος Ελπιδοφόρος Λαμπρυνιάδης γεννήθηκε στο Μακροχώρι της Πόλης, μεγάλωσε και σπούδασε στην Ελλάδα, πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές στη Γερμανία (και αργότερα στον Λίβανο) και πείσθηκε από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο να επαναπατρισθεί, σταδιοδρομώντας στην κομβικής σημασίας Αρχιγραμματεία της Συνόδου. Εξελέγη αναπληρωτής καθηγητής στη Θεολογική Σχολή του ΑΠΘ και διετέλεσε επισκέπτης καθηγητής στις ΗΠΑ, ενώ ως αραβομαθής βρίσκεται κοντά στους Αντιοχειανούς πιστούς που αποτελούν τουλάχιστον το ένα τρίτο της εναπομείνασας ομογένειας στην Πόλη. Μητροπολίτης Προύσης και ταυτοχρόνως ηγούμενος της Ιεράς Μονής Αγ. Τριάδος Χάλκης από το 2011, επιδόθηκε στην αναβίωση ενοριών στην Τρίγλια, τη Συγή και τα Μουδανιά, αλλά και στην προετοιμασία (με έργα αναστήλωσης και ψηφιοποίησης, εκδόσεις, κτλ.) της ελπιζόμενης επαναλειτουργίας της Θεολογικής Σχολής του Πατριαρχείου, επιδεικνύοντας ιδιαίτερες διαχειριστικές ικανότητες. Επί πλέον, στήριξε τις επιλογές του Οικουμενικού Πατριάρχη στο ουκρανικό ζήτημα και τιμήθηκε για αυτό με μετάλλιο από τον Ουκρανό πρόεδρο Πέτρο Ποροσένκο.

Η προαγωγή του στην Αμερική αποδεικνύει ότι η προηγούμενη απομάκρυνσή του από την Πατριαρχική Αυλή προς μία από τις νήσους εξορίας των Βυζαντινών πριγκήπων υπήρξε επιτυχημένη δοκιμασία.

Όμως οι προκλήσεις είναι μεγάλες. Ξεκινούν από το γεγονός ότι θα πρέπει να "κερδηθεί” η ομογενειακή ελίτ (η οποία με επιστολή του Αρχιεπισκοπικού Συμβουλίου προς το Φανάρι ζήτησε να αναβληθεί η άμεση εκλογή διαδόχου του Δημητρίου, προφανώς για να κερδίσει έδαφος κάποιος υποψήφιος από την επιτόπια ιεραρχία), περνούν από την ανάγκη να ξεπερασθεί η υπόθεση του Αγ. Νικολάου και να αναζωογονηθεί η Ελληνορθόδοξη Θεολογική Σχολή του Τιμίου Σταυρού που φυτοζωεί και φθάνουν μέχρι την εξεύρεση μιας νέας ισορροπίας μεταξύ τοπικότητας και οικουμενικότητας, παράδοσης και εκσυγχρονισμού, εθνοκεντρισμού και εξωστρέφειας.

Ο ίδιος ο Οικουμενικός Πατριάρχης, προσφωνώντας τον νεοεκλεγέντα κατά την τελετή του Μικρού Μηνύματος, δεν δίστασε να χαρακτηρίσει την Αρχιεπισκοπή Αμερικής "εμπερίστατον και χειμαζομένην”, σε μία προφανή μομφή προς τους έως τώρα ιθύνοντές της, κληρικούς και λαϊκούς. Ανέφερε δε ρητά ότι αποβλέπει στην ακαδημαϊκή συγκρότηση του Αρχιεπισκόπου Ελπιδοφόρου, την εμπειρία του στην οικουμενική κίνηση και τη γνώση του των ισλαμικών κοινωνιών, ώστε να ανασυγκροτήσει τη Σχολή του Τιμίου Σταυρού και να αναδείξει τον ρόλο της Ορθοδοξίας στον διαχριστιανικό και διαθρησκειακό διάλογο. Άλλωστε συμπεριλαμβάνοντας τιμητικά στο "τριπρόσωπο” ψηφοδέλτιο της εκλογής τους μητροπολίτες Μπουένος Άιρες Ταράσιο και Σουηδίας Κλεόπα (νεώτερους ιεράρχες αμερικανικής υπηκοότητας, υπηρετούντες εκτός ΗΠΑ) κατέδειξε διάθεση υπέρβασης του "επαρχιωτισμού” των ελληνοαμερικανικών πραγμάτων. Μένει να φανεί, αν η υπέρβαση αυτή θα συναντήσει αντιστάσεις ή όχι.


Του Κώστα Ράπτη

11/5/2019