Εννιακόσια εκατομμύρια εκλογείς
Ο τίτλος του άρθρου δεν αφορά, βέβαια, την Ε.E., που έχει μετά βίας 500 εκατ. κατοίκους, αλλά τη μεγαλύτερη δημοκρατία του κόσμου, την Ινδία, που έπειτα από μια μακρά εκλογική διαδικασία αρκετών εβδομάδων αναδεικνύει σήμερα το νέο κοινοβούλιό της.
Οι εκλογές για τις 543 έδρες του ινδικού Κοινοβουλίου δεν είναι απλή υπόθεση. Οι 29 πολιτείες, με 900 εκατ. συνολικό αριθμό ψηφοφόρων, διενεργούν τις εκλογές σε επτά διαφορετικές χρονικές φάσεις. Με συμμετοχή κοντά στο 70%, οι εκλογές ξεκίνησαν στις 11 Απριλίου και ολοκληρώνονται σήμερα, που θα ανακοινωθεί το τελικό συγκεντρωτικό αποτέλεσμα. Διεξάγονται με ηλεκτρονικό σύστημα ψηφοφορίας και φημίζονται για το αδιάβλητο της διαδικασίας την οποία επιμελείται μια ανεξάρτητη και παντοδύναμη εκλογική επιτροπή. Η Ινδία προσφέρει ένα εντυπωσιακό τελετουργικό δημοκρατίας.
Δύο κόμματα έχουν παρουσία σε όλη την επικράτεια. Καταρχήν, το Ινδικό Λαϊκό Κόμμα (BJP) του πρωθυπουργού Ναρέντρα Μόντι. Πρόκειται για ένα συντηρητικών κοινωνικών αρχών πολιτικό κόμμα που υπηρετεί τον ινδουιστικό εθνικισμό στα ζητήματα εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής. Στα θέματα της οικονομίας δίνει προτεραιότητα σε φιλελεύθερες πολιτικές μέσω ιδιωτικοποιήσεων και απελευθέρωσης της αγοράς.
Απέναντί του βρίσκεται το παρηκμασμένο σε σχέση με το παρελθόν Ινδικό Εθνικό Κογκρέσο. Είναι το κόμμα που γεννήθηκε μέσα από το αντιαποικιοκρατικό κίνημα και κυβέρνησε για κάποιες δεκαετίες συνεχόμενα από την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας της χώρας το 1947. Ηγέτης του σήμερα είναι ο Ραούλ Γκάντι, της γνωστής δυναστείας των Νεχρού-Γκάντι. Το «Κογκρέσο» είναι ένα κόμμα της Κεντροαριστεράς. Η πολιτική πλατφόρμα του είναι σοσιαλδημοκρατική με έμφαση σε ζητήματα κοινωνικής προστασίας και σε αντίθεση με το BJP υποστηρίζει τις αξίες του κοσμικού κράτους και της θρησκευτικής ουδετερότητας.
Εκτός από τα δύο παραπάνω κόμματα υπάρχουν δεκάδες άλλα με περιφερειακή κυρίως επιρροή (π.χ. τα δύο κομμουνιστικά κόμματα) ή και τοπικά κόμματα των οποίων η δύναμη έχει αυξηθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια (βέβαια σε μια χώρα όπου μια πολιτεία μπορεί να έχει μεγαλύτερο πληθυσμό από οποιοδήποτε κράτος της Ε.Ε., η λέξη τοπικό ακούγεται παράξενα).
Την Ινδία απασχολούν μεγάλα ζητήματα. Αν και η οικονομία της ζει αξιοζήλευτους ρυθμούς αύξησης (6%-7%) τα τελευταία χρόνια, η μεσαία τάξη της μεγαλώνει και η ακραία φτώχεια έχει περιοριστεί, εντούτοις οι θέσεις απασχόλησης δεν αυξάνονται όσο θα έπρεπε. Η χώρα αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα υποδομών, μεγάλος αριθμός ανθρώπων συνεχίζει να υποσιτίζεται και να μην έχει πρόσβαση στην εκπαίδευση, ενώ περιβαλλοντικά ζητήματα αναδύονται ολοένα και απειλητικότερα.
Ο πρωθυπουργός Μόντι επικρίνεται για τη διχαστική του πολιτική. Ο δημοσιογράφος Αατίς Τασίρ, στο τελευταίο τεύχος του περιοδικού Time, χαρακτηρίζει τον Μόντι ηγέτη του δηλητηριώδους εθνο-θρησκευτικού διχασμού της Ινδίας. Σύμφωνα με τον Τασίρ, ο Μόντι όχι μόνο δεν εκπλήρωσε τις υποσχέσεις του για ανάπτυξη αλλά δημιούργησε ένα κράτος στο οποίο οι Ινδοί είναι ολοένα και περισσότερο προσκολλημένοι στις διαφορές τους. Από την άλλη, ο Ραούλ Γκάντι θεωρείται ένας ηγέτης χωρίς ιδιαίτερα χαρίσματα, που βρίσκεται στη θέση του κυρίως λόγω ονόματος.
Για ένα τμήμα της ινδικής κοινωνίας, η εκλογή του Μόντι, το 2014, θεωρήθηκε πηγή ελπίδας για επανεκκίνηση παρά το προβληματικό ιστορικό του σε ζητήματα θρησκευτικού και κοινοτικού διχασμού. O Ινδός διανοούμενος Γκουρτσαράν Ντας έγραφε πριν από λίγο καιρό στο περιοδικό Foreign Affairs πως το 2014 αντιμετώπισε ένα δίλημμα. Δεν ήξερε αν έπρεπε η Ινδία να διακινδυνεύσει τον κοσμικό της χαρακτήρα και τον πλουραλισμό της για χάρη της ευημερίας και της αντιμετώπισης της διαφθοράς. Ο Ντας ταλανιζόταν για μήνες και τελικά αποφάσισε για πρώτη φορά στη ζωή του να ψηφίσει το δεξιό Ινδουιστικό Λαϊκό Κόμμα, μόνο και μόνο επειδή είχε προσδοκίες από τον Μόντι. Ηταν ένας από τους πρώτους φιλελεύθερους Ινδούς που τον υποστήριξαν δημοσίως. Δεν αρνιόταν πως ο Μόντι ήταν μια φανατική και αυταρχική προσωπικότητα.
Ομως πίστευε πως οι δημοκρατικοί θεσμοί της Ινδίας ήταν αρκετά ισχυροί για να κυριαρχήσουν πάνω στις τάσεις αυτές. Σύμφωνα με τον Ντας, μία ψήφος στον Μόντι ήταν ένα ελεγχόμενο ρίσκο. Εκατομμύρια Ινδοί είχαν την ίδια άποψη με τον Ντας και έτσι ο Μόντι σάρωσε στις προηγούμενες βουλευτικές εκλογές.
Σήμερα, ο Ντας δηλώνει απογοητευμένος. Θεωρεί πως ο Μόντι μερικώς μόνο εκπλήρωσε τις υποσχέσεις του, ενώ από την άλλη πόλωσε έντονα τη χώρα. Οι θέσεις εργασίας δεν αυξήθηκαν όσο έπρεπε, ούτε η διαφθορά αντιμετωπίστηκε. Το κράτος, που είχε υποσχεθεί να το συρρικνώσει, συνεχίζει να αποτελεί εργαλείο μαζικής παραγωγής πελατειακών σχέσεων. Παραμένει μεν ο δημοφιλέστερος πολιτικός, διχάζει όμως τη χώρα ανάμεσα σε αυτούς που τον λατρεύουν και εκείνους που λατρεύουν να τον μισούν. Ο ίδιος ο Ντας αισθάνεται άβολα. Δεν βρίσκει πολιτικό χώρο ανάμεσα στους δύο αυτούς πόλους που να τον εκπροσωπεί. Οπως λέει, πολλοί Ινδοί βρίσκονται στην ίδια δυσάρεστη κατάσταση: ανήκουν στο θλιμμένο κέντρο.
Νίκος Μαραντζίδης,
καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας
και επισκέπτης καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Καρόλου στην Πράγα και στο Πανεπιστήμιο της Κεράλα (Ινδία).
19/5/2019