Βόρεια Συρία: Ο πραγματικός εφιάλτης της Τουρκίας.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ:
(1) Οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις στο Μεταίχμιο. 
(2) Michael Mulroy, Βοηθός Υφυπ. Άμυνας για Μ. Ανατολή:
''Ο Αμερικανικός Στρατός θα Μείνει για Πολύ στη Συρία Επάνω σε Πολύ Πλούσιες Πετρελαιοπηγές'' . 
(3) Μια ζώνη ασφαλείας μεταξύ Συρίας και Τουρκίας είναι μια καλή ιδέα - από την τουρκική πλευρά των συνόρων.
(4) O επικίνδυνος εθισμός της Τουρκίας.


Βόρεια Συρία: Ο πραγματικός εφιάλτης της Τουρκίας.

Στη Βόρεια Συρία και την εξουδετέρωση των Κούρδων, που ακόμη έχουν τη στήριξη των ΗΠΑ, φαίνεται ότι αναζητά ένα ακόμη κλειδί για έναν εύσχημο συμβιβασμό στο ζήτημα των S-400 ο Ταγίπ Ερντογάν, μετά και την τηλεφωνική επικοινωνία που είχε τη Δευτέρα με τον Αμερικανό προέδρο Ντ. Τραμπ.

Η ανακοίνωση του τουρκικού προεδρικού μεγάρου έκανε λόγο για συζήτηση του θέματος των S-400 και της τουρκικής πρότασης για σύσταση μικτής ομάδας για το θέμα αυτό, ενώ αντιθέτως η ενημέρωση του Λευκού Οίκου δεν έκανε καμιά αναφορά στην πρόταση αυτή και αρκέστηκε εκτός των άλλων να αναφέρει ότι συζητήθηκε «η πρόοδος στις διαπραγματεύσεις για την αντιμετώπιση των αντίστοιχων ανησυχιών ασφαλείας στη Βόρεια Συρία και της σχεδιαζόμενης αγοράς από την Τουρκία του πυραυλικού συστήματος S-400».

Δεν είναι η πρώτη φορά που έστω και σε ρητορικό επίπεδο συνδέονται η απόφαση της Τουρκίας για αγορά των ρωσικών πυραύλων, που απειλεί να οδηγήσει σε ρήξη τις σχέσεις της με την Ουάσιγκτον και τη Δύση, με την επιδίωξη της Τουρκίας να περιορίσει ή ακόμη και να εξουδετερώσει την απειλή που αισθάνεται ότι συνιστά για την ασφάλειά της η παρουσία μιας ισχυρής και στρατιωτικά αποτελεσματικής κουρδικής οργάνωσης στη Βόρεια Συρία, που με τη στήριξη των Αμερικανών αλλά και των Γάλλων έχει αναβαθμιστεί λόγω των πληγμάτων που επέφερε στο ISIS και διεκδικεί ρόλο στη διαμόρφωση της μεταπολεμικής Συρίας. 

Ο φόβος της Τουρκίας είναι ότι το YPG θα κατορθώσει να διατηρήσει τον έλεγχο ενός μεγάλου τμήματος της Βόρειας Συρίας ειδικά ανατολικά του Ευφράτη και να διεκδικήσει την επαναφορά των περιοχών που τώρα κατέχει η Τουρκία δυτικά του Ευφράτη, ώστε στη μεταπολεμική Συρία να συγκροτηθεί μια μεγάλη αυτόνομη κουρδική περιοχή, πραγματικός εφιάλτης για την Τουρκία, καθώς στη Βόρεια Συρία, σε αντίθεση με το Ιράκ, κυριαρχεί το ριζοσπαστικό κουρδικό στοιχείο, αυτό που η Αγκυρα θεωρεί «τρομοκράτες και μακρύ χέρι του ΡΚΚ».

Όλα αυτά συμβαίνουν τη στιγμή που οδηγείται σε κορύφωση η αμερικανοτουρκική αντιπαράθεση για το θέμα των S-400: Η Ουάσιγκτον απορρίπτει κατηγορηματικά την πρόταση Ερντογάν για συγκρότηση μικτής ομάδας εμπειρογνωμόνων, οι οποίοι θα επεξεργασθούν σχέδια ώστε να διασκεδαστεί η ανησυχία ότι η εγκατάσταση των ρωσικών πυραύλων θα βοηθήσει τους Ρώσους να αποκρυπτογραφήσουν τα ραντάρ και το λογισμικό των F35.

Για τους Αμερικανούς -αυτό έχει δηλωθεί πολλές φορές και σε κάθε επίπεδο- δεν πρόκειται να υπάρξει «συμβίωση» κάτω από την ίδια ομπρέλα των S-400 με τα F-35 και αυτό πλέον καταγράφεται ως θέμα μείζονος εθνικής ασφάλειας για τις ΗΠΑ.

Ο Τ. Ερντογάν προειδοποίησε την Τρίτη τις ΗΠΑ ότι εάν αποκλειστεί η Τουρκία από το πρόγραμμα των F35, τότε όλο το πρόγραμμα θα καταρρεύσει. Ο Τούρκος πρόεδρος φυσικά γνωρίζει ότι πέραν μιας μικρής καθυστέρησης δεν πρόκειται να ακυρωθεί το πρόγραμμα παραγωγής του F35, στο οποίο συμμετέχει η Τουρκία με την κατασκευή συγκεκριμένων εξαρτημάτων, καθώς υπάρχουν εναλλακτικοί πάροχοι, αλλά βεβαίως παραβλέπει το γεγονός ότι η τουρκική αμυντική βιομηχανία θα υποστεί σημαντικό πλήγμα, μιας και προβλέπεται ένας κύκλος εργασιών σχεδόν 12 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Η απειλή Ερντογάν έχει πάντως περιεχόμενο μόνο υπό την έννοια ότι η Lockheed Martin και η αμερικανική κυβέρνηση θα πρέπει να αναζητήσουν άλλους «πελάτες» για τα εκατό F35 που έχει προγραμματιστεί να αγοράσει η Τουρκία…

Καθώς ο χρόνος μετρά αντίστροφα για την πρώτη παράδοση υλικού των S-400 τον Ιούλιο στην Τουρκία, ο κ. Ερντογάν αισθάνεται την πίεση και από τη Μόσχα, καθώς η ενεργός παρουσία της Τουρκίας στη Βόρεια Συρία εξασφαλίστηκε με τη συναίνεση και τις ευλογίες Πούτιν, ο οποίος πάντως κάθε άλλο παρά δίνει «λευκή επιταγή» στον Τούρκο πρόεδρο.

Για την Αγκυρα είναι εξαιρετικής σημασίας η εξασφάλιση, αν όχι του πλήρους ελέγχου μιας ζώνης ασφαλείας στη Βόρεια Συρία, τουλάχιστον η συμμετοχή σημαντικής τουρκικής δύναμης, ώστε να μπορεί η ίδια η Τουρκία να περιορίσει αυτό που θεωρεί ως απειλή, δηλαδή τις κουρδικές δυνάμεις του YPG.

Αυτό θα αποτελούσε ένα ισχυρό όπλο στα χέρια του Τ. Ερντογάν, ο οποίος, εφόσον του αναγνώριζαν το δικαίωμα αυτό οι Αμερικανοί, θα μπορούσε να διαπραγματευθεί με άλλον «αέρα» με τη Μόσχα.

Από χθες βρίσκονται στην Άγκυρα δύο υψηλόβαθμοι Αμερικανοί αξιωματούχοι, ο Τζέιμς Τζέφρι, ειδικός απεσταλμένος για την αντιμετώπιση του ISIS, και ο ειδικός εκπρόσωπος Τζόελ Ρέιμπουρν, με βασικό θέμα συζήτησης την αναζήτηση πολιτικής λύσης στη Συρία και τη δημιουργία ζώνης ασφαλείας στη Βόρεια Συρία.

Η Τουρκία αντιδρά στην πρόταση των Αμερικανών να αποσυρθούν οι κουρδικές δυνάμεις, αλλά να μην υπάρχει ούτε τουρκική στρατιωτική παρουσία στη ζώνη ασφαλείας, και με εναλλακτικές προτάσεις επιχειρεί να εξασφαλίσει ότι θα είναι παρούσα σε όποια ζώνη ασφαλείας δημιουργηθεί.

Όμως μια τέτοια παραχώρηση στην Τουρκία, ειδικά εάν πρόκειται η ζώνη ασφαλείας να επεκταθεί και ανατολικά του Ευφράτη, θα είναι casus belli για τους Κούρδους του YPG, αλλά και για τον ίδιο τον Ασαντ, καθώς η Τουρκία μέχρι τώρα έχει δώσει αρνητικό δείγμα γραφής σε περιοχές που έχει εισβάλει στη Βόρεια Συρία, επιχειρώντας πολιτική αφομοίωσης και πληθυσμιακής αλλοίωσης.

Η απόφαση για τη ζώνη ασφαλείας δεν είναι εύκολη επιλογή, γιατί μπορεί να ανατρέψει όλες τις ισορροπίες στη Συρία, τη στιγμή που το ISIS έχει σε μεγάλο βαθμό εξουδετερωθεί και δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για να ξεκινήσει η διαδικασία για την ειρηνική-πολιτική λύση της συριακής κρίσης.

Και είναι προφανές ότι δεν εξαρτάται μόνο από τους Αμερικανούς η αναγνώριση ρόλου και η αποδοχή συμμετοχής τουρκικών στρατευμάτων στη ζώνη ασφαλείας στη Συρία, καθώς τον σημαντικότερο λόγο έχουν η Δαμασκός και η Μόσχα και δευτερευόντως και το Ιράν.

Πολύ περισσότερο μάλιστα εάν η Μόσχα αντιληφθεί ότι επιχειρείται αμερικανοτουρκική συνεννόηση στη Συρία με αντάλλαγμα τη «θυσία» των S-400 θα αντιδράσει και είναι στο χέρι της η υπονόμευση κάθε τέτοιας συνεννόησης.

Πάντως φαίνεται ότι κορυφώνεται και παρασκηνιακά το παζάρι και οι διαβουλεύσεις για το θέμα των S-400 το οποίο μπορεί να εκτροχιασθεί σε μια πολύ σοβαρή κρίση, με έντονες γεωστρατηγικές συνέπειες…

*Αναδημοσίευση από τον ''Φιλελεύθερο'' της Πέμπτης, 2 Μαΐου 

 Νίκος Μελέτης

 3 Μαΐου 2019 


        ΣΧΕΤΙΚΑ  ΘΕΜΑΤΑ        



 1.
Οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις στο Μεταίχμιο. 

Οι παρασκηνιακές συνομιλίες της Ουάσιγκτον με την Άγκυρα εκτιμάται ότι κορυφώνονται εν όψει της πρώτης προγραμματισμένης παράδοσης στην τελευταία του ρωσικού αντιπυραυλικού συστήματος S-400 τον Ιούλιο 2019. Η περίφημη «διπλωματία των γαμπρών» φαίνεται ότι έχει αποδώσει καρπούς τόσο ως προς τη διάνοιξη διαύλων επικοινωνίας όσο και ως προς την κατάρτιση ατζέντας θεμάτων με αντικείμενο τη συνολικότερη εξομάλυνση των αμερικανοτουρκικών σχέσεων. 

Στην κορυφή της ατζέντας των διμερών συνομιλιών βρίσκονται το σχέδιο των ΗΠΑ για την ειρήνη στη Μέση Ανατολή, η απόκτηση του ρωσικού αντιπυραυλικού συστήματος S-400 από την νατοϊκή Τουρκία και η κατάσταση ασφάλειας στην βόρεια Συρία.

Η «Διπλωματία των Γαμπρών»

Η πρώτη δημόσια προβολή της εν λόγω διπλωματίας συντελέστηκε με την επίσκεψη στην Άγκυρα του γαμπρού του Αμερικανού προέδρου Τζάρεντ Κούσνερ και τη συνάντηση του με τον Τούρκο πρόεδρο Ερντογάν στα τέλη Φεβρουαρίου. 

Στις συνομιλίες κυριάρχησε η βολιδοσκόπηση της Άγκυρας για τον βαθμό αποδοχής του νέου αμερικανικού ειρηνευτικού σχεδίου το οποίο φαίνεται ότι αποσκοπεί στη διευθέτηση ζητημάτων που εμπίπτουν στο τελικό καθεστώς της ισραηλινό-παλαιστινιακής διένεξης, όπως το προσφυγικό και η Ιερουσαλήμ. Η επίσκεψη εκτιμάται ότι είχε διττή σπουδαιότητα σε σημειολογικό επίπεδο καθώς αφενός ο Κούσνερ προΐσταται μίας ολιγομελούς ομάδας υπό τον Αμερικανό πρόεδρο Τραμπ η οποία τα τελευταία δύο χρόνια έχει καταρτίσει το νέο εμπιστευτικό ειρηνευτικό σχέδιο. Αφετέρου ο Τούρκος πρόεδρος προΐσταται ομάδας χωρών που επικρίνουν δημόσια την αμερικανική στήριξη προς το Ισραήλ και απορρίπτουν τον μεσολαβητικό ρόλο της Ουάσιγκτον λόγω της απόφασης για μεταφορά της αμερικανικής πρεσβείας στην Ιερουσαλήμ. 

Η «διπλωματία των γαμπρών» ενισχύθηκε έτι περαιτέρω με την επίσκεψη στην Ουάσιγκτον στα μέσα Απριλίου του γαμπρού του Τούρκου προέδρου και υπουργού Οικονομικών Μπεράταλ Μπαϊράκ ο οποίος, παρουσία Κούσνερ, συναντήθηκε με τον Αμερικανό πρόεδρο στον Λευκό Οίκο. Αντικείμενο των συζητήσεων αποτέλεσε η απόκτηση του ρωσικού αντιπυραυλικού συστήματος από την Τουρκία και η εξέταση της πιθανότητας αυτό να μην αναπτυχθεί επί τουρκικού εδάφους. H αλληλουχία των εν λόγω συναντήσεων σε Άγκυρα και Ουάσιγκτον αποδεικνύει ότι η πρόσφατη τηλεφωνική επικοινωνία των προέδρων ΗΠΑ-Τουρκίας δεν αποτελεί κεραυνό εν αιθρία αλλά επιστέγασμα των διεξαχθεισών συναντήσεων. 

Υπό το πρίσμα της «διπλωματίας των γαμπρών» άλλωστε πρέπει να εξηγηθεί και η τουρκική θέση για συγκρότηση κοινής ομάδας εργασίας με αντικείμενο την προγραμματισμένη απόκτηση του ρωσικού αντιπυραυλικού συστήματος από την Άγκυρα, την εξέταση εναλλακτικών σεναρίων ως προς την εγκατάσταση του και τον αντίκτυπο που δύναται να φέρει η απόκτηση του τόσο σε νατοϊκό επίπεδο όσο και σε σχέση με το αμερικανικό μαχητικό αεροσκάφος πέμπτης γενιάς F-35. 

Προδήλως, η τουρκική διπλωματία στοχεύει την εκτελεστική εξουσία στις ΗΠΑ για την διευθέτηση διμερών ζητημάτων αντί της νομοθετικής εξουσίας σε μία περίοδο μάλιστα που το αμερικανικό κογκρέσο εμφανίζεται ιδιαίτερα επικριτικό ως προς την απόφαση της Τουρκίας να αγοράσει τους S-400 προειδοποιώντας και με επιβολή κυρώσεων στην περίπτωση που τελικώς τους παραλάβει. 

Το εύλογο ερώτημα το οποίο ανακύπτει συνίσταται στον λόγο για τον οποίο η Άγκυρα στοχεύει τον Αμερικανό πρόεδρο ως επικεφαλής της εκτελεστικής εξουσίας αντί του κογκρέσου για την ομαλοποίηση των διμερών σχέσεων. Η απάντηση συνίσταται στο ότι αφενός το αμερικανικό σύνταγμα αποδίδει στον εκάστοτε πρόεδρο την ευθύνη του να ενεργεί ως επικεφαλής διπλωμάτης (chief diplomat) και ως στρατιωτικός αρχηγός (military chief). Αφετέρου η πραγματικότητα διακυβέρνησης στην Ουάσιγκτον ενισχύει τη δυνατότητα του Προέδρου να ενεργεί με δική του πρωτοβουλία σε ζητήματα που άπτονται του τομέα των εξωτερικών υποθέσεων.

Αμερικανική Προεδρία ή Κογκρέσο;

Συγκεκριμένα, η αμερικανική προεδρία έχει σημαντικά πλεονεκτήματα έναντι του κογκρέσου ειδικά όταν πρόκειται για θέματα εξωτερικής πολιτικής. Το κυριότερο εξ αυτών είναι ο μεγαλύτερος βαθμός ελέγχου της Πληροφορίας η οποία συνιστά πηγή δύναμης. Προκειμένου να ληφθεί η όποια απόφαση για περίπλοκα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, απαιτείται προηγουμένως η πρόσβαση σε σχετικές πληροφορίες και σε εμπειρογνώμονες που μπορούν να διατυπώσουν εκτιμήσεις και προτάσεις πολιτικής. Ειδικά όσον αφορά την εξωτερική πολιτική, μεγάλο μέρος της πληροφόρησης παρέχεται από τα αμερικανικά υπουργεία Εξωτερικών και Άμυνας που συνδέονται στενά με τον εκάστοτε Πρόεδρο. 

Αξιωματούχοι του Λευκού Οίκου ενημερώνονται καθημερινά για πτυχές εξωτερικών ζητημάτων από τα υπουργεία Εξωτερικών και Άμυνας, σε αντιδιαστολή με τα μέλη του Κογκρέσου που δεν λαμβάνουν καθημερινή ενημέρωση. Προσθέτως, οι αμερικανικές υπηρεσίες πληροφοριών, όπως η CIA και η NSA, είναι στενά συνδεδεμένες με τον Πρόεδρο, ο οποίος λαμβάνει καθημερινή ενημέρωση έχοντας πρόσβαση στα πιο καλά φυλαγμένα μυστικά του έθνους, σε αντιδιαστολή με τα μέλη του Κογκρέσου που όχι μόνο δεν λαμβάνουν τέτοιου τύπου καθημερινή ενημέρωση αλλά κυρίως έχουν αυστηρά περιορισμένη πρόσβαση σε εκθέσεις πληροφοριών (intelligence reports).

Η προεδρία επιτρέπει σε ένα βαθμό τον σχεδιασμό εξωτερικής πολιτικής που εκφεύγει του Κογκρέσου. Είθισται μάλιστα, όταν τίθεται στο Κογκρέσο από την αμερικανική προεδρία η λήψη απόφασης για ζήτημα που άπτεται των εξωτερικών υποθέσεων, η όποια πολιτική να έχει ήδη διαμορφωθεί σε μεγάλο βαθμό από την εκτελεστική εξουσία. Αυτό δεν εμποδίζει βέβαια το Κογκρέσο στο να αναλάβει ρόλο, αλλά η επιρροή του γενικώς περιορίζεται λόγω διευθετήσεων στις οποίες έχει ήδη προβεί ο εκάστοτε Πρόεδρος. Σε αντιδιαστολή με το Κογκρέσο, οι Πρόεδροι διαθέτουν το περίφημο πλεονέκτημα της ηγεσίας που απορρέει από το γεγονός ότι οι εξωτερικές σχέσεις στηρίζονται στην επικοινωνία μεταξύ κυβερνήσεων εξ ονόματος των οποίων κάποιος ασκεί εξουσία. Το Κογκρέσο δεν είναι σε θέση να ασκήσει αυτόν τον ρόλο καθώς πρόκειται για έναν θεσμό του οποίου η εξουσία μοιράζεται ανάμεσα στα μέλη και τα δύο σώματα που το απαρτίζουν, δηλαδή την Βουλή και την Γερουσία. 

Αντίθετα, η εκτελεστική δύναμη δεν είναι διαιρεμένη καθώς ο Πρόεδρος έχει την τελική εξουσία επί εκτελεστικών αποφάσεων. Όπως χαρακτηριστικά είχε δηλώσει ο πρώην Πρόεδρος Τζωρτζ Μπους κατά την διάρκεια της προεδρίας του «εγώ είμαι αυτός που αποφασίζει». Το εν λόγω χαρακτηριστικό της Προεδρίας συνιστά σκόπιμη επιλογή εκ μέρους των συντακτών του αμερικανικού Συντάγματος, οι οποίοι είχαν κατά νου τις εξωτερικές υποθέσεις. 

Στα Φεντεραλιστικά Έγγραφα Νο 74 (Federalist Number 74), ο Αμερικανός πολιτικός και ένας εκ των βασικών ιδρυτών των ΗΠΑ Αλέξανδρος Χάμιλτον έγραψε ότι η άσκηση εξουσίας από ένα μοναδικό χέρι, αυτό του προέδρου, είναι απαραίτητη για την άσκηση της εξωτερικής πολιτικής. Και ως εκ τούτου, ο πρόεδρος οφείλει να ηγείται όταν οι ΗΠΑ διαπραγματεύονται με άλλες χώρες.

Από την άλλη πλευρά, τα μέλη του Κογκρέσου μπορούν να γνωστοποιήσουν τις απόψεις τους, αλλά δεν έχουν θέση στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα που αποτυπώνει την εν λόγω πραγματικότητα αποτελούν οι εμπορικές συμφωνίες που οι Αμερικανοί πρόεδροι έχουν διαπραγματευτεί τις τελευταίες δεκαετίες, όπως η συναφθείσα το 1994 NAFTA. Οι εμπορικές συμφωνίες αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης από τον Λευκό Οίκο και όταν κατατίθενται για ψηφοφορία στην Βουλή και την Γερουσία, τα μέλη τους έχουν ουσιαστικά δύο επιλογές, να ψηφίσουν θετικά ή αρνητικά. Βέβαια κατά τη διαπραγμάτευση των εμπορικών συμφωνιών, οι πρόεδροι είθισται να λαμβάνουν υπόψη τις επιθυμίες του Κογκρέσου.

Εκτελεστικές Συμφωνίες ως Μέσο Άσκησης Εξωτερικής Πολιτικής

Σε γενικές γραμμές, οι πρόεδροι έχουν περισσότερες ευκαιρίες να δρουν μόνοι τους όταν πρόκειται για ζητήματα εξωτερικής πολιτικής. Για παράδειγμα, παρότι η Γερουσία πρέπει να εγκρίνει ή να απορρίψει οποιαδήποτε συνθήκη που ο Πρόεδρος έχει διαπραγματευθεί, ο τελευταίος είναι σε θέση να συνάψει συμφωνίες με ξένες χώρες χωρίς την έγκριση της Γερουσίας, τις γνωστές "εκτελεστικές συμφωνίες". Λόγω της συνταγματικής εξουσίας που απολαμβάνει ο πρόεδρος ως επικεφαλής διπλωμάτης, οι εκτελεστικές συμφωνίες έχουν την ίδια νομική ισχύ με τις συνθήκες, με μία ωστόσο εξαίρεση. Ο επόμενος πρόεδρος μπορεί να τροποποιήσει μια εκτελεστική συμφωνία, ενώ αντίθετα οι συνθήκες δεσμεύουν τους μελλοντικούς προέδρους εκτός εάν η Γερουσία συμφωνεί με την όποια τροποποίηση τους.

Επειδή οι εκτελεστικές συμφωνίες είναι πιο εύκολα διαπραγματεύσιμες από τις συνθήκες και δεν υπάρχει ο κίνδυνος να απορριφθούν από την Γερουσία, οι Αμερικανοί πρόεδροι τις προτιμούν όλο και περισσότερο. Από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και εντεύθεν, οι πρόεδροι έχουν διαπραγματευθεί περίπου 15 χιλιάδες εκτελεστικές συμφωνίες με άλλες χώρες, καλύπτοντας ένα ευρύτατο φάσμα θεμάτων, από τις εμπορικές συμφωνίες μέχρι τις υπερπόντιες αμερικανικές στρατιωτικές βάσεις. Στην πραγματικότητα, οι εκτελεστικές συμφωνίες είναι τουλάχιστο δέκα φορές περισσότερες από τις συνθήκες στις οποίες οι ΗΠΑ είναι συμβαλλόμενο μέρος. Με δεδομένο ότι είθισται μυστικές διαπραγματεύσεις να προηγούνται της υπογραφής των εκτελεστικών συμφωνιών, το Κογκρέσο αποστερείται τη δυνατότητα να γνωστοποιεί εγκαίρως στον πρόεδρο τις όποιες απόψεις επ’ αυτών.

Μπροστά στην Αδυσώπητη Πραγματικότητα

Τα παραπάνω εξηγούν εν πολλοίς τους λόγους για τους οποίους η Τουρκία εστιάζει στις συνομιλίες με την αμερικανική εκτελεστική εξουσία ξεδιπλώνοντας τεχνηέντως τη «διπλωματία των γαμπρών». Σε μία περίοδο κατά την οποία η τουρκική οικονομία ταλανίζεται λόγω των υποτιμήσεων της τουρκικής λίρας, της εκτίναξης του κόστους δανεισμού στο 700% και του πληθωρισμού στο 20%, ο καθησυχασμός των αγορών και η οικονομική ανάκαμψη της Άγκυρας περνάει μέσα από μεταρρυθμίσεις και την ομαλοποίηση των σχέσεων με την Ουάσιγκτον. Προς υπενθύμιση, στις 14 Ιανουαρίου 2019, μία απλή δήλωση του Αμερικανού προέδρου σε μέσο κοινωνικής δικτύωσης ότι οι ΗΠΑ θα καταστρέψουν οικονομικά την Τουρκία αν αυτή αποφασίσει να επιτεθεί στους Κούρδους της Συρίας οδήγησε σε άμεση υποχώρηση της τουρκικής λίρας έναντι του αμερικανικού δολαρίου επιβαρύνοντας έτι περαιτέρω το τουρκικό εξωτερικό χρέος το οποίο εν πολλοίς είναι συνδεδεμένο με δολάρια και ευρώ. 

Την ίδια στιγμή, οι σχέσεις της Τουρκίας με την Ρωσία είναι εύθραυστες καθώς πρόκειται για τη σύμπηξη συνεργασίας ανάμεσα στις δύο χώρες περισσότερο σε τακτικό και λιγότερο σε στρατηγικό επίπεδο. Υπό το συγκεκριμένο πρίσμα, εκτιμάται ότι εξετάζονται προτάσεις για απόκτηση του ρωσικού αντιπυραυλικού συστήματος αλλά όχι για την ανάπτυξη αυτού επί τουρκικού εδάφους ώστε να αποφευχθεί η οριστική διάρρηξη των σχέσεων με τις ΗΠΑ. 

Ο καιρός γαρ εγγύς και η Τουρκία καλείται να αποφασίσει εάν θα παραμείνει στο άρμα της Δύσης ή αν τελικώς θα απομακρυνθεί. Σε αυτή την τουρκική απόφαση, η «διπλωματία των γαμπρών» αναμένεται να παίξει καθοριστικό ρόλο.

 Αντωνία Δήμου *

* Η Αντωνία Δήμου είναι επικεφαλής του Τομέα Μέσης Ανατολής στο Ινστιτούτο Αναλύσεων Άμυνας και Ασφάλειας (ΙΑΑΑ) με έδρα την Αθήνα καθώς και Εταίρος στο Κέντρο για την Ανάπτυξη της Μέσης Ανατολής στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια στο Λος Άντζελες.

Φωτογραφία: APImages

https://www.liberal.gr/arthro/250214/amyna--diplomatia/2019/oi-amerikanotourkikes-scheseis-sto-metaichmio.html
 3 Μαΐου 2019 




2.
''Ο Αμερικανικός Στρατός θα Μείνει για Πολύ στη Συρία Επάνω σε Πολύ Πλούσιες Πετρελαιοπηγές'' δηλώνει  Υψηλός Αξιωματούχος του Πενταγώνου.

'Ενας υψηλού επιπέδου αξιωματούχος του Πενταγώνου ομολόγησε ότι οι αμερικανικές δυνάμεις θα παραμείνουν στην Συρία «για μακρά περίοδο» και συμπλήρωσε λέγοντας ότι  η περιοχή «πλούσιες πετρελαιοπηγές και καλλιεργήσιμη γη»

Η ασυνήθιστα ειλικρινής δήλωση έγινε αυτήν την εβδομάδα από τον Michael Mulroy, Βοηθό Υφυπουργό Αμύνης  για την Μέση Ανατολή, σε ομιλία του σε διάσκεψη στο Κέντρο για Νέα Αμερικανική Ασφάλεια(CNAS), στην Ουάσιγκτον.

Η δήλωσε έρχεται μήνες μετά την υποχώρηση του προέδρου Τραμπ σε συμβούλους του και την εγκατάλειψη του διακηρυγμένου σκοπού του για σύντομη και πλήρη απόσυρση των αμερικανικών δυνάμεων από την Συρία.


Πετρελαιοπηγές αλ-Ομάρ στο Ντέιρ Εζζόρ της Συρίας

Ο Μαλρόι δήλωσε «έχουμε έναν ικανότατο συνεταίρο» - αναφερόμενος στις κυρίως κουρδικές Συριακές Δημοκρατικές Δυνάμεις (SDF), προσθέτοντας ότι οι εκπαιδευμένοι από τους Αμερικανούς SDF συμβαίνει να κατέχουν κρίσιμες περιοχές της Ανατολικής Συρίας, με  «πλούσιες πετρελαιοπηγές και καλλιεργήσιμη γη» και «είμαστε εκεί μαζί τους».

Ο αξιωματούχος του Πενταγώνου στην συνέχεια υποσχέθηκε την  υιοθέτηση τις συστάσεις  αυτή της «Δεξαμενής Σκέψης» για τα νέα χαρακτηριστικά πολιτικής στην Συρία, μεταξύ άλλων υποδεικνύουν την συνέχιση της «διατήρησης  της αμερικανικής παρουσίας σε περισσότερο του ενός τρίτου της επικράτειας της χώρας».

Σχετικά με την  έκθεση για την νέα πολιτική(CNAS), με τίτλο «Για την Λύση του Συριακού Προβλήματος», το κουρδικό περιφερειακό ειδησεογραφικό όργανο Kurdistan 24, ανέφερε:

 Ο Nicholas Heras, ένας από τους συγγραφείς της μελέτης, μίλησε με το Κουρδιστάν24. Εξήγησε ότι, « από τα έξη σενάρια που εξετάζονται στην έκθεση, η επιλογή που υποστηρίξαμε είναι να συνεχίσουν οι ΗΠΑ μιαν παρουσία σε περισσότερο του ενός τρίτου της χώρας» και ότι «θα πρέπει να επενδύσουν περισσότερο, τόσο σε οικονομικά μέσα όσο και σε προσωπικό, για την σταθεροποίηση» αυτής της περιοχής της Συρίας. 

Στις αρχές Απριλίου οι SDF και δυνάμεις του Δυτικού Συνασπισμού ανήγγειλαν την πλήρη ήττα του «Ισλαμικού Κράτους», μετά την κατάληψη του τελευταίου οχυρού των Τζιχαντιστών στην πόλη Μπαγκούζ.

Στο μεταξύ, η πλειονότητα του συριακού πληθυσμού, που τελεί τώρα υπό την κυβέρνηση της χώρας, μαστίζεται από την χειρότερη έλλειψη καυσίμων στην ιστορία της χώρας, εξ αιτίας των νέων αμερικανικών κυρώσεων εναντίον της Συρίας και του συμμάχου της Ιράν.

Μολονότι το Ισλαμικό Χαλιφάτο του «Ισλαμικού Κράτους» έχει από καιρό εξαφανιστεί, οι μεγάλες πηγές πετρελαίου και αερίου της χώρας, όπως του αλ-Ομάρ στην επαρχία Ντέιρ Εζόρ της ανατολικής Συρίας παραμένουν υπό τον έλεγχο των SDF και των Αμερικανών.

Zero Hedge, Wed 01/05/2019
https://www.zerohedge.com/news/2019-04-30/
us-troops-syria-long-haul-atop-lot-oil-resources-top-pentagon-official
Μετάφραση: Μ. Στυλιανού

https://infognomonpolitics.blogspot.com/2019/05/blog-post_93.html?fbclid=IwAR1MjtjWMrYCQo_3r3IjjV7IXHnVvZKFCfzuWPXsPlH8y5Ob1EcTY9vY_So

 2/5/2019


 3.
Μια ζώνη ασφαλείας μεταξύ Συρίας και Τουρκίας είναι μια καλή ιδέα - από την τουρκική πλευρά των συνόρων.

Λίγο πριν τα Χριστούγεννα, ο Πρόεδρος Τραμπ συνομίλησε με τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Ο Τούρκος ηγέτης υποσχέθηκε στον Τραμπ ότι οι δυνάμεις των ΗΠΑ δεν χρειάζονταν πλέον εντός της Συρίας καθώς η Τουρκία θα πολεμούσε το Ισλαμικό Κράτος. Ο Τραμπ πιθανόν δεν αντιλήφθηκε την ανειλικρίνεια του Ερντογάν: ο Ερντογάν ήταν συνένοχος στην ανάδυση και τη διατήρηση του Ισλαμικού Κράτους, όπως αποκάλυψε τόσο η αντικατασκοπία όσο και τα αποδεικτικά στοιχεία. “Οι στρατιώτες μας επιστρέφουν σπίτι” τουίταρε ο Τραμπ.

Η ξαφνική αλλαγή στην πολιτική των ΗΠΑ οδήγησε τόσο τον Υπουργό Αμύνης James Mattis, όσο και τον Ειδικό Απεσταλμένο Brett McGurk σε παραίτηση, αλλά τις εβδομάδες που ακολούθησαν, υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι της εθνικής ασφάλειας και της άμυνας έπεισαν τον Τραμπ να επιβραδύνει την αποχώρηση, αν όχι να αλλάξει στάση τελείως. Ο λόγος να διατηρηθούν δυνάμεις των ΗΠΑ στη Συρία είναι σαφής: Η διατήρηση μιας μικρής παρουσίας λειτουργεί αποτρεπτικά στο να καλύψουν άλλες ομάδες το κενό. Μια ολιγάριθμη στρατιωτική παρουσία των ΗΠΑ για παράδειγμα αποκόπτει τη λεγόμενη επίγεια γέφυρα μέσω της οποίας το Σώμα της Ισλαμικής Επαναστατικής Φρουράς του Ιράν στέλνει μαχητές και προμήθειες μέσω του Ιράν και του Λιβάνου. Μια μικρή παρουσία είναι επίσης σημαντική για την συγκέντρωση πληροφοριών. Ακόμη πιο σημαντικό είναι πως μια αμερικανική “νάρκη” εμποδίζει την εισβολή άλλων χώρων όπως η Τουρκία στην περιοχή.

Η Τουρκία φυσικά θέλει να αποχωρήσουν οι ΗΠΑ από τη Συρία ώστε να έχει την ελευθερία να στοχοποιήσει τους Κούρδους της Συρίας και την αυτοδιοικούμενη οντότητα που έχουν εγκαθιδρύσει εντός της Συρίας. Με απλά λόγια, το ιστορικό της επί δεκαετίες αντιμετώπισης της κουρδικής εξέγερσης στο εσωτερικό της Τουρκίας, σε συνδυασμό με τον ανεξέλεγκτο ρατσισμό της ηγεσίας της Τουρκίας, έχει αφήσει τις τουρκικές αρχές ανίκανες ή απρόθυμες να διακρίνουν μεταξύ της ειρηνικής έκφρασης της κουρδικής ταυτότητας και της τρομοκρατίας. Αυτός είναι ένας από τους λόγους που, αφού ο Ερντογάν διέταξε την εισβολή των τουρκικών δυνάμεων στην περιοχή Αφρίν της Συρίας (παρά το γεγονός ότι ποτέ δεν είχε εντοπίσει ούτε ένα τρομοκρατικό γεγονός να κατευθύνεται από εκεί), οι τουρκικές αρχές επέδραμαν σε σπίτια Κούρδων, κατέστρεψαν νεκροταφεία και γκρέμισαν αγάλματα, ενώ ταυτόχρονα πραγματοποίησαν εθνοκάθαρση εναντίον του πληθυσμού της περιοχής.

Οι ΗΠΑ όμως έχουν επενδύσει στην προστασία των Κούρδων. Οι πολιτοφυλακές των Κούρδων της Συρίας ήταν οι ομάδες με τη μεγαλύτερη επιτυχία στην αντιμετώπιση της Αλ Κάιντα και του Ισλαμικού Κράτους εντός της Συρίας. Ενώ η κυβέρνηση Ομπάμα κράτησε αρχικά σε απόσταση τους Κούρδους της Συρίας για να κερδίσει τη συνεργασία της Τουρκίας εναντίον του Ισλαμικού Κράτους, το διπλό παιχνίδι της Τουρκίας έπεισε εντέλει της αρχές των ΗΠΑ ότι δεν έχουν άλλη επιλογή από το συνεργαστούν άμεσα με τους Κούρδους της Συρίας. Αν οι ΗΠΑ εγκαταλείψουν τους Κούρδους στα χέρια της Τουρκίας αυτό θα ισοδυναμούσε με πρόσκληση για σφαγή των Κούρδων που δεν έχουν πουθενά αλλού να πάνε. Θα έστελνε επίσης σε όλους τους σημερινούς και μελλοντικούς εταίρους των ΗΠΑ το σήμα ότι οι ΗΠΑ δεν υποστηρίζουν τους συμμάχους τους.

Με την απόσυρση των ΗΠΑ από τη Συρία να έχει βγει προς το παρόν από το τραπέζι, και με τους Τούρκους να αναγνωρίζουν ότι δεν μπορούν να κινηθούν εναντίον των αμερικανικών συμφερόντων, οι διαπραγματεύσεις επικεντρώνονται τώρα στη δημιουργία μιας ζώνης ασφαλείας εντός της Συρίας για την συγκράτηση των κουρδικών δυνάμεων μακριά από τα τουρκικά σύνορα. Μια ζώνη ασφαλείας έναντι του τουρκικού στρατού και των κουρδικών δυνάμεων μπορεί να είναι καλή ιδέα, αλλά για να πετύχει στον διακηρυγμένο της σκοπό και να μην αποτελεί απλώς κάλυμμα για μια νέα τουρκική εθνοκάθαρση, θα πρέπει αυτή να είναι από την τουρκική πλευρά των συνόρων και όχι μέσα στη Συρία.

Τις δεκαετίες του 1980 και 1990, ο τουρκικός στρατός επέδραμε εναντίον χιλιάδων κουρδικών χωριών στην τουρκική πλευρά των συνόρων ως μέρος της αντιτρομοκρατικής στρατηγικής της Άγκυρας και με τον στόχο να δημιουργήσει ένα υγειονομικό κορδόνι που θα εμποδίζει την είσοδο ανταρτών και τρομοκρατών από τη Συρία και την αναζήτηση καταφυγίου στα κουρδικά χωριά. Η καταστροφή αυτών των πόλεων και χωριών έστειλε εκατομμύρια ανάγκασε εκατομμύρια Κουρδους να μεταναστεύσουν την Κωνσταντινούπολη, την Άγκυρα, τη Σμύρνη και άλλες μεγάλες τουρκικές πόλεις. Δεν σημειώθηκε όμως εντός της Συρίας αντίστοιχη καταστροφή κέντρων κουρδικού πληθυσμού, πολλά από τα οποία αγκαλιάζουν τα τουρκικά σύνορα.

Ουσιαστικά, η υποστήριξη της οποιασδήποτε ζώνης ασφαλείας στη Συρία θα έχει ως συνέπεια οι τουρκικές πόλεις και τα χωριά να πάθουν ότι έκανε ο τουρκικός στρατός στη δική του επικράτεια πριν από 25 χρόνια. Αν προσθέσουμε σ’ αυτά το γεγονός ότι η πίεση για τη δημιουργία ζώνης ασφαλείας τροφοδοτείται περισσότερο από τον ανορθολογισμό της Άγκυρας και την επιθυμία του Ερντογάν να στρέψει το ενδιαφέρον μακριά από τις δικές του οικονομικές αποτυχίες, καθίσταται σαφές ότι απλά δεν υπάρχει κανένας λόγος να πληρώσουν οι Κούρδοι αυτό το τίμημα.

Αν η Τουρκία θέλει μια ζώνη ασφαλείας, η θέση των ΗΠΑ πρέπει να είναι σαφής: ο τουρκικός στρατός θα πρέπει να αποχωρήσει από τη Συρία και να απομακρυνθεί ίσως 10 χιλιόμετρα από τα σύνορα της Συρίας για να τοποθετηθούν στην περιοχή διεθνείς παρατηρητές. Αν αυτό ακούγεται εξωφρενικό στο τουρκικό ακροατήριο, τότε θα πρέπει ίσως να σκεφτούν το πώς οι δικες τους απαιτήσεις φαίνονται σε όσους δεν βρίσκονται εγκλωβισμένοι εντός της μηντιακής φούσκας της Τουρκίας.

  Michael Rubin,
ακαδημαϊκό στέλεχος του American Enterprise Institute, πρώην αξιωματούχος του Πενταγώνου, με κύρια ερευνητικά ενδιαφέροντα τη Μέση Ανατολή, την Τουρκία, το Ιράν και τη διπλωματία.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 11 Απριλίου 2019 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του ''American Enterprise Institute'', (ΑΕΙ) και τη συνεργασία του ΚΕΦΙΜ “Μάρκος Δραγούμης”.

https://www.liberal.gr/think_tanks/arthro/248384/think-tanks/kentro-fileleutheron-meleton/mia-zoni-asfaleias-metaxu-surias-kai-tourkias-einai-mia-kali-idea---apo-tin-tourkiki-pleura-ton-sunoron.html
16/4/2019




 4.
O επικίνδυνος εθισμός της Τουρκίας

Η κατάρρευση της τουρκικής λίρας αντανακλά ανησυχίες για τα διαρθρωτικά προβλήματα της τουρκικής οικονομίας. Το μη βιώσιμο μοντέλο ανάπτυξης, ο ρόλος των εγχώριων τραπεζών και το πολιτικό ρίσκο. 

Η τουρκική λίρα έχει ένα καθόλου ζηλευτό ρεκόρ φέτος, έχοντας υποχωρήσει πάνω από 11%, στην 145η θέση μεταξύ 146 νομισμάτων που παρακολουθεί το BloombergΜόνο το πέσο της Αργεντινής, το οποίο έχει υποστεί sell-off εν μέσω ανησυχιών για επιστροφή της Κριστίνα Φερνάντεζ Κίρχνερ στην εξουσία, της πρώην αριστερής προέδρου, έχει τη χειρότερη επίδοση.

Ο Ρόμπιν Μπρουκς, επικεφαλής οικονομολόγος στο Ινστιτούτο Διεθνούς Χρηματοοικονομικής (IIF), υποστηρίζει ότι η πορεία της λίρας αντανακλά εν μέρει ανησυχίες για τη φύση της ανάπτυξης στην έβδομη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης, η οποία εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τον δανεισμό.

To IIF παρακολουθεί αυτό που αποκαλεί «πιστωτική παρόρμηση» -η οποία ορίζεται ως η τριμηνιαία αλλαγή στις νέες πιστώσεις που εκδίδονται- και τη συγκρίνει με την ακόλουθη ανάπτυξη στο ΑΕΠ. Με βάση τη μέτρηση αυτή, σημειώνει, η Τουρκία είναι μεταξύ των πιο εξαρτημένων από το χρέος αναδυόμενων οικονομιών, μαζί με την Κολομβία, τη Ρωσία, την Ινδονησία και τη Βραζιλία.



O κ. Μπρουκς σημειώνει ότι η ραγδαία πιστωτική επέκταση που σημειώθηκε πριν από δύο χρόνια στην Τουρκία, η οποία τροφοδοτήθηκε από κρατικές εγγυήσεις σε δάνεια μικρομεσαίων επιχειρήσεων και οδήγησε το έλλειμμα στο ισοζύγιο συναλλαγών της χώρας σε μη βιώσιμα επίπεδα, πυροδότησε πιστωτική ασφυξία το 2018, μετά την κατάρρευση του νομίσματος. Αυτή τη χρονιά, η πίστωση έχει αρχίσει να ρέει και πάλι, κυρίως μέσω εγχώριων τραπεζών, οι οποίες έχουν αυξήσει τη χορήγηση δανείων. Τούτο έχει αρχίσει και πάλι να επιβαρύνει τη λίρα.



«Η πραγματικότητα είναι πως οι παγκόσμιες κεφαλαιακές αγορές είναι πιο ευμετάβλητες και λιγότερο πρόθυμες να χρηματοδοτήσουν μια ανάπτυξη που στηρίζεται στην πίστωση, το οποίο είναι, πιστεύω, ο λόγος που η πρόσφατη πιστωτική επέκταση συνέπεσε πάλι με την αύξηση της μεταβλητότητας στη λίρα», έγραψε σε πρόσφατη έκθεση. Oι πολιτικές μηχανορραφίες έχουν επίσης διαδραματίσει ρόλο, σημείωσε. Η μεγάλη βουτιά στη λίρα το περασμένο καλοκαίρι, για παράδειγμα, ήρθε μετά την κράτηση του Αμερικανού πάστορα, η οποία πυροδότησε κυρώσεις από την Ουάσιγκτον. «Ακόμα και μετά τη στροφή των κεντρικών τραπεζών προς πιο ήπια αύξηση των επιτοκίων, η πίστωση παραμένει ένα ζήτημα» πρόσθεσε.

The Financial Times. 

https://www.euro2day.gr/ftcom/ftcom_gr/article-ft-gr/1678753/o-epikindynos-ethismos-ths-toyrkias.html

  2 Μαΐου 2019