Ο Boualem Sansal κατά του ισλαμικού ολοκληρωτισμού. Με τι θα έμοιαζε ένα ολοκληρωτικό καθεστώς θεμελιωμένο στον θρησκευτικό φανατισμό;



Με τι θα έμοιαζε ένα ολοκληρωτικό καθεστώς θεμελιωμένο στον θρησκευτικό φανατισμό; Πώς θα ήταν μια απολυταρχική δικτατορία ισλαμικού τύπου; Σ’ αυτά τα ερωτήματα επιχειρεί να απαντήσει ο 66χρονος Μπουαλέμ Σανσάλ με το νέο του (συνολικά έβδομο) μυθιστόρημα (μελλοντολογικό και δυστοπικό) που απέσπασε πριν από λίγες ημέρες το εφετινό Μεγάλο Βραβείο Μυθιστορήματος της Γαλλικής Ακαδημίας (εξ ημισείας με τον τυνησιακής καταγωγής Εντί Καντούρ).
Ο τίτλος του βιβλίου – κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Γκαλιμάρ και ήταν υποψήφιο για τις σημαντικότερες λογοτεχνικές διακρίσεις της σεζόν – είναι χαρακτηριστικός, «2084. Το τέλος του κόσμου», και παραπέμπει ευθέως στο κλασικό έργο «1984» του Τζορτζ Οργουελ. Ε, λοιπόν, φανταστείτε μια μουσουλμανική εκδοχή του «Μεγάλου Αδελφού» βασισμένη σε μια αφαιρετική, αλληγορική παρωδία της ισλαμικής θρησκείας και των πλέον ακραίων αντιλήψεών της για την κοινωνική και (άρα) πολιτική οργάνωση των ανθρώπων· «των πιστών» δηλαδή, για να είμαστε ακριβέστεροι, «οι άπιστοι» είναι μια άλλη (και κυριολεκτικώς) πονεμένη ιστορία.


Ο Μπουαλέμ Σανσάλ προειδοποιεί εγκαίρως (αλλά με μια απολύτως συγκαταβατική ειρωνεία) τους αναγνώστες του να μην πιστέψουν ότι η ιστορία που αφηγείται είναι αληθινή ούτε ότι ο ίδιος δανείζεται στοιχεία από ήδη γνωστές όψεις της πραγματικότητας. «Κοιμηθείτε ήσυχοι, καλοί μου άνθρωποι, τα πάντα είναι εντελώς λάθος και τα υπόλοιπα είναι υπό έλεγχο» σημειώνει και, ακριβώς σ’ αυτό το σημείο, αρχίζουν να μας κυκλώνουν λ.χ. οι φρικιαστικές εικόνες βίας των τζιχαντιστών που έρχονται (και εξαπλώνονται μέσω του Διαδικτύου) από το «Ισλαμικό Κράτος».

Ο Μπουαλέμ Σανσάλ δεν μπορεί παρά να έχει πλήρη συναίσθηση τούτων των συνάψεων. Οσοι γνωρίζουν τον αλγερινό συγγραφέα δεν εκπλήσσονται με την πιο πρόσφατη σπορά της μυθοπλασίας του (μόλις το 2013 λ.χ. εξέδωσε το δοκίμιό του «Κυβερνώντας στο όνομα του Αλλάχ» για την εκτεταμένη «ισλαμοποίηση» και τη «δίψα για εξουσία» στον αραβικό κόσμο). Αντιθέτως θα μπορούσαμε να πούμε ότι (και από μια ακραιφνώς λογοτεχνική σκοπιά) κορυφώνεται η εμμενής αγωνία του Μπουαλέμ Σανσάλ για την ολέθρια, αποκαλυψιακή φύση του ισλαμικού φονταμενταλισμού.

Ο τελευταίος έχει μπει αταλάντευτα στο στόχαστρο του συγγραφέα από την πρώτη στιγμή που έπιασε την πένα στα χέρια του, κάτι που συνέβη όταν ήταν 50 ετών. Εμφανίστηκε στη γαλλόφωνη πεζογραφία το 1999 με το μυθιστόρημά του «Le Serment des Barbares» (Ο όρκος των βαρβάρων). Εκτοτε δεν φοβήθηκε ποτέ τις απειλές ότι θα τον δολοφονήσουν και εξακολουθεί να μένει στην πατρίδα του παρότι πολλά από τα βιβλία του, τα πονήματα ενός διεθνώς αναγνωρισμένου συγγραφέα, είναι επισήμως απαγορευμένα.

Παραμένει «εξόριστος στην ίδια του τη χώρα» και κατοικεί κοντά στο Αλγέρι με τη σύζυγο και τις κόρες του, αρνούμενος ουσιαστικά να επιλέξει μεταξύ της καταπιεστικής και ανελεύθερης Ανατολής και της Δύσης που διαβρώνεται από τη νεοφιλελεύθερη ιδεολογία, μακριά από μια Ευρώπη που (όπως είπε σε μια συνέντευξή του στο περιοδικό «Marianne») φαίνεται να εγκαταλείπει ταχύτατα την παράδοση του Διαφωτισμού.

Η αφορμή για τη μαχητική είσοδο του Μπουαλέμ Σανσάλ στη λογοτεχνία (μηχανικός και οικονομολόγος, γενικός διευθυντής του υπουργείου Βιομηχανίας στην Αλγερία ως το 2003, όταν και τον έδιωξαν από τη θέση του λόγω των πολιτικών του φρονημάτων και της συνεχούς κριτικής που ασκούσε στο καθεστώς) ήταν ιστορική: ο αιματηρός εμφύλιος πόλεμος στον τόπο του κατά τη «μαύρη δεκαετία» του 1990 και, ασφαλώς, η τρομοκρατία. Ομως το ανθρώπινο κίνητρο της γραφής, εν προκειμένω, είναι η γενναία αντίσταση στη βαρβαρότητα, στον σκοταδισμό και στην αυθαιρεσία του λεγόμενου ριζοσπαστικού ισλαμισμού.

Η σύνδεση του τελευταίου με τα φαινόμενα του ολοκληρωτισμού (όπως αυτά ξεδιπλώθηκαν στον 20ό αιώνα και το οποία έχουν ως απώτατο σκοπό τη συντριβή της ατομικότητας) είναι πρόδηλη για τον Μπουαλέμ Σανσάλ. «Κάθε φασισμός είναι ίδιος, η μόνη διαφορά έγκειται στο περιτύλιγμα που ενδύεται και στα μέσα που χρησιμοποιεί» θεωρεί ο ίδιος.


Στο μυθιστόρημά του «Ο Γερμανός μουτζαχεντίν ή το ημερολόγιο των αδελφών Σίλλερ» (2008) προβαίνει σε μια τολμηρή σύγκριση ανάμεσα στον ισλαμικό φονταμενταλισμό και τις πρακτικές του ναζισμού – πολλοί είπαν ότι η σύγκριση είναι αντι-ιστορική αλλά στην ιστορία είναι εκ των πραγμάτων δύσκολες, αν όχι ανέφικτες, οι ταυτίσεις, μας ενδιαφέρουν επομένως περισσότερο οι (δυναμικές ή αδύναμες) αναλογίες – και μας βοηθά να προβληματιστούμε σοβαρότατα για ό,τι αποκαλείται σήμερα «ισλαμοφασισμός».
Για όσους θεωρούν τον όρο «παρατραβηγμένο» ας σημειώσουμε ότι το πεδίο αυτό εξακολουθεί να απασχολεί την ακαδημαϊκή έρευνα με διαφορετικές αφετηρίες, όχι μόνο τους ακροαριστερούς δημοσιολόγους που μπορούν να εκλογικεύσουν τα πάντα, πιστεύοντας ουσιαστικά ότι ο μηδενισμός της ισλαμικής τρομοκρατίας (ή της τρομοκρατίας που επικαλείται το Ισλάμ) διασώζει ματαιωμένες επαναστατικές προοπτικές κατά του καπιταλιστικού συστήματος και άλλα τέτοια απίθανα, απομεινάρια περασμένων δεκαετιών.

Το γεγονός, επιπροσθέτως, ότι ο Μπουαλέμ Σανσάλ ασχολήθηκε μοιραία και με το Ολοκαύτωμα των Εβραίων τον μετέτρεψε σε κόκκινο πανί για τους συνωμοσιολάγνους της αντισημιτικής υστερίας η οποία αρνείται ακόμη και σήμερα την ύπαρξη των στρατοπέδων μαζικής εξόντωσης του Χίτλερ. Τον κατηγόρησαν ότι επιτίθεται στα ιερά και στα όσια του αραβομουσουλμανικού κόσμου και τον χαρακτήρισαν «πράκτορα της Μοσάντ» (οι μυστικές υπηρεσίες του Ισραήλ).

Πέραν αυτών ο Μπουαλέμ Σανσάλ δεν παρέλειψε (και μιλάμε πάντοτε για το ίδιο μυθιστόρημα) να καταπιαστεί και με τα υποβαθμισμένα προάστια του Παρισιού που, ακριβώς ως ζώνες του περιθωρίου και του κοινωνικού αποκλεισμού,  μετατρέπονται σε αδίστακτα εκτροφεία νεαρών τρομοκρατών, με τις «ευλογίες» πάντοτε σκληροπυρηνικών ιμάμηδων και άλλων «σοφών» ερμηνευτών του Κορανίου και του «καθαρού» Ισλάμ.

Για όλα αυτά, για τον επίμονο αγώνα του για δημοκρατία και ελευθερία, τιμήθηκε το 2011 με το Βραβείο Ειρήνης των Γερμανών Βιβλιοπωλών. Την ίδια χρονιά ο Μπουαλέμ Σανσάλ εξέδωσε το μυθιστόρημα «Rue Darwin» (Οδός Δαρβίνου) – είναι η επιστροφή του ιδίου στην παιδική ηλικία, η επιστροφή σε μια γειτονιά και σε μια χώρα που ρημάχτηκαν, που κατάντησαν αγνώριστες – και για το ίδιο βιβλίο, τον επόμενο χρόνο (2012), απέσπασε το Βραβείο Αραβικού Μυθιστορήματος στη Γαλλία. Προτού όμως το παραλάβει έκανε το «λάθος» να ταξιδέψει ως την Ιερουσαλήμ και να λάβει μέρος στο εκεί Διεθνές Φεστιβάλ Λογοτεχνίας όπου είχε προσκληθεί ως τιμώμενο πρόσωπο. Οπως μπορείτε εύκολα να καταλάβετε, αυτό δεν άρεσε καθόλου στη Χαμάς που έσπευσε να τον κατηγορήσει ότι «προδίδει τους παλαιστίνιους αδελφούς του».

Η πίεση των αραβικών κυβερνήσεων προς το αντίστοιχο Συμβούλιο των Πρεσβευτών τους είχε ως αποτέλεσμα την άρνηση να δοθεί το προβλεπόμενο χρηματικό έπαθλο στον συγγραφέα («αυτή είναι η βρώμικη αλήθεια» έγραψε με θυμό στην εφημερίδα «Libération» ο Ολιβιέ Πουάβρ ντ’ Αρβόρ, μέλος της κριτικής επιτροπής). Το θέμα, ασφαλώς, δεν είναι τα χρήματα. Είναι προφανές ότι η παρουσία του Μπουαλέμ Σανσάλ δεν εξοργίζει μονάχα τους ακραίους αλλά και τους συμπαθούντες τους ακραίους ή όσους συνεργάζονται κατά καιρούς με τους ακραίους για να αυξήσουν την επιρροή τους στη Μέση Ανατολή όπου συγκρούονται ενδοϊσλαμικά συμφέροντα (τα σιιτικά με τα σουνιτικά κατά κύριο λόγο).

Είναι, επίσης, ολοφάνερο ότι ενοχλεί το ξεμπρόστιασμα της υποκρισίας και της διαφθοράς των αραβικών ηγεσιών που θέλουν να τα κρύψουν όλα κάτω από το βολικό χαλί του δυτικού ιμπεριαλισμού (με τον οποίο, επίσης, συνεργάζονται όταν και όποτε τις βολεύει) χωρίς να ενδιαφέρονται καθόλου για τον εκδημοκρατισμό, την ευημερία και την παιδεία των κοινωνιών τους.

Το φανταστικό «Αμπιστάν»

Τι διαβλέπει όμως ο αλγερινός συγγραφέας που τοποθετεί την ιστορία του στο 2084, εκατό χρόνια μετά το 1984; Ο Μπουαλέμ Σανσάλ, ο οποίος επανειλημμένως έχει κάνει λόγο για την καθήλωση και την παρακμή του αραβικού πολιτισμού, πλάθει μια αχανή επικράτεια, αυτοκρατορικών προδιαγραφών, που λέγεται «Αμπιστάν».

Το όνομα αυτής της φανταστικής χώρας – όπου η θρησκεία είναι ο αδιαμφισβήτητος νόμος (η ζωή και ο θάνατος, η ίδια η ύπαρξη εν τέλει) και όπου ο χρόνος δεν έχει και πολλή σημασία – είναι παρμένο από τον προφήτη Αμπί, μοναδικό «Εκπρόσωπο» του Θεού («Yölah», στο μυθιστόρημα) επί της γης· το σύστημα εξουσίας στηρίζεται στην αμνησία και στην υποταγή σε αυτόν που είναι ένας και μοναδικός.

Το παρελθόν έχει ενταφιαστεί, το παρελθόν είναι απαγορευμένο. Γνωστός είναι μόνο ο νικηφόρος «Μεγάλος Ιερός Πόλεμος» κατά του «Εχθρού» που οδήγησε στη δημιουργία «της Γης των πιστών». Οι ζωές των ανθρώπων περιορίζονται σε ατέλειωτα προσκυνήματα ιερών χώρων, συστηματική προσευχή σε μια γλώσσα (αυτό ενδιαφέρει πολύ τον συγγραφέα) που υπάρχει μόνο για να εξυπηρετεί τη λατρεία και όχι τη σκέψη, και την παρακολούθηση μαζικών εκτελέσεων.

Το «μικρόβιο» της αμφιβολίας

Οι «αιρετικοί», όσοι δηλαδή προσεύχονται λιγότερο από εννιά φορές την ημέρα, όσοι εγκαταλείπουν τις περιοχές τους χωρίς διοικητική άδεια ή τολμούν (αλίμονο) να καταπατήσουν ορισμένα από τα διατάγματα που περιλαμβάνει το αντίστοιχο Κοράνι, εκτελούνται δημόσια (και φαντασμαγορικά) σε στάδια όπου αλαλάζει ενθουσιωδώς το ευσεβές πλήθος.

Το «μικρόβιο» της αμφιβολίας – είναι η αμφισβήτηση, το προανάκρουσμα της αδούλωτης ανθρώπινης διάνοιας – μεγαλώνει στο κεφάλι του πρωταγωνιστή, του τριαντάχρονου (και φυματικού) Ατί, ο οποίος επιστρέφει στην πρωτεύουσα μετά την παραμονή του σε ένα σανατόριο στα βουνά. Ο καθοριστικός παράγων όμως είναι μια αρχαιολογική ανακάλυψη που κλονίζει την επίσημη ιστορία του Αμπιστάν και οδηγεί τους ήρωες στην αναζήτηση των ρηγμάτων του καθεστώτος.
Ο Μισέλ Ουελμπέκ, ο συγγραφέας της πολυσυζητημένης «Υποταγής» (Εστία, 2015) που φαντάστηκε τον πρώτο μουσουλμάνο πρόεδρο της Γαλλίας, δήλωσε ότι ο Μπουαλέμ Σανσάλ είχε την τόλμη «να πάει πολύ πιο μακριά από εμένα», αν και ο αλγερινός συγγραφέας επαναλαμβάνει συχνά ότι τα δύο βιβλία είναι «τελείως διαφορετικά» και έχει μάλλον δίκιο: είναι άλλο πράγμα να γράφει κανείς, καταπώς λέμε, από τα μέσα, να παρακολουθεί με επιστημονική σχεδόν ακρίβεια την (μετ)εξέλιξη του Κακού.

Μπροστά στις νέες δραματικές εξελίξεις (τη νέα τρομοκρατική σφαγή στο Παρίσι) η λογοτεχνία μπορεί να βοηθήσει στην κατανόηση (και όχι τη δικαιολόγηση) τέτοιων φαινομένων: τα μυθιστορήματα λ.χ. του Γάλλου Φρανσουά Βαλεζό («Μεταμορφώσεις», Πόλις, 2015) και του Αλγερινού Γιασμίνα Χάντρα («Τρομοκρατικό χτύπημα», Καστανιώτης, 2006) είναι δύο διαφωτιστικά κείμενα.  Πέραν της μυθοπλασίας, οι ανήσυχοι αναγνώστες μπορούν να αναζητήσουν άλλες εφετινές εκδόσεις: την ανατριχιαστική μαρτυρία της Τζινάν, μιας νεαρής Γεζίντι που μετατράπηκε σε σεξουαλικό εμπόρευμα των τζιχαντιστών («Jinan, Σκλάβα του Ισλαμικού Κράτους», μόλις κυκλοφόρησε από τον Λιβάνη), και τα βιβλία του Πάτρικ Κόκμπερν («Η επιστροφή των τζιχαντιστών – Το Ισλαμικό Κράτος και η νέα εξέγερση των σουνιτών», Μεταίχμιο) και της Λορέτα Ναπολεόνι («Ο ισλαμιστικός φοίνικας – Το Ισλαμικό κράτος και οι γεωπολιτικές ανακατατάξεις στη Μέση Ανατολή», Πατάκης).  




20 Νοεμβρίου 2015