Πέρασαν 100 χρόνια… Ένα ταξίδι στην Ιστορία με αφορμή το τέλος της βουλγαρικής κατοχής στην Καβάλα.


Ο ιστορικός, Κυριάκος Λυκουρίνος, εξηγεί μέσα από ένα σπάνιο αρχειακό υλικό το πώς η βουλγαρική κατοχή της Ανατολικής Μακεδονίας (Αύγουστος 1916-Σεπτέμβριος 1918) εξελίχθηκε σε μια ασύλληπτων διαστάσεων ανθρωπιστική καταστροφή.

Το τελευταίο δεκαήμερο του Σεπτεμβρίου 1918 τα ελληνικά στρατεύματα προελαύνουν στην Ανατολική Μακεδονία και η περιοχή μας λυτρώνεται από τη ζοφερή βουλγαρική κατοχή. Οι δημοσιογράφοι που ακολουθούν τον ελληνικό στρατό περιγράφουν εικόνες ανατριχιαστικές, που δεν έχουν τίποτα από την πατριωτική έξαρση και τον παλλαϊκό ενθουσιασμό του 1913: Το στρατιωτικό τμήμα μπαίνει στην Καβάλα στις 25 Σεπτεμβρίου εν μέσω νεκρικής σιγής και για να προϋπαντήσουν το στρατηγό Νεγρεπόντη βγαίνουν μερικοί σκελετωμένοι γέροντες και λίγες ρακένδυτες γυναίκες. Η πόλη εμφανίζει όψη νεκροταφείου και στους έρημους δρόμους της κινούνται ελάχιστοι άνθρωποι σαν σκιές φαντασμάτων. Λίγες γαλανόλευκες σημαίες εμφανίζονται σε μισογκρεμισμένα μπαλκόνια και σε ξεχαρβαλωμένα παράθυρα. Οι άνθρωποι τρέμουν από συγκίνηση αλλά δεν έχουν τη δύναμη να εκδηλώσουν τα συναισθήματά τους…


Η βουλγαρική κατοχή της Ανατολικής Μακεδονίας, από τον Αύγουστο του 1916 μέχρι το Σεπτέμβριο του 1918, εξελίχθηκε σε μια ασύλληπτων διαστάσεων ανθρωπιστική καταστροφή σ’ όλη την έκταση του κατεχόμενου χώρου. Στόχος των κατακτητών υπήρξε κατά βάση το ελληνικό στοιχείο, εναντίον του οποίου εφάρμοσαν μια συνειδητή πολιτική εξόντωσης. Όχι με μαζικές σφαγές και εκτελέσεις, αλλά με την αποστέρηση όλων των μέσων της επιβίωσης, με την υποβολή των ανθρώπων σε αφάνταστες κακουχίες, με τις τεράστιες σε έκταση υλικές καταστροφές, με εξοντωτικούς περιορισμούς και απαγορεύσεις, με ταπεινώσεις και ηθικά μαρτύρια. Περισσότερο υπέφεραν οι πόλεις της Καβάλας και των Σερρών και η περιοχή του Παγγαίου.

Οι πιο ειδεχθείς καταστάσεις της βουλγαρικής κατοχής υπήρξαν αναμφίβολα η σκόπιμα οργανωμένη λιμοκτονία και ο αναγκαστικός εκτοπισμός των ενηλίκων ανδρών στο εσωτερικό της Βουλγαρίας. Από την ασιτία αποδεκατίστηκε περισσότερο ο ελληνικός πληθυσμός των μεγάλων πόλεων, οι Τσιγγάνοι και όλοι οι οικονομικά αδύναμοι. Εξ αιτίας της έλλειψης τροφίμων, οι άνθρωποι αναγκάζονταν να τρέφονται με χόρτα και ρίζες, να τρώνε γάτες, σκυλιά, χελώνες ακόμη και πτώματα ζώων. Σε 14.000 υπολογίζονται τα θύματα της πείνας μόνο στην πόλη της Καβάλας.

Η μαρτυρική «ομηρία» 35-40.000 ανδρών σε καταναγκαστικά έργα στο Κίτσεβο, στη Σιούμλα, στο Κάρνομπατ, στο Γκόστιβαρ κ.ά., όπου η θνησιμότητα έφτανε και το 50%, έχει μείνει ανεξίτηλη στη συλλογική μνήμη του τοπικού πληθυσμού κι έχει περάσει και σε δημοτικά τραγούδια. Σ’ ένα από τα πολλά της περιοχής Δράμας οι γυναίκες και τα παιδιά των «ομήρων» αγωνιούν για την τύχη των αγαπημένων τους: «Της Βουλγαρίας τα βουνά / Θεέ μ’ χαμήλωσέ τα / να διούμε τις μπαμπάδες μας (να διούμε και τις άντρες μας) / και παλ’ αψήλωσέ τα».

Από τα Γ.Α.Κ.-Αρχεία Ν. Καβάλας

Αναμφίβολα η βία των Βουλγάρων ξεπερνούσε τα όρια της συνήθους κατακτητικής βίας και είχε όλα τα γνωρίσματα της εθνοκάθαρσης. Η βία του κατακτητή ασκείται για λόγους προληπτικούς ή αποτρεπτικούς, καταστολής ή εκδίκησης και αποσκοπεί στη νοηματοδότηση της εξουσίας του ή στην εδραίωση της κυριαρχίας του. Στην περίπτωση όμως της εθνοκάθαρσης οι θύτες σχεδιάζουν την συστηματική εξολόθρευση των θυμάτων τους, επιδιώκοντας παράλληλα να εξαφανίσουν και τα στοιχεία της ιδιαίτερης εθνικής τους υπόστασης. Στο πόρισμα της Διεθνούς Διασυμμαχικής Επιτροπής καταχωρίζεται το ακόλουθο συμπέρασμα: «Είμαστε βέβαιοι ότι η Βουλγαρία είχε ένα συγκεκριμένο στόχο: την καταστροφή του ορθόδοξου ελληνικού πληθυσμού της Ανατολικής Μακεδονίας».

Στα 1916-1918 οι Έλληνες της περιοχής αυτής υπέστησαν μια πολιτική εξόντωσης, βρέθηκαν όμως και ενώπιον φοβερών διλημμάτων, αφού προκειμένου να επιβιώσουν έπρεπε να απαρνηθούν την ελληνική τους ταυτότητα, να εγκαταλείψουν τον τόπο τους, να μεταναστεύσουν οικογενειακώς στη Βουλγαρία κι ακόμη να παραβιάσουν τις ηθικές τους αρχές και να απολέσουν την τιμή και την αξιοπρέπειά τους. Τον Απρίλιο του 1917 εξ αιτίας του λιμού που αποδεκάτιζε τον πληθυσμό των Σερρών, το Δημοτικό Συμβούλιο της πόλης αναγκάστηκε  «μετά ανεκφράστου ψυχικής οδύνης και εθνικού άλγους» να εκδώσει ψήφισμα για την ελεύθερη μετανάστευση των Σερραίων στη Βουλγαρία. Σε 10-12.000 υπολογίζονται τα άτομα που μετανάστευσαν τότε από την Ανατολική Μακεδονία στη Βουλγαρία για να γλυτώσουν από την πείνα.

Από την άλλη, πλήθος ορφανά και εγκαταλειμμένα παιδιά μεταφέρονται στη Βουλγαρία και ζουν σε βουλγαρικές οικογένειες, με σκοπό να απολέσουν την ελληνική τους εθνική ταυτότητα (η Διεθνής Επιτροπή χρησιμοποιεί τον όρο «denationalisation», ο πρόεδρος της Βουλής Θεμιστοκλής Σοφούλης έκανε λόγο για «παιδομάζωμα κατά το σύστημα των γενιτσάρων»). Επιπλέον πολλές φτωχές γυναίκες και κορίτσια της Ανατολικής Μακεδονίας υπηρετούν αναγκαστικά τους Βουλγάρους, τους ακολουθούν στην πατρίδα τους ή υποκύψουν σε σεξουαλικούς καταναγκασμούς, κυριολεκτικά για ένα κομμάτι ψωμί.

Το αποτέλεσμα της πολιτικής των Βουλγάρων συγκεφαλαιώνεται στη Γενική Έκθεση της Διεθνούς Διασυμμαχικής Επιτροπής, η οποία διενήργησε έρευνα σε 339 πόλεις, κωμοπόλεις και χωριά της Ανατολικής Μακεδονίας. Το 1916 ο πληθυσμός αυτών των οικισμών ανερχόταν σε 305.000 κατοίκους. Μέσα σε δύο χρόνια 32.000 απεβίωσαν στην περιοχή από την πείνα, τις αρρώστιες και τις κακουχίες και 12.000 χάθηκαν στα στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας στη Βουλγαρία (άλλες πηγές τους υπολογίζουν σε 18.000). Σύμφωνα μ’ αυτά τα στοιχεία, το ποσοστό των απωλειών εγγίζει το 14,5%, ένα ποσοστό αδιανόητο, αν σκεφτεί κανείς ότι πρόκειται για άμαχο πληθυσμό που βρισκόταν μακριά από τα πεδία των πολεμικών συγκρούσεων.

Από τα Γενικά Αρχεία του Κράτους

Στα τέλη Σεπτεμβρίου 1918 η Βουλγαρία είχε συνθηκολογήσει και οι κατοχικές δυνάμεις έχουν αποχωρίσει από την Ανατολική Μακεδονία. Επανέρχονται στην περιοχή οι ελληνικές αρχές και επισκέπτονται τις πόλεις οι πρώτοι Έλληνες και ξένοι παρατηρητές και δημοσιογράφοι. Όλοι διεκτραγωδούν την κατάσταση, μεταφέροντας εικόνες καταστροφής και ερήμωσης.

Ενδεικτικό είναι το πρώτο λακωνικό τηλεγράφημά του C.S. Buttler, ανταποκριτή του βρετανικού Daily Mail: «[Στην Καβάλα] βρήκα εικόνες ερήμωσης, λεηλασίας και βιασμών. Αντί για μια ακμαία πόλη 40.000 κατοίκων αντίκρισα έναν τόπο έρημο. Ο τωρινός πληθυσμός είναι 8.500. Όλοι οι άρρενες Έλληνες εκτοπίστηκαν στη Βουλγαρία. Από όσους απέμειναν εδώ, κυρίως γυναίκες και παιδιά, οι πιο πολλοί πέθαναν από την πείνα. […]. Κατά μέτριους υπολογισμούς οι θάνατοι από πείνα ανέρχονται στην Καβάλα σε 15.000. Αγόρια και κορίτσια από 10 χρονών και πάνω αναγκάζονταν να δουλεύουν στα χαρακώματα για 10 ώρες τη μέρα, κουβαλώντας πέτρες και νερό. Η τροφή τους ήταν μια νερόσουπα από χόρτα και 10 ουγγιές ψωμί. Τα παιδιά δέρνονταν όταν σταματούσαν να εργάζονται. Τα ακατοίκητα σπίτια απογυμνώθηκαν από τα έπιπλά τους.  Η ξυλεία των δαπέδων και τα κουφώματα χρησιμοποιήθηκαν ως καυσόξυλα.[…] Οι βιασμοί κοριτσιών υπερβαίνουν κάθε υπολογισμό και είναι αδύνατο να περιγραφούν με λεπτομέρειες. Εξέτασα αυτόπτες μάρτυρες, κυρίως Τούρκους, Εβραίους και Τσιγγάνους, αποφεύγοντας εκείνους που νόμιζα ότι θα μεγαλοποιούσαν τα πράγματα».

Οι τραγικές εικόνες που μεταφέρονται στις στήλες των εφημερίδων συγκλονίζουν όλον τον ελληνισμό και από παντού (από πανεπιστήμια, επιστημονικές ενώσεις, συλλόγους φοιτητών, ομοσπονδίες εκπαιδευτικών, εργατικά συνδικάτα, πνευματικούς ανθρώπους κ.ά.) υψώνονται φωνές αγανάκτησης και διαμαρτυρίας για τα αποτρόπαια εγκλήματα. «Εν μέσω του μεγάλου πένθους της ελληνικής φυλής διά την εξόντωσιν της Ανατολικής Μακεδονίας», οι Έλληνες λογοτέχνες απευθύνονται προς τον πνευματικό κόσμο της Ευρώπης, «όπως καταγγείλουν το αποτρόπαιον τούτο έγκλημα συντεταγμένου κράτους κατά πληθυσμών ανυπερασπίστων…» (υπογράφουν οι Κ. Παλαμάς, Ι. Πολέμης, Γ. Δροσίνης, Ι. Βλαχογιάννης, Γ. Σουρής κ.ά.).

Στις 29 Σεπτεμβρίου οι διευθυντές των αθηναϊκών εφημερίδων, «έμπλεοι αγανακτήσεως και φρίκης εκ της ερημώσεως και της καταστροφής την οποίαν ο Ελληνικός Στρατός και ο Ελληνικός Τύπος συναντά εις παν βήμα του», διαμαρτύρονται ενώπιον του πολιτισμένου κόσμου και παρακαλούν «τον Παγκόσμιον Τύπον όπως στείλει αντιπροσώπους του εις Σέρρας, Δράμαν και Καβάλλαν προς εξακρίβωσιν και βαθυτέραν αντίληψιν της τερατωδίας των βουλγαρικών κακουργημάτων» (υπογράφουν οι Δημ. Λαμπράκης της εφημ. «Πατρίς», Ανδρ. Καβαφάκης του «Ελεύθερου Τύπου», Άδ. Κύρου της «Εστίας», Δημ. Καλαποθάκης του «Εμπρός» κ.ά., συνολικά 17 διευθυντές).

Κείμενα διαμαρτυρίες εκδίδονται και στην Ανατολική Μακεδονία από συλλόγους, σωματεία κ.ά. Στο Πράβι την 28η Οκτωβρίου 1918 τελέστηκε μνημόσυνο για τα θύματα των Βουλγάρων και ακολούθησε πάνδημο συλλαλητήριο. Στο ψήφισμά του ο «περισωθείς εκ της βουλγαρικής θηριωδίας λαός του Πραβίου και των περιχώρων» καταγγέλλει στον πολιτισμένο κόσμο τα δεινά του τόπου και των κατοίκων του και καλεί τις  κυβερνήσεις των συμμαχικών και των ουδέτερων χωρών να στείλουν αντιπροσώπους στην περιοχή για να εξακριβώσουν και επισήμως τα διαπραχθέντα κακουργήματα.

Αναμφίβολα τέτοιες διαμαρτυρίες υπηρετούν τη γραμμή της ελληνικής κυβέρνησης για προώθηση των εθνικών διεκδικήσεων εν όψει του επικείμενου Συνεδρίου της Ειρήνης, εκφράζουν όμως και τον ψυχικό συγκλονισμό όλου του ελληνισμού.

Πολλά δημοσιεύματα δεν διεκτραγωδούν απλώς την κατάσταση, αλλά κάνουν και δραματική έκκληση για άμεση βοήθεια: Η Ανατολική Μακεδονία δεν έχει δικά της μέσα για να αντιμετωπίσει την πείνα και τις αρρώστιες, άρα ο κίνδυνος μιας νέας ανθρωπιστικής καταστροφής είναι υπαρκτός. Η επιβίωση των ανθρώπων εξαρτάται απόλυτα από την έξωθεν βοήθεια, τουλάχιστον μέχρι την επόμενη σοδειά. Κι αυτή όμως είναι αμφίβολη, αφενός γιατί δεν υπάρχουν ζώα εργασίας, γεωργικά εργαλεία, μεταφορικά μέσα, μηχανήματα, σπόροι κ.ά. (ο βουλγαρικός στρατός είχε σαρώσει τα πάντα στην αποχώρησή του) και αφετέρου γιατί η περιοχή έχει υποστεί μια τεράστια πληθυσμιακή αφαίμαξη, οι όμηροι δεν έχουν ακόμη επιστρέψει από τη Βουλγαρία και οι άνθρωποι είναι «ζωντανοί σκελετοί».


Η κατάσταση αυτή αποτυπώνεται και στη δραματική έκκληση που απευθύνει στις αρχές Οκτωβρίου η «Επιτροπή Κυριών Καβάλας» (υπογράφουν οι Ε.Α., δυσανάγνωστο όνομα, Β. Σ. Σταύρου, Α. Μόσχου και Ρ. Ναμία): «Η Ανατολική Μακεδονία δεν περιλαμβάνει παρά λείψανα εκπνέοντα.[…]  Σας ικετεύομεν να σπεύσετε εις ενίσχυσίν μας εν ονόματι του Χριστού προς διάσωσιν των τελευταίων λειψάνων και ικετεύομεν συνάμα τους πρεσβευτάς της Γαλλίας, της Αγγλίας και της Αμερικής εν ονόματι της παγκοσμίου ανθρωπίνης αλληλεγγύης να ειδοποιήσουν τας Φιλανθρωπικάς εταιρείας εις τας πατρίδας των. Ζητούμεν πρωτίστως τροφάς, φορέματα και φάρμακα».

Η ελληνική κυβέρνηση επιδεικνύει σημαντική και αδιάλειπτη μέριμνα, όμως οι ανάγκες είναι τεράστιες. Έτσι ο Βενιζέλος απευθύνεται στις ξένες φιλανθρωπικές οργανώσεις και συγχρόνως ζητεί την  κινητοποίηση όλων των ανθρωπιστών μέσων που διαθέτει ο ελληνισμός. Από  την επαύριον κιόλας της απελευθέρωσης αναλαμβάνεται μία σταυροφορία από τον απανταχού ελληνισμό για τη «σωτηρία των αδελφών της Ανατολικής Μακεδονίας».

Κεντρικό και συντονιστικό ρόλο στην όλη προσπάθεια έχει η Επιτροπή Περιθάλψεως Θυμάτων Ανατολικής Μακεδονίας, με πρόεδρο τον Εμμανουήλ Μπενάκη, προσωπικό φίλο του Ελ. Βενιζέλου και πρώην δήμαρχο Αθηναίων. Η Επιτροπή διαχειρίζεται τις εισφορές σε χρήματα και είδη πρώτης ανάγκης που συγκεντρώνονται από διάφορους συλλόγους της Ελλάδας και της ομογένειας (από το Λονδίνο μέχρι τη Στοκχόλμη και από την Αλεξάνδρεια μέχρι τη Νέα Υόρκη) και φροντίζει να διανέμει τα βοηθήματα στους πληθυσμούς της Ανατολικής Μακεδονίας. Συγχρόνως καλύπτει ποικίλες ανάγκες των Δήμων και των Νομαρχιών της, π.χ. σε υφάσματα, κλινοσκεπάσματα, τζάμια για τα σχολεία και τα φιλανθρωπικά καταστήματα κλπ. Όταν ξέσπασε η επιδημία του εξανθηματικού τύφου στην Καβάλα, η Επιτροπή απευθύνθηκε στον στρατηγό Παρασκευόπουλο, ώστε να διαθέσει στρατιωτικούς γιατρούς και νοσοκόμους για την οργάνωση των χώρων εξέτασης, απομόνωσης και απολύμανσης.

Στα τέλη Σεπτεμβρίου συγκροτείται και η Επιτροπή Εράνων, με πρόεδρο τον αρχιεπίσκοπο (και επίτιμο τον βασιλέα) και μέλη τους διοικητές των τραπεζών, τους διευθυντές των μεγάλων εφημερίδων, το δήμαρχο Αθηναίων Πάτση, τους Μπενάκη, Αβέρωφ κ.ά. Η Επιτροπή  απευθύνεται συνεχώς στα αισθήματα αλληλεγγύης και στον πατριωτισμό των Ελλήνων («να δείξωμεν την αγάπην και την στοργήν μας εις τα τυραννημένα μας αδέλφια») και για να κρατήσει αμείωτο το ενδιαφέρον για τους εράνους παραγγέλλει «την τοιχοκόλλησιν ωραίων παραστατικών εικόνων, τινές των οποίων ήρχισαν προβαλλόμεναι και εις τους κινηματογράφους». Τον Οκτώβριο Γάλλοι και Έλληνες αεροπόροι πετούν κάθε απόγευμα στον ουρανό της Αθήνας και ρίχνουν φέιγ βολάν με εκκλήσεις της Επιτροπής!

Από τους εράνους συγκεντρώνονταν μεγάλα ποσά, δεν επαρκούν όμως για να θεραπεύσουν όλες τις πληγές. Ο δήμαρχος της Καβάλας Ευγένιος Ιορδάνου και οι φορείς της πόλης θα συνεχίσουν για πολλούς μήνες να ζητούν την κάλυψη των στοιχειωδών αναγκών των κατοίκων. Λίγο μετά την πρωτοχρονιά του 1919 ο πρόεδρος της Επιτροπής των Συλλόγων και Σωματείων Καβάλας Ηλ. Οικονόμου δημοσιεύει σε εφημερίδα της Θεσσαλονίκης  άρθρο με τίτλο «Πώς δύναται να συνέλθη η Καβάλλα. Τα ληπτέα μέτρα». Ανάμεσα σε πολλά άλλα ζητεί να αποστέλλονται τακτικά ρύζι, ζάχαρη, όσπρια, πετρέλαιο και φάρμακα, γιατί η πόλη τα στερείται, και να διατεθούν δεκάδες εκατομμύρια από τους εράνους της παλαιάς Ελλάδος για να αγοραστούν «άφθονα ενδύματα, υφάσματα, υποδήματα κλπ. διά τον εδώ γυμνόν κόσμον». Προτείνει επίσης την ανοικοδόμηση μιας εργατικής συνοικίας για τους φτωχούς ανθρώπους που είδαν τα σπίτια τους να κατεδαφίζονται από τους Βουλγάρους, στην παλιά χριστιανική συνοικία της Παναγίας και σε άλλες περιοχές της πόλης (βέβαια πολύ πιο επείγουσες ήταν οι ανάγκες στα δεκάδες ξεθεμελιωμένα χωριά του Παγγαίου). Αναφερόμενος στα δεινοπαθήματα της Καβάλας, θυμάται ότι ένα χρόνο πριν, το πρωί της Πρωτοχρονιάς του 1918, «αι οδοί της πόλεως ευρέθησαν κεκαλυμμέναι υπό πτωμάτων μικρών παίδων, ους εκάλυπτεν ως νεκρική σινδών χιών πεσούσα διά νυκτός».

Διανομή ψωμιού στην Καβάλα από τον Α.Ε.Σ.

Στην «αναβίωση» της Ανατολικής Μακεδονίας (όρος που χρησιμοποιείται από τις εφημερίδες της εποχής) σημαντική είναι η συμβολή του Ελληνικού και κυρίως του Αμερικανικού Ερυθρού Σταυρού. Από το Νοέμβριο του 1918 μέχρι το Μάιο του 1919 οι Αμερικανοί στήνουν και λειτουργούν σταθμούς σίτισης και εργαστήρια παραγωγής ρούχων σε πόλεις και κωμοπόλεις (Καβάλα, Σέρρες, Δράμα, Πράβι, Ροδολείβος, Κορμίστα, Μουσθένη), με δίκτυα διανομής στα χωριά. Επίσης, σε συνεργασία με τους φορείς του ελληνικού κράτους και τον Ελληνικό Ερυθρό Σταυρό, εγκαθιστούν ιατρεία, ενισχύουν τα νοσοκομεία και τα ορφανοτροφεία και οργανώνουν την καραντίνα για την καταπολέμηση των επιδημιών. Ως ενδεικτικό της προσφοράς του ΑΕΣ αναφέρουμε ότι στην Καβάλα ο σταθμός σίτισης διένεμε καθημερινά ψωμί σε 6.500-10.000 ανθρώπους και ότι οι 45 ράπτριες του εργαστηρίου του παρέδιδαν κάθε εβδομάδα περισσότερα από 1.800 παιδικά ενδύματα!

Παρά την ύπαρξη πλούσιου αρχειακού υλικού (βλ. στη συνέχεια), η βουλγαρική κατοχή της Ανατολικής Μακεδονίας 1916-18 δεν έχει μελετηθεί επαρκώς και παραμένει μέχρι σήμερα ένα θέμα εν πολλοίς άγνωστο. Βέβαια πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι ο πληθυσμός της περιοχής μας συγκροτείται στη μεγάλη του πλειονότητα από πρόσφυγες της Μικρασιατικής Καταστροφής και συνεπώς τα γεγονότα του 1916-18 δεν έχουν καταγραφεί στη συλλογική του μνήμη. Από την άλλη όμως οι δοκιμασίες του ελληνισμού της περιοχής μας δεν έχουν συγκεντρώσει το ενδιαφέρον της ιστορικής έρευνας, ούτε στο ακαδημαϊκό επίπεδο ούτε στο χώρο της δημόσιας ιστορίας (σε αντίθεση με τα γεγονότα του 1941-44). Έτσι έχουν καλυφθεί από την αχλή της λήθης και η μνήμη τους παραμένει ζωντανή μόνο στις κοινότητες των γηγενών της Ανατολικής Μακεδονίας, κυρίως ως στοιχείο περηφάνιας και ως ανάμνηση της οικογενειακής ιστορίας του καθενός. Τα τελευταία χρόνια ωστόσο πολλοί σκύβουν στις παλιές τραγικές ιστορίες των παππούδων και αναρωτιούνται με τον τρόπο του Μανώλη Αναγνωστάκη: «Μα ποιος με πόνο θα μιλήσει για όλα αυτά;».

Από τη δεκαετία του 1960 οι σχέσεις μας με τους  βόρειους γείτονες είναι υποδειγματικές σχέσεις καλής γειτονίας, όμως οι σκιές παραμένουν και πολλοί περιμένουν από την άλλη πλευρά μια «δίκαιη μνήμη» (με το περιεχόμενο που της έδωσε ο Paul Ricoeur) και κάποιες απαραίτητες συγγνώμες και συμβολικές και έμπρακτες (λ.χ. την επιστροφή των λεηλατημένων πολιτιστικών θησαυρών).


Η Κατοχή 1916-18 και οι μαρτυρίες

Τα δεινά του πληθυσμού της Ανατολικής Μακεδονίας στοιχειοθετούνται από χιλιάδες μαρτυρίες κατοίκων της περιοχής, οι οποίες συγκεντρώθηκαν από τα τέλη Σεπτεμβρίου 1918 μέχρι τα μέσα του 1919. Για τη συλλογή μαρτυριών εργάστηκαν μεθοδικά οι εδώ ελληνικές αρχές, σύμφωνα με τις κυβερνητικές οδηγίες. Σημειωτέον ότι η εξεύρεση αξιόπιστων στοιχείων για τις ωμότητες των Βουλγάρων ήταν ζήτημα επείγουσας προτεραιότητας, αφού το Υπουργείο Εξωτερικών έπρεπε να οργανώσει την αντιβουλγαρική πολιτική του στο εξωτερικό. Το υλικό αυτό περιλαμβάνεται σε δεκάδες φακέλους του Διπλωματικού και Ιστορικού Αρχείου του Υπουργείου των Εξωτερικών (ΔΙΑΥΕ).

Πληροφορίες για την κατοχή και για την πρώτη περίοδο μετά την απελευθέρωση περιέχουν επίσης τα δημοσιεύματα των Ελλήνων και ξένων παρατηρητών και δημοσιογράφων καθώς και οι εκθέσεις των ανδρών του Αμερικανικού Ερυθρού Σταυρού (δημοσιευμένες είναι οι εξής: The American Red Cross – Commission to Greece (ARC-CG), Relief Work in Eastern Macedonia, Athens 1919 • ARC-CG, Relief Work among the villages of mount Pangaeon, by G.C. Barry, Athens 1919 • ARC-CG, The typhus epidemic in Eastern Macedonia, by S.J. Walker, Athens 1919 • ARC-CG, Final report. Departement of civilian relief. Exclusive of the districts of the Aegean Islands and Eastern Macedonia, by A. Winsor Weld, Athens 1919). Γραπτές μαρτυρίες, συχνά πολυσέλιδες, προέρχονται και από ευαίσθητους δημόσιους λειτουργούς ή πολίτες, που θέλησαν να κοινοποιήσουν την προσωπική τους ιστορία ή και τα μαρτύρια του τόπου τους.

Πιο ολοκληρωμένη και συστηματική εργασία έκαναν οι δύο επιτροπές που συγκροτήθηκαν για να ερευνήσουν την πολιτική και τις ωμότητες των Βουλγάρων. Η πρώτη, επιτροπή από καθηγητές του Πανεπιστημίου Αθηνών (Γ. Σωτηριάδης, Κ. Ζέγγελης, Θ. Πετμεζάς, Δ. Χόνδρος), παρέμεινε στην περιοχή για λίγες ημέρες και επισκέφτηκε μόνο μεγάλα κέντρα: την Καβάλα στις 14-16 Οκτ., τη Δράμα και το Δοξάτο στις 17-18 Οκτ. και τις Σέρρες στις 19-20 Οκτ. Με βάση τις δικές τους διαπιστώσεις, τις μαρτυρίες πολλών αξιόπιστων κατοίκων, τις αναφορές των αρχών και την επίσημη αλληλογραφία, συνέταξαν έκθεση, η οποία υποβλήθηκε στον πρύτανη του Πανεπιστημίου Αθηνών στις 30 Οκτωβρίου και δημοσιεύτηκε μέσα στο 1918: «Έκθεσις της Πανεπιστημιακής Επιτροπής περί των εν τη Ανατολική Μακεδονία διαπραχθεισών υπό των Βουλγάρων ωμοτήτων και καταστροφών», εκδ. Εστία, Αθήνα 1918, σσ. 81. Σύμφωνα με τον Τύπο της εποχής, μετά την υποβολή του πορίσματος στη σύγκλητο, μια επιτροπή του Πανεπιστημίου Αθηνών, με καθηγητές διαφόρων σχολών, θα επισκεπτόταν ευρωπαϊκές πρωτεύουσες για να εκθέσει τις βουλγαρικές θηριωδίες και να ζητήσει την επέμβασή τους υπέρ των ελληνικών δικαίων.

Καβάλα 1917. Βούλγαροι στρατιώτες επιτηρούν τον όρμο της Καβάλας. Σε όλο το μήκος της ακτής υπάρχει συρματόπλεγμα που δεν επιτρέπει την κάθοδο στη θάλασσα. Οι άνθρωποι λιμοκτονούν, αλλά απαγορεύεται να ψαρέψουν

Η αποστολή διεθνούς εξεταστικής επιτροπής στην Ανατολική Μακεδονίας, βασικό αίτημα των κατοίκων (και των βουλευτών) της περιοχής, αποφασίστηκε από την κυβέρνηση Βενιζέλου στις αρχές του 1919. Συγκροτήθηκε από αντιπροσώπους του Βελγίου, της Γαλλίας, της Μεγάλης Βρετανίας, της Σερβίας και της Ελλάδας, εργάστηκε από τις 12 Φεβρουαρίου μέχρι τις 6 Απριλίου χωρίς διακοπή και υπέβαλε την αναφορά της στις 21 Απριλίου. Παρά τις μεγάλες δυσκολίες και τις αντιξοότητες (το θάνατο του προέδρου και ενός μέλους από εξανθηματικό τύφο στην Καβάλα, την κατάσταση του οδικού δικτύου, τις ελλείψεις σε γραμματείς, διερμηνείς και μεταφραστές, σε μέσα μεταφοράς, οδηγούς και καύσιμα κλπ.) η Διεθνής Επιτροπή κάλυψε το μεγαλύτερο μέρος της Ανατολικής Μακεδονίας (εκτός από δυσπρόσιτους μικρούς οικισμούς) και εξέτασε χιλιάδες μάρτυρες από όλες τις εθνικές και θρησκευτικές κοινότητες. Έκανε δεκτές μόνο τις μαρτυρίες που της φάνηκαν αξιόπιστες και βάσιμες και απέρριψε αυτές που περιείχαν σκόπιμα λάθη ή υπερβολές.

Η έκδοση «Rapports et enquêtes de la Commission interalliée sur les violations du droit des gens commises en Macédoine orientale par les armées bulgares», Nancy-Paris-Strasbourg 1919, περιλαμβάνει δύο μέρη: τη γενική έκθεση με τα συμπεράσματα της Επιτροπής και τη λεπτομερή εξέταση κάθε περιοχής, με τα αποδεικτικά στοιχεία και τις καταθέσεις. Το όλο έργο, 628 σελίδων, πρωτογενής πηγή ανεκτίμητης ιστορικής αξίας, έχει μεταφραστεί στα ελληνικά και έχει εκδοθεί σε 3 τόμους από το Ιστορικό και Λογοτεχνικό Αρχείο Καβάλας, υπό την επιμέλεια του αείμνηστου Νικολάου Ρουδομέτωφ: Τετράδια Βουλγαρικής Κατοχής: Ανατολική Μακεδονία 1916-1918. Πρακτικά εξετάσεων μαρτύρων και πορίσματα της Διεθνούς Επιτροπής για την παραπομπή των εγκληματιών στο Διεθνές Δικαστήριο, μτφρ. Παν. Αμπεριάδη, 3 τόμοι, Καβάλα χ.χ.

*Κείμενο-αρχειακό υλικό: 
Κυριάκος Λυκουρίνος-ιστορικό

26|09|2018