Ασλί Ερντογάν στην «Κ»: «Επεσαν οι μάσκες στην Τουρκία».


 «Οταν γράφω είμαι ανοιχτή σε συναισθήματα, τώρα νιώθω ότι είμαι σε ένα καβούκι. Αν προσπαθήσω να μεταμορφώσω αυτά που ζω σε τέχνη, θα με καταστρέψει», λέει η κ. Ερντογάν.

Στις 15 Αυγούστου του 2016, έναν μήνα μετά την απόπειρα πραξικοπήματος στην Τουρκία, η συγγραφέας Ασλί Ερντογάν έμαθε από τον περιχαρή εκδότη της ότι το βιβλίο της «Κοκκινοσκουφίτσα πόλη», που κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Ποταμός, συμπεριελήφθη μαζί με το «Χιόνι» του Ορχάν Παμούκ σε μια ανθολογία ως ένα από τα πιο αντιπροσωπευτικά έργα της μεταμοντέρνας τουρκικής λογοτεχνίας. Η συγγραφέας συνελήφθη μία ημέρα μετά.

«Διάβασα το άρθρο για το βιβλίο μου από το κελί της φυλακής. Κοιτάξτε πού είναι ο Ορχάν Παμούκ και πού είμαι εγώ», μας λέει η Ασλί Ερντογάν, την οποία συναντήσαμε στη 16η Διεθνή Εκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης.

Η βραβευμένη Τουρκάλα συγγραφέας ζει τα τελευταία δύο χρόνια στη Γερμανία, όπου κατέφυγε μετά τις κατηγορίες εναντίον της για συμμετοχή σε τρομοκρατική οργάνωση και υπονόμευση της εθνικής ενότητας. Η Ερντογάν ήταν μέλος επιτροπής συμβούλων και αρθρογράφος της φιλοκουρδικής εφημερίδας Özgür Gündem όταν συνελήφθη από τις τουρκικές αρχές και προφυλακίστηκε για τέσσερις μήνες.

Για την ακύρωση των αποτελεσμάτων των δημοτικών εκλογών της Κωνσταντινούπολης και την επανάληψή τους στις 23 Ιουνίου η Τουρκάλα συγγραφέας λέει ότι με αυτόν τον τρόπο «έπεσαν οι μάσκες» για την Τουρκία του Ερντογάν. «Νομίζω ότι όλες οι εκλογές από το 2015 και μετά δεν ήταν τίμιες. Απλώς αυτήν τη φορά η διαφορά ήταν πολύ μεγάλη και δεν μπόρεσαν να τις χειραγωγήσουν. Το μποϊκοτάζ είναι επικίνδυνο, αν αφήσεις το έδαφός σου εκτεθειμένο, η άλλη πλευρά θα το καταλάβει. Αυτός είναι ένας λόγος που χρησιμοποιώ τη λέξη φασισμός για την Τουρκία, επειδή χάθηκαν οι ηθικές αξίες. Το μποϊκοτάζ ή η απεργία πείνας έχουν νόημα όταν ο αντίπαλος σου έχει έναν ηθικό κώδικα».

Τη ρωτάμε πώς θα περιέγραφε τη σημερινή πολιτική κατάσταση στην Τουρκία, και η Ασλί Ερντογάν μιλάει για «φασισμό» με την ευρύτερη έννοια, όπως εξηγεί. «Ακαδημαϊκά μιλώντας, πρόκειται για ένα καθεστώς που αλλάζει από τον αυταρχισμό στον ολοκληρωτισμό. Ξέρω ότι υπάρχουν διαφορές μεταξύ του Μουσολίνι, του Χίτλερ, του Φράνκο, του Στάλιν και του Ερντογάν. Φασισμός για μένα είναι όταν ένα πρόσωπο ή μια ομάδα μπορεί να κάνει ό,τι θέλει στους άλλους, και η Τουρκία προχωράει ολοταχώς σε αυτή την κατεύθυνση. Οταν το επιθυμεί ο Ερντογάν, εγώ ή άλλοι μπορεί να μείνουμε στη φυλακή για πάντα».  

Το 2017, η αποφυλάκισή της συνοδεύθηκε με απαγόρευση εξόδου από τη χώρα και για αρκετό διάστημα δεν μπορούσε να παραλάβει τα ευρωπαϊκά βραβεία που της απονέμονταν. Σε ένα γύρισμα της τύχης, το δικαστήριο της επέτρεψε να παραλάβει το βραβείο ειρήνης «Erich Maria Remarque Peace Prize» στη Γερμανία. Ο ίδιος ο Γερμανός πρόξενος της έδωσε, μας λέει, τη βίζα με τα χέρια του. Οταν έφτασε εκεί, δεν μπορούσε να γυρίσει πίσω. Τον Αύγουστο κλείνουν δύο χρόνια με την Ασλί Ερντογάν σε μια βασανιστική αναμονή, καθώς οι διαδικασίες για τη δίκη της στην Τουρκία προχωρούν πολύ αργά. «Ανθρωποι πιο έμπειροι από εμένα σε τέτοιες διαδικασίες μού λένε ότι δεν ξέρουν τι να με κάνουν, αν θα με αθωώσουν ή αν θα ζητήσουν ποινή ισοβίων. Ξέρουν ότι τελειώνει η άδεια παραμονής μου και πόσο στρεσογόνο είναι αυτό για μένα. Είναι βασανιστήριο αυτό και το ξέρουν».

Η Ασλί Ερντογάν σπούδασε μηχανικός υπολογιστών και Φυσική και μέχρι να στραφεί αποκλειστικά στη συγγραφή εργαζόταν στο CERN, στην ομάδα που ερευνούσε το μποζόνιο Χιγκς. Το βιβλίο της «Κοκκινοσκουφίτσα πόλη» εκδόθηκε πρώτη φορά το 1998 και διαδραματίζεται στο Ρίο της Βραζιλίας, όπου είχε πάει για το διδακτορικό της. Η ιστορία, που έλαβε διθυραμβικές κριτικές, είναι παραλλαγή του μύθου του Ορφέα και της Ευρυδίκης, μια αναζήτηση της ηρωίδας και της αφηγήτριας που ζουν στο μεταίχμιο της ζωής και του θανάτου. «Σκέφτομαι καμιά φορά ότι είμαι μέσα σε μια καταιγίδα που με απομακρύνει από το κέντρο της ζωής μου. Ισως όμως η ζωή μας να μην έχει κέντρο και αυτό να είναι ένας μύθος. Ισως η καταιγίδα είναι η πραγματικότητα και εγώ απλώς τη ζω πιο έντονα από τους άλλους. Ποιος ξέρει;»  

ΣΑΚΗΣ ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ

13/6/2019