Ευρωπαϊκό... μπλόκο στο πρόγραμμα Μητσοτάκη.
Σκίτσο του Β.ΠΑΠΑΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
Οι Βρυξέλλες έχουν ως κορυφαία προτεραιότητα την κάλυψη του δημοσιονομικού κενού. Δύσκολη η συζήτηση για μείωση φόρων.
Βαριά σύννεφα σωρεύονται στον ευρωπαϊκό ορίζοντα για τις προγραμματικές εξαγγελίες της Νέας Δημοκρατία περί σημαντικής μείωσης των φόρων για να επιταχυνθεί η ανάπτυξη, καθώς στους τεχνοκρατικούς κύκλους των Βρυξελλών επικρατεί η πεποίθηση ότι, εάν τελικά το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης αναλάβει τη διακυβέρνηση μετά τις 7 Ιουλίου, πρώτη προτεραιότητα θα πρέπει να είναι η επαναφορά της ελληνικής οικονομίας στις ράγες της συμφωνίας για τους δημοσιονομικούς στόχους.
Η επόμενη ελληνική κυβέρνηση θα κληθεί το φθινόπωρο σε δημοσιονομικό έλεγχο, στο πλαίσιο του Συμφώνου Σταθερότητας, για να διαπιστωθεί αν υπάρχουν αποκλίσεις από το μεσοπρόθεσμο στόχο για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ. Σε αυτό το πλαίσιο, οι τεχνοκράτες της Κομισιόν θα παρουσιάσουν στο Eurogroup την τρίτη έκθεση ενισχυμένης επιτήρησης, η οποία θα περιλαμβάνει τις προβλέψεις για το πλεόνασμα της διετίας 2019 – 2020.
Με τα δεδομένα που υπήρχαν ως την παρουσίαση της τελευταίας έκθεσης επιτήρησης, τα οποία δεν φαίνεται ότι θα αλλάξουν προς το καλύτερο τους καλοκαιρινούς μήνες, το μόνιμο κόστος του «πακέτου» μέτρων της 15ης Μαΐου υπολογίσθηκε σε τουλάχιστον 1% του ΑΕΠ, ενώ η Κομισιόν εκτιμούσε, σε αντίθεση με τις προβλέψεις της Αθήνας, ότι στην πραγματικότητα δεν υπήρχε δημοσιονομικός χώρος για αυτά τα μέτρα στον προϋπολογισμό του 2019, αφού η Επιτροπή προέβλεπε ότι το φετινό πλεόνασμα, χωρίς τις πρόσθετες παροχές και ελαφρύνσεις, θα διαμορφωνόταν στο τέλος του έτους σε 3,6%.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Κομισιόν που δεν ανακοινώθηκαν, το πλεόνασμα του 2019 θα διαμορφωθεί, στην καλύτερη περίπτωση, σε 2,5% του ΑΕΠ. Αυτό είναι το σημείο εκκίνησης των υπολογισμών και για το 2020, δηλαδή διατυπώνεται η εκτίμηση ότι το δημοσιονομικό κενό της διετίας θα ξεπεράσει τις δύο μονάδες του ΑΕΠ, ακόμη και αν η επόμενη κυβέρνηση δεν εφαρμόσει τα πρόσθετα μέτρα για το 2020, που είχε εξαγγείλει ο Αλέξης Τσίπρας.
Σε αυτό το πλαίσιο, η επόμενη ελληνική κυβέρνηση αναμένεται να κληθεί να παρουσιάσει στο Eurogroup όχι μειώσεις φόρων και εισφορών, αλλά διορθωτικά δημοσιονομικά μέτρα, που θα διασφαλίζουν την επίτευξη του στόχου για πλεόνασμα 3,5%. Το πολιτικό κλίμα στο Eurogroup, μάλιστα, δεν θα είναι ευνοϊκό για χαλαρή μεταχείριση της Ελλάδας, αφού θα βρίσκεται σε εξέλιξη και η πολύ δύσκολη συζήτηση με την Ρώμη για μέτρα που θα πρέπει να λάβει η Ιταλία, ώστε να τηρηθούν οι δημοσιονομικές δεσμεύσεις της.
Θα μπορούσε να ανατρέψει αυτό το κλίμα μια κυβέρνηση Μητσοτάκη, παρουσιάζοντας μέτρα συμπίεσης του μισθολογικού κόστους στο Δημόσιο (π.χ.: επαναφορά της αναλογίας 1 προς 5 για προσλήψεις/αποχωρήσεις), άλλες περικοπές δημοσίων δαπανών με μόνιμο χαρακτήρα, επιτάχυνση ιδιωτικοποιήσεων και διαρθρωτικών αλλαγών;
Σύμφωνα με πληροφορίες, περιθώρια διαπραγμάτευσης υπάρχουν, αλλά, σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει να βγαίνει και η αριθμητική της οικονομικής πολιτικής, δηλαδή να γίνεται δεκτό ότι το άθροισμα των μέτρων καταλήγει σε ένα πλεόνασμα όχι χαμηλότερο από το συμφωνημένο 3,5%.
Αυτό σχετίζεται άμεσα και με την επιμονή των Βρυξελλών και του Eurogroup στη διατήρηση αυτού του δημοσιονομικού στόχου, παρότι ήδη η κυβέρνηση Τσίπρα τον έχει αμφισβητήσει, ζητώντας να πέσει στο 2,5% και να καλυφθεί η διαφορά από το αποθεματικό του Δημοσίου, ενώ και ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει τονίσει κατ’ επανάληψη ότι θα ζητήσει να μειωθεί ο στόχος, ώστε να επιταχυνθεί η ανάπτυξη.
Στην τελευταία έκθεσή της, η Κομισιόν ξεκαθαρίζει ότι αυτό το θέμα μπορεί να συζητηθεί μόνο στο Eurogroup και στη βάση μιας νέας ανάλυσης βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους. Στο κεφάλαιο για το χρέος, όμως, η Επιτροπή εξηγεί πώς αυτή η φαινομενικά μικρή διαφορά, δηλαδή η μείωση του στόχου ως και το 2022 από το 3,5% στο 2,5%, δημιουργεί μια χιονοστιβάδα στους υπολογισμούς για τη βιωσιμότητα του χρέους, καθώς προσθέτει συνολικά 25% του ΑΕΠ έως το 2060.
Για να καλυφθεί αυτή η διαφορά των 25 μονάδων, ώστε να «αναπνεύσει» η ελληνική οικονομία τα επόμενα χρόνια, θα πρέπει οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να συμφωνήσουν σε νέα μέτρα ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους, μόλις ένα χρόνο μετά την τελευταία ελάφρυνση, που έγινε τον Ιούνιο του 2018. Η Γερμανία και οι σύμμαχοί της είναι βέβαιο ότι δεν βλέπουν με καλό μάτι αυτή την ελάφρυνση, τουλάχιστον στην παρούσα φάση και πριν πείσει μια νέα κυβέρνηση ότι είχε αρκετές επιτυχίες στην οικονομία, ώστε να αξίζει μια επιβράβευση.
Η ηγεσία της ΝΔ γνωρίζει ότι αυτό είναι το κλίμα που υπάρχει αυτή τη στιγμή στην Ευρώπη, γι’ αυτό και διατηρεί μια… εποικοδομητική ασάφεια στις δεσμεύσεις της για την οικονομική πολιτική που θα εφαρμόσει στην εκκίνηση μιας διακυβέρνησης, ενώ ο Κ. Μητσοτάκης έχει τονίσει κατ’ επανάληψη ότι πρώτα θα επιδιώξει να κατοχυρώσει στην Ευρώπη την αξιοπιστία της κυβέρνησής του και μετά θα υποβάλει το αίτημα για αλλαγή του δημοσιονομικού στόχου.
Άλλωστε, όπως τονίζουν πολιτικοί παρατηρητές στις Βρυξέλλες, στους ευρωπαϊκούς κύκλους δεν παύει να υπάρχει επιφυλακτικότητα έναντι της Νέας Δημοκρατίας, παρότι αποτελεί κόμμα της συντηρητικής πολιτικής οικογένειας και οι εξαγγελίες της για την οικονομία φαίνονται συμβατές με την «ορθόδοξη» ευρωπαϊκή οικονομική αντίληψη.
Η ΝΔ θα χρειασθεί να περάσει «ευρωπαϊκές εξετάσεις» καθώς δεν έχουν ξεχασθεί οι εποχές διόγκωσης των ελλειμμάτων και νόθευσης των στατιστικών από την κυβέρνηση Καραμανλή, ούτε τα προβλήματα που δημιούργησε η σκληρή αντιπολίτευση Σαμαρά στην εφαρμογή του πρώτου μνημονίου, αλλά ούτε και το γεγονός ότι η κυβέρνηση Σαμαρά «σήκωσε το μολύβι» και έπαψε να εφαρμόζει το πρόγραμμα κατά το β’ εξάμηνο του 2014.
Έτσι, μια κυβέρνηση υπό τον Κ. Μητσοτάκη θα χρειασθεί πρώτα να πείσει ότι θέλει και μπορεί να εφαρμόσει μια «ευρωπαϊκή» οικονομική πολιτική, τιμώντας τις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει η Αθήνα, πριν γίνει δεκτό ότι μπορεί να εφαρμόσει στο σύνολό του το τολμηρό πρόγραμμα φορολογικών ελαφρύνσεων, που θα γίνει «σημαία» της ΝΔ σε αυτές τις βουλευτικές εκλογές.
9/6/2019