Δύσβατοι οι δρόμοι για την ειρήνευση στην Υεμένη.


Δύσβατοι οι δρόμοι για την ειρήνευση στην Υεμένη.  

Οι συγκρούσεις μεταξύ ισλαμιστικών φατριών στην Ταΐζ και οι στρατηγικές διαφωνίες μεταξύ Σαουδαράβων και Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων σκιαγραφούν την εικόνα μιας διασπασμένης αντι-Χούθι συμμαχίας, στο εσωτερικό της οποίας μάλλον δεν θα αργήσουν να εκδηλωθούν αποκλίσεις

Επιμέλεια: Βασίλης Παπακριβόπουλος 

Με τις άμεσες διαπραγματεύσεις μεταξύ της κυβέρνησης της Υεμένης, που υποστηρίζεται από τον διεθνή συνασπισμό, και των ανταρτών Χούθι διαγράφονται κάποιες προοπτικές για τη διευθέτηση μιας σύγκρουσης η οποία σύντομα θα εισέλθει στον πέμπτο χρόνο. Όμως, αυτός ο διάλογος θα σημειώσει επιτυχία μονάχα εάν συμμετάσχουν επίσημα και άλλοι τοπικοί «παίκτες», καθώς επίσης και οι περιφερειακές δυνάμεις όπως η Σαουδική Αραβία και το Ιράν. 

Για μεγάλο χρονικό διάστημα, μέσα ενημέρωσης και διπλωμάτες έδειχναν να αγνοούν τον πόλεμο στην Υεμένη. Η έκταση της ανθρωπιστικής κρίσης, το στρατιωτικό αδιέξοδο και η δολοφονία του Σαουδάραβα δημοσιογράφου Τζαμάλ Κασόγκι στο προξενείο της Σαουδικής Αραβίας στην Κωνσταντινούπολη, τον Οκτώβριο του 2018, δημιούργησαν νέα δεδομένα.

Η Σαουδική Αραβία, επικεφαλής του περιφερειακού συνασπισμού που, από τον Μάρτιο του 2015, προσπαθεί να επαναφέρει στην εξουσία τον Πρόεδρο Αμπντ αλ-Ραμπ Μανσούρ αλ-Χαντί, ο οποίος ανατράπηκε από πολιτοφύλακες Χούθι (προερχόμενους από τη μειονότητα των Ζαϊντί, ενός κλάδου του σιιτισμού), βρέθηκε αντιμέτωπη με αυξανόμενες διεθνείς πιέσεις. Ενώ η κατάσταση στα πεδία των μαχών παραμένει στάσιμη,1 τα εγκλήματα πολέμου που διαπράττει πλέον καταγγέλλονται,2 ενώ ο πρίγκηπας διάδοχος Μοχάμεντ Μπεν Σαλμάν («MBS») έχει χάσει μεγάλο μέρος από την αξιοπιστία του. Ταυτόχρονα, έχει αποτύχει και η απόπειρά του3 να προβάλει μια εικόνα εκσυγχρονιστή, με τη βοήθεια διάφορων εταιρειών δημοσίων σχέσεων και επικοινωνίας - όπως η Publicis, της οποίας βασικός μέτοχος είναι η Γαλλίδα Ελιζαμπέτ Μπαντεντέρ,4 και η Glover Park, που ιδρύθηκε από υψηλόβαθμα στελέχη του Δημοκρατικού Κόμματος των ΗΠΑ.

Στους κόλπους των δυνάμεων της Δύσης, το ζήτημα της πώλησης όπλων στη σαουδαραβική μοναρχία έχει απασχολήσει ιδιαίτερα τον Τύπο.5 Τον Μάρτιο του 2018, ο Βρετανός ηγέτης των Εργατικών Τζέρεμι Κόρμπιν κατηγόρησε την πρωθυπουργό Τερέζα Μέι για «συμπαιγνία» με εγκληματίες πολέμου. Στην Ουάσιγκτον, ο δημόσιος διάλογος για τον πόλεμο στην Υεμένη οδήγησε, στις 13 Δεκεμβρίου του 2018, στην υιοθέτηση από τη Γερουσία (η οποία ωστόσο ελέγχεται από τους Ρεπουμπλικανούς) ψηφίσματος υπέρ της διακοπής της στρατιωτικής υποστήριξης του συνασπισμού. Αυτή η πρόταση επιβεβαιώθηκε στη συνέχεια από το Κογκρέσο, στο οποίο κυριαρχούν οι Δημοκρατικοί. Η Ισπανία, η Γερμανία και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχουν, από την πλευρά τους, αναγγείλει την επιβολή εμπάργκο (ή παγώματος) στις συμβάσεις πώλησης όπλων,6 αν και στη συνέχεια οι απειλές για διεκδίκηση ποινικής ρήτρας για τη μη εκπλήρωση των συμβάσεων οδήγησαν τους πωλητές στην υιοθέτηση λιγότερο θαρραλέων θέσεων. Ωστόσο, για τις δυνάμεις της Δύσης, είναι πλέον δύσκολο να υπερηφανεύονται όταν πωλούν όπλα στη Σαουδική Αραβία ή στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, τον δεύτερο ισχυρό πρωταγωνιστή του περιφερειακού συνασπισμού.

Η έναρξη των ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων σε ένα προάστιο της Στοκχόλμης, τον Δεκέμβριο του 2018, αποτέλεσε μια πρώτη επιτυχία για τον ειδικό απεσταλμένο του ΟΗΕ, τον Βρετανό Μάρτιν Γκρίφιθς. Καθώς η συνάντηση που έπρεπε να είχε πραγματοποιηθεί στην Ελβετία τρεις μήνες νωρίτερα είχε αποτύχει πριν καν την άφιξη της αντιπροσωπείας των Χούθι, οι εμπόλεμοι δεν είχαν καθίσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων για διάστημα μεγαλύτερο των 18 μηνών. Αυτή τη φορά, η διεθνής συγκυρία ήταν ευνοϊκή για την επίτευξη μιας κάποιας προόδου, κυρίως λόγω της εκεχειρίας στο λιμάνι στρατηγικής σημασίας Αλ Χοντέιντα της Ερυθράς Θάλασσας και των ανταλλαγών αιχμαλώτων. Έκτοτε, η προοπτική νέων συζητήσεων στο Κουβέιτ ή στην Ιορδανία συνέβαλε στη διατήρηση ενός κλίματος αισιοδοξίας, πρωτοφανούς μετά το ξέσπασμα του πολέμου.

Οι διαπραγματεύσεις στη Σουηδία ξεκίνησαν τη στιγμή όπου οι Χούθι έδειχναν να αναδιπλώνονται, κυρίως μετά την επίθεση που εξαπολύθηκε τον Ιούνιο του 2018 ενάντια στο λιμάνι της Χοντέιντα, το οποίο είχαν υπό τον έλεγχό τους. Οι ένοπλες ομάδες τους δείχνουν έκτοτε διατεθειμένες να εγκαταλείψουν τοποθεσίες που βρίσκονται έξω από το κοινωνικό και θρησκευτικό λίκνο τους, τα υψίπεδα του Βορρά, όπου κυριαρχεί η ζαϊντική-σιιτική ταυτότητα. Ενώ για μεγάλο χρονικό διάστημα αποτελούσε κεντρικό μέτωπο, η Ταΐζ (πόλη στην οποία πλειοψηφούν οι σουνίτες) γνωρίζει μια περίοδο ηρεμίας. Η πολιορκία της πόλης από τις ομάδες των εξεγερμένων έχει χαλαρώσει. Ωστόσο, οι Χούθι κάθε άλλο παρά έχουν χάσει τον πόλεμο: για την ώρα, αντίθετα από όσα υποστηρίζουν ορισμένοι αντίπαλοί τους όπως οι σουνίτες ισλαμιστές που υποστηρίζονται από τον αραβικό συνασπισμό, κάθε ισχυρισμός για νίκη θα αποτελούσε αυταπάτη.


Εδώ και τέσσερα χρόνια, η ικανότητα των Χούθι να αντιστέκονται εκπλήσσει. Η πορεία τους, από τα απομονωμένα βουνά μέχρι την πρωτεύουσα Σαναά, και στη συνέχεια η στρατιωτική εμπλοκή τους σε ζώνες με εχθρικό προς αυτούς πληθυσμό (όπως οι περιοχές όπου πλειοψηφούν οι σουνίτες), αποδεικνύει ότι διαθέτουν μια ισχύ την οποία δύσκολα φανταζόταν κανείς. Τον Δεκέμβριο του 2017 δολοφόνησαν τον πρώην Πρόεδρο Αλή Αμπντάλα Σάλεχ, ο οποίος, ενώ αρχικά υπήρξε περιστασιακός σύμμαχός τους, ξαφνικά στράφηκε εναντίον τους: ορισμένοι βιάστηκαν να θεωρήσουν αυτή την ενέργεια λάθος για το οποίο οι Χούθι θα πλήρωναν υψηλό τίμημα. Όμως, παρά το σοκ που προκάλεσε η πτώση του ανθρώπου που είχε διοικήσει την Υεμένη για περισσότερες από τρεις δεκαετίες, συνάντησαν μικρή αντίδραση, γεγονός που αποκαλύπτει την κυριαρχία τους πάνω στους θεσμούς και στους πόρους της χώρας, καθώς επίσης και τις δυνατότητές τους για ιδεολογική κινητοποίηση. Οι Χούθι ήρθαν για να μείνουν, ιδιαίτερα στο βόρειο λίκνο τους γύρω από τη Σαάντα, την Σαναά και την Νταμάρ, δηλαδή στις πλέον πυκνοκατοικημένες ζώνες της χώρας, των οποίων οι φυλές έχουν σε μεγάλο βαθμό ευθυγραμμιστεί με τις θέσεις τους.7

Πώς ένα αρχικά περιθωριακό8 κίνημα εξεγερμένων κατορθώνει να αντιστέκεται σε ένα συνασπισμό στρατών οι οποίοι είναι από τους καλύτερα εξοπλισμένους παγκοσμίως και διαθέτουν την τεχνική υποστήριξη των ΗΠΑ, του Ηνωμένου Βασιλείου και της Γαλλίας; Είναι η «αδυναμία του ισχυρού», για να χρησιμοποιήσουμε τη διατύπωση του Μπερτράν Μπαντί9: πρόκειται αναμφίβολα για ένα από τα κλειδιά που μας επιτρέπει να κατανοήσουμε πώς, από το Βιετνάμ ώς το Αφγανιστάν και από το Ιράκ έως -σήμερα- την Υεμένη, τα «μεγάλα» κράτη χάνουν τους «μικρούς» πολέμους τους. Αν και αποτελεί αντικείμενο πολλών φαντασιώσεων, η ιρανική υποστήριξη στους Χούθι παραμένει περιθωριακή, παρά το γεγονός ότι -σύμφωνα με τους εμπειρογνώμονες του ΟΗΕ10- λαμβάνει ολοένα περισσότερο χειροπιαστή μορφή, με την προμήθεια στους Χούθι πυραύλων μεγάλου βεληνεκούς, που εκτοξεύονται τακτικά προς το έδαφος της Σαουδικής Αραβίας και των Εμιράτων.

Η ανθεκτικότητα των Χούθι εξηγείται χωρίς αμφιβολία με τον εθνικιστικό λόγο τους. Μέσα από τις ελάχιστες δημόσιες παρεμβάσεις του και αντλώντας κύρος από την αριστοκρατική γενεαλογία του ως απόγονος του Προφήτη Μωάμεθ, ο ηγέτης τους Αμπντελμαλέκ Αλ-Χούθι (από την οικογένεια του οποίου πήρε το όνομά του το κίνημα) εμφανίζεται ως χαρισματική προσωπικότητα. Καταγγέλλει τη «σαουδαραβική επίθεση» που αποσκοπεί να βάλει τέλος στη «δίψα για ελευθερία και αξιοπρέπεια των Υεμενιτών». Στις περιοχές που ελέγχουν οι δυνάμεις του συναντάμε ένα μείγμα αμφισβήτησης της διεθνούς τάξης πραγμάτων -της κυριαρχίας των ΗΠΑ και της ανάμειξης του Ριάντ στις εσωτερικές υποθέσεις της χώρας- και της διεκδίκησης της ιδιαίτερης ταυτότητας των πληθυσμών που ζουν στα βόρεια υψίπεδα.

Μέσα από τις ζαϊντικές θρησκευτικές ρίζες του κινήματος, που γεννούν τις ιδιαίτερες τελετουργίες τους (οι οποίες επηρεάζονται ολοένα περισσότερο από το δωδεκαδικό σιιτικό δόγμα, κυρίαρχο στο Ιράν), αλλά και μέσα από τη σφοδρή αντίθεσή τους στη Σαουδική Αραβία, οι Χούθι κατορθώνουν να προσελκύουν υποστηρικτές πέρα από τους κύκλους που τους υποστήριζαν στο ξεκίνημά τους, πριν από είκοσι χρόνια. Σε κάθε περίπτωση πάντως, η απουσία σαφώς προσδιορισμένου πολιτικού ορίζοντα -αν και οι εχθροί τους τούς κατηγορούν ότι επιθυμούν την παλινόρθωση της μοναρχίας του ιμαμάτου11 που καταργήθηκε το 1962- δεν έβλαψε την ικανότητα κινητοποίησής τους.

Τέλος, το γεγονός ότι οι Χούθι κατόρθωσαν να διατηρήσουν ένα ελάχιστο επίπεδο οργανωμένου κράτους, παρ’ όλη τη δύσκολη οικονομική συγκυρία (στις ζώνες που ελέγχουν, πολλοί δημόσιοι υπάλληλοι έχουν να πληρωθούν σχεδόν δύο χρόνια), συχνά χρεώνεται στο ενεργητικό τους. Το ίδιο ισχύει και όσον αφορά την ασφάλεια, όταν η κατάσταση στις περιοχές τους συγκρίνεται με εκείνη που επικρατεί στο Άντεν. Δεδομένης της εδραίωσης του κινήματός τους, δεν θα καταστεί δυνατόν να υπάρξει λύση σε αυτή την σύγκρουση εάν δεν ενσωματωθούν πλήρως στο πολιτικό παιχνίδι.

Βέβαια, οι αντίπαλοί τους συνεχίζουν να καταγγέλλουν τη διαφθορά ορισμένων ηγετών τους. Και η -συχνά ανελέητη- καταστολή των επικριτικών φωνών δημιουργεί την αίσθηση ότι η ικανότητά τους να συσπειρώνουν και να αποθαρρύνουν κάθε άξια λόγου ένοπλη αντίσταση κάποιες φορές στηρίζεται στην επιβολή ενός καθεστώτος. Ωστόσο, το γεγονός ότι στις ζώνες που ελέγχουν δεν συναντούν σημαντική αντίσταση -κυρίως από την πλευρά των φυλών- ενδέχεται να διευκολύνει την ειρήνευση και τη σταθεροποίηση. Και, όταν το αποφασίσει η ηγεσία του κινήματος, η σχετικά συγκεντρωτική δομή του θα μπορούσε όντως να διευκολύνει την έξοδο από την κρίση.

Ωστόσο, το ψήφισμα 2216, που υιοθετήθηκε τον Απρίλιο του 2015 από τον ΟΗΕ και το οποίο καθορίζει το νομικό καθεστώς του συνασπισμού όπου ηγείται η Σαουδική Αραβία, δεν λαμβάνει υπόψη το συγκεκριμένο κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο. Υιοθετώντας τις αξιώσεις του Προέδρου Χαντί, τον οποίο θεωρεί ηγέτη του κράτους μέχρι τη διοργάνωση των νέων εκλογών (που έχουν αναβληθεί επ’ αόριστον), απαιτεί από τους Χούθι να υποχωρήσουν άνευ όρων και να καταθέσουν τα όπλα. Οι απόπειρες για την υιοθέτηση ψηφισμάτων τα οποία να μην παραγνωρίζουν την πραγματική κατάσταση στην περιοχή -όπως εκείνη που επιχείρησε το Ηνωμένο Βασίλειο στα τέλη του 2018- τορπιλίστηκαν από τους Σαουδάραβες διπλωμάτες, γεγονός που έχει αναγκάσει τις υπηρεσίες του ΟΗΕ να εργάζονται εντός ενός καταφανώς ξεπερασμένου πλαισίου. Στις 16 Ιανουαρίου 2019, υιοθετήθηκε μεν το ψήφισμα 2452, αφορά όμως δευτερεύοντα ζητήματα και συνεπώς κατά κανένα τρόπο δεν διαφοροποιεί το διεθνές νομικό πλαίσιο της σύγκρουσης στην Υεμένη.

Ένα ακόμη σημείο ασυμφωνίας με την πραγματικότητα: οι προωθούμενες από τον ΟΗΕ διαπραγματεύσεις αδιαφορούν για τις δυσκολίες που έχουν προκληθεί από την πολυδιάσπαση των νότιων περιοχών. Πράγματι, οι συζητήσεις ξεκινούν θεωρώντας αυτονόητο το γεγονός ότι σε ολόκληρη τη χώρα ισχύει η κατάσταση που επικρατεί στον Βορρά, όπου αντιπαρατίθενται δύο μορφές νομιμοποίησης. Ο αποκλεισμός των εκπροσώπων του κινήματος του Νότου από τις διαπραγματεύσεις αποτελεί χωρίς αμφιβολία το μεγαλύτερο ελάττωμα του μηχανισμού του ΟΗΕ. Το κίνημα αυτό, που έχει ταχθεί υπέρ μιας απόσχισης, επιχείρησε το 2017 να αποκτήσει οργανωμένη δομή μέσα από τη συγκρότηση του Μεταβατικού Συμβουλίου του Νότου, με άμεση υποστήριξη από τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Ωστόσο, το Συμβούλιο διατηρεί τεταμένες σχέσεις με την κυβέρνηση του Χαντί (παρ’ όλο που κατάγεται και αυτός από τον Νότο), ενώ αντιμετωπίζεται εχθρικά από τους Σαουδάραβες. Επιπλέον, είναι διαιρεμένο τόσο σε γεωγραφικό επίπεδο όσο και σε ιδεολογικό (μεταξύ ένοπλων σαλαφιστικών ομάδων και νοσταλγών της σοσιαλιστικής εποχής του Νότου).

Εξάλλου, στις ζώνες που δεν ελέγχουν οι Χούθι, υπάρχει ιδιαίτερα μεγάλος αριθμός ζητημάτων τα οποία δεν έχουν ξεκαθαριστεί ανάμεσα στους εταίρους.12 Αυτό συμβαίνει λόγου χάρη στο μέτωπο της Χοντέιντα, με τη συμμαχία μεταξύ ομάδων του Νότου και του περιβάλλοντος του πρώην Προέδρου Σάλεχ, και ιδιαίτερα του ανιψιού του Ταρίκ Μοχάμεντ Σάλεχ. Οι συγκρούσεις μεταξύ ισλαμιστικών φατριών στην Ταΐζ και οι στρατηγικές διαφωνίες μεταξύ Σαουδαράβων και Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων σκιαγραφούν την εικόνα μιας διασπασμένης αντι-Χούθι συμμαχίας, στο εσωτερικό της οποίας μάλλον δεν θα αργήσουν να εκδηλωθούν αποκλίσεις. Όμως, το πλαίσιο που έχει οριστεί για τις διαπραγματεύσεις και έχει επιβληθεί από το ψήφισμα 2216 εμποδίζει να προσεγγιστούν μετωπικά αυτά τα ζητήματα. Αυτό το τυφλό σημείο δημιουργεί τον κίνδυνο όχι μόνο να εμποδιστεί κάθε προσπάθεια ανοικοδόμησης του κράτους, αλλά και να ευνοηθούν τα ένοπλα ισλαμιστικά κινήματα, που διατηρούν περισσότερο ή λιγότερο ισχυρούς δεσμούς με την Αλ Κάιντα.13

Το πλαίσιο που επιβάλλουν οι διαπραγματεύσεις -μόνο σε εθνικό επίπεδο και μεταξύ μονάχα δύο πόλων- παρουσιάζει και άλλες ρωγμές. Στηρίζεται στην αντίληψη ότι η σύγκρουση αφορά μονάχα τους Υεμενίτες. Ωστόσο, η περιφερειακή διάστασή του είναι κραυγαλέα. Είτε πρόκειται για τον πραγματικό ή τον υποτιθέμενο ρόλο του Ιράν, που επικαλούνται οι Σαουδάραβες για να δικαιολογήσουν την επέμβασή τους, είτε για τις καταστροφές που προκαλούν οι βομβαρδισμοί του αραβικού συνασπισμού, είτε για τα κίνητρα που αποδίδονται στους Σαουδάραβες (να αποκτήσουν πρόσβαση στον Ινδικό Ωκεανό) ή στα Εμιράτα (να αποκτήσουν τον έλεγχο των παραλιακών περιοχών της Υεμένης), τα κυριότερα μέλη του συνασπισμού δίνουν την εντύπωση ότι επιδίδονται σε ένα θολό παιχνίδι, το οποίο συχνά καταγγέλλεται. Η Διεθνής Αμνηστία έχει ιδίως επιβεβαιώσει ότι οπλικά συστήματα που πωλούν οι Δυτικοί στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα καταλήγουν σε υεμενίτικες παραστρατιωτικές οργανώσεις, παρά το γεγονός ότι ορισμένες από αυτές θεωρούνται τρομοκρατικές.14

Όταν θα έλθει η ώρα της ανοικοδόμησης, οι δύο σημαντικότερες δυνάμεις του συνασπισμού δεν θα μπορούν να αποφύγουν την ενεργό συμμετοχή τους στο εγχείρημα, μέσα από την επίσημη δέσμευσή τους εντός ενός πολυμερούς πλαισίου. Συνεπώς, το Ριάντ και το Αμπού Ντάμπι οφείλουν να συμμετάσχουν στις διαπραγματεύσεις, προκειμένου οι περιφερειακοί παίκτες να πάψουν να απεκδύονται των ευθυνών τους, καθώς μέχρι σήμερα δεν αναλαμβάνουν την παραμικρή δέσμευση και αποφεύγουν να ξεκαθαρίσουν τους στόχους και τα συμφέροντά τους.


1 Laurent Bonnefoy, «Le Yémen. De l’Arabie heureuse à la guerre», Fayard, Παρίσι, 2017.

2 «Yémen: des experts onusiens soulignent des crimes possibles de guerre commis par des parties au conflit», έκθεση της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, Γενεύη, 28 Αυγούστου 2018.

3 Βλ. Florence Beaugé, «Une libération très calculée pour les Saoudiennes», Le Monde diplomatique, Ιούνιος 2018.

4 (Σ.τ.μ.) Διάσημη Γαλλίδα φιλόσοφος, συγγραφέας και μαχητική φεμινίστρια, αλλά και επιχειρηματίας, καθώς κληρονόμησε την Publicis. Σύζυγος του διάσημου σοσιαλιστή πολιτικού Ρομπέρ Μπαντεντέρ, ο οποίος ως υπουργός Δικαιοσύνης του Μιτεράν κατάργησε το 1981 τη θανατική ποινή.

5 Philippe Leymarie, «L’ éthique s’invite dans les ventes d’armes à l’Arabie Saoudite», 19 Σεπτεμβρίου 2018, https://blog.mondediplo.net/l-ethique-s-invite-dans-les-ventes-d-armes-a-l

6 Αντίστοιχα στις 4 Σεπτεμβρίου, 21 Οκτωβρίου και 14 Νοεμβρίου 2018.

7 Marieke Brandt, «Tribes and Politics in Yemen: A History of the Houthi Conflict», Hurst & Co, Λονδίνο, 2017.

8 Βλ. «Les guerres cachées au Yémen», «Monde diplomatique», Οκτώβριος 2009.

9 Bertrand Badie, «L’impuissance de la puissance. Essais sur les nouvelles relations internationales», Fayard, συλλ. «L’espace du politique», Παρίσι, 2004.

10 «Letter dated 26 January 2018 from the panel of experts on Yemen mandated by Security Council resolution 2342 (2017) addressed to the president of the Security Council», Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, Νέα Υόρκη, 26 Ιανουαρίου 2018.

11 (Σ.τ.μ.) Το αντίστοιχο του σουνιτικού χαλιφάτου στο σιιτικό Ισλάμ.

12 Helen Lackner, «Tous ceux qui veulent que la guerre au Yémen continue», Orient XXI, 31 Οκτωβρίου 2018, https://orientxxi:info

13 Bushra Al-Maqtari, «Les évolutions du militantisme salafiste à Taez», στο (επιμ.) Franck Mermier, «Yémen. Ecrire la guerre», Classiques Garnier, Παρίσι, 2018.

14 «When weapons go astray. The deadly new threat of arms diversions to militias in Yemen», Διεθνής Αμνηστία, Λονδίνο, 6 Φεβρουαρίου 2019.


 Ένθετα Monde Diplomatique

 Pierre Bernin, 
 πανεπιστημιακός και ανεξάρτητος ερευνητής.

 24 Ιουνίου 2019  


  ΣΧΕΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ  




Η διαμαρτυρία σφυρηλατεί την ενότητα στην Υεμένη  

Στις πλατείες επικράτησαν τα χρώματα της σημαίας και η μελωδία του εθνικού ύμνου, αντικαθιστώντας τα σεχταριστικά ή τα τοπικιστικά σύμβολα των κινητοποιήσεων του παρελθόντος. Όλα αυτά ώθησαν ορισμένους να αναρωτηθούν μήπως τελικά η ενότητα της Υεμένης -αντί να κινδυνεύει από την εμφάνιση διαλυτικών φαινομένων- βγει τελικά πολύ πιο ενισχυμένη

Επιμέλεια: Θανάσης Κούτσης 

Λίγους μήνες μετά τη δημοσίευση του άρθρου, τον Νοέμβριο του 2011, ο πρόεδρος της Υεμένης Αλί Αμπντάλα Σάλεχ, υπέγραψε στο Ριάντ, το σχέδιο του Συμβουλίου Συνεργασίας και συμφώνησε να μεταφέρει τις εξουσίες του στον αναπληρωτή του Αμπντ αλ-Ραμπ Μανσούρ αλ-Χαντί. Ο αλ-Χαντί παρέμεινε στο αξίωμα όταν κέρδισε και τις εκλογές του 2012. Το 2015 ανατράπηκε από τους Χούθι, οι οποίοι είχαν ήδη καταλάβει την πρωτεύουσα. Αμέσως η Σαουδική Αραβία ανακοίνωσε την επιχείρηση «Αποφασιστική θύελλα» ξεκινώντας επιθέσεις από αέρος. Στη συμμαχία που δημιούργησε συμμετείχαν τα ΗΑΕ, το Κουβέιτ, το Κατάρ, το Μπαχρέιν, η Ιορδανία, το Μαρόκο, το Σουδάν, η Αίγυπτος και το Πακιστάν, ενώ οι ΗΠΑ βοηθούσαν με την αντικατασκοπεία και την επιμελητεία.

Μόνο το 2017, 50.000 παιδιά πέθαναν στη χώρα από πείνα, η οποία μαζί με τη χολέρα αποδεκατίζει τον πληθυσμό. Στο κείμενο που ακολουθεί παρακολουθούμε τα γεγονότα που οδήγησαν στην παραίτηση του Αλί Αμπντάλα Σάλεχ το 2011 αλλά και τη σύντομη ανάσα ελπίδας του πληθυσμού, πριν βυθιστεί στον πόλεμο.

Από την εποχή της τρομοκρατικής ενέργειας εναντίον του αμερικανικού πολεμικού πλοίου «USS Cole» στο Άντεν, το 2000, το καθεστώς της Υεμένης δεν έπαψε να προκαλεί τη δυσαρέσκεια των συμμάχων του. Κατ' αρχήν της Ουάσιγκτον. Το πολιτικό και θεσμικό σύστημα που δημιούργησε ο πρόεδρος Αλί Αμπντάλα Σάλεχ βύθισε τη χώρα στη βία, τόσο με την καταστολή στην οποία κατέφυγε εναντίον των ίδιων των υπηκόων του όσο και με το πρόσχημα της καταπολέμησης της Αλ Κάιντα.

Το 1990, με την ένωση της Δημοκρατικής και Λαϊκής Δημοκρατίας της Υεμένης (Νότια Υεμένη) και της Αραβικής Δημοκρατίας της Υεμένης (Βόρεια Υεμένη), γεννήθηκε η Δημοκρατία της Υεμένης. Όμως, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 2000 αυτή η ενότητα αμφισβητήθηκε τόσο από τους εξεγερμένους Χούθι όσο κι από ένα αποσχιστικό κίνημα στον Νότο. Επιπλέον, από το 2007, οι ένοπλοι ισλαμιστές επιτίθενται άμεσα στην εξουσία και στις δυνάμεις ασφαλείας. Επομένως, η σοβαρή κρίση που συγκλονίζει το καθεστώς του Σάλεχ δεν άρχισε το 2011.

Η κοινοβουλευτική αντιπολίτευση, η οποία έχει συσπειρωθεί στο Κοινό Φόρουμ (Al-Liqa Al-Mushtarak) και περιλαμβάνει τους Σοσιαλιστές (που διηύθυναν την πρώην Δημοκρατία του Νότου) και τους Αδελφούς Μουσουλμάνους, ασκούσε εδώ και μερικά χρόνια δριμύτατη κριτική στο καθεστώς και είχε επιλέξει τη στρατηγική του μποϊκοτάζ.

Παρά τα πολιτικά αδιέξοδα, η εξουσία διατηρούσε μέχρι το 2010 τη νομιμοποίησή της στη διεθνή σκηνή. Μάλιστα, καθώς είχε εμπιστοσύνη στο μέλλον, ετοιμαζόταν να προωθήσει την ψήφιση από το Κοινοβούλιο ενός νόμου ο οποίος θα επέτρεπε στον Σάλεχ να επανεκλέγεται επ' άπειρον στην ηγεσία της χώρας, ενώ ο γιος του, Αχμάντ Αλί Σάλεχ, στρατιωτικός, ετοιμαζόταν να τον διαδεχθεί.

Η «αραβική άνοιξη» έδωσε μεγάλη ώθηση στα κινήματα διαμαρτυρίας. Η νεολαία, η οποία σε μεγάλο βαθμό κρατούσε αποστάσεις από τα πολιτικά κόμματα, άναψε τη φωτιά της εξέγερσης στις μεγάλες πόλεις: Σανάα, Ταέζ και Άντεν. Τα κόμματα της αντιπολίτευσης άργησαν να συμμετάσχουν στις κινητοποιήσεις και στη συνέχεια προσπάθησαν να τις καπελώσουν και να κατευθύνουν ιδεολογικά εκείνους που είχαν αυτοανακηρυχθεί «σαμπάμπ αλ σάουρα» («νέοι της επανάστασης»).

Τον Μάρτιο και τον Απρίλιο του 2011, τα συνθήματα -όπως και ο τρόπος δράσης των διαμαρτυρόμενων- άρχισαν να συγκλίνουν: Χούθι ακτιβιστές, Νότιοι, μέλη των κομμάτων της αντιπολίτευσης και της κοινωνίας των πολιτών, μέλη φυλών, ισλαμιστές και φιλελεύθεροι, συγκεντρώνονταν για να απαιτήσουν την πτώση του καθεστώτος, κυρίως μπροστά από το πανεπιστήμιο της Σαναά, σε ένα σταυροδρόμι που ονομάστηκε «Πλατεία της Αλλαγής».

Μετά τη σφαγή πενήντα δύο διαδηλωτών εκεί, στις 18 Μαρτίου, το καθεστώς άρχισε να δέχεται σημαντικά πλήγματα, καθώς το εγκατέλειπε πλήθος ατόμων, τόσο μέλη του κόμματος που βρίσκεται στην εξουσία (του Γενικού Λαϊκού Κογκρέσου) όσο και στελέχη της κυβέρνησης, των επίσημων μέσων ενημέρωσης και του στρατού.

Εμφανιζόμενος κάθε φορά με διαφορετικές απόψεις, προσποιούμενος ότι αποδέχεται τη συμφωνία που επιτεύχθηκε στα τέλη Απριλίου χάρη στη διαμεσολάβηση των μοναρχιών του Κόλπου και στη συνέχεια αρνούμενος να την υπογράψει, ο Σάλεχ δεν διέψευσε τη φήμη του άσου στη στρατηγική και στον τακτικισμό την οποία είχε αποκτήσει. Απέδειξε επίσης τις ικανότητες μαζικής κινητοποίησης που διαθέτει, καθώς και την ασυμμετρία των μέσων κάθε στρατοπέδου. Κερδίζοντας χρόνο, δημιούργησε κούραση κι αμφιβολίες, όχι μόνο στους διαδηλωτές αλλά και στους δημοσιογράφους και στους ξένους παρατηρητές. Επίσης, ο Πρόεδρος προσπάθησε να εκμεταλλευθεί την προφανή διαφορά που υπήρχε ανάμεσα στη νεολαία που κινητοποιούνταν στους δρόμους και στην κοινοβουλευτική αντιπολίτευση.

Το σύνθημα «Ιρχάλ» («Ξεκουμπίσου»), το οποίο βροντοφωνάζουν ρυθμικά οι διαδηλωτές, δεν αποτελεί με κανέναν τρόπο πρόγραμμα και χωρίς αμφιβολία δεν θα επιτρέψει να βρεθούν μονομιάς οι λύσεις για όλες τις κρίσεις που αντιμετωπίζει η χώρα, κυρίως για το ζήτημα της εθνικής ταυτότητας, το οποίο έχει ανακύψει από το 2007, όταν έκανε την εμφάνισή του το αποσχιστικό κίνημα στην πρώην Νότια Υεμένη. Ούτε, εξάλλου, θα επιτρέψει να μειωθούν οι κοινωνικές ανισότητες ή να δοθεί μια άμεση απάντηση στα οικονομικά προβλήματα ή στην εξάντληση των φυσικών πόρων.

Επιπλέον, δεν είναι εύκολο να αγνοηθούν οι προκλήσεις που ανακύπτουν στον τομέα της ασφάλειας της χώρας. Οι δισταγμοί της διεθνούς κοινότητας εξηγούνται από τον φόβο μήπως επωφεληθούν από το πολιτικό κενό κάποιες ένοπλες ομάδες (και ιδιαίτερα η Αλ Κάιντα για την Αραβική Χερσόνησο [ΑΚΑΧ]) ή μήπως η πτώση του καθεστώτος που έχει εγκαθιδρύσει η φατρία του Σάλεχ οδηγήσει στην αμφισβήτηση ορισμένων κεκτημένων της αντιτρομοκρατικής συνεργασίας. Από τα τέλη του 2009, πραγματοποιήθηκε πλήθος αμερικανικών βομβαρδισμών στην Υεμένη, οι οποίοι είχαν ως στόχο την ΑΚΑΧ και συνέβαλαν στην ακόμα μεγαλύτερη υπονόμευση της νομιμοποίησης του καθεστώτος, ενώ είχαν εντελώς οριακά αποτελέσματα στον περιορισμό των επιχειρησιακών δυνατοτήτων της οργάνωσης.

Από την άλλη πλευρά, καθώς οι πηγές νομιμοποίησης αυξάνονται κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών (πολιτική, φυλή, θρησκεία, κοινά στοιχεία που μοιράζεται μια γενιά κ.λπ.), όπως εξάλλου πληθαίνουν και τα μέτωπα της αντιπολίτευσης, η πολυδιάσπαση της χώρας εγκυμονεί κινδύνους. Πίσω από την επιφανειακή ενότητα των διαδηλωτών στον δρόμο, το κίνημα που αντιπαρατίθεται στον Πρόεδρο Σάλεχ είναι πολυδιασπασμένο. Ο ανταγωνισμός ανάμεσα στο καθεστώς και στην αντιπολίτευση, όπως επίσης κι εκείνος στους κόλπους της αντιπολίτευσης ή στο εσωτερικό του στρατού, μπορεί να αποδειχθεί επικίνδυνος και να έχει μεγάλο κόστος. Παρά τις λιποταξίες πολλών στρατιωτικών και φυλάρχων, ο Πρόεδρος εξακολουθεί να ελέγχει μεγάλο μέρος του στρατού και των πολυάριθμων οργάνων ασφαλείας, τα οποία διευθύνονται από ανθρώπους του στενού του περιβάλλοντος.

Οι Υεμενίτες έχουν πλήρως συνειδητοποιήσει τον κίνδυνο κλιμάκωσης. Ωστόσο, έχει εγκαθιδρυθεί ένα είδος «ισορροπίας του τρόμου», με αποτέλεσμα, από τη στιγμή που ξέσπασε το κύμα της αμφισβήτησης, να έχει μεν περιοριστεί η βία και η καταστολή, αλλά, από την άλλη πλευρά, να καθυστερεί και η αλλαγή, σε βαθμό μάλιστα που να καθίσταται αβέβαιη.

Στο κέντρο των πόλεων (αλλά και σε μικρότερο βαθμό στα χωριά), στις «πλατείες της Αλλαγής» και στις «πλατείες της Ελευθερίας», τα υποκείμενα της επανάστασης και κυρίως οι σαμπάμπ έχουν ανατρέψει τους κανόνες του πολιτικού παιχνιδιού. Η διαμαρτυρία οικοδομείται γύρω από χώρους, φορείς και πρακτικές που, όσο κι αν εμπνέονται από παλαιότερες και ποικίλες εμπειρίες, διακρίνονται για τον καινοτόμο χαρακτήρα τους.

Έτσι, η Ταβακόλ Καρμάν, ακτιβίστρια των ανθρώπινων δικαιωμάτων που πρόσκειται στους ισλαμιστές, μετατράπηκε σε ένα από τα σύμβολα της νεογέννητης επανάστασης (σ.σ.: λίγους μήνες μετά, κέρδισε το βραβείο Νόμπελ για την ειρήνη). Η ανάδυση μιας νέας γενιάς πολιτικών, που κοινωνικοποιήθηκε μέσα στο πρώτο κύμα της αμφισβήτησης που ξεκίνησε τον Ιανουάριο του 2011, συνοδεύτηκε από μια βαθύτατη αλλαγή της σχέσης των ατόμων με την πολιτική και με τη συλλογική δράση. Όμως και σε ευρύτερο επίπεδο παρατηρήθηκε μια αλλαγή στην κοινωνία.

Με εντελώς αναπάντεχο τρόπο, τα μέλη των φυλών που συμμετείχαν κατά χιλιάδες στις καθιστικές διαμαρτυρίες άφησαν στο σπίτι τους τον οπλισμό τους και επέλεξαν τον ειρηνικό αγώνα. Η νέα στρατηγική στην αμφισβήτηση ανέτρεψε τις κοινωνικές αναπαραστάσεις και τις πρακτικές που συνήθως αποδίδονται στις φυλές (τις οποίες συχνά ορισμένοι ταυτίζουν με τον συντηρητισμό, την καθυστέρηση και τη βία)· επιπλέον, ξανάφερε στην καρδιά της διαδικασίας της κοινωνικής αλλαγής τις διάφορες μορφές αλληλεγγύης που αποτελούν κυρίαρχο χαρακτηριστικό της φυλετικής διάρθρωσης.

Ταυτόχρονα, η νεολαία έδειξε ένα νέο πρόσωπο: πολιτικοποιημένο αλλά και ανεξάρτητο από τα πολιτικά κόμματα, πλουραλιστικό και αυτόνομο. Στις πλατείες επικράτησαν τα χρώματα της σημαίας και η μελωδία του εθνικού ύμνου, αντικαθιστώντας τα σεχταριστικά ή τα τοπικιστικά σύμβολα των κινητοποιήσεων του παρελθόντος. Όλα αυτά ώθησαν ορισμένους παρατηρητές αλλά και άτομα που συμμετέχουν στις κινητοποιήσεις να αναρωτηθούν μήπως τελικά η ενότητα της Υεμένης -αντί να κινδυνεύει από την εμφάνιση διαλυτικών φαινομένων όπως φοβούνται ορισμένοι- βγει τελικά πολύ πιο ενισχυμένη από όλες αυτές τις εξελίξεις.

Όποια κι αν είναι τα στοιχήματα για το μέλλον, τίποτε δεν μπορεί να κρύψει τη δύναμη με την οποία εκδηλώνονται οι προσδοκίες ούτε και την έκταση των αλλαγών που έχει επιφέρει η λαϊκή εξέγερση. Από αυτή την άποψη, η εξέγερση αποτελεί ήδη μια επιτυχία την οποία οι ίδιοι οι Υεμενίτες οφείλουν να αξιοποιήσουν, έτσι ώστε να μη χαθεί η ευκαιρία που αυτή αντιπροσωπεύει.

Των Laurent Bonnefoy και Marine Poirier *

(* Laurent Bonnefoy,ερευνητής στο CNRS 
και η Marine Poirier είναι ερευνήτρια στο CEDEJ)

Ολόκληρο το κείμενο στη διεύθυνση: 

24/6/2019