Ο Ευάγγελος Λεμπέσης και η βλακεία ως κοινωνικό φαινόμενο.


   Στο δοκίμιο του Λεμπέση «Η τεράστια σημασία των βλακών εν τω συγχρόνω βίω» τα πράγματα τίθενται απολύτως ξεκάθαρα. Ο θεμελιώδης κρίκος κάθε κοινωνίας είναι η διαφορετικότητα (κοινωνία χωρίς τη σύνθεση των διαφορετικών δεν υφίσταται) και κατά συνέπεια κάθε απόπειρα ομοιοποίησης των ανθρώπων κρίνεται ισοπεδωτική κι επιζήμια. Εξάλλου, όλες οι έννοιες νοηματοδοτούνται μόνο με την ύπαρξη του αντιθέτου, ως αντίβαρο που με κάποιο τρόπο πρέπει να οριστεί. Υπό αυτές τις συνθήκες αν εξαλειφθεί η βλακεία, αυτομάτως θα τεθεί πρόβλημα και στην έννοια της ευφυΐας, καθώς: «θα ήσαν όλοι ευφυείς, όπερ από της απόψεως του διαφορισμού το αυτό: ως να ήσαν όλοι βλάκες. Διότι ο διαφορισμός απαιτεί ρητώς και ευφυείς και βλάκας, περικοπτωμένου δε οιουδήποτε εκ των δύο τούτων σκελών του, αίρεται ολόκληρος» (σελ. 18).  Από τη στιγμή που η βλακεία αναγνωρίζεται ως πολύτιμη ανθρώπινη ιδιότητα στο πλαίσιο της εξασφάλισης της διαφορετικότητας, και με δεδομένο ότι η διαφορετικότητα είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της κοινωνίας, δεν έχουμε άλλη επιλογή από το να παραδεχτούμε την τεράστια κοινωνική σημασία των βλακών, που είναι αντίστοιχη (κι εξίσου πολύτιμη) μ’ εκείνη των ευφυών. Σε τελική ανάλυση, κι αν ακόμη δεχτούμε τη βλακεία ως νοητική αδυναμία, ποιος είναι σε θέση να διασφαλίσει ότι τέτοιου είδος άτομα δεν είναι χρήσιμα για την κοινωνία; Αν κάποιος, για παράδειγμα, αδυνατεί να συλλάβει εύκολα αφηρημένες έννοιες ή να προβεί σε συλλογισμούς που δεν περιορίζονται στην αντιληπτική δυνατότητα των αισθήσεων απαιτώντας διάνοια, αυτομάτως οφείλει να ματαιωθεί εξολοκλήρου, ως κοινωνικά άχρηστος; Αυτό δε θα ήταν μόνο ρατσιστικό, αλλά και βλακώδες. Κανείς δεν περισσεύει σ’ ένα υγιές κοινωνικό σύνολο.

  Το ζήτημα λοιπόν της βλακείας δεν αφορά την αποδοχή των βλακών στο κοινωνικό σύνολο, καθώς αυτή κρίνεται δεδομένη, τουλάχιστον από τους ανθρώπους που δεν είναι βλάκες. Το ζήτημα αφορά τη συμπεριφορά και τη δράση των βλακών μέσα στην κοινωνία, τη συστηματική δηλαδή μελέτη του βλάκα, ως κοινωνικό υποκείμενο, ώστε να καταστεί σαφές μέχρι ποιο σημείο ο βλάκας, ως έννοια συλλογική, μπορεί να διαμορφώσει το επικρατές πλέγμα των κοινωνικών σχέσεων. Γιατί, αυτό που ονομάζουμε κοινωνία δεν είναι ούτε κάτι ασαφές ούτε κάτι ουρανοκατέβατο. Είναι οι σχέσεις και οι δομές που διαμορφώνονται μέσα από τις κυρίαρχες ανθρώπινες αντιλήψεις. Αν δηλαδή οι βλάκες αποτελούν τη συντριπτική πλειοψηφία – κι αυτό είναι αναντίρρητη αλήθεια – κατά πόσο είναι σε θέση να συνασπιστούν, να οργανωθούν και κατ’ επέκταση να επικρατήσουν επιβάλλοντας κοινωνικά θεσμοθετημένες δομές κομμένες και ραμμένες στα μέτρα τους; «Η έμφυτος τάσις του βλακός, εξικνουμένη συχνότατα εις αληθή μανίαν όπως ανήκη εις ισχυράς και όσον το δυνατόν περισσοτέρας πάσης φύσεως οργανώσεις, εξηγείται πρώτον μεν εκ της ευκολίας της αγελοποιήσεως, εις ην μονίμως υπόκειται, λόγω ελλείψεως ατομικότητος (εξ ου και το μίσος του κατά του ατόμου και του ατομικισμού), δεύτερον δε εκ του ατομικού ζωώδους πανικού, υπό του οποίου μονίμως κατατρύχεται, εκ του δεδικαιολογημένου φόβου μήπως περιέλθει εις το παντός είδους προλεταριάτον. Αποτελεί δε η τάσις αύτη αμάχητον σχεδόν τεκμήριον περί του βαθμού της πνευματικής του αναπηρίας». (σελ. 21). Φυσικά, το ότι οι βλάκες έχουν την ακατανίκητη τάση να εντάσσονται σε ομάδες κι οργανώσεις δε σημαίνει ότι όποιος έχει αυτή την επιθυμία είναι βλάκας. Με άλλα λόγια ο κανόνας δεν ισχύει αντίστροφα, αφού, όταν λέμε ότι οι βλάκες έχουν έντονη την ανάγκη του εντάσσεσθαι σε κάτι μεγάλο, δεν εννοούμε ότι μόνο οι βλάκες έχουν την ανάγκη αυτή. Αυτό όμως που συμβαίνει τις περισσότερες φορές είναι ότι η συρροή των βλακών είναι τόσο μεγάλη, που τελικά η μειοψηφία των ευφυών αναγκάζεται να αποχωρήσει: «Τοιουτοτρόπως δημιουργείται αυτομάτως συρροή βλακών εις τας πάσης φύσεως οργανώσεις, αίτινες, εάν μεν είναι συμφεροντολογικαί, διατηρούν τουλάχιστον την σοβαρότητα των συμφερόντων των, εάν όμως είναι “πνευματικαί” περιέρχονται συν τω χρόνω εις πλήρη βλακοκρατίαν». (σελ. 21 – 22).

   Και βέβαια, κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί ότι οι βλάκες δεν είναι δυνατό να παρεισφρήσουν σε μηχανισμούς, που εν τέλει αποτελούν το βασικό διαμορφωτικό κορμό της διαχείρισης της εξουσίας. Ποιος μπορεί να εμποδίσει τους βλάκες να γίνουν κομματικά μέλη σε οποιοδήποτε κόμμα; Εξάλλου, είναι δεδομένο ότι όλοι οι βλάκες ενδιαφέρονται πρωτίστως να διακριθούν σε οτιδήποτε προσφέρει κοινωνικό κύρος, σε οτιδήποτε δηλαδή χαίρει ευρείας αποδοχής: «Η ακατανίκητος επίσης τάσις των βλακών προς τας πάσης φύσεως αγελαίας εμφανίσεις (κοσμικαί συγκεντρώσεις και causerie (κουτσομπολιό) τρεφομένη εκ των περιεχομένων των εφημερίδων και των ραδιοφώνων, μόδα, κλπ.) και διακρίσεις (τίτλοι, διπλώματα, παράσημα) είναι κατόπιν των ανωτέρω αυτονόητος». (σελ 23). Αυτή η αυτονόητη τάση του βλάκα να αποκτήσει διπλώματα και παράσημα δεν είναι τίποτε άλλο από την αδιαπραγμάτευτη δίψα της επικράτησης, που σηματοδοτεί την εξωτερίκευση του πανικού της αποτυχίας: «Ούτω λ.χ. πολλοί εξ αυτών κατέλαβον διαδοχικώς πλείστα αξιώματα της κοινωνίας και της πολιτείας, από του Προέδρου της Δημοκρατίας, μέχρι του “Προέδρου του Συλλόγου Προστασίας Εγγύων Μυιών”, του “Γενικού Γραμματέως της Γενικής Συνομοσπονδίας Πωλητών Ποντικοπαγίδων” κ.ο.κ., αξιώματα βεβαίως τα οποία ουδέποτε θα επιδιώξει σοβαρώς απασχολούμενος άνθρωπος». (σελ. 29).

   Η ανάγκη της κοινωνικής επιτυχίας είναι τόσο ισχυρή για το βλάκα, που θα χρησιμοποιήσει όλα του τα όπλα. Και το πρώτο βέβαια που διαθέτει είναι η καχυποψία: «Ο βλαξ, ως πλησιέστερος προς το ζωικόν βασίλειον, έχει την ένστικτον καχυποψίαν ούτω ανεπτυγμένην, ώστε ν’ αδυνατή να διαγνώση ή να εννοήση συλλογισμούς και λογικούς υπολογισμούς του ευφυούς, βασιζομένους όχι εις το ένστικτον αλλά εις την διάνοιαν. Άοπλος και ανυπεράσπιστος έναντι των ψυχρών υπολογισμών της ξένης διανοίας, ης ο μηχανισμός τυγχάνει εις αυτόν νοητικώς απροσπέλαστος, μίαν μόνην άμυναν διαθέτει, ακριβώς όπως το ζώον και ο πρωτόγονος άνθρωπος: την ένστικτον καχυποψίαν». (σελ. 34). Κι αν η καχυποψία είναι μηχανισμός άμυνας παθητικής φύσεως, η πονηριά, ως άμεσος ακόλουθος, είναι άμυνα απολύτου ενεργητικής φύσεως: «Πονηρία είναι η ενεργητική όψις της καχυποψίας και το δεύτερον στάδιον αυτής, ήτοι η δράσις αυτής, δράσις όμως ζωικώς αμυντικής φύσεως, διότι προϋποθέτει την “πνευματικήν” κατωτερότητα και την “πνευματικήν” αμηχανίαν του βλακός, ως ζώου ενστικτώδους και “πνευματικώς” πανικοβλήτου». (σελ. 36). Και βέβαια όλα αυτά δεν μπορούν παρά να οδηγήσουν στο τρίτο και πλέον ισχυρό χαρακτηριστικό του βλάκα, την επιτηδειότητα: «Η χρησιμοποίησις ήδη των βλακωδών τούτων συλλογισμών και συμπερασμάτων, με μίαν λέξιν της πονηρίας, χρησιμοποίησις όμως γενικώτερον ψυχολογικώς επιδρώσα επί του άλλου ατόμου, ήτοι χρησιμοποίησις αυτής εν συνδυασμώ με στοιχεία κατωτάτης πνευματικής υποστάθμης (κολακεία, ψεύδος, ραδιουργία, συκοφαντία, σωματεμπορία, “συμπαθής” μορφή του βλακός ακόμη, επίκλησις της πολυτεκνίας του, προσφορά ανηθίκων και ευκόλων υπηρεσιών εις το κολακευόμενον πρόσωπον, “χαφιεδισμός”, “ξεσκονίσματα”, το “ποιείν τον καραγκιόζην” ή τον gigolo (αγαπητικός), χειροφιλήματα προς τον “Εθνικόν Κυβερνήτην”, εκφωνήσεις λόγων, συρραφή κολακευτικών στίχων, μεταφορά λαχανικών κλπ. κλπ.), τοιαύτη, λέγομεν, χρησιμοποίησις της πονηρίας, κατάστασις θετική, ενεργός και προσοδοφόρος, καλείται επιτηδιότης». (σελ. 37). Με άλλα λόγια, τα όπλα του βλάκα είναι ακαταμάχητα: «Κι εδώ συμβαίνει κοσμοϊστορικόν γεγονός: ότι η δύναμις των μέσων τούτων επικρατήσεως των βλακών είναι τοιαύτη – λόγω της ευτελείας και της διανοητικής κατωτερότητας των κολακευομένων προσώπων – ώστε ο βλαξ, κατά παράβασιν – φαινομενικώς – της βλακείας του, να φθάνη εις τον σκοπόν του και να προωθείται ή να επικρατεί!». (σελ. 37).

   Κι αυτός ακριβώς είναι ο μηχανισμός της τελικής επικράτησης του βλάκα. Ο πραγματικά ευφυής δεν έχει καμία τύχη όταν τον ανταγωνίζεται, για τον απλούστατο λόγο ότι τα όπλα του βλάκα είναι ανίκητα. Ο ευφυής, ακόμη κι αν παραστήσει το βλάκα δε θα πετύχει τίποτε. Γιατί ο βλάκας, εξασκημένος να λειτουργεί με το ένστικτο, αντιλαμβάνεται αμέσως την ανωτερότητα του άλλου. Το πλέγμα των ηλιθίων είναι αδιαπέραστο. Τελικά ο βλάκας είναι ο κόλακας ή ο κολακευόμενος που προωθεί τον κόλακα; «Κατά την αυτήν συνάρτησιν το φαινόμενον συνεχίζεται: “ενός βλακός προκειμένου μύριοι έπονται” – ο δε ούτω ανελθών βλαξ θα προωθήσει ο ίδιος πρόσωπα μόνον κατώτερα εαυτού……» (σελ. 27). Το σίγουρο είναι ότι μόνο ένας βλάκας μπορεί να πείσει έναν άλλο βλάκα: «Διότι – αλλοίμονον! – ουδείς ευφυής μέχρι τούδε κατώρθωσε να πείση βλάκα, και ουδεμία συνεννόησις επετεύχθη ποτέ μεταξύ ετερογενών εγκεφάλων». (σελ. 39).

    Όμως ο βλάκας που πετυχαίνει και αναρριχάται στα πιο ψηλά σκαλοπάτια της κοινωνικής ιεραρχίας θεωρείται έξυπνος: «Δεν γνωρίζομεν όμως τη αληθεία ποία κατηγορία βλακών είναι ενταύθα η πλέον επικίνδυνος και ψυχολογικώς η πλέον αποσυνθετική διά την κοινωνίαν: εκείνη ήτις διαπράττει τ’ ανωτέρω, ή εκείνη – διότι δημιουργείται και δευτέρα – ήτις θεωρεί ως ευφυείς τους ως άνω βλάκας!» (σελ. 37 – 38). Η ανάδειξη του βλάκα σε κοινωνικό πρότυπο δεν είναι παρά η θεοποίηση της απάτης που μετατρέπεται σε εθνικό σπορ: «Αν ο βλαξ καταφεύγει εις την επιτηδειότητα λόγω των πενιχρών πνευματικών του μέσων, εκ της αυτής ελλείψεως ανωτέρων πνευματικών μέσων ωθείται και προς την απάτην. Απάτη είναι ως γνωστόν η αποσιώπησις της αληθείας ή η παράστασις ψευδών πραγμάτων ως αληθών. Εξ αυτού τούτου του ορισμού αυτής συνάγεται ότι η απάτη δεν ανάγεται εις την ευφυΐαν του απατεώνος – διότι πας άνθρωπος δύναται να παραστήσει ψευδώς πράγματα ως αληθή, και αυτός ούτος ο βλαξ – αλλ’ εις την ευπιστίαν του θύματος». (σελ. 41). Η αντιστροφή των εννοιών που μετατρέπει τον απατεώνα σε έξυπνο και το εύπιστο θύμα σε βλάκα κάνει το Λεμπέση να γίνεται έξαλλος: «Ότι όμως η ευπιστία του θύματος αποτελεί βλακείαν, τούτο είναι αληθές μνημείον βλακικής “διανοίας” και πολιτιστικής υποστάθμης. Διότι η ευπιστία ενός ατόμου, ως προϋποθέτουσα τα άλλα άτομα ως έντιμα (και συνεπώς ως ευφυά), είναι ασφαλώς το μέγιστον των τεκμηρίων της πνευματικής του αναπτύξεως και του πολιτισμού του» (σελ. 42). Και συμπληρώνει: «Ο τελευταίος των βλακών θα ηδύνατο να εξαπατήση ένα Καντ ή ένα Μπετόβεν…….» (σελ. 42 – 43).

Ευάγγελος Λεμπέσης

    Υπό αυτές τις συνθήκες η βλακεία αναδεικνύεται σε κοινωνικό φαινόμενο πρώτου μεγέθους, αφού, διαστρεβλώνοντας όλες τις έννοιες, αποκτά διαστάσεις ντόμινο οδηγώντας την κοινωνία σε αποσύνθεση. Η κατάληψη των θέσεων κλειδιά από ανάξιους ανθρώπους με συγκεκριμένες αναξιοκρατικές μεθοδεύσεις αποτελεί την απόλυτη ισοπέδωση καθιστώντας την αδικία φυσιολογική συνθήκη. Μιλάμε για το καθεστώς της ρουσφετολογίας, της δωροδοκίας, της διαφθοράς, του ψεύδους, της κομπίνας, του δοσιλογισμού, της πνευματικής φτώχειας, της μετάθεσης ευθυνών, της έλλειψης δικαιοσύνης, της καταπάτησης κάθε έννοιας κοινωνικού συμφέροντος. Η κοινωνία που λειτουργεί υπό αυτούς τους όρους δεν μπορεί να έχει κανένα μέλλον, αφού κανείς πραγματικά ικανός δε θα μπορέσει να προοδεύσει. Οι άνθρωποι αυτοί δεν έχουν άλλη επιλογή από το να σηκωθούν και να φύγουν. Ο Ραφαηλίδης στο βιβλίο του «Καπιταλισμός, η κρυφή γοητεία της μπουρζουαζίας» είναι ξεκάθαρος: «Όταν, λοιπόν, μιλάμε για “αξιοκρατία” εννοούμε μια οργάνωση της κοινωνίας τέτοια, που οι θεσμοί της, αφενός να προστατεύουν τους ικανούς από τους ανίκανους, και αφετέρου να δίνουν στους θεωρούμενους ανίκανους όλες τις ευκαιρίες για να δείξουν πως είναι αδικημένοι κι όχι ανίκανοι. Οπότε, θα υποχρεωθούν να περιοριστούν αναγκαστικά στα όρια που καθορίζονται από τις ικανότητές τους». (σελ. 32). Όταν όμως η αναξιοκρατία αποτελεί καθεστώς η οργάνωση και οι θεσμοί που ονειρεύεται ο Ραφαηλίδης θα μείνουν όνειρα θερινής νυκτός. Γιατί οι ανάξιοι – βλάκες είναι αρκετά πονηροί για να χάσουν τα ινία. Η βλακοκρατία είναι κοινωνική νόσος χωρίς προηγούμενο.

ARKAS -The Original Page

    Αυτός είναι και ο λόγος που ο Λεμπέσης επιμένει στον αυστηρό καθορισμό της βλακείας από την επιστήμη της κοινωνιολογίας. Γιατί η νομική επιστήμη δεν ενδιαφέρεται για τον λεπτομερή καθορισμό της έννοιας του βλάκα. Η νομική επιστήμη αποδίδει την έννοια χοντροκομμένα, έχοντας ως μοναδικό κριτήριο το αν κάποιος είναι σε θέση να διαχειριστεί τις υποθέσεις του ή όχι. Ο Λεμπέσης παραθέτει την άποψη του Κικέρωνα, που, εν πολλοίς, από νομική άποψη, ισχύει ως σήμερα: «“Για τους δικαστές δεν τίθεται θέμα να ερευνήσουν, λίγο πολύ επιστημονικά, την επίδραση της μιας ή της άλλης εγκεφαλικής βλάβης στις ικανότητες του ανθρώπου εν γένει, αλλά να γνωρίζουν όντως εάν το πρόσωπο, για το οποίο ζητείται η απαγόρευση, είναι ακόμη σε θέση να αντιλαμβάνεται τις καθημερινές υποθέσεις της αστικής ζωής, αν δηλαδή είναι σε θέση να διαχειριστεί μια όποια περιουσία” (Κικέρων, Tuscul. III, 5, σ. 295)». (σελ. 67). Όμως, αν για τις ανάγκες τις νομικής επιστήμης το κριτήριο της βλακείας είναι η διαχείριση της περιουσίας χωρίς να ορίζεται καμία άλλη διαβάθμιση, αυτό δε σημαίνει ότι η βλακεία δεν είναι έννοια διαβαθμίσεων. Ο Λεμπέσης καταφεύγει στον Ηλιόπουλο: «ως ρητώς λέγει ο ερμηνευτής του άρθρου 50 του ημετέρου Ποινικού Νόμου Τ. Ηλιόπουλος: “Αλλά πλην της πλήρους διανοητικής ανικανότητος υπάρχουσι και πλείστοι άλλοι βαθμοί, καθ’ ους σχετική τις διανοητική ανάπτυξις δεν ελλείπει, αλλ’ υπολείπεται του κανονικού μέτρου. Διό και από των κυρίως βλακών (idiots) διακρίνουσιν οι φρενολόγοι τους ασθενείς τον νουν (imbeciles, Schwachsinnige), εν τη τελευταία ταύτη κατηγορία κατατάσσοντες πάντας τους παρουσιάζοντας διάνοιαν ουχί μεν τελείως ελλιπή, αλλά κατωτέραν του κανονικού μέτρου. Πρόδηλον όμως είναι ότι εν τη κατηγορία ταύτη μεγάλη περιέχεται ποικιλία βαθμών, και λίαν δυσχερής αποβαίνει η διάκρισις των ορίων της παθολογικής καταστάσεως από της απλής μωρίας”». (σελ. 69 – 70). Κι εδώ κάνει την εμφάνισή της και η ψυχιατρική επιστήμη: «… ο βλαξ, και κατά την πρώτην και κατά την δευτέραν εκδοχήν, είναι βαθμική έννοια (Gradbegriff), και συνεπώς ούτος δε χρειάζεται ούτε να εγκλεισθή εις ψυχιατρείον, ούτε να τεθή υπό αντίληψιν ή απαγόρευσιν, ούτε να στερηθή του καταλογισμού, διά να είναι βλαξ. Τους βλάκας, κατά ταύτα, οι οποίοι εμπίπτουν εις την ψυχιατρικήν κλίμακα και εις την περιοχήν του αστικού και του ποινικού νόμου, ονομάζομεν  “κατωτέρους βλάκας”, τους δε άλλους “ανωτέρους βλάκας” (debiles)». (σελ. 70). Κι αυτοί ακριβώς οι «ανώτεροι βλάκες» που διαφεύγουν και της νομικής και της ψυχιατρικής διερεύνησης, αποτελούν, κατά το Λεμπέση, τον ορισμό του κοινωνικού βλάκα, που οφείλει να γίνει αντικείμενο μελέτης της κοινωνιολογίας. Η σχολή Freud – Adler είναι πολύ περισσότερο διαφωτιστική πάνω στο θέμα του «ανώτερου βλάκα»: «….η νεωτέρα ψυχολογία των ενστίκτων (Leonhard Nelson, Mac Dougall κ. α.) και η της σχολής Freud – Adler ψυχολογία επεκτείνεται μέχρι τοιούτου σημείου εις βάθος εις την ανθρωπίνην ψυχήν, ώστε να φθάνη εις την εκ θεμελίων ανατροπήν των σχέσεων μεταξύ ψυχής ή ενστίκτων, ορμεμφύτων, υποσυνειδήτου κλπ. και εγκεφάλου, και να θεωρή τον εγκέφαλον ως τροφοδοτούμενον υπό νόμων και λειτουργιών ευρισκομένων εντελώς έξω του μηχανισμού του. Η βλακεία, κατά ταύτα, και ιδία κατόπιν της θεωρίας του Alfred Adler περί του “συμπλέγματος κατωτερότητος”…………… αποτελεί εις τους ανωτέρους βλάκας κυρίως φαινόμενον ψυχικόν και ουχί μόνον εγκεφαλικόν…….». (σελ. 77 – 78). Κι εδώ ακριβώς κρύβεται η σπουδαιότητα της επιστημονικής μελέτης του κοινωνικού βλάκα, καθώς το ξεκαθάρισμα των εννοιών είναι η πρώτη μέριμνα κάθε επιστήμης. Γιατί άλλο ο βλάκας της νομικής υπόστασης, που απαλλάσσεται από τη διαχείριση της περιουσίας του, άλλο η ψυχιατρική έρευνα που οδηγεί κάποιον στο ψυχιατρείο κι άλλο ο κοινωνικός βλάκας, που συμμετέχει ισότιμα στο κοινωνικό γίγνεσθαι μετατρέποντας την ψυχική αναπηρία που τον καθιστά βλάκα σε εφόδιο για την κοινωνική του ανέλιξη. Με άλλα λόγια πρέπει επιτέλους να καταστεί σαφής «Η Τεράστια Κοινωνική Σημασία των Βλακών εν τω Συγχρόνω Βίω».

Ευάγγελος Λεμπέσης «Η Τεράστια Κοινωνική Σημασία των Βλακών
 εν τω Συγχρόνω Βίο», εκδόσεις ΓΝΩΣΗ, Αθήνα 2007

Βασίλης Ραφαηλίδης «Καπιταλισμός, η Κρυφή Γοητεία της Μπουρζουαζίας», εκδόσεις του ΕΙΚΟΣΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ, Αθήνα 2000 



 Θανάσης Μπαντές      

11/7/2014