Η ξεχασμένη ιστορία της οικονομικής κρίσης. Τι θα έπρεπε να έχει διδαχθεί ο κόσμος το 2008*

 Ένας ταύρος από αφρολέξ στο Χρηματιστήριο της Φρανκφούρτης, 
τον Σεπτέμβριο του 2008. ALEX GRIMM / REUTERS

Η ξεχασμένη ιστορία της οικονομικής κρίσης.
Τι θα έπρεπε να έχει διδαχθεί ο κόσμος το 2008*

Δέκα χρόνια μετά τη μεγάλη οικονομική κρίση, υπάρχει ελάχιστη συναίνεση για το νόημα του 2008 και τα επακόλουθά του. Έχουν προκύψει μερικές αφηγήσεις για να τονισθεί η μια ή η άλλη πτυχή της κρίσης. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι μνήμες έχουν επικεντρωθεί στην κυβερνητική απερισκεψία και την ιδιωτική εγκληματικότητα που οδήγησαν στην συντριβή˙ στην Ευρώπη, οι ηγέτες ήταν ικανοποιημένοι να κατηγορούν τους Αμερικανούς για τα πάντα.

«Τον Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο του 2008 έγινε η χειρότερη οικονομική κρίση στην παγκόσμια ιστορία, συμπεριλαμβανομένης της Μεγάλης Ύφεσης». Ο Ben Bernanke, τότε πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ (U.S. Federal Reserve), έκανε αυτόν τον αξιοσημείωτο ισχυρισμό τον Νοέμβριο του 2009, μόλις έναν χρόνο μετά την κατάρρευση. Κοιτάζοντας σήμερα, μια δεκαετία μετά την κρίση, υπάρχει κάθε λόγος να συμφωνήσουμε με την εκτίμηση του Μπερνάνκι [1]: Το 2008 πρέπει να χρησιμεύσει ως προειδοποίηση για την κλίμακα και την ταχύτητα με την οποία οι παγκόσμιες χρηματοπιστωτικές κρίσεις μπορούν να ξεδιπλωθούν στον εικοστό πρώτο αιώνα.

Η βασική ιστορία της οικονομικής κρίσης είναι αρκετά γνωστή. Το πρόβλημα ξεκίνησε το 2007 με την ύφεση στις αγορές ακινήτων των ΗΠΑ και της Ευρώπης˙ καθώς οι τιμές των κατοικιών από την Καλιφόρνια μέχρι την Ιρλανδία βυθίστηκαν, οι ιδιοκτήτες των σπιτιών έμειναν πίσω στις πληρωμές των υποθηκών τους και οι δανειστές σύντομα άρχισαν να νιώθουν την πίεση. Χάρη στην βαθιά ενοποίηση των παγκόσμιων αγορών τραπεζών, χρεογράφων και χρηματοδότησης, η μετάδοση εξαπλώθηκε γρήγορα σε μεγάλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα σε όλο τον κόσμο. Στα τέλη του 2008, οι τράπεζες στο Βέλγιο, την Γαλλία, την Γερμανία, την Ιρλανδία, την Λετονία, την Ολλανδία, την Πορτογαλία, την Ρωσία, την Ισπανία, τη Νότια Κορέα, το Ηνωμένο Βασίλειο και τις Ηνωμένες Πολιτείες αντιμετώπιζαν όλες υπαρξιακή κρίση [2]. Πολλές είχαν ήδη καταρρεύσει και πολλές άλλες θα το έκαναν μετ’ ου πολύ.

Η Μεγάλη Ύφεση της δεκαετίας του 1930 έχει μείνει στη μνήμη ως η χειρότερη οικονομική καταστροφή στην σύγχρονη ιστορία -η οποία προήλθε σε μεγάλο βαθμό από αδέξιες πολιτικές απαντήσεις- αλλά ήταν πολύ λιγότερο συγχρονισμένη από την συντριβή το 2008. Παρόλο που περισσότερες τράπεζες κατέρρευσαν κατά την διάρκεια της Ύφεσης, αυτές οι αποτυχίες ήταν διασκορπισμένες μεταξύ 1929 και 1933 και αφορούσαν πολύ μικρότερους ισολογισμούς. Το 2008, τόσο η κλίμακα όσο και η ταχύτητα της κατάρρευσης ήταν εκπληκτικές. Σύμφωνα με στοιχεία της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών, οι ακαθάριστες ροές κεφαλαίων ανά τον κόσμο βούλιαξαν κατά 90% μεταξύ 2007 και 2008.

Καθώς οι ροές κεφαλαίων στέρεψαν, η κρίση σύντομα μεταμορφώθηκε σε μια συντριπτική ύφεση στην πραγματική οικονομία. Η «μεγάλη κατάρρευση του εμπορίου» το 2008 ήταν η σοβαρότερη συγχρονισμένη συρρίκνωση του διεθνούς εμπορίου που σημειώθηκε ποτέ. Εντός εννέα μηνών από την προ της κρίσης κορύφωση, τον Απρίλιο του 2008, οι παγκόσμιες εξαγωγές μειώθηκαν κατά 22%. (Κατά την διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης, χρειάστηκαν σχεδόν δύο χρόνια για να βουτήξει το εμπόριο κατά παρόμοιο ποσοστό). Στις Ηνωμένες Πολιτείες, από τα τέλη του 2008 έως τις αρχές του 2009, περίπου 800.000 άνθρωποι έχαναν την δουλειά τους κάθε μήνα. Μέχρι το 2015, πάνω από εννέα εκατομμύρια αμερικανικές οικογένειες θα έχαναν τα σπίτια τους από κατάσχεση -η μεγαλύτερη καταναγκαστική μετακίνηση πληθυσμού στις Ηνωμένες Πολιτείες από την εποχή του Dust Bowl [στμ: Τρεις περίοδοι ξηρασίας και θυελλών σκόνης, μεταξύ 1934 και 1940 στις κεντρικές πολιτείες των ΗΠΑ]. Στην Ευρώπη, εν τω μεταξύ, οι καταρρέουσες τράπεζες και τα εύθραυστα δημόσια οικονομικά δημιούργησαν κρίση που σχεδόν διέσπασε την ευρωζώνη [3].

Δέκα χρόνια αργότερα, υπάρχει ελάχιστη συναίνεση για το νόημα του 2008 και τα επακόλουθά του. Έχουν προκύψει μερικές αφηγήσεις για να τονισθεί η μια ή η άλλη πτυχή της κρίσης, ακόμα και καθώς κρίσιμα στοιχεία της ιστορίας έχουν ξεχαστεί. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι μνήμες έχουν επικεντρωθεί στην κυβερνητική απερισκεψία και την ιδιωτική εγκληματικότητα που οδήγησαν στην συντριβή˙ στην Ευρώπη, οι ηγέτες ήταν ικανοποιημένοι να κατηγορούν τους Αμερικανούς για τα πάντα.

Στην πραγματικότητα, οι τραπεζίτες και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού δημιούργησαν το σύστημα που συνετρίβη το 2008. Η κατάρρευση θα μπορούσε εύκολα να είχε καταστρέψει τόσο τις ΗΠΑ όσο και τις ευρωπαϊκές οικονομίες, αν δεν υπήρχε αυτοσχεδιασμός εκ μέρους των Αμερικανών αξιωματούχων της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ, οι οποίοι μόχλευσαν διατλαντικές συνδέσεις που είχαν κληρονομήσει από τον εικοστό αιώνα [4] για να σταματήσουν τον παγκόσμιο τραπεζικό πανικό. Το γεγονός ότι αυτή η πραγματικότητα έχει συγκαλυφθεί δίνει στοιχεία τόσο για την αμφιλεγόμενη πολιτική διαχείρισης των παγκόσμιων οικονομικών όσο και για την αυξανόμενη απόσταση μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ευρώπης. Πιο σημαντικό, προκαλεί ένα ερώτημα σχετικά με το μέλλον της οικονομικής παγκοσμιοποίησης: Πώς θα αντιμετωπίσει την επόμενη κρίση ένας πολυπολικός κόσμος που έχει μετακινηθεί πέραν των υπερατλαντικών δομών του περασμένου αιώνα;

ΑΠΙΘΑΝΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Ένας από τους πιο κοινούς μύθους που προέκυψαν από το 2008 είναι ότι κανείς δεν προέβλεψε την κρίση. Πρόκειται για ένα κατασκεύασμα μετά το γεγονός. Στην πραγματικότητα, υπήρχαν πολλές προβλέψεις για μια κρίση –μόνο, όχι για την κρίση που τελικά έφτασε.

Οι μακροοικονομικοί σε όλο τον κόσμο προειδοποιούσαν από καιρό για τις παγκόσμιες ανισορροπίες που απέρρεαν από τα εμπορικά και δημοσιονομικά ελλείμματα των ΗΠΑ και την συσσώρευση αμερικανικού χρέους από την Κίνα, για τα οποία φοβούνταν ότι θα μπορούσαν να προκαλέσουν ρευστοποιήσεις για το δολάριο παγκοσμίως. Ο οικονομολόγος Paul Krugman προειδοποίησε το 2006 [5] για μια «στιγμή Wile E. Coyote», στην οποία οι επενδυτές, αναγνωρίζοντας τα άσχημα θεμελιώδη στοιχεία της αμερικανικής οικονομίας, θα φύγουν ξαφνικά από δολαριακά περιουσιακά στοιχεία, σακατεύοντας την παγκόσμια οικονομία και στέλνοντας τα επιτόκια στον ουρανό.

Αλλά οι καλύτεροι και οι πιο εξυπνότεροι διάβαζαν τα λάθος σημάδια. Όταν ήρθε η κρίση, οι Κινέζοι δεν πώλησαν τα αμερικανικά περιουσιακά στοιχεία. Παρόλο που μείωσαν τις συμμετοχές τους σε επιχειρήσεις χρηματοδοτούμενες από την κυβέρνηση των ΗΠΑ, όπως οι ενυπόθηκοι δανειστές Fannie Mae και Freddie Mac, αύξησαν τις αγορές ομολόγων του αμερικανικού δημοσίου, αρνούμενοι να συμπαραταχθούν με τους Ρώσους σε μια υποτιμητική επιδρομή στο δολάριο. Αντί να πέφτει όπως προβλεπόταν, το δολάριο σημείωσε άνοδο το φθινόπωρο του 2008. Αυτό που αντιμετώπιζαν οι Αρχές των ΗΠΑ δεν ήταν μια σινο-αμερικανική καταστροφή, αλλά μια κατάρρευση του διατλαντικού τραπεζικού συστήματος, μια κρίση του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού.

Και η κρίση ήταν γενική, όχι μόνο αμερικανική, αν και οι Ευρωπαίοι δυσκολεύτηκαν να το πιστέψουν. Όταν το Σαββατοκύριακο 13-14 Σεπτεμβρίου 2008 ο Αμερικανός υπουργός Οικονομικών, Henry Paulson, και άλλοι αξιωματούχοι προσπάθησαν να οργανώσουν την πώληση της χρεοκοπημένης επενδυτικής τράπεζας Lehman Brothers στην βρετανική τράπεζα Barclays, η αντίδραση του Alistair Darling, του Βρετανού υπουργού Οικονομικών, ήταν αποκαλυπτική. Δεν ήθελε, είπε στους Αμερικανούς ομολόγους του, να «εισαγάγει» τον «καρκίνο» των Ηνωμένων Πολιτειών -αυτό παρά το γεγονός ότι οι τράπεζες του ίδιου του Ηνωμένου Βασιλείου σκόνταφταν ήδη γύρω του.

Οι Γάλλοι και οι Γερμανοί δεν ήταν λιγότερο εμφατικοί. Τον Σεπτέμβριο του 2008, καθώς η κρίση ήταν παγκόσμια, ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών, Peer Steinbrück, δήλωσε ότι ήταν «ένα αμερικανικό πρόβλημα» που θα είχε ως αποτέλεσμα «να χάσουν οι Ηνωμένες Πολιτείες την θέση τους ως υπερδύναμη του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος». Ο Γάλλος πρόεδρος, Νικολά Σαρκοζί, ανακοίνωσε ότι το αμερικανικού στιλ «laissez faire» ήταν «τελειωμένο». Για τους Ευρωπαίους, η ιδέα μιας αμερικανικής κρίσης είχε νόημα. Οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν επιτρέψει στον εαυτό τους να απορροφηθούν σε λανθασμένους πολέμους από επιλογή, ενώ αρνούνταν να πληρώσουν για αυτούς. Ζούσαν πολύ πέρα από τα μέσα τους, και η κρίση ήταν η τιμωρία τους. Ωστόσο, οι σίγουρες προβλέψεις ότι αυτό ήταν ένα αμερικανικό πρόβλημα ξεπεράστηκαν γρήγορα από τα γεγονότα. Όχι μόνο οι ευρωπαϊκές τράπεζες συμμετείχαν σε μεγάλο βαθμό στην αμερικανική κρίση των subprime [ενυπόθηκων δανείων χαμηλής εξασφάλισης], αλλά τα επιχειρηματικά μοντέλα τους τις άφησαν να εξαρτώνται απελπιστικά από την δολαριακή χρηματοδότηση. Το αποτέλεσμα ήταν να στείλουν την ήπειρο σε μια οικονομική και πολιτική κρίση από την οποία μόλις τώρα ανακάμπτει.

Ακόμα και σήμερα, οι Αμερικανοί και οι Ευρωπαίοι έχουν πολύ διαφορετικές αναμνήσεις από την οικονομική κρίση. Για πολλούς Αμερικανούς σχολιαστές, στέκεται ως μια στιγμή σε ένα παρατεταμένο τόξο εθνικής παρακμής και ως η προϊστορία της ριζοσπαστικοποίησης του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος. Τον Σεπτέμβριο του 2008, η υπό την ηγεσία των Ρεπουμπλικανών Βουλή των Αντιπροσώπων ψήφισε κατά του σχεδίου της κυβέρνησης Μπους για να σώσει την εθνική οικονομία από την επικείμενη κατάρρευση (αν και ψήφισε ένα παρόμοιο νομοσχέδιο στις αρχές Οκτωβρίου)˙ λίγους μήνες αργότερα, μετά από μια χαμένη εκλογή και σε μια εποχή που 800.000 Αμερικανοί απολύονταν κάθε μήνα, οι Ρεπουμπλικάνοι της Βουλής ψήφισαν σχεδόν ομόφωνα εναντίον του νομοσχεδίου κινήτρων του προέδρου Μπαράκ Ομπάμα. Η κρίση προκάλεσε μια νέα εποχή απόλυτου κομματικού ανταγωνισμού που θα έπληττε την αμερικανική δημοκρατία [6] ως τα θεμέλιά της.

Οι Ευρωπαίοι, εν τω μεταξύ, παραμένουν ικανοποιημένοι με το να αφήνουν τις Ηνωμένες Πολιτείες να φέρουν την ευθύνη. Η Γαλλία και η Γερμανία δεν έχουν ισοδύναμο με το The Big Short -το μπεστ σέλερ βιβλίο (και αργότερα ταινία) που δραματοποίησε τα γεγονότα του 2008 ως μια μόνο αμερικανική σύγκρουση μεταξύ των δυνάμεων του αγελαίου ενστίκτου και του ωμού ατομικισμού, ενσαρκωμένα από ανορθόδοξους κερδοσκόπους που έβλεπαν την κρίση να έρχεται. Οι Γερμανοί δεν μπορούν να αγνοήσουν ότι η Deutsche Bank ήταν ένας σημαντικός παίκτης σε αυτά τα γεγονότα, αλλά μπορούν εύκολα να το υποτιμήσουν, υποστηρίζοντας ότι η τράπεζα εγκατέλειψε την γερμανική ψυχή της. Και ακριβώς όπως οι Ευρωπαίοι επέλεξαν να ξεχάσουν τα δικά τους λάθη, το ίδιο, επίσης, ξέχασαν τι αποκάλυψε η κρίση για την εξάρτηση της Ευρώπης από τις Ηνωμένες Πολιτείες -μια άβολη αλήθεια για τις ευρωπαϊκές ελίτ σε μια εποχή που οι Βρυξέλλες και η Ουάσιγκτον διολισθαίνουν η μια μακριά από την άλλη.

Το Κάτω Μανχάταν κατά την διάρκεια διακοπής ρεύματος, 
τον Οκτώβριο του 2012. EDUARDO MUNOZ / REUTERS

ΜΙΑ ΧΟΥΦΤΑ ΔΟΛΑΡΙΑ

Οι επίμονες αυταπάτες της Ευρώπης ήταν σε πλήρη θέαση σε ένα δελτίο Τύπου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που δημοσιεύθηκε στις 9 Αυγούστου 2017. Σε αυτό, η Επιτροπή ανακοίνωνε ότι η «κρίση δεν ξεκίνησε στην Ευρώπη» και ότι το υποκείμενο πρόβλημα ήταν η «έκθεση σε αγορές subprime υποθηκών στις Ηνωμένες Πολιτείες», η οποία προκάλεσε την βαθιά ευρωπαϊκή ύφεση που ακολούθησε. Οι Βρυξέλλες συνέχισαν για να πιστωθούν την άμβλυνση αυτής της ύφεσης μέσω των «ισχυρών πολιτικών αποφάσεων» των θεσμικών οργάνων της ΕΕ και των κρατών-μελών.

Ο χρόνος δημοσιοποίησης του δελτίου τύπου ήταν σημαντικός. Ήρθε την δέκατη επέτειο αυτού που οι περισσότεροι ειδικοί θεωρούν ότι είναι η αληθινή έναρξη της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης -την 9η Αυγούστου 2007, όταν η γαλλική τράπεζα BNP Paribas ανακοίνωσε ότι παγώνει τρία από τα επενδυτικά της κεφάλαια λόγω της μεταβλητότητας στις αμερικανικές αγορές κινητών αξιών που υποστηρίζονται από περιουσιακά στοιχεία. Αυτή ήταν η πρώτη ένδειξη ότι η κάμψη των τιμών των κατοικιών, η οποία είχε αρχίσει στις αρχές του 2007, θα είχε παγκόσμιες επιπλοκές. Την ίδια ημέρα, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) ήταν αρκετά ανήσυχη για να εισφέρει ρευστότητα 131 δισεκατομμυρίων δολαρίων στο τραπεζικό σύστημα της Ευρώπης.

Η ανάλυση της Επιτροπής για το τι συνέβη το 2007 ήταν αποκαλυπτική. Ας βάλουμε στην άκρη, για μια στιγμή, το γεγονός ότι τα προβλήματα σε μια γαλλική τράπεζα ήταν η ευκαιρία της επετείου, ότι υπήρχαν τεράστια εγχώρια σκασίματα [φούσκας] ακίνητης περιουσίας στην Ιρλανδία και την Ισπανία, και ότι η Ελλάδα και η Ιταλία είχαν συσσωρεύσει επικίνδυνα αποθέματα δικού τους χρέους. Τι ακριβώς εξέθεσε η κατάρρευση των αγορών subprime ενυπόθηκων στεγαστικών δανείων στις ΗΠΑ;

Το ενυπόθηκο σύστημα των Ηνωμένων Πολιτειών ήταν προφανώς χαλασμένο. Ορισμένα από τα δάνεια ήταν εγκληματικά. Και ο σχεδιασμός των ενυπόθηκων χρεογράφων, πολλά από τα οποία κέρδιζαν την υψηλότερη αξιολόγηση ομολόγων με το να συνδυάζουν κακές υποθήκες, ήταν λανθασμένος. Αλλά κανένα από αυτά τα προβλήματα δεν εξηγεί γιατί η κάμψη προκάλεσε μια παγκόσμια τραπεζική κρίση. Εξάλλου, οι επενδυτές έχασαν περισσότερα χρήματα όταν έσκασε η φούσκα των dot-com το 2000 και το 2001, αλλά αυτό δεν έφερε το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα στο χείλος της καταστροφής.

Αυτό που μετέτρεψε το 2008 στην χειρότερη τραπεζική κρίση στην ιστορία ήταν ένα νέο επιχειρηματικό μοντέλο για τις τράπεζες. Παραδοσιακά, οι περισσότερες τράπεζες είχαν χρηματοδοτήσει τις δραστηριότητές τους μέσω τραπεζικών συναλλαγών «λιανικής», στις οποίες οι καταναλωτές δανείζουν χρήματα στις τράπεζες υπό μορφή καταθέσεων, τις οποίες οι τράπεζες χρησιμοποιούν για την χορήγηση δανείων. Ωστόσο, από τις αρχές της δεκαετίας του 1980, οι τράπεζες σε όλον τον κόσμο κινήθηκαν ολοένα και περισσότερο προς την «χονδρική» τραπεζική, χρηματοδοτώντας τις πράξεις τους μέσω μεγάλων βραχυπρόθεσμων δανείων από άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, όπως άλλες τράπεζες και κεφάλαια (funds) της χρηματαγοράς. Το κίνητρο αυτής της μετατόπισης ήταν το κέρδος και η ανταγωνιστική επιβίωση. Η χονδρική χρηματοδότηση έδωσε στις τράπεζες την δυνατότητα να δανειστούν πολύ μεγαλύτερα χρηματικά ποσά από όσα θα μπορούσαν στην αγορά λιανικής, επιτρέποντάς τους να γίνουν πιο μοχλευμένες -και επομένως πιο εκτεθειμένες στον κίνδυνο- από ποτέ άλλοτε.

Αλλά η πραγματική απειλή για την παγκόσμια οικονομία δεν ήταν απλώς ότι οι τράπεζες στις Ηνωμένες Πολιτείες, στην Ευρώπη και, σε κάποιο βαθμό, στην Ρωσία και την Ασία γίνονταν υπερμοχλευμένες˙ ήταν επίσης ότι μεγάλο μέρος της βραχυπρόθεσμης χρηματοδότησης από αυτές τις τράπεζες ενέπλεκε συναλλαγματική αναντιστοιχία. Για να δραστηριοποιηθούν στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι μη αμερικανικές τράπεζες χρειάστηκαν δολάρια, τα οποία έλαβαν από τις χονδρικές αγορές μέσω ποικίλων μεθόδων: Δανεισμός μη εγγυημένων μετρητών από αμερικανικές πηγές, έκδοση εμπορικών εγγράφων (κυρίως βραχυπρόθεσμων IOU) και, κρισίμως, χρησιμοποιώντας αγορές ανταλλαγής νομισμάτων για να λάβουν βραχυπρόθεσμα δάνεια σε δολάρια με αντάλλαγμα τα δικά τους τοπικά νομίσματα, με την υπόσχεση να «ανταλλάξουν» (swap) τα νομίσματα πάλι στο τέλος της διάρκειας του δανείου. Εν ολίγοις, οι ξένες τράπεζες συσσώρευαν μεγάλες υποχρεώσεις που έπρεπε να αποπληρώνονται σε δολάρια. Εάν οι χρηματαγορές από όπου λάμβαναν αυτά τα δολάρια έπαυαν να λειτουργούν, πολλές από τις τράπεζες του κόσμου θα κινδύνευαν αμέσως να χρεοκοπήσουν.

Και στην πραγματικότητα, ακριβώς αυτό συνέβη. Η πρώτη μεγάλη τράπεζα που χρεοκόπησε θεαματικά ήταν ο βρετανικός δανειστής Northern Rock, τον Αύγουστο και Σεπτέμβριο του 2007. Δεν είχε καμία έκθεση σε αμερικανικές υψηλού ρίσκου (χαμηλής εξασφάλισης, subprime) υποθήκες, αλλά το μοντέλο χρηματοδότησής της στηριζόταν συντριπτικά στον χονδρικό δανεισμό από όλον τον κόσμο. Εκείνο που εμπόδισε την πρόσβαση της Northern Rock στην χρηματοδότηση ήταν η ανακοίνωση της BNP Paribas στις 9 Αυγούστου. Αυτό έστειλε ένα μήνυμα στους χονδρεμπόρους ότι κακά περιουσιακά κατείχαν περισσότερες τράπεζες από όσες είχε υπολογίσει κανείς στο παρελθόν. Με την έκταση της μόλυνσης να είναι άγνωστη, ο χονδρικός δανεισμός σταμάτησε. Πέντε ημέρες αργότερα, η Northern Rock ενημέρωσε τις βρετανικές ρυθμιστικές Αρχές ότι θα χρειαζόταν βοήθεια.

Το πάγωμα της χρηματοδότησης των τραπεζών έπληξε γρήγορα το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα, φτάνοντας ακόμη και στην Ρωσία και τη Νότια Κορέα, χώρες απομακρυσμένες από την πανωλεθρία των subprime, αλλά των οποίων οι τράπεζες βασίζονταν στις ίδιες χονδρικές αγορές που τώρα ήταν υπό πίεση. Ο κόσμος ήταν μάρτυρας ενός διεθνικού τραπεζικού πανικού τρισεκατομμυρίων δολαρίων.

Οι άνθρωποι τείνουν να θεωρούν ότι η παγκοσμιοποίηση έχει ως αποτέλεσμα την άνοδο των αναδυόμενων αγορών όπως η Κίνα και η Ινδία [7], και στη μεταποίηση και τα εμπορεύματα αυτές οι χώρες υπήρξαν πράγματι οι κινητήριες δυνάμεις της ανάπτυξης. Αλλά στις αρχές του εικοστού πρώτου αιώνα, η χρηματοοικονομική παγκοσμιοποίηση εξακολουθούσε να περιστρέφεται γύρω από τον διατλαντικό άξονα και ήταν μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ευρώπης που επαπειλείτο η πραγματική καταστροφή. Η Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών εκτιμούσε ότι συνολικά, μέχρι τα τέλη του 2007, οι ευρωπαϊκές τράπεζες θα χρειαζόταν να μαζέψουν κάπου μεταξύ 1 τρισεκατομμυρίου και 1,2 τρισεκατομμυρίων δολαρίων, προκειμένου να καλύψουν τα κενά στους ισολογισμούς μεταξύ ενεργητικού σε δολάρια και χρηματοδότησης σε δολάρια. Στις καλές εποχές, οι τράπεζες αυτές είχαν εύκολη χρηματοδότηση μέσω ανταλλαγής νομισμάτων και χονδρικών αγορών. Τώρα, με τις διατραπεζικές αγορές να στεγνώνουν, ήταν απελπισμένες για δολάρια.

Μέχρι το φθινόπωρο του 2007, αξιωματούχοι στις Ηνωμένες Πολιτείες είχαν αρχίσει να φοβούνται ότι οι ευρωπαϊκές τράπεζες, σε μια ξέφρενη προσπάθεια να κερδίσουν δολάρια για να πληρώσουν τους λογαριασμούς τους, θα ρευστοποιήσουν τα χαρτοφυλάκιά τους σε δολάρια σε μια γιγαντιαία υποτιμημένη πώληση. Και επειδή αυτές οι τράπεζες κατείχαν το 29% όλων των μη εξυπηρετούμενων, υψηλού ρίσκου ενυπόθηκων τίτλων στις Ηνωμένες Πολιτείες, αυτό δεν ήταν μόνο ένα ευρωπαϊκό πρόβλημα. Το εφιαλτικό σενάριο για τους Αμερικανούς ήταν ότι οι ευρωπαϊκές τράπεζες θα εγκατέλειπαν τα δολαριακά περιουσιακά στοιχεία τους, οδηγώντας τις τιμές των ενυπόθηκων χρεογράφων σε κατώτατο σημείο και αναγκάζοντας τις αμερικανικές τράπεζες, οι οποίες κατείχαν ακόμη μεγαλύτερες ποσότητες τέτοιων τίτλων, να αναγνωρίσουν τεράστιες απώλειες, ενεργοποιώντας έναν τραπεζικό πανικό που θα είχε καταβάλλει τις μανιώδεις προσπάθειες των αμερικανικών Αρχών για την αποκατάσταση της σταθερότητας. Ήταν αυτός ο κίνδυνος της ταυτόχρονης κατάρρευσης και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού που έκανε το 2008 την πιο επικίνδυνη κρίση που παρατηρήθηκε ποτέ.

ΚΑΛΩΝΤΑΣ ΤΟΥΣ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑΚΟΥΣ

Με την καταστροφή να επαπειλείται, το ερώτημα μετατράπηκε στο ποια πρέπει να είναι η ανταπόκριση. Το φθινόπωρο του 2008, οι κυβερνήσεις σε όλη την Δύση έσπευσαν να διασώσουν τα προβληματικά χρηματοπιστωτικά τους ιδρύματα. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, η Ουάσιγκτον ήρθε σε βοήθεια της επενδυτικής τράπεζας Bear Stearns, της Fannie Mae και της Freddie Mac και του ασφαλιστικού γίγαντα AIG. Το Ηνωμένο Βασίλειο ουσιαστικά εθνικοποίησε την HBOS, τα Lloyds και την Royal Bank of Scotland. Το Βέλγιο, η Γαλλία, η Γερμανία, η Ιρλανδία και η Ελβετία έλαβαν έκτακτα μέτρα για την διάσωση των δικών τους τραπεζικών τομέων.

Καθώς το πρόβλημα εξαπλώθηκε, ξεκίνησε η διπλωματία της κρίσης. Η εναρκτήρια διάσκεψη κορυφής του G-20 συνήλθε τον Νοέμβριο του 2008, συγκεντρώνοντας αρχηγούς κρατών από αναπτυσσόμενες χώρες όπως η Βραζιλία, η Κίνα και η Ινδία, πέραν εκείνων από τον ανεπτυγμένο κόσμο. Η γέννηση του G-20 αντανακλούσε μια πολυπολική παγκόσμια οικονομία στην οποία οι αναδυόμενες αγορές είχαν νέο βάρος. Ωστόσο, έκανε την προσφυγή σε θεσμούς όπως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, το οποίο πολλές αναπτυσσόμενες χώρες αντιμετώπιζαν με εχθρότητα, όλο και πιο ευαίσθητη. Κανείς στην Ουάσινγκτον δεν ήθελε μια επανάληψη των αντιπαραθέσεων της ασιατικής χρηματοπιστωτικής κρίσης στα τέλη της δεκαετίας του 1990, όταν τα δρακόντεια δάνεια του ΔΝΤ έφτασαν να θεωρούνται από τους αποδέκτες τους ως παραβιάσεις της εθνικής κυριαρχίας.

Στο παρασκήνιο, αξιωματούχοι των ΗΠΑ έβαζαν σε εφαρμογή έναν εναλλακτικό μηχανισμό διάσωσης. Το κεντρικό πρόβλημα ήταν ότι οι τράπεζες του κόσμου χρειάζονται χρηματοδότηση σε δολάρια. Και ο μόνος θεσμός που θα μπορούσε να καλύψει αυτή την ανάγκη ήταν η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ.

Οι αξιωματούχοι της Fed είχαν ήδη αρχίσει να ανησυχούν για τα κενά χρηματοδότησης των ευρωπαϊκών τραπεζών προς το τέλος του 2007. Έως τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους, ο Bernanke και ο Timothy Geithner, τότε πρόεδρος της Federal Reserve Bank της Νέας Υόρκης, είχαν αρχίσει να προσφέρουν ειδικά προγράμματα ρευστότητας στην Wall Street, παρέχοντας στα αμερικανικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα πρόσβαση σε φθηνά μετρητά, με την ελπίδα να σταθεροποιηθούν οι ισολογισμοί τους και να αποφευχθεί μια καταστροφική πώληση χρεογράφων που στηρίζονταν σε υποθήκες. Αμέσως, οι ευρωπαϊκές τράπεζες άρχισαν να βουτάνε σε αυτά τα κεφάλαια. Οι Ευρωπαίοι έλαβαν περισσότερα από τα μισά από τα 3,3 τρισεκατομμύρια δολάρια που προσφέρθηκαν μέσω του Term Auction Facility (Μηχανισμού Προθεσμιακών Δημοπρασιών) της Fed, ο οποίος δημοπράτησε βραχυπρόθεσμα δάνεια χαμηλού επιτοκίου, και το 72% των συμφωνιών που πραγματοποιήθηκαν μέσω της Single-Tranche Open Market Operation (Επιχείρηση Ανοικτής Αγοράς Μιας Δόσης), ένα πρόγραμμα ρευστότητας που διήρκεσε από τον Μάρτιο έως τον Δεκέμβριο του 2008. (Μόνο η Credit Suisse έλαβε το ένα τέταρτο των κεφαλαίων του προγράμματος αυτού).

Για την Fed, το να ενεργεί ως δανειστής εσχάτης καταφυγής σε ξένες τράπεζες ήταν αναμφισβήτητα ασυνήθιστο, αλλά αυτές ήταν απελπιστικές εποχές, και έπρεπε να αποφευχθεί μια ευρωπαϊκή υποτιμητική πώληση (fire sale) των αμερικανικών περιουσιακών στοιχείων με κάθε κόστος. Ωστόσο, καθώς η κρίση εντάθηκε, οι ηγέτες της Fed διαπίστωσαν ότι η απλή παροχή πρόσβασης των ευρωπαϊκών τραπεζών στα προγράμματα ρευστότητας της Wall Street δεν θα ήταν αρκετή. Οι ανάγκες χρηματοδότησής τους ήταν υπερβολικά μεγάλες και δεν είχαν επαρκείς υψηλής ποιότητας εγγυήσεις (collateral) στη Νέα Υόρκη. Έτσι, ο Geithner και η Federal Reserve της Νέας Υόρκης κατέφυγαν σε έναν έμμεσο μηχανισμό για να τους παρέχουν δολάρια, επαναχρησιμοποιώντας ένα μέσον που ήταν ξεχασμένο για πολύ καιρό και είναι γνωστό ως «γραμμή ανταλλαγής ρευστότητας» (liquidity swap line).

Οι πρώτοι που ανταποκρίθηκαν: Ο Henry Paulson και ο Ben Bernanke
 καταθέτουν στην Ουάσινγκτον, τον Ιούλιο του 2008. LARRY DOWNING / REUTERS

Οι γραμμές ανταλλαγής ρευστότητας είναι συμβάσεις μεταξύ δύο κεντρικών τραπεζών, στην προκειμένη περίπτωση της Fed και μιας ξένης κεντρικής τράπεζας, για την προσωρινή ανταλλαγή νομισμάτων: Η Fed παρέχει το αντίστοιχο ποσό με ένα σταθερό ποσό δολαρίων και σε αντάλλαγμα λαμβάνει ένα ισοδύναμο ποσό του τοπικού νομίσματος της συγκεκριμένης τράπεζας. (Η ξένη κεντρική τράπεζα καταβάλλει επίσης οριακό τόκο στην Fed). Οι γραμμές ανταλλαγής ρευστότητας χρησιμοποιήθηκαν εκτενώς στην δεκαετία του 1960 για να αντιμετωπιστούν οι εντάσεις στο σύστημα του Bretton Woods -το οποίο, με το να αναγκάζει τις χώρες να υποστηρίζουν τα χρήματά τους με χρυσό, οδήγησε σε συχνές νομισματικές ανισορροπίες- αλλά έκτοτε περιορίστηκαν σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, όπως όταν χρησιμοποιήθηκαν για να βοηθήσουν την Τράπεζα του Μεξικού κατά την διάρκεια της κρίσης του πέσο της περιόδου 1994-95 [8]. Η αναβίωση των γραμμών ανταλλαγής ρευστότητας το 2007-8 εξασφάλισε ότι δεν θα υπήρχαν επικίνδυνες αιχμές στο κόστος χρηματοδότησης σημαντικών τραπεζών της Ασίας, της Ευρώπης και της Λατινικής Αμερικής. Εάν η διατραπεζική χρηματοδότηση γινόταν πολύ σφιχτή, το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα θα λάμβανε δολάρια απευθείας από την Fed.

Οι κυριότεροι ωφελημένοι των γραμμών ανταλλαγής ήταν οι κεντρικές τράπεζες της Ιαπωνίας, της Ευρώπης και των μεγάλων αναδυόμενων χωρών, οι οποίες τώρα μπορούσαν να πάρουν δολάρια από την Fed για να τα περάσουν στις δικές τους τράπεζες που πάλευαν [να επιβιώσουν]. Η Fed εισήγαγε τις γραμμές ανταλλαγής ρευστότητας τον Δεκέμβριο του 2007, και γρήγορα ανέβηκαν στο επιτρεπόμενο όριο των 620 δισ. δολαρίων. Στις 13 Οκτωβρίου 2008 ήταν χωρίς όριο, δίνοντας στις μεγάλες ξένες κεντρικές τράπεζες απεριόριστα δικαιώματα λήψης δολαρίων. Μέχρι τον Δεκέμβριο του 2008, οι γραμμές ανταλλαγής ήταν το μοναδικό μεγαλύτερο σημαντικό στοιχείο στον ισολογισμό της Fed. Οι γραμμές ανταλλαγής λειτουργούσαν με διάφορους όρους, που κυμαίνονται από τη μια μέρα στην άλλη (overnight) μέχρι και τρεις μήνες. Αν και, για λόγους λογιστικής, τυποποιήθηκαν σε προθεσμία 28 ημερών, μεταξύ Δεκεμβρίου 2007 και Αυγούστου 2010, η Fed παρείχε στους ομολόγους της στην Ασία, την Ευρώπη και την Λατινική Αμερική ρευστοποίηση λίγο λιγότερη των 4,5 τρισεκατομμυρίων δολαρίων, εκ των οποίων μόνο η ΕΚΤ πήρε 2,5 τρισεκατομμύρια δολάρια. Το γεγονός ότι το τεράστιο χάσμα χρηματοδότησης των ευρωπαϊκών τραπεζών δεν κλιμακώθηκε σε μια πλήρη διατλαντική χρηματοπιστωτική κρίση οφείλεται σε μεγάλο βαθμό σε αυτές τις γραμμές ανταλλαγής.

Παρότι οι γραμμές ανταλλαγής θα μπορούσαν να απορριφθούν ως τεχνικές εσωτερικές συμφωνίες μεταξύ των κεντρικών τραπεζών, αντιπροσώπευσαν μια θεμελιώδη μεταμόρφωση του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος. Οι κεντρικές τράπεζες του πλανήτη έγιναν ουσιαστικά υπεράκτια τμήματα της Fed, αγωγοί για οποιαδήποτε δολαριακή ρευστότητα απαιτούσε το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Η Fed, δηλαδή, έγινε ένας παγκόσμιος δανειστής της έσχατης καταφυγής. Ενώ πριν από το 2008 πολλοί ανέμεναν ένα επικείμενο ξεπούλημα του δολαρίου, η κρίση κατέληξε να επιβεβαιώνει την κεντρική θέση της Fed στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Και με την επιτυχή διαχείριση της κρίσης, η Fed ενίσχυσε την ελκυστικότητα του δολαρίου ως το εμπορικό νόμισμα του κόσμου.

Όμως, κατά την καθιέρωση του συστήματος swap-line, η Fed επιβεβαίωσε επίσης μια ιεραρχία των κεντρικών τραπεζών. Το σύστημα περιλάμβανε τις προφανείς ευρωπαϊκές κεντρικές τράπεζες, όπως η ΕΚΤ, η Τράπεζα της Αγγλίας και η Ελβετική Εθνική Τράπεζα, καθώς και εκείνες του Καναδά και της Ιαπωνίας. Περιλάμβανε, όμως, επίσης τις κεντρικές τράπεζες μεγάλων χρηματοπιστωτικών κέντρων των αναδυόμενων αγορών, όπως η Βραζιλία, το Μεξικό, η Σιγκαπούρη και η Νότια Κορέα. Αυτές ήταν μέσα˙ οι αντίστοιχες της Κίνας, της Ινδίας και της Ρωσίας δεν ήταν. Οι βετεράνοι του προγράμματος γραμμών ανταλλαγής στην Fed, που μου μίλησαν υπό την προϋπόθεση της ανωνυμίας, παραδέχτηκαν ότι γνώριζαν ότι με το ξετύλιγμά του εκτρέπονταν σε γεωπολιτικό έδαφος. Συγκέντρωσαν προσεκτικά έναν κατάλογο 14 κεντρικών τραπεζών που ήταν να συμμετέχουν στο πρόγραμμα, οι οποίες έπρεπε να εγκριθούν από το Υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ και το Υπουργείο Εξωτερικών. Τα πρακτικά της Fed από την συνεδρίαση της Ομοσπονδιακής Επιτροπής Ανοικτής Αγοράς (Federal Open Market Committee) στις 29 Οκτωβρίου 2008 καταγράφουν ότι τουλάχιστον δύο αιτούντες απορρίφθηκαν, αλλά τα ονόματά τους απεκρύβησαν. Δεν ήταν όλοι αρκετά σημαντικοί -ή επαρκώς πολιτικά και οικονομικά ευθυγραμμισμένοι με τις Ηνωμένες Πολιτείες- για να πληρούν τις προϋποθέσεις.

Το σύστημα swap-line δεν ήταν μυστικό αλλά, επίσης, ούτε διαλαλήθηκε. Αυτή δεν ήταν μια εποχή [του τύπου] Προγράμματος Marshall και οι αξιωματούχοι των ΗΠΑ δεν είχαν καμία επιθυμία να δημοσιοποιήσουν το γεγονός ότι έρχονταν προς διάσωση του κόσμου. Η αδυναμία των μεγα-τραπεζών της Ευρώπης να εμφανιστούν με τα τρισεκατομμύρια δολάρια που χρωστούσαν, έθετε έναν τέτοιο κίνδυνο για την οικονομία των ΗΠΑ που το να μην κάνουν τίποτα, απλώς, δεν ήταν μια επιλογή. Έτσι, διακριτικά, η Fed προσέφερε στους Ευρωπαίους ένα χέρι βοήθειας.

Οι γραμμές ανταλλαγής ρευστότητας υποχώρησαν ραγδαία το 2009, καθώς οι ιδιωτικές πιστωτικές αγορές άρχισαν να ανακάμπτουν. Οι πλήρεις λεπτομέρειες των προγραμμάτων ρευστότητας δεν κοινοποιήθηκαν παρά το 2011, όταν το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ διέταξε την Fed να δημοσιοποιήσει τα δεδομένα σε δημοσιογράφους από το Bloomberg. Υπήρχε ένας καλός λόγος για τη μυστικότητα: Οι κεντρικές τράπεζες δεν επιθυμούν να στιγματίζουν τους δανειολήπτες που κάνουν χρήση της υποστήριξης όταν την χρειάζονται, και το να ανακοινωθεί ότι οι σημαντικότερες κεντρικές τράπεζες του κόσμου ήταν απελπισμένες για χρηματοδότηση σε δολάρια θα μπορούσε να τρομάξει τις διεθνείς αγορές. Το αποτέλεσμα, ωστόσο, είναι ότι οι ενέργειες της Fed για να σώσει το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα έχουν σε μεγάλο βαθμό ξεχαστεί. Μια άνευ προηγουμένου παρέμβαση, ουσιαστικά εξαφανίστηκε μέσα σε ένα κενό μνήμης.

Η ΦΩΤΙΑ ΤΗΝ ΕΠΟΜΕΝΗ ΦΟΡΑ

Σήμερα, οι γραμμές ανταλλαγής είναι ένα σκοτεινό μέρος της αφήγησης στις Ηνωμένες Πολιτείες˙ στην Ευρώπη, έχουν ξεχαστεί εντελώς. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είναι ελεύθερη να προωθεί την ιστορία της ότι ήταν η άμεση δράση από τις ευρωπαϊκές Αρχές που έσωσαν την Ευρώπη από μια κρίση που έγινε στις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι ευρωπαϊκές τράπεζες, όπως η Barclays και η Deutsche Bank, μπορούν με υπερηφάνεια να διακηρύττουν ότι, αντίθετα με τους Αμερικανούς ομολόγους τους, πέρασαν από την κρίση χωρίς κρατική βοήθεια, παρά το γεγονός ότι έλαβαν εκατοντάδες δισεκατομμύρια δολάρια σε ρευστότητα από την Fed. Παρόλο που τέτοιες απεικονίσεις είναι βαθιά παραπλανητικές, αποκαλύπτουν πολλά σχετικά με την κατάσταση των διατλαντικών σχέσεων στις αρχές του 21ου αιώνα. Οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρώπη παραμένουν μαζικά αλληλεξαρτώμενες, αλλά δεν έχουν μια κοινή ιστορία για να κολλήσουν την σχέση μαζί.

Επομένως, το έτος 2008 μπορεί να θεωρηθεί ως μια στιγμή μετάβασης. Από τη μια πλευρά, σηματοδότησε μια παγκόσμια κρίση του 21ου αιώνα. Από την άλλη πλευρά, η διαχείριση αυτής της κρίσης στηρίχθηκε σε δίκτυα αλληλεξάρτησης που διαμορφώθηκαν από την ιστορία των διατλαντικών σχέσεων του 20ου αιώνα -δίκτυα που ήταν βαθιά αλλά που οι ηγέτες και στις δύο πλευρές του χάσματος φαίνονται τώρα πρόθυμοι να αφήσουν πίσω τους.

Ποιες είναι οι συνέπειες για το μέλλον; Πολλοί προέβλεπαν ότι, ως επακόλουθο της κρίσης, το δολάριο θα έχανε την ιδιότητα του κορυφαίου νομίσματος παγκοσμίως, αλλά συνέβη το αντίθετο. Σύμφωνα με τα στοιχεία που συνέταξαν οι οικονομολόγοι Ethan Ilzetzki, Carmen Reinhart και Kenneth Rogoff, σήμερα το δολάριο είναι το νόμισμα-άγκυρα (anchor currency) -το πρότυπο έναντι του οποίου τα άλλα νομίσματα είναι συνδεδεμένα- για χώρες που αντιπροσωπεύουν περίπου το 70% του παγκόσμιου ΑΕΠ, ανεβασμένο από περίπου 60% στην στροφή της χιλιετίας. Ήταν η ευρωπαϊκή, όχι η αμερικανική, χρηματοδότηση που υποχώρησε. Τα γεγονότα του 2008 άφησαν τις ευρωπαϊκές τράπεζες σε αποδυναμωμένη θέση και έκτοτε επανειλημμένα έψαχναν για υποστήριξη από την Ουάσινγκτον. Όταν η κρίση της ευρωζώνης ήταν στην κορύφωσή της [9], το 2010, η Fed άνοιξε εκ νέου τις γραμμές ανταλλαγής και τον Νοέμβριο του 2013, έγιναν μόνιμες.

Την ίδια στιγμή που η Fed υποστήριζε τις ευρωπαϊκές τράπεζες κατά την διάρκεια της κρίσης, οι ρυθμιστικές Αρχές των ΗΠΑ άρχισαν να έχουν ολοένα και πιο αμυδρή εικόνα για την σταθερότητά τους. Κατά την διάρκεια των διαπραγματεύσεων στην Επιτροπή Βασιλείας για την Τραπεζική Εποπτεία (Basel Committee on Banking Supervision) καθ’ όλο το 2010, αξιωματούχοι των ΗΠΑ και της Ευρώπης συγκρούστηκαν σχετικά με την αυστηροποίηση των τραπεζικών κανόνων και των κεφαλαιακών απαιτήσεων. Και αφότου ο Ομπάμα έκανε νόμο τις οικονομικές ρυθμίσεις Dodd-Frank τον Ιούλιο του ίδιου έτους, οι ρυθμιστικές Αρχές των ΗΠΑ άρχισαν να χρησιμοποιούν τις διατάξεις του νόμου για να αναγκάσουν τις ευρωπαϊκές τράπεζες στις Ηνωμένες Πολιτείες είτε να συμμορφωθούν με τα αυστηρότερα πρότυπα είτε να βγουν από την αγορά των ΗΠΑ.

Η τελική έκβαση της κρίσης ήταν έτσι μια χαλάρωση της εξαιρετικά στενής σύνδεσης μεταξύ των ΗΠΑ και των ευρωπαϊκών οικονομικών που χαρακτήριζε την δεκαετία του 1990 και τα πρώτα χρόνια αυτού του αιώνα. Μεταξύ του 2009 και του 2017, οι ξένες αξιώσεις των τραπεζών ως ποσοστό του παγκόσμιου ΑΕΠ –μια χονδρική αναλογία με την οικονομική παγκοσμιοποίηση- μειώθηκαν κατά περίπου 22 ποσοστιαίες μονάδες ή περίπου 9,5 τρισεκατομμύρια δολάρια. Το σύνολο αυτής της μείωσης οφείλεται στις ευρωπαϊκές τράπεζες, με μεγάλο μέρος του οποίου να έρχεται το 2009 μέσω της κατάρρευσης των ευρωπαϊκών απαιτήσεων στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η απόφαση της Deutsche Bank τον Απρίλιο του 2018 να μειώσει την παρουσία της στην Wall Street ήταν ένα καθυστερημένο παράδειγμα αυτής της ευρύτερης ευρωπαϊκής υποχώρησης.

Ταυτόχρονα με την περίοδο που η ευρωπαϊκή χρηματοδότηση αποπαγκοσμιοποιείτο, οι αναδυόμενες αγορές ανέλαβαν κεντρική θέση. Η φθηνή χρηματοδότηση σε δολάρια που ενεργοποιήθηκε από την πολιτική χαμηλών επιτοκίων της Fed έχει τραβήξει τις αναδυόμενες αγορές σε μια βαθιά εμπλοκή με το αμερικανικό χρηματοπιστωτικό σύστημα. Μέχρι το 2015, οι επιχειρήσεις της Κίνας είχαν δανειστεί πάνω από 1,7 τρισεκατομμύρια δολάρια σε ξένο νόμισμα, το μεγαλύτερο μέρος του οποίου [είναι εκφρασμένο] σε δολάρια, για να τροφοδοτήσουν την έντονη ανάγκη τους για επενδυτική χρηματοδότηση. Αυτό είναι κερδοφόρο για όλους τους εμπλεκόμενους και θεωρείται ευρέως ως προάγγελος της ενσωμάτωσης της Κίνας στην διεθνή οικονομία˙ αλλά με αυτή τη νέα εξέλιξη έρχονται και νέοι κίνδυνοι. Οι ενέργειες της Fed για την διαχείριση της κρίσης του 2008 υποστηρίχθηκαν από τα υπολείμματα μιας διατλαντικής σχέσης που χρονολογείται από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου˙ δεδομένου του σημερινού ξεφτίσματος των διατλαντικών σχέσεων, είναι ένα ανοιχτό το ερώτημα το εάν θα μπορέσει να επαναλάβει τις προσπάθειές της σε πραγματικά παγκόσμια κλίμακα όταν έρθει η επόμενη κρίση.

Ούτε είναι σαφές ότι η Fed θα έχει το ίδιο πολιτικό περιθώριο όπως και το 2008. Όταν ρωτήθηκε για την πολιτική των γραμμών ανταλλαγής τότε, ένας βετεράνος της Fed που μου μίλησε υπό την προϋπόθεση της ανωνυμίας παρατήρησε ότι ήταν σαν οι κεντρικοί τραπεζίτες ανά τον κόσμο να είχαν έναν άγγελο φύλακα που τους παρακολουθούσε στο Καπιτώλιο. Κάποιοι νομοθέτες κατανόησαν σαφώς τι συνέβαινε, αλλά δεν ερωτήθηκαν άχρηστες και ενδεχομένως εμπρηστικές ερωτήσεις, όπως το ποιος θα επωφεληθεί τελικά από τα δισεκατομμύρια δολάρια που εγχέονταν μέσω των γραμμών ανταλλαγής. Η Fed είχε carte blanche [το «ελευθέρας»] για να κάνει ό, τι ήταν απαραίτητο. Δεδομένου αυτού που έκτοτε προέκυψε σχετικά με το μέγεθος των ενεργειών της, της μετατόπισης του πολιτικού κλίματος στις Ηνωμένες Πολιτείες και της πιθανότητας ότι η επόμενη κρίση θα είναι στις αναδυόμενες αγορές, και πολύ πιθανόν στην Κίνα, μπορεί να χρειαστεί κάτι περισσότερο από ένας φύλακας-άγγελος για να σώσει την παγκόσμια οικονομία την επόμενη φορά.

Στα αγγλικά:  

Σύνδεσμοι:

*Το δοκίμιο αυτό έχει δημοσιευθεί στο τεύχος 57 (Απριλίου - Μαΐου 2019) του Foreign Affairs The Hellenic Edition.

 By Adam Tooze
O ADAM TOOZE είναι καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια στην έδρα Kathryn και Shelby Cullom Davis, όπου διευθύνει το Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο, και ο συγγραφέας του βιβλίου με τίτλο ''Crashed: How a Decade of Financial Crises Changed the World''

8/7/2019