Από έναν «πολιτισμό συνόρων» στα «σύνορα των πολιτισμών». Τα σύνορα της τουρκικής καρδιάς και το κατασκεύασμα της Βόρειας Μακεδονίας*.


 Από έναν «πολιτισμό συνόρων» στα «σύνορα των πολιτισμών».
Τα σύνορα της τουρκικής καρδιάς και το κατασκεύασμα της Βόρειας Μακεδονίας*.

Η γενική πολιτισμική κατηγορία του «χαλιφάτου» είναι ακόμη «ζωντανή» ως ιδεατό σχέδιο στις καρδιές και τους εγκεφάλους πολλών Τούρκων πολιτών, αν και στην πράξη ζουν σε ένα κοσμικό κράτος, δεσμευμένο σε διεθνείς ιδεολογικούς περιορισμούς με σημείο αναφοράς το φορτίο νοημάτων, θεσμών και πρακτικών που εν συντομία αποκαλείται Δυτικός πολιτισμός.

Οι επίκαιρες συζητήσεις για την επεκτατικότητα της σύγχρονης Τουρκίας ή τον εθνικιστικό φανατισμό στην Βόρεια Μακεδονία αναδεικνύουν την ευρύτητα χρήσης και κατάχρησης της έννοιας των συνόρων. Τα τελευταία δύνανται να αποτελέσουν συγχρόνως όχι μόνο εγγυήσεις του διεθνούς δικαίου στο πλαίσιο της νομιμότητας και αλληλο-αναγνώρισης των εθνών-κρατών ή διαύλους εμπορίου και οικονομικής μεγέθυνσης υπό την οπτική των διεθνών επενδύσεων και της παγκόσμιας ανάπτυξης, αλλά και εργαλεία προπαγάνδας, διεκδίκησης και σύγκρουσης των λαών. Η διαχείρισή τους μπορεί ακόμη να λάβει γραφικές έως και χιουμοριστικές διαστάσεις. Υπάρχει για παράδειγμα μια χαρακτηριστική αλλά γενικότερα άγνωστη συνοριογραμμή μεταξύ της Ολλανδίας και της Γαλλίας στο νησί του Αγίου Μαρτίνου στην Καραϊβική. Κατά ειρωνικό τρόπο, η γραμμή αυτή χαράχθηκε το 1648, οπότε υπογράφηκε και η Συνθήκη της Βεστφαλίας, αποτέλεσμα της οποίας θεωρείται η καθιέρωση των εθνών-κρατών μαζί με επακόλουθα θεσμικά μέσα για την εδραίωση της παγκόσμια τάξης και ασφάλειας.

Η παράδοση, λοιπόν, περιγράφει ότι Γάλλοι και Ολλανδοί, αποφεύγοντας τις αψιμαχίες, διέταξαν έναν στρατιώτη από κάθε στρατόπεδο να τρέξει προς την ενδοχώρα, ο Γάλλος ξεκινώντας από βόρεια και ο Ολλανδός από νότια. Κάπου συναντήθηκαν κι εκεί συνέπηξαν τα σύνορά τους. Λέγεται, μάλιστα, ότι ο Ολλανδός αργοπόρησε, καθώς πραγματοποίησε μερικές στάσεις περισσότερες για να δοκιμάσει το ρούμι που οι ντόπιοι του προσέφεραν, κι ως εκ τούτου η Γαλλία κατέχει σήμερα περισσότερη έκταση από εκείνη της Ολλανδίας [1]. Στην αντίπερα όχθη αυτής της λογικής, αναδεικνύοντας το πολυδιάστατο των συνόρων και της αντίληψής τους, ο νομπελίστας Carlos Fuentes [2] απέδωσε στην αμερικανο-μεξικανική συνοριογραμμή μια από τις πιο συγκινητικές περιγραφές στο πλαίσιο της σχετικής φιλολογίας. Την αποκάλεσε «ουλή» στο πρόσωπο της Αμερικής, που πρέπει να πασχίζουμε να γιάνει και να μην ξανα-αιμορραγήσει …

ΟΙ ΑΞΟΝΕΣ ΤΩΝ ΓΕΩΣΤΡΑΤΗΓΙΚΩΝ ΑΛΛΑΓΩΝ

Το παρόν δοκίμιο διερευνά τις πρόσφατες εξελίξεις στις διεθνείς σχέσεις και την σημασία τους για την έννοια και τη χάραξη των συνόρων στον οικείο επιστημονικό χώρο. Από τη μια πλευρά, η περίφημη προσέγγιση περί «σύγκρουσης των πολιτισμών» προϋποθέτει «νοητές» γραμμές συνόρων που ενώνουν/χωρίζουν τους εκπορευόμενους κυρίως από διαφορετικούς λαούς και θρησκείες πολιτισμούς, συχνά αμφισβητώντας τα επίσημα επί χάρτου εδαφικά όρια. Από την άλλη, η αύξηση του εθνικισμού και, ενδεχομένως, η ολική επαναφορά ενός ιδιότυπου προστατευτικού συντηρητισμού στην ενδοχώρα της άλλοτε απεριόριστα φιλελεύθερης Δύσης, επιβεβαιώνουν την αδήριτη υπεροχή των εδαφικών συνόρων ως πρώτης ύλης για την κατανόηση των ιδεών που κινητοποιούν τόσο τους διεθνολόγους όσο και τους στρατηγούς ή τους διπλωμάτες.

Επιχειρώντας μια σχηματική απεικόνιση των εν λόγω εξελίξεων που διατρέχουν τις τελευταίες δεκαετίες μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, θα μπορούσαμε συνοπτικά να διακρίνουμε έναν άξονα γεω-στρατηγικών αλλαγών ο οποίος περιστρέφεται γύρω από το σενάριο της παγκοσμιοποίησης και των «ανοικτών συνόρων», άλλον ένα άξονα που προτάσσει προστατευτικά τα δικαιώματα των εθνών-κρατών, «κλείνοντας» ποικιλότροπα τα σύνορα, συντηρώντας ιστορικά και νομικά κεκτημένα, καθώς κι έναν τρίτο που δυναμικά «ανοίγει» συνοριακά θέματα, μαζί και αντίστοιχους ασκούς του Αιόλου, συνήθως επιδιώκοντας, με βάση τις πολιτισμικές διαφορές των κρατών, τη χωρική επέκτασή τους. Στο πλαίσιο ανάλυσης του τελευταίου, αναζητούμε προεκτάσεις όχι μόνο σε παγκόσμιο, αλλά και σε περιφερειακό και σε διακρατικό επίπεδο, τις οποίες μάλιστα ανιχνεύουμε ως εφαρμοσμένες σε περιπτώσεις στενού ελληνικού ενδιαφέροντος, όπως είναι οι γεωπολιτικές εξελίξεις στην Τουρκία και περί τη νεόκοπη ονομασία της Βόρειας Μακεδονίας. Οι τρεις ετούτοι άξονες αλληλεπιδρούν ή/και αντιδρούν ο ένας απέναντι στον άλλο, χωρίς, ωστόσο, να διακρίνεται προς το παρόν η έκβαση της πράγματι δυναμικής και διαλεκτικής αλληλοπεριχώρησής τους. 

Σχήμα 1. Μεταψυχροπολεμικά, στην συζήτηση για την παγκόσμια πολιτική κυριαρχεί η διαλεκτική θεωρητικών υποδειγμάτων με άμεσο αντίκτυπο στην σημασία και την διαχείριση των διεθνών συνόρων.


«ΑΝΟΙΞΤΕ ΤΑ ΣΥΝΟΡΑ»: Ο ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Ο ΜΑΖΙΚΟΣ ΕΚΔΗΜΟΚΡΑΤΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

Κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, το κύριο μέλημα των Δυτικών κυβερνήσεων αλλά και εν γένει των θεωρητικών στις Διεθνείς Σχέσεις ήταν να αποτρέψουν έναν πυρηνικό πόλεμο και οποιαδήποτε συμβατική σύγκρουση που θα μπορούσε να κλιμακωθεί σε πυρηνικό επίπεδο. Υπήρξαν πολλές διαφωνίες, αλλά προσαρμόσθηκαν στο ολοκληρωμένο πλαίσιο που βασίσθηκε κυρίως στο διεθνές σύστημα ενός διπολικού κόσμου. Σύμφωνα με τον S.M. Walt, ο ρεαλισμός και ο νεορεαλισμός κυριαρχούσαν στην θεωρία των Διεθνών Σχέσεων, καθόσον υφίστατο η ανάγκη να ερμηνευθούν τα χαρακτηριστικά της σύγκρουσης μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων [3].

Στα χρόνια, ωστόσο, που ακολούθησαν τον ψυχρό πόλεμο, στην συζήτηση για την παγκόσμια πολιτική κυριάρχησε μια μεταβολή υποδειγμάτων. Τα υποδείγματα παρέχουν την απαραίτητη βάση για την θεωρία, ένα ολοκληρωμένο δηλαδή πλαίσιο για τον προσδιορισμό των μεταβλητών γύρω από τις οποίες θα αναπτυχθούν αναλύσεις και πολιτικές. Σε αυτήν την γραμμή θα μπορούσαμε, για παράδειγμα, να θεωρήσουμε ως μεταβολή του υποδείγματος τον μετασχηματισμό, όπως περιγράφει ο J. Mearsheimer, ενός πρώην διπολικού συστήματος, δύο υπερδυνάμεων μαζί με τους εκατέρωθεν συμμάχους και τους «ουδέτερους», σε έναν κόσμο μονοπολικό ή, κατά μια άλλη ερμηνεία, σε πολλαπλότητα ή πολύ-πολικότητα ισχυρών δυνάμεων και παραγόντων [4].

Ο θρίαμβος της λεγόμενης Δυτικού τύπου κοινοβουλευτικής δημοκρατίας ενθάρρυνε μια φιλελεύθερη οικονομική τάξη υπό την ηγεσία των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής (ΗΠΑ), η οποία χαρακτηρίζεται από την παγκοσμιοποίηση στην ροή των διεθνών κεφαλαίων. Στο επίκεντρο αυτής της τάξης βρέθηκε το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), η Παγκόσμια Τράπεζα, καθώς και η Γενική Συμφωνία Δασμών και Εμπορίου (GATT), η οποία το 1995 μετονομάσθηκε σε Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (ΠΟΕ). Το κίνητρο για την ίδρυση τέτοιων θεσμών ήταν η φιλοδοξία ότι οι «ανοικτές» αγορές θα οδηγούσαν σε «ανοικτές» κοινωνίες, ενώ η μείωση της κυβερνητικής παρέμβασης θα ενίσχυε την παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη. Ιδιαίτερα κατά την δεκαετία του ΄90, έντονα κυριάρχησε η πεποίθηση ότι μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης ένας μαζικός εκδημοκρατισμός του κόσμου δεν θα μπορούσε να είναι τίποτε άλλο παρά εύλογος και κατά κάποιον τρόπο αναπόφευκτος.

Αργότερα, οι φιλελεύθερες ιδέες αναπτύχθηκαν περαιτέρω, συμπεριλαμβανομένης της ιδέας ότι οι κυβερνήσεις που καταπιέζουν τους λαούς τους ή/και προκαλούν με επιθετικότητα τους γείτονές τους δεν πρέπει να απολαμβάνουν ανεξέλεγκτη κυριαρχία και κυβερνητική αυτοδιάθεση. Μια αντανάκλαση αυτής της νεογέννητης έννοιας, γνωστής διεθνώς ως «Washington Consensus», ήταν το ίδιο το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο (ΔΠΔ, International Criminal Court – ICC), του οποίου ο ρόλος από το 1998 είναι να εκτιμήσει σε ποιο βαθμό επικρατούν οι λεγόμενες ανθρωπιστικές αρχές και αξίες, αλλά και να εξετάσει την ανάγκη για δικαιοσύνη σε βάρος μέρους της κρατικής αυτοδιάθεσης και κυριαρχίας. Είναι αξιοσημείωτο, εντούτοις, ότι δύο δεκαετίες αργότερα, η σημερινή κυβέρνηση των ΗΠΑ επικρίνει σοβαρά τον ρόλο του ΔΠΔ, ιδιαίτερα αφότου το τελευταίο εκκίνησε πρόσφατα έρευνες εναντίον Αμερικανών πολιτών.

Ιδιαίτερα κατά την πρώτη δεκαετία της νέας χιλιετίας, το δόγμα του «φιλελεύθερου παρεμβατισμού» εδραιώθηκε ευρύτερα. Δεδομένου πια του «φαινομένου της πεταλούδας» κατά πλάτος ενός κόσμου κατακερματισμένου σε αλληλεξαρτώμενα κομμάτια, «όπου ένα φτάρνισμα στην Κίνα μπορεί να προκαλέσει σεισμό στη Νότια Αμερική…», η «αρχή της μη παρεμβατικότητας» περιορίστηκε, ενάντια στο πάλαι ποτέ Δόγμα Μονρόε, και δη στο όνομα του ανθρωπισμού. Το 2005, η Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών δήλωσε πως έχει «ευθύνη να προστατεύσει» την αντίληψη ότι, όταν συμβαίνουν φρικαλεότητες, δεν δύναται αυτές να αγνοηθούν από πολίτες, οργανώσεις ή κυβερνήσεις ανά τον κόσμο. Σε αντίθετη περίπτωση, όλοι οι αποστασιοποιημένοι και μη παρεμβαίνοντες διεθνείς παράγοντες και γείτονες μοιράζονται την ευθύνη για τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και για τα θύματα που αντίστοιχα υποφέρουν.

Η φιλελεύθερη διεθνής τάξη περιορίζει τις ελευθερίες που απολαμβάνουν οι θεμελιώδεις αρχές της κυριαρχίας εθνών-κρατών, κατά την Συνθήκη της Βεστφαλίας, οι εθνικές υποθέσεις διέρχονται μια περίοδο εξωτερίκευσης και διεξοδικής εξέτασης, το διεθνές δίκαιο προηγείται του εθνικού, ενώ δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Δύση διαθέτει την «τεχνογνωσία» για την εφαρμογή των ανθρώπινων δικαιωμάτων και, ως εκ τούτου, πρέπει να εξαπλώσει με ιεραποστολικό τρόπο τον λόγο της ειρήνης και της σταθερότητας σε σχέση με τις οικουμενικές αξίες που τηρούν τα Δυτικά πρότυπα σκέψης και πράξης.

Οι μεταψυχροπολεμικές εξελίξεις στην θεώρηση των διεθνών σχέσεων εκφράστηκαν και περαιτέρω καλλιεργήθηκαν από την ευρεία αποδοχή που έλαβε η κονστρουκτιβιστική ανάλυση, προβάλλοντας μια εναλλακτική, κριτική όσο και ολιστική ανάγνωση των διεθνών δρώμενων, στον αντίποδα του ρεαλισμού και των εκδοχών του. Ο κονστρουκτιβισμός, για παράδειγμα, προσέφερε απαντήσεις, συμβάλλοντας σημαντικά στην ερμηνεία περί τις πολυεπίπεδες συνέπειες της διεθνούς τρομοκρατίας σε βάρος της Δύσης, καθώς σαρώνει βαθιά τις υποκείμενες ιδεολογίες, τις ταυτότητες, τα μέσα με τα οποία που οι άνθρωποι πείθονται και παρακινούνται να αναλάβουν δράση με τον τρόπο που υποκειμενικά θεωρούν νομιμοποιημένο.

Η δημιουργία μιας Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι ένα άλλο δημοφιλές θέμα στις μελέτες του κονστρουκτιβισμού, υποδεικνύοντας πώς οι πολιτισμικές κοινότητες διευκολύνουν την διέλευση των συνόρων, τις αμοιβαίες δεσμεύσεις και ανταλλαγές μεταξύ των κυρίαρχων κρατών, τα οποία είναι πρόθυμα να παραιτηθούν από ένα ποσοστό αυτονομίας, προκειμένου να ακολουθήσουν ένα πολιτικό όραμα βασισμένο στην πολλαπλασιαστική ισχύ μιας προοπτικής ενοποίησης. Με έναν τόνο δραματοποίησης, η κεντρική ιδέα είναι ότι ο πόλεμος ανάμεσα στην αρετή και τις δυνάμεις του κακού, μαζί με την αφοσίωση των σοφών λογίων αλλά και των δημιουργικών επιχειρηματιών, μπορεί να αλλάξει τον κόσμο προς μια κατεύθυνση ειρήνης, σταθερότητας και ευημερίας [5]. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο κονστρουκτιβισμός θεωρήθηκε ως «επικαιροποίηση» του ιδεαλισμού, όντας συμβατός με θεσμούς, ακτιβιστές και κοινωνικά κινήματα, όπως η Διεθνής Αμνηστία, το Human Rights Watch, η Διεθνής Εκστρατεία για την απαγόρευση των ναρκοπεδίων και πολλές άλλες συναφείς μη κυβερνητικές οργανώσεις (ΜΚΟ), μη εξαιρούμενης της συμβολής της ΕΕ σε συνεργασίες με τα Ηνωμένα Έθνη για την προστασία των ανθρώπινων δικαιωμάτων.

«ΚΛΕΙΣΤΕ ΤΑ ΣΥΝΟΡΑ»: Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗΝ ΚΟΥΛΤΟΥΡΑ 
ΤΩΝ ΣΥΝΟΡΩΝ, ΚΑΙ ΟΙ ΥΠΕΡΒΟΛΕΣ ΤΗΣ

Το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, εντούτοις, πρόσφερε όχι μόνον πολλές προοπτικές αλλά και δοκιμασίες για το πολλά υποσχόμενο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον. Εκ του αποτελέσματος καταδείχθηκε ότι ο Francis Fukuyama «βιάστηκε» να διακηρύξει «το τέλος της ιστορίας» ως θρίαμβο του δημοκρατικού συστήματος και της ελεύθερης αγοράς. Κατά την διάρκεια του πολέμου του Περσικού Κόλπου 1990-1991, ο πρόεδρος Μπους αναφέρθηκε ρητά σε «μια νέα παγκόσμια τάξη» συνεργασίας μεταξύ των εθνών, η οποία θα οδηγούσε σε μια ειρηνική διευθέτηση πολλών διαφορών, παρόλο που επικρίθηκε, και πολύ περισσότερο αργότερα ο γιος του, ότι κρυφά ακολούθησε ισορροπίες ισχύος, ενώ δημοσίως χρησιμοποίησε την ρητορική για ενδυνάμωση της δημοκρατίας, των ανθρώπινων δικαιωμάτων και του διεθνούς δικαίου. Ο Z. Brzezinski [6] έγραψε τότε ότι «ο πόλεμος έχει εξελιχθεί σε μια πολυτέλεια την οποία μόνο τα φτωχά έθνη μπορούν να αντέξουν οικονομικά».

Άλλες προκλήσεις περί την «ιερότητα» των κρατικών συνόρων προήλθαν από την σύμπηξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως σημειώσαμε ακροθιγώς νωρίτερα, και την υπέρβαση της κυριαρχίας των κρατών μελών εκ μέρους των συλλογικών της θεσμών, με την συνεκτικότητα της Ένωσης να τίθεται συνεχώς υπό εξέταση για την αυθεντικότητά και την πληρότητά της. Επιπλέον, η τεχνολογική πρόοδος στον τομέα των τηλεπικοινωνιών, του διαδικτύου και του κυβερνοχώρου θέτει ενός άλλου τύπου προκλήσεις απέναντι στις κρατικές κυριαρχίες και οδηγεί κατά κάποιο τρόπο σε κίνδυνο τα σύνορά τους. Σύμφωνα με τον A. Judge [7] είναι σαφές ότι «όσον αφορά στην ασφάλεια, η εποχή της Βεστφαλίας έρχεται στο τέλος της», ενώ ο J. Lapid [8] προσθέτει ότι «τα σύνορα μεταξύ εσωτερικού και εξωτερικού επανακαθορίζονται ...». Η εξέλιξη αυτή δημιουργεί αμφιβολίες στις θεωρίες που υιοθετούν τα εδαφικά κράτη ως κύριους παράγοντες της διεθνούς πολιτικής (βλέπε το Σχήμα 2, παρακάτω). Ο κονστρουκτιβισμός, άσχετα από την ακρίβεια των απαντήσεων που προσφέρει, υπογράμμισε με ευκρινή τρόπο την αλλαγή στην ισορροπία εδαφικών και μη εδαφικών προσδιορισμών που διαμορφώνουν τη σύγχρονη παγκόσμια πολιτική.

Σχήμα 2. Ο κονστρουκτιβισμός προστέθηκε ως νέος πυλώνας και έθεσε σημαντικές προκλήσεις στο οικοδόμημα των παραδοσιακών και ορθολογικών θεωριών των Διεθνών Σχέσεων που επικρατούσε ως το τέλος του ψυχρού πολέμου. Εντούτοις, κατά τον A. Wendt, η πρόκριση συστημικών ή κοινωνιολογικών ερμηνειών μετατοπίζει το θεωρητικό υπόδειγμα (απόδοση των συγγραφέων) [9].


Η ΜΕΤΑΨΥΧΡΟΠΟΛΕΜΙΚΗ «ΘΕΡΜΗ» ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΩΝ ΘΕΩΡΙΩΝ

Η μεταψυχροπολεμική φιλελεύθερη τάξη, παρά τον αρχικό ενθουσιασμό και δυναμισμό της, δείχνει να αντιμετωπίζει ερμηνευτικές δυσκολίες. Αποτελεί σημαντική απειλή για την υπόσταση κάθε θεωρίας η αδυναμία της να επαληθευτεί ως προς τις υποθέσεις της, να δικαιωθεί ως προς τις εξηγήσεις της ή να διαψευσθεί στις προβλέψεις της. Πιο πρακτικά κι επίκαιρα, τα σοβαρά οικονομικά προβλήματα εν μέσω απανωτών οικονομικο-κοινωνικών κρίσεων ανά τον κόσμο, αλλά και η επέκταση του λαϊκισμού μαζί με την επικράτηση αυταρχικών καθεστώτων σε πολλές χώρες έχουν ανακόψει τον προαναφερθέντα «θρίαμβο της δημοκρατίας». Οι ηγεσίες των πολιτικών συστημάτων αντιμετωπίζουν πολυδιάστατες επικρίσεις σε ένα δυναμικά μεταβαλλόμενο διεθνές περιβάλλον, χωρίς έλεγχο και βεβαιότητα λόγω των ιδιαιτεροτήτων της παγκοσμιοποίησης, αλλά και της μειωμένης αξιοπιστίας και ελκυστικότητας των πολιτικών.

Οι προαναφερθείσες οικονομικές κρίσεις έχουν καλλιεργήσει μια δυσπιστία εναντίον της κυριαρχούσας ελίτ, των διεθνών θεσμών και των κεφαλαιαγορών, οι οποίες ιδιαίτερα αμφισβητούνται για τα αποκλειστικά προνόμια που ευνοούν τον επιχειρηματικό κόσμο σε συνδυασμό με πολιτικές λιτότητας για τη μεσαία τάξη και τις μάζες. Οι πολίτες αντιμετωπίζουν δυσκολίες στο να παρακολουθήσουν τις τάσεις της παγκοσμιοποίησης, και για αυτόν τον λόγο αναζητούν εναλλακτικές διεξόδους και αποφασίζουν να στραφούν προς υποστήριξη πολιτικών προσωπικοτήτων που στέκονται ριζοσπαστικά, όπως ο πρόεδρος Τραμπ, απέναντι στο παρελθόν κατεστημένο, να ψηφίσουν εναντίον των διεθνών συμβάσεων και συμμαχιών, όπως οι οπαδοί του Brexit, ή να νιώσουν άνετα μέσα σε αγανακτισμένα λαϊκίστικα ρεύματα, εκφραζόμενα τόσο από δεξιά όσο και από αριστερά κόμματα, όπως συνέβη στην Ιταλία, στην Ισπανία, στην Ελλάδα, κ.λπ.

Πολυπληθή πλέον τμήματα των Δυτικών κοινωνιών, όπως αυτές ορίζονται στο ευρω-ατλαντικό γεωπολιτικό πλαίσιο αναφοράς, αντιστέκονται σθεναρά στα πολιτικά σχέδια που οδηγούν σε πιο προηγμένες μορφές περιφερειακής ή/και παγκόσμιας «ολοκλήρωσης». Αν και οι λοιπές ευρωπαϊκές χώρες κατά το πιθανότερο δεν θα ακολουθήσουν την Βρετανία εκτός της ΕΕ, υπάρχει πληθώρα πολιτικών κομμάτων που διαμαρτύρονται για κάθε πρόοδο στην ομοσπονδοποίηση της ΕΕ ή για περαιτέρω σύγκλιση προς κοινά θεσμικά όργανα, τα οποία θα περιορίζουν την κυριαρχία των κρατών μελών. Σε παρόμοια γραμμή, η απαίτηση της ΕΕ να μοιραστεί, σύμφωνα με συγκεκριμένες ποσοστώσεις, η φιλοξενία μεταναστών, ακόμη και των Σύρων προσφύγων, ανάμεσα στα μέλη της ΕΕ, επίσης απορρίφθηκε από πολλές χώρες της. Οι διοικητικές διαδικασίες σε εθνικό επίπεδο όλο και συχνότερα καθυστερούν ή/και αμφισβητούν την εφαρμογή των κοινών πολιτικών, κανονισμών και οδηγιών, στην επικράτεια της ΕΕ.

Η Κίνα και η Ρωσία εν τω μεταξύ έχουν εκσυγχρονίσει και αναβαθμίσει τις ένοπλες δυνάμεις τους, ενισχύουν την στρατιωτική τους ικανότητα και επιβεβαιώνουν τα γεωπολιτικά τους συμφέροντα και τις αντίστοιχες προσδοκίες. Ο Ρώσος πρόεδρος Πούτιν ζητεί επανεξέταση της «Ευρωπαϊκής τάξης πραγμάτων», υπογραμμίζοντας την ρητορική και την κινητοποίηση πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων, συνήθως των εθνικιστικών κομμάτων από το Βρετανικό Κόμμα Ανεξαρτησίας έως το Εθνικό Μέτωπο της Γαλλίας και το Ουγγρικό Fidesz, των οποίων το κοινό έδαφος τονίζει ιδιαίτερα τις εθνικές και πολιτισμικές διαφορές και όχι, όπως χαρακτηριστικά δηλώνει ο S. Huntington [10], τις ομοιότητες μεταξύ των Ευρωπαίων. Τόσο η Κίνα όσο και η Ρωσία προσπαθούν συχνά και προοδευτικά να δημιουργήσουν μια νέα πολιτική τάξη ικανή να αμφισβητήσει τις εξέχουσες Δυτικές αξίες και τον αντίστοιχο τρόπο ζωής, αντιμαχόμενες με έμφαση το παραδοσιακό προνόμιο της Δύσης, το αποκαλούμενο «ηθικό πλεονέκτημά» της όσον αφορά στον εκδημοκρατισμό και την προστασία των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Χωρίς κάποια δόση υπερβολής και λαμβανομένων υπόψη των πολυάριθμων υποθέσεων που διερευνώνται σχετικά με παρεμβάσεις της Ρωσίας στα εκλογικά των ΗΠΑ ή μυστικές παρακολουθήσεις ηγετών, κ.λπ., θα μπορούσε να ειπωθεί ότι οι πάλαι ποτέ κατάσκοποι επέστρεψαν, οι Υπηρεσίες πληροφοριών επίσης επανέρχονται στο προσκήνιο, αναζητώντας τεχνογνωσία και πληροφορίες που θα προσφέρουν κυρίως εθνικά οφέλη και πλεονεκτήματα.

Οι ΗΠΑ διανύουν μια περίοδο αναπροσδιορισμού των στρατηγικών προτεραιοτήτων τους ανά τον κόσμο, επιδεικνύουν χαρακτηριστικά εσωστρέφειας στις διεθνείς σχέσεις, σε μια διαδικασία που είχε ήδη εκκινήσει ο πρόεδρος Ομπάμα όταν ανακάλεσε ευάριθμα τμήματα από τα αμερικανικά στρατεύματα στη Μέση Ανατολή και ενθάρρυνε τους Ευρωπαίους και τους συμμάχους σε αυτή την ευαίσθητη γεωπολιτικά περιοχή να αναπτύξουν ανεξάρτητα πολιτικές που να ενισχύουν την ασφάλειά τους. Ο πρόεδρος Τραμπ στην συνέχεια τάχθηκε υπέρ της πολιτικής «πρώτα, αμέσως και άμεσα η Αμερική», επαναδιαπραγματεύεται τις εμπορικές συμφωνίες των ΗΠΑ, δηλώνει εκτίμηση για τον πρόεδρο Πούτιν και ασκεί περαιτέρω πίεση προς τους Ευρωπαίους συμμάχους του, αμφισβητώντας ή διαπραγματευόμενος πιο δυναμικά τις δεσμεύσεις και τις εγγυήσεις της χώρας του απέναντι στο ΝΑΤΟ.

Ατενίζοντας ένα μέλλον που φαίνεται μακρινό αλλά δεν είναι, εάν οι αμερικανικοί «πισσούχοι σχιστόλιθοι», τα λεγόμενα «oil shales» παράσχουν στην κορυφαία υπερδύναμη του πλανήτη τα υποσχόμενα σε ποσότητα και ποιότητα μεγέθη ενέργειας, με βάση την εκπληκτική επιστημονική εξέλιξη της υδραυλικής ρηγμάτωσης («fracking») και άλλων παρόμοιων τεχνικών [11], οι επόμενες γενιές θα είναι ιδιαίτερα «τυχερές ή άτυχες» ώστε να συνειδητοποιήσουν μια μελλοντική προοπτική χωρίς αμερικανικές επεμβάσεις στη Μέση Ανατολή ή οπουδήποτε αλλού καταγράφονται ανταγωνισμοί για γεω-ενεργειακά συμφέροντα [12], αλλά και δίχως το αμερικανικό δίκτυο ενεργειακής ασφάλειας που επί δεκαετίες εγγυάται την βιωσιμότητα των συστημάτων διοίκησης, διαχείρισης και διακίνησης του ενεργειακού πλούτου σε όλες τις ηπείρους, τους ωκεανούς και τις θάλασσες.

Το πλοίο της αμερικανικής ακτοφυλακής Cutter Healy σπάει τον πάγο μπροστά από το ομόλογο καναδικό σκάφος Louis S. St-Laurent, στην διάρκεια μας αποστολής περιβαλλοντικής έρευνας στην Αρκτική, στις 24 Αυγούστου 2009. REUTERS/U.S. Coast Guard/Patrick Kelley 

Θα βιώσουν, εν ολίγοις, ανασχεδιασμένη εφοδιαστικά ενέργεια, «πολέμους για τα δρομολόγια των δεξαμενόπλοιων» και τους νέους «δρόμους του μεταξιού», περιφερειακούς ανταγωνιστές και χώρες επαναστάτες ή αμφισβητίες, ίσως όχι το «τέλος της ιστορίας», όπως αναμενόταν στην δεκαετία του '90, αλλά το «τέλος της γεωπολιτικής, της γεω-οικονομίας και της γεω-ενέργειας» που γνωρίζουμε, καθώς θα καταρριφθούν οι άξονες της σύγχρονης διεθνούς πολιτικo-οικονομικής γραφειοκρατίας, όπως έχουν εδραιωθεί από την αρχιτεκτονική ασφάλειας του Μπρέτον Γουντς, της οποίας θεμέλιο είναι η αμερικανική εξωτερική πολιτική [13]. Δεν είναι ακόμη σαφές ποιο σενάριο θα μπορούσε να ακολουθήσει την πλήρη ενεργειακή ανεξαρτητοποίηση των ΗΠΑ και, κατά συνέπεια, την εκούσια, με όρους διεθνών σχέσεων, απομόνωσή τους από περιφερειακούς ανταγωνισμούς και επίδειξη ή άσκηση ισχύος.

Οι οιωνοί δεν είναι αισιόδοξοι, αφού ακόμη και «καλές ειδήσεις» τείνουν να εκτροχιάζονται σε δυσάρεστες εξελίξεις. Για παράδειγμα, ενάντια σε όλες τις προσδοκίες, οι υψηλές τεχνολογίες του διαδικτύου και των πολυμέσων, μολονότι υποτίθεται ότι είναι το όχημα ενός φιλελεύθερου κινήματος ικανού να ενδυναμώσει τους πολίτες ενάντια στα καταχρηστικά και αυταρχικά καθεστώτα, όπως απεικονίσθηκε χαρακτηριστικά στο περιθώριο της Αραβικής Άνοιξης, αναπτύσσονται συγχρόνως και ως εργαλεία ικανά να ενισχύσουν τρομοκρατικές δραστηριότητες, να διασπείρουν ευρέως ψεύδη και φαλκιδευμένες ειδήσεις τύπου «fake news» και σχετικές προπαγάνδες. Τα πολυμέσα και τα εργαλεία μιας «ανοιχτής γνώσης αλλά και κοινωνίας» υποκύπτουν σε εκμετάλλευση από πολιτικά καθεστώτα που εφαρμόζουν ένα νέο κύμα εξαιρετικά ακραίων και φανατικών σχεδίων, παραβιάζοντας πολυάριθμα ανθρώπινα δικαιώματα.

Με έναν άλλο παράδοξο τρόπο, οι παρερμηνείες γύρω από την έννοια της παγκοσμιοποίησης, η σύγχυση μεταξύ των πολλών ερμηνειών της, από τους παγκόσμιους ελέγχους του υποτιθέμενου «μεγάλου αδελφού» έως τα ανεξέλεγκτα οικονομικά μονοπώλια που εκμεταλλεύονται καταχρηστικά ανθρώπινους πόρους, καταπατώντας ανθρώπινα δικαιώματα, συνέβαλαν δραματικά σε μια «νέα κοινωνιολογική διαταραχή», όπου ο πατριωτισμός απειλείται από τον εθνικισμό και ο ιδεαλισμός της διεθνούς αλληλεγγύης αμφισβητείται έντονα από τα επιχειρήματα ενός, κατά τον J.J. Mearsheimer, επιθετικού ρεαλισμού για πολιτική επιβίωση [14]. Επομένως, οι πρόσφατες αλλαγές στην παγκόσμια πολιτική, είτε με την άνοδο ακραίων εθνικισμών και τη μειωμένη ελκυστικότητα των νεοφιλελεύθερων κυβερνητικών εκδοχών είτε με την αυξανόμενη πρόκληση από ισχυρές αλλά απολυταρχικές κυβερνήσεις, προωθούν την «συντηρητική» επιστροφή σε μια «σκληρή» μορφή κρατικής κυριαρχίας και ιερότητας των συνόρων της.

Μια σειρά από μελέτες περιπτώσεων μπορεί να θεωρηθεί υπό το συγκεκριμένο πρίσμα, παρά τις κατά περίσταση διαφορετικές αξιολογικές κατηγοριοποιήσεις και τις ειδοποιούς πολιτισμικές διαφορές. Για παράδειγμα, μια τέτοια τάση εκφράζουν και οι δύο πρόσφατες προσπάθειες απόσχισης στην Καταλονία της Ισπανίας και στο Ιρακινό Κουρδιστάν [15]. Η αποτυχία τους επιβεβαίωσε την εδαφική ακεραιότητα και την κυριαρχία της Ισπανίας και του Ιράκ αντίστοιχα, και ως εκ τούτου υποστηρίζει την τάση διατήρησης ενός status quo κατά τις επιταγές της Βεστφαλίας. Ένα άλλο παρόμοιο αποτέλεσμα προέρχεται από τον εμφύλιο πόλεμο της Συρίας, στον οποίο επικράτησε η διατήρηση του προπολεμικού Συριακού εδάφους εντός ενός κράτους, αποφεύγοντας τις αναθεωρητικές σκέψεις για διάσπαση ή διαμελισμό.

«ΑΛΛΑΞΤΕ ΤΑ ΣΥΝΟΡΑ»: Η ΠΑΡΑΛΛΑΓΗ
 ΜΕ ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΕΣ ΤΟΥΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥΣ

Ο S. Huntington [16] πρόσφερε το δικό του όραμα στη μελέτη περί σύγκρουσης των πολιτισμών: «... οι μεγάλες διαφορές μεταξύ της ανθρωπότητας και η κυρίαρχη πηγή των συγκρούσεων θα είναι πολιτισμικές. Τα έθνη-κράτη θα παραμείνουν οι ισχυρότεροι παράγοντες στις παγκόσμιες υποθέσεις, αλλά οι κύριες συγκρούσεις στην παγκόσμια πολιτική θα εξελιχθούν μεταξύ εθνοτήτων και ομάδων πολιτισμών», αναβιώνοντας μνήμες χαλιφάτων, σταυροφοριών και αποικιοκρατιών… Η περίφημη θέση περί σύγκρουσης των πολιτισμών υιοθετήθηκε ως ερμηνευτικό και στρατηγικό εργαλείο σε ποικίλες περιστάσεις, από τις πολιτισμικές, εθνοτικές, εθνικιστικές και θρησκευτικές συγκρούσεις κατά την περίοδο μετά τον ψυχρό πόλεμο έως τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 και την πρόσφατη εμφάνιση του ISIS και της σχετικής παγκόσμιας τρομοκρατίας.

Έχει παρατηρηθεί βέβαια ότι η «ανοιχτή κοινωνία» ορισμένες φορές παρέχει ευχέρεια δραστηριοποίησης σε πολυδιάστατα κινήματα, όπως ριζοσπαστικούς ισλαμικούς θεσμούς σε σύνθεση ή αντίθεση με διακρατικές δομές και δίκτυα, τα οποία συχνά προωθούν αμφιλεγόμενα προγράμματα ομάδων, οργανώσεων ή κρατών όπου λειτουργούν. Κατά αυτόν τον τρόπο, αρκετά από τα περίφημα think tanks, τις ομάδες ανάπτυξης στρατηγικών μελετών, για μεγάλο χρονικό διάστημα υποστήριζαν τις μετριοπαθείς εκδοχές του πολιτικού Ισλάμ, όπως τα τουρκικά ισλαμικά πολιτικά κόμματα τα οποία διαδέχθηκαν σταδιακά στην εξουσία τα προηγηθέντα κοσμικά-κεμαλικά, αναμένοντας να περιορισθεί ο φονταμενταλισμός της Μέσης Ανατολής από φιλικές προς τα Δυτικά πρότυπα ισλαμικές και συγχρόνως πιο διαλλακτικές πολιτικές δυνάμεις.

Από τη δική τους πλευρά, εντούτοις, πολλά από τα ευνοούμενα λόγω υποτιθέμενης μετριοπάθειας πολιτικο-θρησκευτικά κινήματα αναπτύχθηκαν ως καθεστώτα και προοδευτικά εκδήλωσαν εξτρεμιστικές και απολυταρχικές τάσεις. Ο κονστρουκτιβισμός συνδράμει στην ανάγνωση των πολιτικο-κοινωνιολογικών δράσεών τους, αλλά για τις συγκεκριμένες περιπτώσεις είναι αξιοπρόσεκτη η εκδήλωση ενός επιθετικού και ανταγωνιστικού ρεαλισμού ως αγώνα επιβίωσης, ισχύος και επικράτησης έναντι όλων. Πρόκειται για μια ζωηρή επάνοδο του ρεαλισμού ως νεοκλασικού, όπου, εντούτοις και στο πλαίσιο μιας μεταμοντέρνας γεωπολιτικής, η πάλη υπεροχής δεν αφορά έθνη-κράτη, αλλά καθαυτούς τους πολιτισμούς και τη μισαλλοδοξία τους.

ΤΑ ΣΥΝΟΡΑ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ ΜΑΣ…

Στην ίδια λογική, απλά θα επικαλεστούμε δύο οικεία για τα ελληνικά ενδιαφέροντα παραδείγματα, ένα ενδεικτικό περιφερειακών και ένα άλλο διμερών γεωπολιτικών σχέσεων και ανακατατάξεως ισχύος στην περιοχή μας.

Το πρώτο επίκαιρο και χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι αυτό της σύγχρονης Τουρκίας, όπου η διελκυστίνδα μεταξύ «κεμαλισμού» και «ερντογανισμού» είναι μια επαναστατική έκφραση της διαχρονικής ιδεολογικής σύγκρουσης μεταξύ γιγάντων της πολιτικής διανόησης και διαλεκτικής στη Μέση Ανατολή, του πολιτικού Ισλάμ και του σεκιουλαρισμού, της στρατογραφειοκρατίας και της λαϊκής πίστης, του πανισλαμισμού και του παντουρκισμού, του ιμπεριαλισμού και του κρατισμού, κ.ο.κ. [17]. Από τη λύση τέτοιων, ωστόσο, διλημμάτων ηγέτες και λαοί συντονίζονται, όπως σημειώθηκε προηγούμενα, για ειρήνη και για πόλεμο, οπότε το δίδαγμα είναι «προσοχή στις ιδέες», ιδιαίτερα σε εκείνες που έχουν αντίκτυπο στις διεθνείς σχέσεις, καθώς εν δυνάμει και οικουμενικά καθορίζουν τον ρου της ιστορίας και το μέλλον των λαών.

Ιδιαίτερα στις καυκάσιες παρυφές της Σοβιετικής Ένωσης, η μεταβαλλόμενη πολιτική σκηνή μετά τον ψυχρό πόλεμο έφερε μαζί της πολλαπλές προκλήσεις στην εδαφική κυριαρχία των κρατών της εν λόγω περιφέρειας, υπονομεύοντας τα παραδοσιακά πολιτικά σύνορα και τις ισορροπίες της παλαιότερης τάξης πραγμάτων. Μιας κι αναφερόμαστε στην Τουρκία ως μελέτη περίπτωσης, είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι η εκδήλωση της σύγκρουσης μεταξύ κεμαλισμού και κρατούντος πλέον νέο-οθωμανισμού είναι συνάρτηση αν όχι προϊόν της λήξης του ψυχρού πολέμου [18]. Το κενό ισχύος που δημιούργησε η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης περί τον Καύκασο και την Κεντρική Ασία αφύπνισε τις οθωμανικές μνήμες και βλέψεις των τουρκικών ηγεσιών για αποκατάσταση ενός οιονεί ιμπεριαλιστικού κατεστημένου που αναδράμει στο οθωμανικό παρελθόν. Όταν στην συνέχεια η Αραβική Άνοιξη αποκαθήλωσε τα τυραννικά καθεστώτα της Μέσης Ανατολής και νέες κοινωνικές, εν προκειμένω πολιτικά ισλαμικές, δυνάμεις εμφανίσθηκαν στο προσκήνιο, η Τουρκία, στηριζόμενη στην συγγένεια θρησκευτικής και ιστορικής κουλτούρας με τις εν λόγω δυνάμεις, επιχείρησε και πάλι να καλύψει το κενό πολιτικής ισχύος που δημιουργήθηκε στα νοτιοανατολικά της.

Για να κατανοήσουμε τις βαθιές αλλαγές που συμβαίνουν στην τουρκική εξωτερική πολιτική, ενδείκνυται η συνδρομή του κονστρουκτιβισμού, ο οποίος θεωρεί ότι οι διεθνείς σχέσεις είναι κοινωνικά κατασκευασμένες και επικεντρώνουν στην συνείδηση των πολιτών για την θέση τους στις διεθνείς σχέσεις. Ο κονστρουκτιβισμός ισχυρίζεται ότι η πολιτισμική και πολιτιστική ταυτότητα διαδραματίζει ουσιαστικό ρόλο στον καθορισμό των κρατικών συμφερόντων. Υπογραμμίζει δε την σημασία και τον ρόλο των νομικών κανόνων, των υλικών δομών και της κουλτούρας στην διαμόρφωση των πολιτικών αποφάσεων [19]. Σε αυτή την λογική είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα του νεο-οθωμανικού ρεβιζιονισμού της Τουρκίας κατά τις τελευταίες δεκαετίες, ο οποίος αποδεικνύει την συντριπτική ώθηση μιας χαμένης πριν από έναν αιώνα οθωμανικής πολιτισμικής οντότητας να αναβιώσει και να επεκταθεί, συμπαρασύροντας σε αστάθεια λοιπές γεωπολιτισμικές σταθερές και γεωπολιτικά δεδομένα στην ευρύτερη γεωγραφική περιφέρεια.

Από μια τέτοια αφετηρία εκκινεί και το πιο πρόσφατο συμβολικό όσο και ρεαλιστικό αφήγημα για μια Τουρκική «γαλάζια πατρίδα», στο οποίο συμπυκνώνονται μηνύματα προς πολλαπλούς αποδέκτες, για την περιφερειακή ισχύ της χώρας, την κατανόηση και επένδυση στην θαλάσσια δύναμη, αλλά και την διεκδίκηση ενός ρόλου με τον οποίο οι γείτονες της Τουρκίας, οι Έλληνες, επί αιώνες γαλουχήθηκαν, φέροντας πραγματικά σημαία με γαλάζια χρώματα που καθρεφτίζουν μια από τις πιο πλατιές και βαθιές ναυτικές παραδόσεις στον κόσμο. Από την οπτική των κονστρουκτιβιστών, η γενική πολιτισμική κατηγορία του «χαλιφάτου» είναι ακόμη «ζωντανή» ως ιδεατό σχέδιο στις καρδιές και τους εγκεφάλους πολλών Τούρκων πολιτών, αν και στην πράξη ζουν σε ένα κοσμικό κράτος, δεσμευμένο σε διεθνείς ιδεολογικούς περιορισμούς με σημείο αναφοράς το φορτίο νοημάτων, θεσμών και πρακτικών που εν συντομία αποκαλείται Δυτικός πολιτισμός.

Θεωρείται κρίσιμο να αξιολογηθεί συνάμα και ο ρόλος των ηγετικών προσωπικοτήτων που αποτελούν τον κύριο πυρήνα των πολιτισμικών μεταβολών και κατά συνέπεια του αναπροσανατολισμού της ιστορίας μαζί με τις κοινωνίες που ανασχηματίζονται. Η αλλαγή για τους κονστρουκτιβιστές δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί χωρίς την «ιδιοσυγκρασία» των Ερντογάν, Οζάλ και Νταβούτογλου, που οδήγησαν τις επαναστατικές πολιτικές αλλαγές και έδωσαν τον ρυθμό για μια κατακλυσμική μεταρρύθμιση στη σύγχρονη Τουρκία.

Ο Τούρκος πρόεδρος Ερντογάν χειρονομεί σε συγκέντρωση υποστηρικτών του κόμματός του ΑΚΡ και του κόμματος Εθνικιστικό Κίνημα (MHP) ενόψει των αυτοδιοικητικών εκλογών, στην Κωνσταντινούπολη, στις 24 Μαρτίου 2019. REUTERS/Umit Bektas

Κατά μια άλλη, εντούτοις, προσέγγιση, τα εδαφικά σύνορα και η διαχρονική εξέλιξή τους προσφέρονται για συμβολισμούς και βαθύτερη, σχεδόν θεολογική, εμπέδωση της διαφορετικότητας στους πολιτισμούς και στις κουλτούρες. Στην Τουρκία για παράδειγμα, ο Ρ.Τ. Ερντογάν επικαλείται συχνά «τα τουρκικά σύνορα της καρδιάς του», που συμπτωματικά δεν συμπίπτουν με, αλλά υπολείπονται ως προς τα επίσημα καταχωρημένα στη διεθνή χαρτογραφία ... [20]. Γι’ αυτό και η παρούσα ανάλυση επιχειρεί να φωτίσει την πολλαπλότητα στις ερμηνείες των συνόρων, καθώς και την ανάγκη για περαιτέρω ακαδημαϊκή αναψηλάφησή της, θεωρώντας τα τελευταία όχι μόνο ως πολιτικό φορέα μιας τάξης πραγμάτων, οπότε η συζήτηση αφορά μια θεσμική και τεχνοκρατική «κουλτούρα συνόρων», αλλά και ως απεικόνιση συνθέσεων και συγκρούσεων που οριοθετούν κι εκφράζουν τις κουλτούρες, τους αγώνες επιβίωσης ή και ανταγωνισμού τους. Το έθνος-κράτος, ως εν δυνάμει άλλος Ιανός, πρωταγωνιστεί σε έργα εθνισμού, εθνικισμού και σύγκρουσης πολιτισμών, εκεί όπου επιτρέπονται οι αξιολογικές κρίσεις «καλών και κακών, δίκαιων και αδίκων» λαών και κρατών, με βάση πρωτόλειους κανόνες της λεγόμενης πανανθρώπινης κοινωνικής ηθικής, δηλαδή… ποιος επιτέθηκε πρώτος σε ποιον, ποιος είναι ο θύτης και ποιος το θύμα, ποιος κατείχε πρώτος το έδαφος που οι επόμενοι καταπάτησαν ή ποιος παραβίασε το δίκαιο του πολέμου, βασανίζοντας αιχμαλώτους και σκοτώνοντας γυναικόπαιδα...

ΟΙ ΑΝΑΧΡΟΝΙΣΜΟΙ, ΤΑ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΦΑΛΜΑΤΑ ΚΑΙ Η ΠΡΟΠΑΓΑΝΔΑ

Σε επίπεδο διμερών διεθνών σχέσεων ανάλογα, είναι διαφωτιστικές οι εξελίξεις περί την πρόσφατη Συμφωνία των Πρεσπών. Δεν είναι της παρούσας ανάλυσης σκοπός να αξιολογήσει τα αποτελέσματά της, ωστόσο, αξίζει να προστεθούν κάποια ακόμη ερωτήματα στην λίστα αυτών που συζητιούνται ή πρόκειται να απασχολήσουν τους πολιτικούς και τους επιστήμονες του μέλλοντος.

Τέθηκε πρώτιστα θέμα αποκλειστικά γεωγραφικής διαπίστωσης και ταύτισης των συνόρων, ήτοι, η Μακεδονία ως τοπωνύμιο που μέσα στους αιώνες αναφέρεται σε συγκεκριμένη γεωγραφική έκταση. Η δυσκολία, εντούτοις, συνυφαίνεται με την αντίληψη, όπως σημειώνει ο Thomas Nail [21], ότι τα ονόματα/σύνορα δεν είναι μόνο γεωφυσικά, εμφορούνται νοημάτων, βιωμάτων και συμβόλων. Όταν λοιπόν σημαίνεται η λέξη «Μακεδονία», λογικά παραπέμπει σε ευρύτερο σημειολογικά και σημασιολογικά περιεχόμενο από της γεωγραφικής οριοθέτησης. Μια χιουμοριστική και ανέκδοτη παραβολή/μεταφορά του συγκεκριμένου προβληματισμού περιέγραψε σκωπτικά το περιστατικό όπου ένα σπίτι με τρία δωμάτια (βλέπε γεωγραφική Μακεδονία μοιρασμένη σε τρεις χώρες), ένα βόρειο, ένα νότιο κι ένα ανατολικό κατοικείται σήμερα από τρεις. Παλαιότερα κατοικούνταν, ωστόσο, ολόκληρο από ένα γιατρό (βλέπε αρχαίος Μακεδόνας ως μέτοχος τότε της ελληνιστικής κουλτούρας). Είναι άραγε λογικό ο κάτοικος του βορινού δωματίου, που δεν είναι γιατρός, να αυτοαποκαλείται κι εκείνος «γιατρός»;

Η Συμφωνία των Πρεσπών, κατά το μη χείρον βέλτιστον, περιλαμβάνει δικλείδες, άγνωστης ακόμη αποτελεσματικότητας, για μια διάκριση μεταξύ μακεδονικών νοτιοσλαβικής συνάφειας, από την πλευρά της Βόρειας Μακεδονίας, και ελληνικών-μακεδονικών, από την Ελλάδα, στοιχείων/αναφορών. Ο παρονομαστής, ωστόσο, αυτών των κατά σύμβαση διευθετήσεων είναι η εύρεση ισορροπιών ανάμεσα σε διεθνή και περιφερειακά συμφέροντα άσχετα από όποιο πρόταγμα επιστημονικής αλήθειας και ιστορικής ακρίβειας. Ο κίνδυνος που εδώ υπεισέρχεται είναι αυτός που υπονομεύει διαχρονικά τις περισσότερες από τις τεχνικές ή/και τεχνηέντως δοσμένες λύσεις στις διεθνείς σχέσεις. Με άλλα λόγια, οι συλλογικές μνήμες υφέρπουν των συμφωνιών και ενίοτε εγείρονται και εκδικούνται αλυτρωτικά τις τεχνικές και συμβιβαστικές διαιτησίες. Είναι χαρακτηριστικές οι κρίσεις που έπληξαν τις συμβατικές ισορροπίες σε βάρος της ηττημένης -μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο- Γερμανίας, και οδήγησαν στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Παρόμοια η διαρκής γεωπολιτική αναταραχή στη Μέση Ανατολή, αλλά και σε αντίστοιχες περιπτώσεις στην Αφρική, αποδίδεται στις επί χάρτου τεχνητές ευθείες που χάραξαν οι μεγάλες δυνάμεις πριν από έναν αιώνα, παραγνωρίζοντας και τέμνοντας κυριολεκτικά ενιαίους, γηγενείς πληθυσμούς και πολιτισμούς. Πίσω από το σιδηρούν παραπέτασμα και την συμπαγή σοβιετική κεντρική οργάνωση, ανάλογα υποθάλπονταν εθνικές και εθνικιστικές εστίες που βρήκαν τελικά το δρόμο της αποκατάστασής τους από τα Βαλκάνια ως τον Καύκασο και την Σιβηρία. Σύγχρονοι ερευνητές, όπως ο Collin Woodard [22], ανιχνεύουν ακόμη και στις ΗΠΑ αυθεντικές εθνικές παραδόσεις χωρίς κρατική κυριαρχική έκφραση, των οποίων οι γεωγραφικοί χώροι δεν συνάδουν με τις συνοριογραμμές των πολιτειών πάνω στον χάρτη.

Παρά την συνήθη αποτυχία των πολιτικο-κοινωνικών εργαστηρίων παραγωγής συνόρων και την συμπάθεια που προκαλούν οι αντιστασιακές συλλογικές συνειδήσεις κάτω από το επίχρισμα της επίκλησης αυτοδιάθεσης, δεν είναι λίγες οι φορές που οι βασανισμένοι λαοί πέφτουν θύματα, αλλά και θύτες, προαγωγοί προπαγάνδας και παραχάραξης της ιστορίας, όπως συνέβη με το μακεδονικό ζήτημα ως επεκτατικό μοχλό της Βουλγαρικής Εξαρχίας είτε σε επόμενη φάση ως έμπνευση και έργο του Γιόζιπ Μπροζ Τίτο στην Γιουγκοσλαβία [23]. Ο «μακεδονισμός» των πρώτων κυβερνήσεων της τότε πΓΔΜ, στον βαθμό που υπέκλεπτε πρόσωπα και πράγματα άλλων πολιτισμών, όπως τον ίδιο τον Μέγα Αλέξανδρο, είναι κορυφαίο παράδειγμα εκμετάλλευσης μιας συμπλεγματικής κατωτερότητας και υπαρξιακής ανάγκης για ίδρυση ταυτότητας εκ μέρους πλειοψηφιών στην κοινωνία της τότε πΓΔΜ. Ενδεικτικά, οι τραγελαφικές διαστάσεις της εθνικιστικής προπαγάνδας οδήγησαν προ ημερών τον πρόεδρο της Βόρειας Μακεδονίας, Ιβάνοφ, να ενημερώσει ως και τους Τούρκους, στην διάρκεια επίσημης επίσκεψης, ότι ο Κεμάλ Ατατούρκ, καθώς γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Θεσσαλονίκη, είναι κι αυτός «Μακεδόνας».


Τμήμα των συνόρων Ελλάδος-Τουρκίας κοντά στην Ορεστιάδα, 
στις 6 Φεβρουαρίου 2012. REUTERS/Vassilis Ververidis 

Αξιοσημείωτος για ακαδημαϊκή διερεύνηση είναι ο ρόλος των αναχρονισμών στην διεκπεραίωση ιστορικών σφαλμάτων και την αξιοποίησή τους για προπαγάνδα. Ένας μέσος πολίτης σε οποιαδήποτε χώρα ανά τον κόσμο δεν πρόκειται να βασανίσει τον νου του εξετάζοντας κριτικά την έννοια, την χρήση και την διεκδίκηση του όρου «Μακεδονία». Απλά και απλοϊκά έως και πρόσφατα θα αρκούνταν να διαβάσει στον χάρτη το όνομα ενός κράτους ως «Μακεδονία» και αυτόματα να συνδέσει με αυτό όλες τις ιστορικές συνώνυμες αναφορές χάρη στον διανοητικό αυτοματισμό ταύτισης εθνών, λαών και κρατών. Με μια πιο κριτική ματιά, ωστόσο, διαπιστώνεται ότι τα έθνη-κράτη είναι πολιτειακό προϊόν και εφαρμογή των διεθνών σχέσεων κατά τους τελευταίους τέσσερις αιώνες, οπότε ο αναχρονισμός έως και είκοσι πέντε αιώνες νωρίτερα είναι προφανώς παρελκυστικός. Τουλάχιστον, και για να είμαστε ακριβοδίκαιοι, ο όρος Βόρεια Μακεδονία εξίσου αντανακλαστικά αντιδιαστέλλεται προς μια Νότια Μακεδονία και κατά τούτο «υποψιάζει» ότι το βόρειο έθνος-κράτος δεν είναι αποκλειστικός κληρονόμος και φορέας της ιστορικής παράδοσης στην περιοχή. Εναπόκειται, σε κάθε περίπτωση, και στον ελληνισμό να ενημερώσει ενδελεχώς, κι όχι δια της σχεδόν απόλυτης αδιαφορίας και αφασίας που επιδείχθηκε στο παρελθόν, την παγκόσμια κοινή γνώμη, ιδιαίτερα την πολιτική και ακαδημαϊκή κοινότητα για τις λεπτομέρειες της συμφωνίας που τονίζουν την ελληνικότητα της Μακεδονίας όσον αφορά τον αρχαίο ιστορικό και πολιτιστικό ορίζοντά της

ΑΠΟ ΤΟΝ «ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ ΤΩΝ ΣΥΝΟΡΩΝ»
 ΣΤΑ «ΣΥΝΟΡΑ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΩΝ»

Συνοψίζοντας, τα σύνορα προσφέρουν το, επί του παρόντος, ιδανικότερο περιβάλλον για ασφάλεια και κοινωνική βιωσιμότητα. Οι εθνικές κοινωνίες, μαζί με τις λαϊκές παραδόσεις και τους πολιτικούς μύθους τους, έχουν εξελιχθεί δικαιϊκά και διοικητικά σε τέτοιο βαθμό που το διεθνές σκηνικό σε σύγκριση μαζί τους δείχνει ανοργάνωτο κι άναρχο. Ταυτόχρονα, από μια άλλη οπτική, τα εδαφικά σύνορα δεν συμπίπτουν πάντοτε με τα γεωπολιτισμικά, όπως συζητείται για παράδειγμα σε σχέση με τις συμφωνίες Sykes-Picot στη Μέση Ανατολή [26]. Αυτό δε είναι το σημείο όπου οι συλλογικές και εθνικές μνήμες έρχονται σε σύγκρουση με τις στρεβλώσεις των γεωγραφικών χαρτών, καθώς οι τελευταίες έχουν συνήθως επιβληθεί μέσα από πολλούς και καταστροφικούς πολέμους. Τα σύνορα δεν μπορούν πάντοτε κι εξ ορισμού να επιφέρουν τάξη. Είναι απλά το όργανο/εργαλείο, όπως ένα απλό μαχαίρι, η χρήση του οποίου καθορίζεται από τις πράξεις και τις προθέσεις του κατόχου του. Τα σύνορα μπορούν επίσης να προκαλέσουν αταξία εκεί όπου οι απόψεις των πολιτών και οι μνήμες των λαών έχουν βιώσει και βαθιά καταγράψει γεγονότα, όπως εγκλήματα κατά των πολιτισμών και της ανθρωπότητας, βία, βαρβαρότητα, εισβολές, καταπίεση, θηριωδίες και γενοκτονίες [27].

Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η ανάλυση των διεθνών σχέσεων οφείλει να διερμηνεύσει τα δρώμενα μέσα από μια διαδραστική και συνδυαστική προσέγγιση, που θα περιλαμβάνει αναγκαία την αξιοποίηση τόσο των ορθολογικών θεωριών με βάση την κρατική κυριαρχία όσο και των ερμηνευτικών σχημάτων του κονστρουκτιβισμού προς την κατεύθυνση μιας επαρκέστερης κατανόησης της διεθνούς συμπεριφοράς. Ο σύγχρονος κόσμος πράγματι, παραλλάσσοντας την χαρακτηριστική φράση του ο T. Friedman, τείνει να είναι «επίπεδος, χωρίς εμπόδια και βουνά», με την έννοια της ταχύτητας που οι νέες τεχνολογίες προσφέρουν στις επικοινωνίες, τις συναλλαγές και τις συγκοινωνίες, αλλά όπου δημιουργείται κενό εξουσίας, ελεύθερος χώρος για ισχύ, κέρδος και υπεροχή, αναπόφευκτα «νέα βουνά από επεκτατικές ευκαιρίες» ξανα-υψώνονται για να τον καλύψουν [28].

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ:

*Το δοκίμιο αυτό έχει δημοσιευθεί στο τεύχος 57 (Απριλίου - Μαΐου 2019) 
του Foreign Affairs The Hellenic Edition.

[1] Haller, D. (2000). Borders and Borderlands: An Anthropological Perspective: Museum Tusculanum Press.
[2] Fuentes, C. (1999). The Buried Mirror: Reflections on Spain and the New World: Houghton Mifflin.
[3] Walt, S. M. (1998). International relations: one world, many theories. Foreign Policy, 29-46.
[4] Mearsheimer, J. J. (2003). The Tragedy of Great Power Politics (Updated Edition): W. W. Norton.
[5] Galariotis, I. J. F. (2008). The Theoretical and Empirical Application of Social Constructivism in EU’s Foreign and Security Policy. Cyprus Center of European and International Affairs, Paper (2008-04).
[6] Brzezinski, Z. (1990). Selective global commitment. Foreign Aff., 70, 1.
[7] Judge, A. (2011). Strategic Complexity--Attracting Consensus.
[8] Lapid, Y. (2001). Rethinking the “International”: IBO Clues for Post-Westphalian Mazes. Identities, borders, orders, 23-28.
[9] Wendt, A., & Friedheim, D. (1996). Hierarchy under anarchy: informal empire and the East German state. CAMBRIDGE STUDIES IN INTERNATIONAL RELATIONS, 46(1), 240-277.
[10], [16] Huntington, S. P. (2007). The Clash of Civilizations and the Remaking of World Order: Simon & Schuster.
[11] Zeihan, P. (2016). The Absent Superpower: The Shale Revolution and a World Without America: Zeihan on Geopolitics.
[12] Vidakis, I., & Baltos, G. (2015). Security aspects of" Geoenergeia" and the significance of energy resources management in international politics. Geopolitics of energy, 37, 2-16.
[13] Vidakis, I. G. (2016). Energy network's security in Eastern Mediterranean Sea. (Ph.D. Disseration), University of the Aegean, Chios, Greece.
[14] Mearsheimer, J. J. (2003). The Tragedy of Great Power Politics (Updated Edition): W. W. Norton.
[15] Skidmore, D. (2012). The Obama Presidency and US Foreign Policy: Where's the Multilateralism? International Studies Perspectives, 13(1), 43-64.
[17] Baltos, G. C., Vidakis, I. G., & Balodis, J. (2017). Turkey’s Ambitions to Emerge as a Regional Power: Example or Counter-Example for Potential Aspiring Competitors. Academic journal of interdisciplinary studies, 6(3), 25-32.
[18] Ifantis, K., & Galariotis, I. (2014). The US and Turkey in search of regional strategy: Towards asymptotic trajectories. UNISCI Discussion Papers (36).
[19] Karkazis, J., Baltos, G. C., & Balodis, J. (2018). How some Seemingly Moderate Political Elections Results may Redirect a State’s Historical Course, from the Top Down to the Transformation of National Growth and Socio-Cultural Development Patterns: Turkey’s Political Reforms over the Last Decades as an Ideal Paradigm of Multi-Faceted National Re-Orientation. Academic journal of interdisciplinary studies, 7(1), 119-128.
[20] Karkazis, J., Baltos, G., & Vidakis, I. G. (2017). Η χάραξη της τουρκικής γεωπολιτικής ως προϊόν ηγετικής φιλοδοξίας και πρόκληση έναντι παραδοσιακών μεθόδων διαχείρισης κινδύνου και μέτρησης ισχύος. Foreign Affairs: the Hellenic edition, 94-115.
[21] Nail, T. (2016). Theory of the Border: Oxford University Press.
[22] Woodard, C. (2011). American Nations: A History of the Eleven Rival Regional Cultures of North America: Penguin Publishing Group.
[23] Σιούσιουρας, Π. Π. (2010). Το Μακεδονικό ζήτημα και η ελληνική εξωτερική πολιτική: γεωπολιτικές επιδιώξεις, διεθνές δίκαιο και το ζήτημα της εξόδου στη θάλασσα: Εκδόσεις Ποιότητα.
[24] Haller, D. (2000). Borders and Borderlands: An Anthropological Perspective: Museum Tusculanum Press.
[25] Fuentes, C. (1999). The Buried Mirror: Reflections on Spain and the New World: Houghton Mifflin.
[26] Alobeid, A., Vidakis, I., Baltos, G., & Balodis, J. (2018). The International Energy Strategies Ruling the Middle East for a Century Re-appear and Determine the Destiny of the Whole Eastern Mediterranean Region. Mediterranean Journal of Social Sciences, 9(4), 241-249.
[27] Bayeh, J. N., & Baltos, G. C. (2019). From a culture of borders to borders of cultures: nationalism and the “clash of civilizations” in international relations theory. Journal of educational and social research, 9, 9-20.
[28] Friedman, T. L. (2005). The world is flat: A brief history of the twenty-first century: Macmillan.

By Γεώργιος Χ. Μπάλτος και Joseph N. Bayeh
Ο ΓΕΩΡΓΙΟΣ Χ. ΜΠΑΛΤΟΣ είναι υποψήφιος διδάκτορας στο Τμήμα Ναυτιλίας και Επιχειρηματικών Υπηρεσιών του Πανεπιστημίου Αιγαίου. Ο Dr. JOSEPH N. BAYEH είναι πρόεδρος του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών και Διεθνών Σχέσεων στο Balamand University, Βηρυτός, Λίβανος.

25/7/2019