Ρουμανία: Μια γενιά δίχως γονείς.


 Ρουμανία: 
Μια γενιά δίχως γονείς.

Η ρουμανική εκδοχή του «Μόνος στο σπίτι» δεν έχει τίποτα κοινό με το χολιγουντιανό «μπλοκμπάστερ» του 1990, με τις περιπέτειες ενός πιτσιρικά μιας αστικής αμερικανικής οικογένειας που τον «ξεχνάει» στο σπίτι παραμονές Χριστουγέννων, ενώ οι υπόλοιποι πάνε διακοπές. Για εκατομμύρια άνεργους ανατολικοευρωπαίους, η ένταξη των χωρών τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση δεν ήταν παρά το «κλειδί» για να ανοίξει η πόρτα της απρόσκοπτης μετανάστευσης προς αναζήτηση μεροκάματου.

Αφήνοντας όμως πίσω τα παιδιά, μη μπορώντας να κάνουν διαφορετικά. Το Spiegel αναζήτησε χαρακτηριστικές περιπτώσεις σε μια προσπάθεια να αναδείξει ένα βαθύ κοινωνικό πρόβλημα, το οποίο χαρακτηρίζει ως μια από τις σκοτεινότερες πλευρές του «success story» της διεύρυνσης της ΕΕ προς Ανατολάς.

Οικονομική ερημοποίηση

Μία από αυτές τις περιπτώσεις είναι η 14χρονη Νικολέτα, που ζει στο χωριό Σκαρισοάρα, στα κεντρο-δυτικά της Ρουμανίας. Η 37χρονη μητέρα της, Ιλεάνα, δουλεύει 2.500 χλμ μακριά, στο Λονδίνο και η μόνη επαφή με την κόρη της και τον 11χρονο γιο της τα τελευταία τρία χρόνια ένα ολιγόλεπτο καθημερινό τηλεφώνημα. Μια ψηφιακή προσομοίωση της κανονικής ζωής.

Η Ιλεάνα αναγκάστηκε να ξενιτευτεί για να βρει δουλειά. Στην αρχή έλειπε μόνο για μερικές εβδομάδες κάθε φορά, αλλά από το 2016, μετακόμισε εκεί μόνιμα. Στην αρχή, εργάστηκε ως υπηρέτρια σε ξενοδοχείο. Σήμερα, είναι βοηθός κουζίνας σε ένα καφέ. Επισκέπτεται την πατρίδα και τα παιδιά της, που ζουν με τον παππού και τη γιαγιά μία ή δύο φορές το χρόνο.

Τα μέσα ενημέρωσης αναφέρονται στα παιδιά όπως η Νικολέτα και ο αδερφός της, ως τα «ευρω-ορφανά». Πρόκειται για παιδιά από την κεντρική και νοτιοανατολική Ευρώπη που ζουν επί χρόνια με τους παππούδες και τις γιαγιάδες τους, επειδή οι γονείς τους πήγαν στις χώρες της δυτικής ΕΕ για να βρουν δουλειά. Σύμφωνα με διάφορες επίσημες στατιστικές, 95.000 έως 160.000 παιδιά στη Ρουμανία έχουν τουλάχιστον έναν γονιό στο εξωτερικό. Οι αρχές υποθέτουν ότι ο πραγματικός αριθμός είναι μακράν μεγαλύτερος, περίπου 350.000 παιδιά. Και αυτά είναι μόνο στη Ρουμανία. Υπάρχουν «ευρω-ορφανά» παντού, από τις χώρες της Βαλτικής, μέχρι τα Βαλκάνια.

Οι αριθμοί δεν είναι αξιόπιστοι επειδή πολλοί γονείς δεν ενημερώνουν τις αρχές όταν αφήνουν τα παιδιά τους σε συγγενείς. Αυτό οφείλεται είτε σε άγνοια, είτε στην αμέλεια, είτε στο φόβο ότι θα μπορούσαν να χάσουν την επιμέλεια των παιδιών τους, σύμφωνα με την Ντανιέλα Τιτάρου, επικεφαλής των κοινωνικών υπηρεσιών στην επαρχία Μπακάου, η οποία έχει τον μεγαλύτερο αριθμό «ευρω-ορφανών» σε ολόκληρη τη χώρα. «Υπάρχουν πολλά έρημα χωριά στο νομό μας, όπως και πολλά χέρσα χωράφια. Υπάρχει τεράστια έλλειψη εργασίας παντού» λέει στο Spiegel. 

Η Σκαρισοάρα, το χωριό της Νικολέτας, είναι επίσης μισο-έρημο. Επισήμως έχει 719 κατοίκους. Αλλά πλέον έχουν απομείνει μόνο παιδιά και γέροι, αφού οι περισσότεροι κάτοικοι σε παραγωγική ηλικία έχουν φύγει μετανάστες στο εξωτερικό.

Η Ιλεάνα δουλεύει στο Λονδίνο από Δευτέρα έως Πέμπτη επί 13 ώρες την ημέρα. Την Παρασκευή και το Σάββατο εργάζεται σε ένα καφέ για 8 με 10 ώρες. Παίρνει 1.700 ευρώ το μήνα, με τα οποία προσπαθεί να ζήσει στην Αγγλία και να στείλει χρήματα στο σπίτι.

Επί σοσιαλισμού, στην επαρχία Μπακάου υπήρχε ένας ακμάζον γεωργικός συνεταιρισμός, ενώ ήταν το κέντρο για τις βιομηχανίες χημικών, υφασμάτων και χαρτιού στην κεντρική Ρουμανία. Ωστόσο, με την καπιταλιστική παλινόρθωση κανείς από αυτούς τους κλάδους δεν επιβίωσε. Οι γεωργικοί συνεταιρισμοί διαλύθηκαν παντού και μόνο μερικές από τις πρώην κρατικές επιχειρήσεις επιβίωσαν και αυτές διατηρώντας μόνο ένα ελάχιστο ποσοστό του παλιού προσωπικού τους.

Στην πρωτεύουσα της επαρχίας Μπακάου, την Κορμπάσκα, στην οποία απέμειναν λιγότεροι από 5.000 κάτοικοι, οι μόνες δουλειές που υπάρχουν πλέον είναι στον δήμο, σε φούρνους, καντίνες, στα λιγοστά μπαρ ή σε μικρά καταστήματα. Ο δήμαρχος δεν μασάει τα λόγια του: «Η μετανάστευση είναι το μεγαλύτερο πρόβλημά μας», λέει στο Spiegel. «Η οικονομική κατάσταση καθιστά ανέφικτο για τους ανθρώπους να μείνουν και να δουλέψουν στον τόπο τους».

Μια ολόκληρη γενιά δίχως γονείς

Ο Κονσταντίν Ταμπακάρου εργάζεται ως κοινωνικός λειτουργός σε ένα πρόγραμμα της UNICEF για την στήριξη παιδιών σε φτωχές οικογένειες. Επισκέπτεται συχνά τα σπίτια των παιδιών των οποίων οι γονείς εργάζονται στο εξωτερικό. Η δουλειά του είναι να εξασφαλίζει ότι τα δικαιώματά τους γίνονται σεβαστά και να συμβουλεύει τους παππούδες και τους συγγενείς σε θέματα εκπαίδευσης και κηδεμονίας. «Μια ολόκληρη γενιά σε αυτή τη χώρα έχει μεγαλώσει χωρίς γονείς» λέει. «Τι θα γίνει με αυτά τα παιδιά και τι είδους μέλλον θα έχουν;».

Το Μπατσιόι είναι επίσης μια μικρή πόλη 2.000 κατοίκων, που από μακριά μοιάζει να κατοικείται από μεσοαστούς. Τα φαινόμενα απατούν. Από τα 220 παιδιά του σχολείου της πόλης, μόνο τα 20 ζουν με τους γονείς τους. Όλα τα άλλα μεγαλώνουν στους παππούδες τους ή στους συγγενείς τους, σύμφωνα με τη διευθύντρια του σχολείου. «Είναι καλά ντυμένα, έχουν σύγχρονα κινητά, συμπεριφέρονται με σεβασμό, δεν υπάρχουν προβλήματα πειθαρχίας», λέει. «Αλλά συναισθηματικά, σχεδόν όλα τους έχουν προβλήματα. Πολλά από τα μικρότερα παιδιά μας αγκαλιάζουν συνεχώς και αναζητούν σωματική επαφή». Κάποια από αυτά, τη φωνάζουν «μαμά»…

21/7/2019



   ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ - ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ