Η ελληνική εμπειρία, η Ευρώπη και το Ισλάμ.


 Η ελληνική εμπειρία, η Ευρώπη 
και το Ισλάμ. 

Στην Ελλάδα φαίνεται να δημιουργείται μια ιδιαίτερη τυπολογία στην Ανθρωπογεωγραφία των Ισλαμικών κοινοτήτων με τις ιδιαιτερότητες τους η κάθε μια. Στον πρώτο τύπο θα εντάσσαμε τους πολιτογραφημένους Έλληνες Μουσουλμάνους των Περιοχών της Θράκης και Δωδεκανήσων, με τις ιδιαιτερότητές τους, διότι δεν πρόκειται περί μιας ενιαίας κοινότητας Μουσουλμάνων, στον δεύτερο τύπο διαπιστώνεται η ένταξη των μουσουλμάνων μεταναστών και προσφύγων βάσει των ισλαμικών κλάδων, που πιστεύουν, στον τρίτο τύπο υπάρχει η ένταξη των μεταναστών και προσφύγων βάσει της εθνοτικής τους προέλευσης, με σύνδεσμό τους όμως την Ισλαμική πίστη, ανεξαρτήτως του κλάδου που ανήκει ο καθένας, στο τέταρτο τύπο υφίστανται οι ισλαμικές κοινότητες, με εθνοτικά και Ισλαμικά χαρακτηριστικά που εξυπηρετούν τις ανάγκες των διπλωματών και επιχειρηματιών, που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα και συνοδεύονται με την ίδρυση συνήθως σχολείων, για την συνέχιση της ισλαμικής παιδείας των παιδιών τους, στην χώρα φιλοξενίας, ο πέμπτος τύπος έχει να κάνει με τις Ισλαμικές σέκτες, που περιλαμβάνουν αρκετούς μεταστραφέντες Έλληνες –ορθοδόξους στην αναζήτησή τους για το εναλλακτικό και διαφορετικό και τέλος ο έκτος τύπος που αφορά στους Βαλκάνιους Μουσουλμάνους κυρίως Αλβανούς, οι οποίοι ανήκουν στους Μπετακτσί που είναι παρακλάδι των Σούφι. Στο παρόν θα εξετάσουμε τη δυναμική ανάπτυξης του Ισλαμικού κινήματος στη δύση, τους τρόπους οργάνωσης, δομής και λειτουργίας, του κάθε τύπου και της κάθε κοινότητας ξεχωριστά. Θα μελετήσουμε την ανάδυση των ιδιαίτερων ταυτοτήτων του Ισλάμ, στην Ελλάδα και στον Ευρωπαϊκό χώρο, τις δυσλειτουργίες που παρουσιάζονται στις σχέσεις Ελληνικού κράτους και Ελληνικής κοινωνίας σε σχέση με τις Ισλαμικές κοινότητες, την πιθανή όσμωση αυτών, τις ιστορικές ταυτίσεις των Ελλήνων με το παρελθόν, αλλά και ταυτόχρονα τις πολιτικές ταυτίσεις με τον Αραβικό κόσμο.

Οι αντιλήψεις και πρακτικές που κυριάρχησαν και δημιούργησαν τρόπους και σχήματα σκέψης, κατά την ίδρυση του Ελληνικού κράτους, όσον αφορά στο Ισλάμ, ενδεχομένως να οφείλονται στην ιστορική συγκυρία της αναγκαστικής σχέσης μεταξύ του Ανατολικού Χριστιανισμού και της Οθωμανικής Ισλαμικής εκδοχής.

Μια πρώτη υπόθεση εργασίας που θα μπορούσαμε να κάνουμε είναι αυτή του ότι ήταν πολύ πρόσφατη η εμπειρία της υποτέλειας στην Οθωμανική Αυτοκρατορία3 για το νεοϊδρυμένο Ελληνικό κράτος, κάτι που ενδεχομένως να αποτέλεσε παράγοντα αποστροφής των εμπλεκομένων και ειδικά των νομοθετών στο να συμπεριλάβουν και τη θρησκεία του Ισλάμ έστω και ως αναφορά ή κεφάλαιο σ’ ένα ευρύτερο πλαίσιο της πολιτιστικής παράδοσης του νεοϊδρυομένου Ελληνικού κράτους. Επίσης κάτι που φαίνεται να καθόρισε τη μη διδασκαλία του Ισλάμ στις Ελληνικές Θεολογικές Σχολές ήταν το φιλοδυτικό πνεύμα των Καθηγητών , που έδιναν ενδεχομένως βαρύτητα σ’ έναν εξορθολογισμένο Χριστιανισμό, πρωτίστως κοντά στη Διαμαρτυρόμενη Εκκλησία4 και δευτερευόντως στην Καθολική Εκκλησία. Οι πρώτοι Καθηγητές5 σπουδασμένοι στη Δύση και επηρεασμένοι ως επί το πλείστον από Διαμαρτυρόμενα περιβάλλοντα καθόρισαν και το τι ακριβώς θα διδάσκονταν οι πρώτοι φοιτητές της Θεολογίας6. Ταυτόχρονα όμως με το εσωτερικό μέρος της λειτουργίας της Θεολογικής Σχολής της Αθήνας-ως πρώτης Σχολής- υπήρχε και το πολιτικό μέρος, που εκείνη την περίοδο επιθυμούσε ως πάγιο αίτημα να εντάξει την Ελλάδα μέσα στα σύγχρονα κράτη και έθνη της Ευρώπης, επομένως δεν θα μπορούσε να μην καθορίσει νομοθετικά και πολιτικά από την πρώτη βαθμίδα της εκπαίδευσης μέχρι και την τρίτη το περιεχόμενο των μαθημάτων, τους διδάσκοντες και τα προγράμματα, τα οποία ήταν προσανατολισμένα σύμφωνα με τις Διαφωτιστικές πρακτικές και αντιλήψεις της Δύσης. Το κυρίαρχο πρόταγμα εκείνη την περίοδο από μερίδα που κατείχε την πολιτική εξουσία του τόπου, ήταν η Ελλάδα στη Δύση. Αυτό ενδεχομένως να δημιούργησε τις προϋποθέσεις μιας «αποκήρυξης» του Ισλάμ από τις Θεολογικές Σχολές, ως θρησκείας εχθρικής και δυναστικής προς το Ελληνικό έθνος, καθώς και ως παράγοντα αναχρονισμού για τους σκοπούς που είχε θέσει το Ελληνικό κράτος εκείνη τη περίοδο. Το Ισλάμ αποτελούσε την πρόσφατη μνήμη μιας Ανατολικής παράδοσης των Ελλήνων, κάτι που δεν συνδεόταν στη παρούσα φάση της στοχοθεσίας που είχε θέσει το Ελληνικό κράτος, στο να βρίσκεται ανάμεσα στα σύγχρονα κράτη της Δύσης. Οι Ιερείς της Ορθόδοξου Εκκλησίας και οι Θεολόγοι που αποφοιτούσαν δημιουργούσαν ένα απόλυτα καλά συντονισμένο και οργανωμένο σώμα προπαγάνδας εναντίον της Ισλαμικής θρησκείας, αλλά και πολιτιστικής παράδοσης που συνυπήρξε μαζί με την Χριστιανική-Βυζαντινή και την Αρχαία Ελληνική.

Η Ορθόδοξη Εκκλησία και οι Ελληνικές Θεολογικές Σχολές είναι άρρηκτα συνδεδεμένες ως εάν να ανήκουν στη πρώτη, ενώ είναι ξεκάθαρο νομικά ότι υπάγονται στην Ελληνική πολιτεία. Παρότι όμως αυτού του γεγονότος η Εκκλησία παρεμβαίνει δραστικά και επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό τις αποφάσεις της Ελληνικής πολιτείας και των Καθηγητών. και οι δυο φορείς – Εκκλησία και Θεολογικές Σχολές- φαίνεται να πάσχουν από το φοβικό σύνδρομο του «άλλου», του ξένου, του διαφορετικού. Επίσης εμφανίζονται να έχουν το αίσθημα του ανίσχυρου και αδύναμου που προσπαθεί να περιθωριοποιηθεί και απομονωθεί  ενώπιον της ενδεχόμενης απειλής μιας πολυπολιτισμικής κοινωνίας. Αρνούνται πεισματικά να αντιληφθούν τις κοσμοϊστορικές αλλαγές που συντελούνται στον πλανήτη και την Ελλάδα και να αδράξουν την ευκαιρία δημιουργίας προϋποθέσεων διαλόγου με τον διαφορετικό, σε μια προσπάθεια γνώσης-του άλλου- και συνύπαρξης μαζί του.

Το 1881 με την απελευθέρωση της Θεσσαλίας η Ελλάδα απέκτησε για πρώτη φορά μια σημαντική αριθμητικά μουσουλμανική μειονότητα. Το Ελληνικό κοινοβούλιο ψήφισε τρεις νόμους κατοχυρώνοντας την θρησκευτική ελευθερία των μουσουλμάνων, την ισχύ του ιερού ισλαμικού νόμου (Σαρία) και τα μουσουλμανικά σχολεία. Δεν φαίνεται να επιχείρησε κανενός είδους βίαιο εκσυγχρονισμό της μουσουλμανικής κοινωνίας γι’ αυτό και η μαντίλα δεν έγινε ποτέ σύμβολο στην Ελλάδα με την σημασία που δίνεται στην Τουρκία.

Το 1920 ο μουσουλμανικός πληθυσμός ανέρχονταν πάνω από το 15% του πληθυσμού της «Μεγαλυνομένης Ελλάδος» και μάλιστα σε αρκετές περιφέρειες φαίνεται να ήταν η μεγάλη πλειοψηφία.

Η Ελλάδα, σε αντίθεση με το κίνημα των Νεότουρκων, δεν ακολούθησε πολιτική εθνοκάθαρσης, αλλά μια μετριοπαθή πολιτική υποστήριξης των μετριοπαθών μουσουλμάνων με αποκορύφωμα το νόμο 2345/1920«Περί προσωρινού αρχιμουφτή και μουφτήδων των εν τω Κράτει μουσουλμάνων». Πρώτος νομάρχης της ελεύθερης Ανδριανούπολης διορίστηκε από τον ίδιο τον Βενιζέλο ένας Μουσουλμάνος ενώ σε σειρά εγγράφων της Ελληνικής Διοίκησης οι μουσουλμάνοι χαρακτηρίζονται «φιλήσυχοι και ευδιοίκητοι».

Οι Ελληνικές Κυβερνήσεις από το 1881 και μετά διατήρησαν έναν σταθερό τρόπο πολιτικής διαχείρισης του Ισλάμ: α) με την ανάδειξη των μετριοπαθών μουσουλμάνων σε προνομιακούς συμμάχους της Ελληνικής Πολιτείας, β) με την υποστήριξη και την προστασία της θρησκευτικής τους ελευθερίας και ταυτότητας και γ) με τη διατήρηση του Ιερού Ισλαμικού Νόμου, της Σαρία. Η πολιτική αυτή φάνηκε να είναι περισσότερο προωθημένη ακόμα και σε σχέση με όσα πράττουν μουσουλμανικές χώρες όπως η Τουρκία.

Οι δεκαετίες του 1970 και του 1980 ήταν ιδιαίτερα σημαντικές για τον κόσμο ολόκληρο, χωρίς ν’ αφήνουν ανεπηρέαστη και την Ελλάδα, καθώς το ενδιαφέρον τόσο στο διπλωματικό επίπεδο, όσο και στο επίπεδο της κοινής γνώμης στρέφεται ζωηρά στη Μέση Ανατολή με τις αλλαγές στα στρατιωτικοπολιτικά ζητήματα που ήδη είχαν ανακύψει μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η θρησκεία στην περιοχή διαδραματίζει έναν από του καθοριστικότερους ρόλους με πρωταγωνιστές τις τρεις σημαντικότερες θρησκείες του κόσμου, τον Χριστιανισμό, το Ισλάμ και τον Ιουδαϊσμό. Το 1981 στην Ελλάδα αναλαμβάνει για πρώτη φορά -θα τολμούσαμε να πούμε- Σοσιαλδημοκρατική Κυβέρνηση δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στο μεσανατολικό ζήτημα υποστηρίζοντας και έχοντας διπλωματικές επαφές ανοικτά πλέον με τον Αραβοισλαμικό κόσμο.

Με την ολοκλήρωση της κατάκτησης της Βαλκανικής χερσονήσου από τους Οθωμανούς, το Ισλάμ εγκαθίσταται οριστικά στο χώρο της Ευρώπης. Η PaxOttomanica δημιούργησε δύο μεγάλα στρατόπεδα, των μουσουλμάνων, και των χριστιανών και των εβραίων τζιμμήδων (dhimmi), δηλαδή προστατευόμενων μη μουσουλμάνων υπηκόων της αυτοκρατορίας.

Το οθωμανικό Ισλάμ κατά γενική ομολογία ανήκε στην ορθόδοξη σουνιτική παράδοση, προσπαθώντας να αντιδράσει σθεναρά στις αποκλίνουσες τάσεις των νομάδων που είχε στους κόλπους του και τις οποίες θεωρούσε αιρετικές. Ωστόσο πολύ ενωρίς επικράτησαν και οι θρησκευτικές ομάδες σηιτικής παράδοσης που εκπροσωπούνταν κυρίως από τα πολλαπλά τάγματα των σούφι δερβίσηδων. Οι πιο διάσημες και πολυάριθμες αδελφότητες δερβίσηδων ήταν των Μπεκτασίδων και των Μεβλεβί. Η πρώτη ξεκίνησε ως «αγροτικό» τάγμα, ενώ η δεύτερη ήταν αστική.

Ως προς το χαρακτήρα του ορθοδόξου Ισλάμ στην αυτοκρατορία πρέπει να σημειωθεί ότι, ενώ για οποιοδήποτε μείζον θέμα και απόφαση σχετικά με την πίστη και το νόμο ήταν απαραίτητη η ομόφωνη γνώμη της τάξης των μορφωμένων (ijma’), το δικαίωμα ερμηνείας του δόγματος, ijtihad, περιοριζόταν κατ’ ουσίαν στους οπαδούς των τεσσάρων διαφορετικών «ορθοδόξων νομικών σχολών» (των Μαλικιτών, των Χαναφιτών, των Σαφιιτών και των Χανμπαλιτών). Απ’ αυτές οι Οθωμανοί παραδέχονταν την πιο φιλελεύθερη, τη hanafite, αλλά τελικά ακολουθούσαν ένα πρότυπο πολύ πιο αυστηρό, το οποίο δεν επιδεχόταν σχεδόν καμιά αλλαγή».

Η επιρροή από την άλλη πλευρά του «αιρετικού» Ισλάμ υπήρξε τεράστια, δεδομένου ότι τα τάγματα των δερβίσηδων άσκησαν ιδιαίτερες προσπάθειες στη διάδοση του Ισλάμ ανάμεσα στους χριστιανούς, πρόσθεσαν μεγάλη περιουσία σε κτήρια και βακούφικα κτήματα και άσκησαν μεγάλο φιλανθρωπικό έργο ανάμεσα στους υπηκόους. Οι διάσπαρτοι τεκέδες των Μπεκτασήδων παρείχαν καθημερινά τροφή σε όποιον είχε ανάγκη και ταυτόχρονα προσπαθούσαν να διακηρύξουν την πίστη τους ανάμεσα στον πληθυσμό. Οι πιστοί έβρισκαν τη συναισθηματική έκφραση της θρησκείας πιο ικανοποιητική από τον ψυχρό, πεζό, ορθόδοξο λόγο του σουνιτικού Ισλάμ. Το δόγμα των Μπεκτασήδων ήταν επιπλέον εκλεκτικό κράμα, ευπροσάρμοστο και φιλελεύθερο.

Δύο λοιπόν οι βασικές θεολογικές κατευθύνσεις των μουσουλμάνων του ελληνικού χώρου: το σουνιτικό Ισλάμ ως η επίσημη θρησκεία ανάμεσα στον πληθυσμό τουρκικής καταγωγής, σε αθίγγανους ή σε εξισλαμισμένους Έλληνες και το μπεκτασικό δόγμα κυρίως ανάμεσα στους Πομάκους της Θράκης, οι οποίοι είναι στο μεγαλύτερο μέρος τους εξισλαμισμένοι Θράκες. O αριθμός των Μπεκτασήδων έχει συρρικνωθεί, οι δε σουνίτες πιστεύουν ότι έχει μηδενισθεί.

Η ανταλλαγή των πληθυσμών το 1922 και η προσάρτηση στην Ελλάδα της Δωδεκανήσου δημιούργησε τις σημερινές συνθήκες της παρουσίας των Ελλήνων μουσουλμάνων στο νεοελληνικό κράτος. Οι 120.000 περίπου Έλληνες μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης και των νήσων Ρόδου και Κω είναι σουνίτες, με την εξαίρεση μερικών κοινοτήτων Μπεκτασήδων της Θράκης. Τα τελευταία είκοσι χρόνια έχει προστεθεί ένας σημαντικός αριθμός σουνιτών επίσης μουσουλμάνων οικονομικών μεταναστών από χώρες της Βαλκανικής (Αλβανίας, Σκοπίων, Βουλγαρίας), της Ασίας (Συρίας, Ιράκ, Αφγανιστάν, Πακιστάν, Μπαγκλαντές) και της αφρικανικής ηπείρου. Θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι ανάμεσά τους βρίσκεται και ένας μικρός αριθμός σηιτών από το Ιράν, Ιράκ και Συρία καθώς και Μπεκτασήδων κυρίως από την Αλβανία ή από άλλες βαλκανικές χώρες. Από μια προσωπική έρευνα έχει διαπιστωθεί ότι ένας σημαντικός αριθμός Κούρδων μεταναστών ανήκει στη θρησκευτική αίρεση των Γιεζιτών.

Στον ελληνικό χώρο σήμερα, όπως ακριβώς και στη δύση, διακρίνει κανείς ένα παραδοσιακό σουνιτικό Ισλάμ, ορισμένες αποκλίνουσες ομάδες και το Ισλάμ των μεταναστών, αυτό το οποίο ο Ολιβιέ Ρουά χαρακτηρίζει ως «παγκοσμιοποιημένο Ισλάμ». Δεν πρόκειται βέβαια για την πλευρά του εξτρεμιστικού Ισλάμ, αλλά ένα καθ’ όλα ειρηνικό Ισλάμ, του οποίου τα μέλη είναι κυρίως οικονομικοί μετανάστες, προϊόν της εξατομίκευσης, της αποκοινοτικοποίησης και σε πολλές περιπτώσεις του διαχωρισμού από το περιβάλλον της εθνικής καταγωγής.

Οι έλληνες μουσουλμάνοι στην αρχή δεν είχαν καμία επαφή με τους μετανάστες μουσουλμάνους, αργότερα όμως απέκτησαν, ενισχύοντας η μια πλευρά την άλλη, ύστερα από διαμεσολάβηση ενδεχομένως διπλωματικών αντιπροσωπειών, που επιθυμούσαν μια Ισλαμική «πανστρατιά»7. Το μόνο θέμα που, ίσως, ενώνει τους μουσουλμάνους της Αθήνας, οι οποίοι είναι μέλη όλων των ομάδων, είναι η ανάγκη της ύπαρξης ενός ενιαίου κέντρου λατρείας. Ο φόβος προέρχεται από τη σκέψη ότι ένα τέτοιο κέντρο θα αποτελέσει επίκεντρο ενίσχυσης μιας «νέο-εθνοτικής», κατά τον Ρουά, ταυτότητας με συνέπειες άγνωστες στην ελληνική πραγματικότητα.

Το ελληνικό κράτος μη όντας μέχρι σήμερα φιλικό απέναντι στον οποιοδήποτε πολίτη είναι κατά συνέπεια και δύσκαμπτο απέναντι και στις θρησκευτικές μειονότητες. Ένας επιπλέον λόγος είναι το γεγονός ότι οι μουσουλμάνοι της Θράκης πάντοτε κατατρέχονταν από το σύνδρομο κρίσης της ταυτότητας: τι είμαστε, μουσουλμάνοι έλληνες, τουρκόφωνοι μουσουλμάνοι έλληνες, τούρκοι μουσουλμάνοι της Ελλάδας, μειονοτικοί απλά μαζί με άλλους μειονοτικούς μουσουλμάνους; Το ελληνικό κράτος φαίνεται ότι απέτυχε στην πολιτική του στάση απέναντι στις θρησκευτικές μειονότητες της Θράκης, τις συσπείρωσε και τους προκάλεσε μια πολλαπλώς υποκινούμενη ενδοστρέφεια. Τα προβλήματα που υπάρχουν είναι διαφορετικής φύσεως από αυτά των ισλαμικών μειονοτήτων στο χώρο της Δύσης. Αυτό οφείλεται κατά ένα μεγάλο μέρος στο ότι χριστιανοί και μουσουλμάνοι έζησαν για πολλούς αιώνες μαζί και συνήθισαν οι μεν στον τρόπο ζωής των δε.

Εκεί που αναφύονται μια σειρά από προβλήματα είναι η σύγκρουση του ελληνικού δικαίου με τον Ιερό νόμο shari’a που διέπει τη θρησκευτική αλλά κυρίως την κοινωνική ζωή των μουσουλμάνων της Ελλάδας και ανήκει στο χώρο των ζητημάτων νομικής φύσεως και ειδικότερα σ’ αυτά που αφορούν θέματα οικογενειακού, ιδιωτικού ή κληρονομικού δικαίου. Με βάση την αυθεντία του Ιεροδίκη, ο οποίος ταυτίζεται πλέον σήμερα με το αξίωμα του Μουφτή (ενώ παλαιότερα ήταν σαφώς διακριτοί οι ρόλοι τους) διευθετούνται τα προβλήματα των Ελλήνων μουσουλμάνων.

Δεν είναι λίγες οι φωνές διαμαρτυρίας που ακούγονται από μορφωμένους μειονοτικούς και οι οποίοι εγείρουν σοβαρές ενστάσεις απέναντι στο status επιλογής των Μουφτήδων που τους θεωρούν πολύ λίγους για να υπηρετήσουν με σωφροσύνη το αξίωμά τους. Το νομικό πρόβλημα, το οποίο θα προκύψει στο μέλλον είναι αυτό με τους μετανάστες μουσουλμάνους και δεν είναι βέβαιο ότι η ελληνική Πολιτεία προετοιμάζεται για αυτό.

Κατά την άποψη ιμάμη μιας κοινότητας Αφρικανών μουσουλμάνων πανεπιστημιακής μόρφωσης ο αριθμός των μουσουλμάνων μεταναστών είναι 100.000 και κατ’ άλλους υπολογισμούς 500.000. Οι αφρικανοί μουσουλμάνοι προέρχονται από την Αίγυπτο, το Σουδάν, το Μαρόκο, την Αλγερία, την Τυνησία, τη Νιγηρία και τη Σενεγάλη. Οι παλαιότεροι μουσουλμάνοι που μετανάστευσαν στην Ελλάδα ήταν φοιτητές, ενώ οι νεότεροι είναι πολιτικοί ή οικονομικοί πρόσφυγες και απασχολούνται ως εργάτες ή ασχολούνται με το εμπόριο.


Οι μελέτες που έχουν γίνει στην Ελλάδα για το Ισλάμ είναι ελάχιστες και εξαντλούνται σε νομικά ζητήματα της Μουσουλμανικής μειονότητας της Θράκης ή σε ζητήματα μετανάστευσης που τυγχάνει να αναφέρεται το Ισλάμ, προς χάριν κάποιας μεταναστευτικής ομάδας που τα μέλη της είναι Μουσουλμάνοι. Κυρίως στην Ευρώπη και στις Η.Π.Α., οι μελέτες είναι πάρα πολλές και πολλές εξαιρετικές, αλλά αφορούν γενικά ή ειδικά περί του Ισλάμ, ή αναφέρονται στις εκεί Ισλαμικές κοινότητες. Για την Ελλάδα δεν υφίσταται κάτι το αξιοπρόσεκτο και η δίκη μας έρευνα είναι ακόμη σε αρχικά στάδια, αλλά έχει προχωρήσει ως προς την χαρτογράφηση των Ισλαμικών κοινοτήτων που για πρώτη φορά παρουσιάζονται στην παρούσα εργασία.

Στον Πολυθεϊσμό, η κάθε μια πίστη, που δημιουργείται ως νέα, πραγματοποιώντας την εμφάνισή της, γίνεται αποδεκτή ανάμεσα στις πολλές άλλες πίστεις και αλήθειες, ιστορικό τέτοιο ζωντανό παράδειγμα είναι οι Ινδουιστικές θρησκείες, που έχουμε μια συνεχή εμφάνιση νέων θεοτήτων, πίστεων, συστημάτων και θρησκειών ακόμη. Για πρώτη φορά στην Ιστορία της ανθρωπότητας, αρχικά ο Ιουδαϊσμός σε μικρότερη κλίμακα στη Μέση Ανατολή και μετέπειτα ο Χριστιανισμός και το Ισλάμ διεκδικούν την απόλυτη αυθεντία και αλήθεια στο χώρο της πίστης και της θρησκείας, ως οι πλέον παγκόσμιες και οικουμενικές μοναδικές αλήθειες του κόσμου τούτου. Ο Μονοθεϊσμός φαίνεται να οδηγεί σε αδιέξοδα αντιλήψεων και πρακτικών που αποτυπώνονται σε τρόπους και σχήματα σκέψης, που φανατίζουν και διχάζουν, μη ανεχόμενος την συνύπαρξη και την ύπαρξη, άλλων αληθειών.

Σημαντικά σημεία ενδιαφέροντος για συζήτηση:

- Η εμφάνιση μια θρησκευτικότητας του Ισλάμ η οποία γίνεται αντιληπτή ως πλέον ατομική υπόθεση, αυτοπραγμάτωσης.

- Το Ισλάμ αυτοπροσδιορίζεται ως Οικουμενικό και όχι εθνοτικό όπως συμβαίνει σε περιπτώσεις του Χριστιανισμού, άρα είναι ένα βήμα μπροστά από τον Δυτικό κόσμο, διότι αποδέχθηκε στην εφαρμογή του την παγκοσμιοποίηση και όχι θεωρητικά.

- Η νοσταλγία της Χρυσής Εποχής του Ισλάμ, που είναι η περίοδος των Χαλίφιδων.(από τον 17ο αιώνα το Ισλάμ ταπεινώνεται συνεχώς από την Δύση)

- Η ιδιότητα του πιστού υπερβαίνει κάθε άλλη ταυτότητα

- Το Ισλάμ ερχόμενο στη Δύση και ζώντας μέσα σε αυτή, έμαθε από την Φονταμενταλιστική αντίληψη και πρακτική του Χριστιανισμού, την ατομική –προσωπική βίωση της θρησκευτικής εμπειρίας, κάτι που μέχρι τώρα ήταν άγνωστο για το Ισλάμ.

- Η πολυπολιτισμικότητα της Δύσης λειτούργησε ως κάλυψη για την ανάδυση και δράση του Ισλάμ, από τους Φονταμενταλιστές μουσουλμάνους, κρύβονταν πίσω από την ανεκτικότητα, τα ανθρώπινα δικαιώματα κ.ο.κ.

- Το Ισλάμ έπαψε να είναι πολιτικό και κοινωνικό και είναι πλέον μόνο θρησκευτικό.

- Ατομικός επανεξισλαμισμός, δεν υφίσταται απαραίτητα κάποια ομάδα ή κοινότητα πίσω από κάθε πράξη κάποιου μαχητή της πίστης.

- Η νέα τάση του Ισλάμ είναι η επονομαζόμενη «απόκρυψη ή taqya»

- Υπάρχουν Μαχητές της πίστης χωρίς κανένα πολιτικό, ακτιβιστικό, θρησκευτικό παρελθόν, αυτούς κυρίως επιθυμούν να προσεγγίσουν ή να στρατολογήσουν οι Φανατικές Ισλαμικές Οργανώσεις.

- Οι μαχητές της Πίστης δεν ενδιαφέρονται για οργανωμένες δομές, ιεραρχίες, τα αποτελέσματα των πράξεων τους, αλλά ζουν για τη στιγμή και επιθυμούν να βιώσουν την στιγμή, πεθαίνουν για την σημασία της κίνησης, βιώνουν μια μυστικιστική διάσταση πέραν της πολιτικής, που πραγματικά δεν τους ενδιαφέρει.

  Ισίδωρος Παχουνδάκης,
Αναπληρωτής Πρόεδρος του St. Thomas Polytechnic in Singapore

 26 Ιουλίου 2019