Νόμοι της φύσης.
Νόμοι της φύσης.
1.Η καταγωγή τους.
2.Η επινόηση ενός νέου αιτίου.
3. Οι ιδεολογικές και ιστορικές καταβολές τους.
Νόμοι της φύσης.
Μέρος Πρώτο:
Νόμοι της φύσης - Η καταγωγή τους.
Οι νόμοι της φύσης δεν υπήρχαν πάντα και δεν τους ανακαλύψαμε ποτέ. Ενδεχομένως να είναι αρκετά προβοκατόρικη μια τέτοια εισαγωγική πρόταση στο πρώτο άρθρο ενός αφιερώματος για τους νόμους της φύσης. Αποτελεί, ωστόσο, μια ιστορική πραγματικότητα. Οι νόμοι της φύσης επινοήθηκαν μέσα σε ένα εξαιρετικά σύνθετο πολιτισμικό πλαίσιο. Πρόκειται για το πλαίσιο συγκρότησης της πρώιμης νεότερης Ευρώπης. Σκοπός αυτού του αφιερώματος είναι να αναδείξει πώς προέκυψε αυτή η τόσο κομβική έννοια για τις Φυσικές Επιστήμες και πώς αποτύπωνε όχι μόνο τις διανοητικές αλλά και τις ιδεολογικές και κοινωνικές συνθήκες της εποχής. Όπως έχουμε σημειώσει και σε άλλα άρθρα, η επιστήμη δεν υπήρξε ποτέ ουδέτερη ούτε αναπόφευκτη.
Πριν μιλήσουμε, ωστόσο, για το πώς αναδείχτηκαν οι φυσικοί νόμοι, θα ήταν χρήσιμο να δούμε πότε. Το παρόν άρθρο είναι αφιερωμένο στις διαφορετικές ιστοριογραφικές προσεγγίσεις. Όπως καθετί που αποτελεί ιστορικό γεγονός, έτσι και στην περίπτωση των νόμων της φύσης οι ερμηνείες των ιστορικών της επιστήμης δεν είναι ευθυγραμμισμένες, αλλά ετερόκλητες. Ο μαρξιστής ιστορικός και φιλόσοφος των επιστημών Edgar Zilsel στη δεκαετία του 1930 ισχυρίστηκε ότι οι νόμοι της φύσης προέκυψαν από τη μετάλλαξη των θρησκευτικών νόμων της Βίβλου στους γεωμετρικούς κανόνες του αστρονόμου Γιοχάνες Κέπλερ (17ος αιώνας). Πρακτικά, ήταν ο πρώτος που χρησιμοποίησε τον νόμο ως μεταφορά. Ωστόσο, την έννοια του φυσικού νόμου, όπως αυτή πρωταγωνιστεί και στη σύγχρονη επιστήμη, ο Zilsel την αποδίδει στον Γάλλο φιλόσοφο και μαθηματικό Ρενέ Ντεκάρτ. Από κει και πέρα, η έννοια του φυσικού νόμου οφείλεται, σύμφωνα με τον Zilsel, στην παρουσία συγκεκριμένων πολιτικών και κοινωνικών συνθηκών, όπως την ανάδυση του καπιταλισμού, όταν οι τεχνίτες αναμείχθηκαν με τους διανοητές και επινόησαν νέες μεθόδους στη μελέτη της φύσης. Μόνο μετά την ανάδυση του καπιταλισμού θα μπορούσε να υπάρξει μια τέτοια έννοια. Σε αυτή περίπου τη γραμμή σκέψης τοποθετήθηκε και ο Joseph Needham, ο οποίος είναι γνωστός για τις μελέτες του στην ιστορία της κινέζικης επιστήμης και τη σύγκρισή της με τη δυτική. Ο Needham συμφωνεί με τον Zilsel ότι η έννοια του φυσικού νόμου έπρεπε να νομιμοποιηθεί πολιτικά και κοινωνικά πριν αποτελέσει μέρος της επιστημονικής ορολογίας.
Ο ιστορικός των επιστημών Alistair Crombie ισχυρίστηκε ότι ο νόμος της φύσης εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο έργο του Ρότζερ Μπέικον κατά τον 13ο αιώνα. Ο Ρότζερ Μπέικον ήταν μαθηματικός και φιλόσοφος και ήταν εκείνος που πρόσθεσε στα προγράμματα σπουδών των πανεπιστημίων τη Γεωμετρική Οπτική, τη μελέτη δηλαδή της συμπεριφοράς του φωτός. Παρόμοια άποψη συμμεριζόταν και η ιστορικός Jane Ruby, η οποία θεωρούσε ότι στην ευκλείδεια αξιωματική μέθοδο, στα Μαθηματικά και στην Αστρονομία του Regiomontanus, καθώς και στη Γεωμετρική Οπτική του Ρότζερ Μπέικον βρίσκονται οι απαρχές συγκρότησης του νόμου της φύσης, από τον 13ο έως τον 15ο αιώνα. Ο Needham θα ενσωμάτωνε αργότερα αυτή την ερμηνεία και στο δικό του έργο.
Ο ιστορικός Francis Oakley υποστήριξε ότι η καταγωγή των νόμων της φύσης βρισκόταν στις μεσαιωνικές συζητήσεις των νομιναλιστών φιλοσόφων και θεολόγων για την πρόνοια και τη βούληση του Θεού. Με τον Oakley συμπορεύτηκε ο John R. Milton. Αν και δεν συμφωνούσε απόλυτα με τις μεσαιωνικές καταβολές της έννοιας του νόμου της φύσης, θεωρούσε ότι η Φιλοσοφία, που βασιζόταν σε μια εμπειρική μελέτη του κόσμου, και η Θεολογία, που αποτύπωνε την εικόνα ενός πανίσχυρου Θεού που διαρκώς παρεμβαίνει στον κόσμο με συγκεκριμένες πράξεις, αποτελούσαν το απαραίτητο υπόστρωμα για την ανάδυση του νόμου της φύσης στον 17ο αιώνα. Χωρίς την ανάγκη να υπάρχει ένας «νομοθέτης» Θεός διαρκώς παρών, ο οποίος θα εφάρμοζε τους νόμους της φύσης μέσω απόλυτης δύναμης, δεν θα μπορούσε να έχει γεννηθεί ο νόμος της φύσης.
Με τους Oakley και Milton, δηλαδή τις θεολογικές καταβολές του νόμου της φύσης, συμπαρατάχθηκε και ο εξαιρετικός μελετητής της μεσαιωνικής και πρώιμης νεότερης Φιλοσοφίας Amos Funkenstein. Ο Funkenstein, στο εμβληματικό του έργο «Theology and the Scientific Imagination» (1986) μελέτησε, μεταξύ άλλων, τη διαδρομή της έννοιας του νόμουκαι προσπάθησε να αναδείξει τη σημασία της συσχέτισης Θεολογίας, Φιλοσοφίας και Μαθηματικών.
Ιστορικοί των επιστημών, όπως ο Peter Harrison, ο John Henry και πολλοί άλλοι, αναγνωρίζουν τη σημασία και τη διεισδυτικότητα όλων των προηγούμενων προσεγγίσεων, αλλά θεωρούν ότι όλες έχουν στοιχεία που δεν μπορούν να αγνοηθούν. Σχεδόν όλοι οι ιστορικοί και φιλόσοφοι των επιστημών συναινούν ότι οι συζητήσεις στον 17ο αιώνα για τους νόμους της φύσης γίνονταν, κατά βάση, σε θεολογικό και φιλοσοφικό πλαίσιο. Σε αυτό που υπάρχει, σχεδόν, καθολική συναίνεση είναι ότι οι νόμοι της φύσης επινοούνται, για πρώτη φορά, από τον Ρενέ Ντεκάρτ. Ο Ντεκάρτ, στο έργο του «Le Monde» (1629-1633), έχει τρεις νόμους της κίνησης, με τους οποίους φιλοδοξεί να περιγράψει τις κινήσεις όλων των σωμάτων, επίγειων και ουρανίων. Ο Γάλλος φιλόσοφος θεωρούσε ότι ο κόσμος ήταν μια τεράστια μηχανή, που λειτουργούσε επειδή ο Θεός έθεσε συγκεκριμένους φυσικούς κανόνες. Σε αυτούς τους κανόνες, δηλαδή τους νόμους της φύσης, υπακούν οι κινήσεις όλων των υλικών σωμάτων. Αυτοί οι κανόνες μπορούν να περιγραφούν, σύμφωνα με τον Ντεκάρτ, μέσω των Μαθηματικών. Το ερώτημα είναι: ποιος είναι ο νομοθέτης; Η απάντηση του Ντεκάρτ ήταν «ο Θεός». Ο Θεός ήταν εκείνος που διασφάλιζε τη διατήρηση της ποσότητας της κίνησης και «εξανάγκαζε» τον κόσμο να υπακούει στους νόμους του. Οι νόμοι του Ντεκάρτ, επομένως, αποτελούσαν τα αίτια των συγκεκριμένων κινήσεων των σωμάτων, η ύπαρξή τους διασφαλιζόταν από τον Θεό και η γεωμετρία του Ντεκάρτ ταυτιζόταν με τη γεωμετρία της ύλης, δηλαδή όλων των σωμάτων που συγκροτούν τη φύση.
Στον 17ο αιώνα, επομένως, γεννιέται μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα έννοια και από τότε οι επιστήμονες αναζητούν νόμους της φύσης. Η γέννηση αυτής της έννοιας, όμως, θα έφερνε νέα σημαντικά ερωτήματα. Τι είναι οι νόμοι της φύσης; Αν υπάρχουν και τους έθεσε ο Θεός, αυτό δεν σημαίνει αυτομάτως ότι είναι τέλειοι και αδιαμφισβήτητοι; Ο Θεός δεσμεύεται από αυτούς τους νόμους ή μπορεί να τους παραβιάσει; Μήπως θα έπρεπε η κοινωνία, η πολιτική και η ηθική να επινοήσουν νόμους εξίσου απαραβίαστους και αυστηρούς; Στα επόμενα άρθρα θα δούμε μερικές από τις απαντήσεις που δόθηκαν σε αυτά τα ερωτήματα.
Δημήτρης Πετάκος
18 Ιουνίου 2019
Μέρος δεύτερο:
Νόμοι της Φύσης - Η επινόηση ενός νέου αιτίου.
Στο προηγούμενο άρθρο αναφερθήκαμε στις διαφορετικές ιστοριογραφικές θέσεις σχετικά με την καταγωγή των νόμων της φύσης. Οι περισσότεροι ιστορικοί συγκλίνουν στη θέση ότι οι νόμοι της φύσης επινοούνται με τη σημερινή σημασία τους στο έργο του Ρενέ Ντεκάρτ, στο πρώτο μισό του 17ου αιώνα. Ο Ντεκάρτ παρουσίασε τους νόμους της φύσης ως ένα κανονιστικό πλαίσιο που εξηγούσε τις κινήσεις όλων των κινήσεων. Οι νόμοι της φύσης προβάλλονταν ως αίτια για κάθε είδους κινητική κατάσταση των σωμάτων. Ένας πλανήτης, για παράδειγμα, κινείται όπως κινείται επειδή υπακούει σε συγκεκριμένους νόμους. Από αυτή την περίοδο κι έπειτα εδραιώθηκε μια επιστημονική κουλτούρα που έχει ως αίτημα την αναζήτηση και διατύπωση φυσικών νόμων. Το γεγονός, ωστόσο, ότι αυτή η κουλτούρα έχει μια συγκεκριμένη ιστορική διαδρομή αποτελεί ένδειξη μιας ενδεχομενικής και μη αναπόφευκτης πορείας, όπως και κάθε άλλο ιστορικό συμβάν.
Μετά τον Ντεκάρτ, ο Νεύτων θα παρουσίαζε τους δικούς του νόμους της φύσης, οι οποίοι αντικατέστησαν τους νόμους του Ντεκάρτ. Ο Νεύτων, λίγα χρόνια αργότερα (1687), εξασφάλισε μεγαλύτερη ακρίβεια στην περιγραφή και ερμηνεία των κινήσεων, τόσο φυσική όσο και μαθηματική. Το βασικό, αλλά και κοινό, χαρακτηριστικό των νόμων της φύσης, από τον 17ο αιώνα έως σήμερα, είναι ότι αποτελούν αίτια που μπορούν να διατυπωθούν με μαθηματικό - ποσοτικό τρόπο. Αυτή ήταν μια νέα διανοητική κουλτούρα που άλλαξε εντελώς τον τρόπο που μελετάμε τη φύση. Έως τον 17ο αιώνα οι κανονικότητες και τα φαινόμενα που παρατηρούσαν οι άνθρωποι στη φύση εκφράζονταν με ποιοτικούς τρόπους και όχι ποσοτικούς. Εδραιώθηκε, επομένως, σταδιακά μια φιλοσοφική πεποίθηση ότι η φύση υπάκουε μαθηματικούς νόμους.
Νόμοι και νομοθέτης
Το μεγάλο ερώτημα, προφανώς, ήταν: Ποιος ήταν ο νομοθέτης; Η απάντηση κατά τον 17ο αιώνα δεν θα μπορούσε να είναι άλλη από τον Θεό, ο οποίος έθεσε τους νόμους της φύσης με σκοπό τη συντήρηση μιας έννομης τάξης. Οι νόμοι της φύσης διασφάλιζαν τη σταθερότητα του κόσμου για όσο επιθυμούσε ο Θεός να τη διατηρήσει. Όταν ο Ντεκάρτ μιλούσε για νόμους της φύσης, γνώριζε ότι έπρεπε να βρει, με όρους Φιλοσοφίας, ένα βέβαιο μεταφυσικό θεμέλιο για την ύπαρξή τους. Αυτό το μεταφυσικό θεμέλιο ήταν ο Θεός. Γιατί το έκανε αυτό; Πρώτον, γιατί ήταν χριστιανός. Δεύτερον, γιατί ο τρόπος που επέλεξε να κάνει Φιλοσοφία απαιτούσε μια αιτιακή σχέση τόσο μεταξύ των νόμων και της φύσης όσο και μεταξύ του Θεού και των νόμων. Με απλά λόγια, ήταν φιλοσοφικά συνεπές, με βάση τον δικό του τρόπο σκέψης, να ορίσει τον Θεό ως αίτιο της ύπαρξης των νόμων. Νόμοι χωρίς νομοθέτη δεν έχουν λόγο ύπαρξης. Τρίτον, προσπάθησε να απαντήσει στην κριτική ότι τα άψυχα σώματα δεν μπορούν να υπακούσουν νόμους. Ο νόμος, ως έννοια, απαιτεί λογική από εκείνον που τον εφαρμόζει. Μια πέτρα, όμως, τι είδους νόηση μπορεί να έχει ώστε να κατανοήσει και να ακολουθήσει τον νόμο; Σύμφωνα με τη φιλοσοφία του Ντεκάρτ, δεν ήταν απαραίτητη μια τέτοια μορφή νόησης. Τα άψυχα σώματα υπάκουαν τους νόμους γιατί οι νόμοι ήταν άμεσα εξαρτημένοι από τον Θεό.
Κόσμος χωρίς νόμους
Το πρόβλημα με τον Ντεκάρτ ήταν ότι ο κόσμος του θα μπορούσε να οδηγηθεί σε μια φιλοσοφική υπόθεση όπου ο Θεός δεν θα ήταν πλέον απαραίτητος. Θα μπορούσε, δηλαδή, κάποιος να υποθέσει ότι αν ο Θεός έπαυε να υπάρχει, ο κόσμος θα συνέχιζε στην κανονική του πορεία εξαιτίας των νόμων που είναι εντυπωμένοι σ’ αυτόν. Ο Ντεκάρτ είχε επιχειρήσει να αποτρέψει αυτή τη φιλοσοφική συνέπεια, αλλά δεν ήταν ιδιαίτερα επιτυχής για λόγους που δεν μας αφορούν στο παρόν άρθρο. Ο Βρετανός χημικός φιλόσοφος Ρόμπερτ Μπόιλ, το 1686, επέμενε να μην θεωρεί τη φύση σύστημα φυσικών νόμων, αλλά σύστημα κανόνων. Ο νόμος ήταν ένας κανόνας δράσης υπό τις προσταγές μιας ανώτερης θέλησης. Μόνο όντα με λογική θα ήταν ικανά να δεχτούν νόμους, κάτι που προφανώς δεν ίσχυε για τα άψυχα σώματα. Η επιλογή του Μπόιλ είχε να κάνει, προφανώς, με την αντιμετώπιση του αθεϊσμού και τις απόψεις που παρουσίαζαν τη φύση ως αίτιο ανεξάρτητο από τον Θεό. Επιθυμία του ήταν να διατηρήσει την έννοια του νόμου εντός ενός πλαισίου ορθολογικής δράσης και όχι παθητικής και μηχανιστικής αποδοχής. Ήταν θεολογικά κρίσιμο, δηλαδή, για τον Μπόιλ να δείξει ότι ο νόμος αφορά τον Θεό και τους ανθρώπους και όχι την άψυχη ύλη. Αυτός ο κίνδυνος είχε όνομα; Φυσικά τον Τόμας Χομπς, το «κοράκι της Βρετανίας».
Ο Βρετανός φιλόσοφος Τόμας Χομπς (1588-1679) είχε τοποθετηθεί λέγοντας ότι δεν πρέπει να μιλάμε για νόμους γιατί πολύ απλά δεν υπάρχει κάποιος Θεός που να ορίζει τις κινήσεις των σωμάτων. Για τον Χομπς υπήρχαν γενικές αρχές της κίνησης που αποτελούσαν παγκόσμιες γεωμετρικές αρχές. Τα σώματα απλώς συμπεριφέρονταν με βάση αυτές τις αρχές. Υπήρχε, δηλαδή, τάξη στον κόσμο, αλλά είναι θεμελιωμένη στην αλήθεια αρχών που περιγράφουν πώς κινείται η ύλη. Υπάρχουν, δηλαδή, κανονικότητες στη φύση (η πέτρα πάντα πέφτει και η Σελήνη περιστρέφεται γύρω από τη Γη) και ο άνθρωπος έχει βρει αρχές για να περιγράφει αυτές τις κανονικότητες. Σε καμία περίπτωση, όμως, δεν απαιτείται ένα πρωταρχικό αίτιο για την ύπαρξη αυτών των αρχών. Απεναντίας, για την ύπαρξη των νόμων απαιτείται το αίτιο του Θεού. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Χομπς κατηγορήθηκε ως άθεος. Είναι αρκετά ενδιαφέρον, ίσως και ειρωνικό, ότι ο τρόπος με τον οποίο ασκείται η επιστήμη σήμερα μοιάζει αρκετά με την περιγραφή του Χομπς, ενώ την ίδια στιγμή η έννοια του νόμου της φύσης συνεχίζει να είναι λειτουργικά παρούσα.
Παρεμβαίνει ο Θεός στη φύση;
Με τον Νεύτωνα έχουμε μια εντελώς διαφορετική αντιμετώπιση των νόμων της φύσης. Ο Νεύτων έκανε διάκριση ανάμεσα σε παθητικούς και ενεργητικούς νόμους. Με αυτόν τον τρόπο έσωζε το σύστημά του από την κριτική που ασκήθηκε στον Ντεκάρτ, ότι ο Θεός θα μπορούσε να είναι απών. Ο Νεύτων είχε παθητικούς νόμους οι οποίοι ήταν εντυπωμένοι στον κόσμο και αποτελούσαν μέρος της άψυχης ύλης. Η αδράνεια ήταν ένας τέτοιος παθητικός νόμος. Ένα σώμα, για παράδειγμα, αν κινείται, θα κινείται ευθύγραμμα για πάντα και, αν δεν κινείται, θα θέλει να μείνει σε ηρεμία για πάντα. Η κατάστασή του αλλάζει μόνο αν του ασκηθεί μια εξωτερική δύναμη, ένας ενεργητικός νόμος δηλαδή. Κι αυτός ο ενεργητικός νόμος για τον Νεύτωνα ήταν η δύναμη της βαρύτητας. Ποιος την ασκούσε; Φυσικά, ο Θεός. Ένα σώμα, επομένως, κινούνταν με βάση εντυπωμένους παθητικούς νόμους και η μόνη περίπτωση να αλλάξει η κίνησή του ήταν να ασκηθεί ένας ενεργητικός νόμος. Ο Θεός, με λίγα λόγια, παρενέβαινε διαρκώς στον κόσμο και ασκούσε τις δυνάμεις του. Ακόμη και τα θαύματα, πλέον, ερμηνεύονταν με βάση τους νόμους της φύσης. Στις αρχές του 18ου αιώνα, οι περισσότεροι διανοητές θεωρούσαν ότι τα θαύματα δεν ήταν παραβιάσεις των νόμων, αλλά ο θαυματουργός τους χαρακτήρας έγκειται στην ιστορική σημασία τους. Ο Κατακλυσμός του Νώε, για παράδειγμα, δεν ήταν ένα θαύμα που παραβίαζε τους νόμους. Απλώς ο Θεός είχε παρέμβει με τέτοιον τρόπο ώστε ο Κατακλυσμός να γίνει σε ένα συγκεκριμένο χρονικό σημείο και με φυσικά μέσα.
Οι νόμοι της φύσης αποτέλεσαν μια νέα κανονιστική κατηγορία. Οι διανοητές μπορούσαν να εξηγούν και να ερμηνεύουν τα φυσικά φαινόμενα διατυπώνοντας νόμους που ήταν γραμμένοι σε μαθηματική γλώσσα και έδιναν ποσοτικές μετρήσεις. Αυτή η νέα επινόηση άλλαξε οριστικά τον τρόπο που κάνουμε επιστήμη. Στο επόμενο και τελευταίο άρθρο του αφιερώματος θα δούμε πώς οι νόμοι της φύσης αποτύπωναν και ευρύτερα πολιτισμικά και ιδεολογικά αιτήματα.
Δημήτρης Πετάκος
29 Ιουνίου 2019
Μέρος 3ο:
Νόμοι της φύσης - Οι ιδεολογικές και ιστορικές καταβολές τους.
Στα προηγούμενα άρθρα σημειώσαμε ότι η έννοια του νόμου της φύσης γεννήθηκε με το έργο του Ρενέ Ντεκάρτ και καθιερώθηκε με το έργο του Νεύτωνα. Ως έννοια, υπήρχε και πιο πριν, αλλά σε εντελώς διαφορετικό πλαίσιο. Ο Καλβίνος, για παράδειγμα, ο εμβληματικός θεολόγος της προτεσταντικής μεταρρύθμισης, όριζε τον φυσικό νόμο ως την αντίληψη της συνείδησης που διαχωρίζει επαρκώς ανάμεσα σε δίκαιο και άδικο και στερεί από τους ανθρώπους τη δικαιολογία της άγνοιας, ενώ αποδεικνύει την ενοχή τους μέσω μαρτυρίας. Επίσης, για τον Καλβίνο η δικαιοσύνη (equity) ήταν η βασική αρχή του φυσικού νόμου. Ο Καλβίνος διαφοροποιήθηκε από τις μεσαιωνικές εκδοχές του φυσικού νόμου, καθώς θεμελίωσε έναν άμεσο σύνδεσμο ανάμεσα στον Θεό, στην ανθρώπινη συνείδηση και στον φυσικό νόμο. Τον τελευταίο, μάλιστα, τον παρουσίασε ως μια εκδοχή του ρωμαϊκού νόμου, τον οποίο σεβόταν πολύ. Αν και οι συνδέσεις που έκανε ανάμεσα στον θείο, φυσικό και πολιτικό νόμο δεν ήταν ιδιαίτερα συμπαγείς, ήταν σαφής ως προς το ότι ο πολιτικός νόμος ήταν έκφραση του φυσικού νόμου του Θεού. Υπήρχε, δηλαδή, μια θεολογική παράδοση που αντιλαμβανόταν τον φυσικό νόμο ως μια επιταγή που υπήρχε εντός των ανθρώπινων υποκειμένων και τα οδηγούσε σε συμμόρφωση με τις θείες εντολές. Ο φυσικός νόμος, με άλλα λόγια, είχε ανθρωπολογικό πρόσημο και αφορούσε και τις επίγειες υποθέσεις.
Όταν, μετά τον Ντεκάρτ, η έννοια του φυσικού νόμου μετατοπίστηκε από τον άνθρωπο στη φύση, απέκτησε διαφορετικό νόημα. Αυτή η αλλαγή κορυφώθηκε με τη νευτώνεια εκδοχή του νόμου της φύσης. Να σημειωθεί ότι ιδιαίτερα στο προτεσταντικό πλαίσιο (π.χ. Αγγλία, Γερμανία, Ολλανδία) ο νόμος ήταν άμεσα συνδεδεμένος με την έννοια της αμαρτίας. Τα ανθρώπινα υποκείμενα όφειλαν να συμμορφώνονται με τον θείο νόμο στην προσπάθειά τους να απαλλαχτούν από το προπατορικό αμάρτημα. Το παράδοξο του Προτεσταντισμού, ωστόσο, είναι ότι προσπαθεί αιωνίως να εκπληρώσει έναν νόμο που ξέρει ότι είναι ανεκπλήρωτος λόγω της έκπτωτης φύσης του ανθρώπου. Όταν ο φυσικός νόμος έγινε μέρος της φύσης, το παράδοξο αντιμετωπίστηκε. Ο νόμος μετατοπίστηκε από τον άνθρωπο στην άψυχη ύλη και εκπληρώθηκε. Η έννοια της αμαρτίας, δηλαδή, άρχισε να απασχολεί όλο και λιγότερο τους ανθρώπους που μελετούσαν τη φύση. Τους απασχολούσε λιγότερο γιατί θεωρούσαν ότι η ενασχόληση με τη μελέτη της φύσης και η «ανακάλυψη» νόμων της φύσης λειτουργούσε θεραπευτικά ως προς το προπατορικό αμάρτημα. Ο άνθρωπος ερχόταν πιο κοντά στον Θεό μέσω της μελέτης των έργων Του, επομένως η μελέτη αυτή ήταν μια ευσεβής πράξη. Αυτή η πράξη, όμως, είχε δικούς της κανόνες που σταδιακά αποκτούσαν αυτονομία έναντι των παραδοσιακών θρησκευτικών παραδόσεων και δογμάτων.
Η ίδια η έννοια του νόμου της φύσης αντιμετωπίστηκε ως μια ιδέα που πρότεινε έναν διαφορετικό τρόπο μελέτης και θέασης τόσο του κόσμου όσο και του Θεού. Ο Θεός δεν ήταν απλώς ένα πανίσχυρο ον, αλλά ένα ον που λειτουργούσε με λογικούς - μαθηματικούς κανόνες. Η προτεσταντική κουλτούρα στον 17ο αιώνα, ωστόσο, παρέμενε ισχυρή. Οι προτεστάντες έβλεπαν παντού αναλογίες και επιδίωκαν να τις αποτυπώνουν διαρκώς. Επομένως, η έννοια του νόμου της φύσης ήταν μια έννοια που θεωρούσαν ότι θα μπορούσε να λειτουργήσει αναλογικά σε ζητήματα κοινωνικής και πολιτικής οργάνωσης. Με απλά λόγια, πέρα από μια «επιστημονικά» επαναστατική ιδέα, ήταν και μια κοινωνικά επαναστατική ιδέα. Όπως ο Θεός έπρεπε πάντα να δρα σύμφωνα με τους νόμους της φύσης, ο μονάρχης έπρεπε να κυβερνά μέσα στα όρια του εθνικού νόμου. Η ύπαρξη, δηλαδή, ενός Θεού μονάρχη νομιμοποιούσε και την εξουσία ενός βασιλιά.
Ας δούμε ένα ιστορικό παράδειγμα. Στη Βρετανία πριν το 1640 κανείς δεν αμφισβητούσε τη σημασία του νόμου, ούτε την πολιτική σημασία της δυνατότητας να τον ελέγχει κάποιος. Η γνώση του νόμου βοηθούσε στην κοινωνική κινητικότητα προς τα πάνω και στη συμμετοχή στην εξουσία. «Να είναι κανείς καλά διαβασμένος στον νόμο», έλεγε ένας βιβλιοπώλης, «είναι το πιο σημαντικό κόσμημα ενός ευγενούς κυρίου». Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1640 ξέσπασε ένας καταστροφικός εμφύλιος πόλεμος που είχε πολιτικά, θρησκευτικά και ταξικά αίτια. Να σημειωθεί ότι ο εμφύλιος πόλεμος έληξε με τον αποκεφαλισμό του βασιλιά Καρόλου Α΄. Αυτός ο πόλεμος εξέφραζε, ταυτόχρονα, μια έντονη αμφισβήτηση στην έννοια του νόμου και της δικαιοσύνης. Σε όλη τη διάρκεια των δεκαετιών 1640 και 1650 ασκήθηκε κριτική στο δίκαιο ως μια συνωμοσία των πλούσιων για να κρατούν τους φτωχούς σε υποτέλεια. Οι δικηγόροι είχαν πλουτίσει εις βάρος πολλών ανθρώπων και οι πολίτες τους αντιμετώπιζαν με μίσος. Σε αυτές τις δεκαετίες αποκαλύφθηκαν όλες οι προβληματικές πτυχές του δικαίου στην Αγγλία. Μετά το τέλος του εμφυλίου και την επιστροφή στο καθεστώς της μοναρχίας, η εξουσία προσπάθησε να αντιμετωπίσει αυτό το κυρίαρχο αίτημα με μια σειρά νομοσχεδίων και μεταρρυθμίσεων.
Παράλληλα, το βαθιά θρησκευόμενο κομμάτι της πολιτικής και της διανόησης ήρθε αντιμέτωπο με νέες ριζοσπαστικές ιδέες, όπως τις πολιτικές θέσεις του Τόμας Χομπς ή τις θεολογικές ιδέες του Μπαρούχ Σπινόζα. Αυτές οι θέσεις αποτελούσαν ξεκάθαρο κίνδυνο προς το χριστιανικό δόγμα. Από τη μία, επομένως, ήταν ένα μοναρχικό καθεστώς που είχε μια μακραίωνη παράδοση υπέρτατης εξουσίας και πρόσφατης αμφισβήτησης της στις δεκαετίες 1640 και 1650. Από την άλλη, υπήρχαν νέες ιδέες που υποστήριζαν την υπέρτατη εξουσία της μοναρχίας εις βάρος του εγγενούς θρησκευτικού χαρακτήρα του αγγλικού κράτους. Η τάξη του μηχανικού κόσμου του Ντεκάρτ, του μηχανικού και υλιστικού κόσμου του Χομπς και του φυσιοκρατικού του Σπινόζα απομάκρυναν τον Θεό. Τα έργα αυτών των φιλοσόφων άφηναν έναν κόσμο χωρίς διαρκή θεϊκή παρουσία, αλλά με κανόνες (ή κανονικότητες). Επομένως, το κρίσιμο ζήτημα ήταν να δείξουν οι φυσικοί φιλόσοφοι ότι αυτοί οι κανόνες ήταν εντυπωμένοι στον κόσμο από κάποιο υπέρτατο ον.
Οι νόμοι της φύσης για τους ευσεβείς φυσικούς φιλοσόφους και θεολόγους ήταν σαφής απόδειξη ύπαρξης ενός σκοπού στη φύση. Θεωρούσαν ότι τους νόμους της φύσης τους βρήκε ο άνθρωπος μέσα από την παρατήρηση και τα Μαθηματικά. Η ύπαρξη νόμων σήμαινε ύπαρξη του Θεού. Αρκετοί υποστήριζαν ότι οι άνθρωποι έπρεπε να συγκρίνουν την παρατηρούμενη πορεία της φύσης με αυτό που λέγεται ότι είναι το ηθικό σύστημα της φύσης. Θεωρούσαν, δηλαδή, ότι αναλογικά με τους νόμους της φύσης θα μπορούσαν να προκύψουν νόμοι ηθικής ή και πολιτικοί νόμοι που θα ήταν αδιαμφισβήτητοι και αντικειμενικοί. Προφανώς, η ιστορικότητα και η ενδεχομενικότητα, μέσα από τις οποίες προέκυψαν οι νόμοι της φύσης, απέδειξαν ότι ένα τέτοιο αίτημα ήταν, είναι και θα είναι ανεδαφικό. Και είναι ανεδαφικό γιατί, πολύ απλά, η Ιστορία και τα προϊόντα της (επιστήμες, τέχνες, τεχνουργήματα, ιδέες κ.λπ.) δεν είναι μια συσσώρευση προδιαγεγραμμένων και αναπόφευκτων συμβάντων, αλλά ένα σύνολο συγκυριακών ανθρώπινων πράξεων και επινοήσεων. Παρ’ όλο που είναι ανεδαφικό, οι νόμοι της φύσης ήταν μια επινόηση που φορτισμένη τόσο με επιστημονικές όσο και με ιδεολογικές συνιστώσες. Στο πέρασμα των αιώνων οι δεύτερες ξεχάστηκαν, με αποτέλεσμα να θεωρείται αυτονόητο ότι η φύση έχει νόμους. Ο νόμος, όμως, δεν είναι εγγεγραμμένος από κάποιον. Είναι απλώς η ανθρώπινη εκφορά των κανονικοτήτων που, ούτως ή άλλως, υπάρχουν στη φύση.
Δημήτρης Πετάκος
15 Ιουλίου 2019