Προάγγελος δεινών ο καυτός Ιούνιος.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ:
 Η αλλαγή του κλίματος φέρνει την πείνα πιο κοντά.

Αλάσκα, 5-7-2019. Εικόνες από το εγγύς μέλλον (AP Photo,Mark Thiessen)

Προάγγελος δεινών ο καυτός Ιούνιος. 

Σύμφωνα με νέα έκθεση της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας (ILO) που δημοσιεύτηκε την προηγούμενη εβδομάδα, η αύξηση του θερμικού στρες, που προκαλείται από την υπερθέρμανση του πλανήτη, αναμένεται να οδηγήσει σε παγκόσμιες απώλειες στην παραγωγικότητα που αντιστοιχούν σε 80 εκατομμύρια θέσεις εργασίας πλήρους απασχόλησης το 2030.
Ενα ασυνήθιστα πρώιμο και εξαιρετικά έντονο κύμα καύσωνα έφερε νέα θερμοκρασιακά ρεκόρ στην ηπειρωτική Ευρώπη, η οποία βίωσε τον πιο καυτό Ιούνιο στην ιστορία της, με τη μέση θερμοκρασία να ανέρχεται έως και δύο βαθμούς Κελσίου πάνω από τη φυσιολογική.

Οι υψηλές θερμοκρασίες αποτελούν μια σοβαρή απειλή για την υγεία των ανθρώπων, τη γεωργία και το περιβάλλον, ωστόσο, σύμφωνα με τις πρώτες εκτιμήσεις, οι έγκαιρες προειδοποιήσεις για τους κινδύνους του καύσωνα περιόρισαν με επιτυχία τον αριθμό των νεκρών.

Τέτοιοι καύσωνες είναι «συνεπείς» με τα κλιματικά σενάρια που προβλέπουν πιο συχνούς, παρατεταμένους και έντονους καύσωνες, καθώς οι συγκεντρώσεις αερίων του θερμοκηπίου οδηγούν σε αύξηση των παγκόσμιων θερμοκρασιών.

Δυστυχώς, πέραν του πρωτόγνωρου κύματος καύσωνα στην Ευρώπη, ο φετινός Ιούνιος ήταν και ο θερμότερος που έχει καταγραφεί ποτέ παγκοσμίως.

Σύμφωνα με την ευρωπαϊκή υπηρεσία για την κλιματική αλλαγή Copernicus, ο υδράργυρος ανέβηκε περίπου 0,1 βαθμό Κελσίου ψηλότερα σε σχέση με τον προηγούμενο θερμότερο Ιούνιο στην Ιστορία, αυτόν του 2016.

Και «ένα κύμα έντονου καύσωνα συμβαίνει τουλάχιστον 10 φορές πιο συχνά σήμερα από ό,τι πριν από έναν αιώνα», αναφέρουν επιστήμονες του δικτύου World Weather Attribution.

Σε ό,τι αφορά την Ευρώπη, πέντε μέρες ασυνήθιστα υψηλών θερμοκρασιών ακολουθήθηκαν από μέρες με ρεκόρ θερμοκρασιών στα ανατολικά της Γηραιάς Ηπείρου. Αυτό οδήγησε τον υδράργυρο στο σύνολο του μήνα να είναι περίπου έναν βαθμό πάνω από το προηγούμενο ρεκόρ που καταγράφηκε τον Ιούνιο, το 1999, και περίπου έναν βαθμό υψηλότερα σε σχέση με το αναμενόμενο σε ό,τι αφορά την τάση των τελευταίων δεκαετιών.

Στη Γαλλία καταγράφηκε στις 28 Ιουνίου ένα νέο εθνικό ρεκόρ θερμοκρασίας 45,9 βαθμών Κελσίου στην πόλη Gallargues-le-Montueux που βρίσκεται νότια της χώρας - μια θερμοκρασία φυσιολογική για τον Αύγουστο στην Κοιλάδα του Θανάτου στις ΗΠΑ. Δύο άλλοι σταθμοί ανέφεραν θερμοκρασία επίσης πάνω από 45 βαθμούς, ενώ σε ακόμη 13 έσπασε το προηγούμενο εθνικό ρεκόρ των 44,1 βαθμών που καταγράφηκε κατά τη διάρκεια του καύσωνα του Αυγούστου 2003.

Η Ισπανία ανέφερε επίσης θερμοκρασίες άνω των 40 βαθμών από τις 27 έως τις 30 Ιουνίου. Στη Γερμανία, στις 30 Ιουνίου, καταγράφηκε νέο ρεκόρ Ιουνίου με τον υδράργυρο να φτάνει τους 39,6 βαθμούς Κελσίου. Νέα ρεκόρ θερμοκρασίας κατέγραψαν 243 σταθμοί με 35 βαθμούς ή παραπάνω. Και η Αυστρία είχε τον θερμότερο Ιούνιο με 4,5 βαθμούς Κελσίου πάνω από τον μακροπρόθεσμο μέσο όρο.

Στην Ελβετία, οι περισσότεροι από τους μισούς σταθμούς παρακολούθησης κατέγραψαν ρεκόρ θερμοκρασίας για τον Ιούνιο και έξι κατέγραψαν απόλυτα ρεκόρ, μεταξύ των οποίων και στο Νταβός σε ύψος 1.594 μέτρων με θερμοκρασία 29,8 βαθμών Κελσίου. Ρεκόρ θερμοκρασιών για τον Ιούνιο καταγράφηκαν στην Τσεχία, την Πολωνία και την Ουγγαρία.

Το κύμα καύσωνα στην Ευρώπη ακολουθεί ακραία επεισόδια θερμότητας μέσα στο 2019 στην Αυστραλία, την Ινδία, στο Πακιστάν και σε τμήματα της Μέσης Ανατολής. Μεταξύ του 2000 και του 2016 ο αριθμός των ανθρώπων που εκτέθηκαν παγκοσμίως σε καύσωνα αυξήθηκε κατά περίπου 126 εκατομμύρια.

Νέο θερμοκρασιακό ρεκόρ καταγράφηκε την προηγούμενη εβδομάδα και στην Αλάσκα, με τον υδράργυρο να σκαρφαλώνει στους 32 βαθμούς στο Ανκορατζ, όταν η μέγιστη μέση θερμοκρασία αυτή την εποχή κυμαίνεται στους 18,3 βαθμούς Κελσίου.

Επιπτώσεις στην εργασία

Σύμφωνα με νέα έκθεση της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας (ILO) που δημοσιεύτηκε την προηγούμενη εβδομάδα, η αύξηση του θερμικού στρες, που προκαλείται από την υπερθέρμανση του πλανήτη, αναμένεται να οδηγήσει σε παγκόσμιες απώλειες στην παραγωγικότητα που αντιστοιχούν σε 80 εκατομμύρια θέσεις εργασίας πλήρους απασχόλησης το 2030.

Το θερμικό στρες αναφέρεται στη θερμότητα που υπερβαίνει αυτήν που το ανθρώπινο σώμα μπορεί να ανεχθεί χωρίς να υποστεί βλάβη. Γενικά, συμβαίνει σε θερμοκρασίες άνω των 35 βαθμών Κελσίου, σε υψηλή υγρασία.

Η υπερβολική θερμότητα κατά τη διάρκεια της εργασίας αποτελεί κίνδυνο για την υγεία στην εργασία, περιορίζει τις φυσικές λειτουργίες και τις ικανότητες των εργαζομένων, την ικανότητα εργασίας και, συνεπώς, την παραγωγικότητα. Σε ακραίες περιπτώσεις μπορεί να οδηγήσει σε θερμοπληξία, η οποία μπορεί να είναι θανατηφόρα.

Οι προβολές, που βασίζονται σε αύξηση της θερμοκρασίας παγκοσμίως κατά 1,5 βαθμό Κελσίου μέχρι το τέλος αυτού του αιώνα, υποδηλώνουν ότι το 2030 το 2,2% των συνολικών ωρών εργασίας παγκοσμίως θα χαθεί λόγω των υψηλότερων θερμοκρασιών. Αυτό ισοδυναμεί με παγκόσμιες οικονομικές απώλειες ύψους 2.400 δισ. δολαρίων.

Η έκθεση προειδοποιεί ότι η εργασία στη γεωργία και στον κατασκευαστικό τομέα θα επηρεαστεί εντονότερα από το θερμικό στρες. Ο αντίκτυπος θα είναι άνισα κατανεμημένος σε όλο τον κόσμο. Οι περιοχές που χάνουν τις περισσότερες ώρες εργασίας αναμένεται να είναι η Νότια Ασία και η Δυτική Αφρική, όπου περίπου το 5% των ωρών εργασίας αναμένεται να χαθεί το 2030, αντιστοιχώντας σε περίπου 43 εκατομμύρια και εννέα εκατομμύρια θέσεις εργασίας, αντίστοιχα.

Επιπλέον, οι άνθρωποι στις φτωχότερες περιφέρειες θα υποστούν τις σημαντικότερες οικονομικές απώλειες, ιδίως επειδή έχουν λιγότερους πόρους για να προσαρμοστούν αποτελεσματικά στις αυξημένες θερμοκρασίες.

Επομένως, οι οικονομικές απώλειες από το θερμικό στρες θα ενισχύσουν το ήδη υπάρχον οικονομικό μειονέκτημα, ιδίως τα υψηλότερα ποσοστά φτώχειας, την άτυπη και ευάλωτη απασχόληση και την έλλειψη κοινωνικής προστασίας.


8/7/2019


                   ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ               



 Η αλλαγή του κλίματος
 φέρνει την πείνα πιο κοντά.

Η κλιματική αλλαγή έχει επηρεάσει τις αποδόσεις των καλλιεργειών σε πολλές περιοχές του κόσμου, αλλά όχι αρνητικά παντού. Ορισμένες αποδόσεις καλλιεργειών έχουν αυξηθεί σε ορισμένες περιοχές. Ωστόσο συνολικά η αλλαγή του κλίματος μειώνει την παγκόσμια παραγωγή βασικών προϊόντων όπως το ρύζι και το σιτάρι.

Και όταν «μεταφραστούν» οι αποδόσεις των καλλιεργειών σε αναλώσιμες θερμίδες -το πραγματικό φαγητό στα πιάτα των ανθρώπων- διαπιστώνεται ότι η κλιματική αλλαγή συρρικνώνει ήδη τις προμήθειες τροφίμων, κυρίως στις αναπτυσσόμενες χώρες που δεν είναι ασφαλείς επισιτιστικά.

Προκειμένου να αναλύσουν εάν η αλλαγή του κλίματος επηρεάζει αισθητά την παραγωγικότητα των καλλιεργειών και την παγκόσμια επισιτιστική ασφάλεια, μια ομάδα ερευνητών με επικεφαλής το Ινστιτούτο Περιβάλλοντος του Πανεπιστημίου της Μινεσότα πέρασε τέσσερα χρόνια συγκεντρώνοντας πληροφορίες για την παραγωγικότητα των καλλιεργειών από όλο τον κόσμο.

Η επιστημονική ομάδα επικεντρώθηκε στις 10 πρώτες παγκόσμιες καλλιέργειες που παρέχουν τον κύριο όγκο των αναλώσιμων θερμίδων: αραβοσίτου, ρυζιού, σιταριού, σόγιας, φοινικέλαιου, ζαχαροκάλαμου, κριθαριού, ελαιοκράμβης, μανιόκας και σόργου. Περίπου το 83% των αναλώσιμων θερμίδων των τροφίμων προέρχονται από αυτές τις 10 πηγές.

Αναλύοντας δεδομένα από περίπου 20.000 χώρες και περιοχές σε όλο τον κόσμο για να διαπιστώσουν πώς ποικίλλουν οι αποδόσεις των καλλιεργειών σε κάθε τόπο με τις μεταβολές των βροχοπτώσεων και της θερμοκρασίας διαπίστωσαν ότι η κλιματική αλλαγή έχει ήδη επηρεάσει τις αποδόσεις των καλλιεργειών παντού.

Οι αποδόσεις ορισμένων σημαντικών παγκόσμιων βασικών προϊόντων έχουν ήδη μειωθεί. Για παράδειγμα, οι παγκόσμιες αποδόσεις ρυζιού μειώθηκαν κατά 0,3% και του σιταριού κατά 0,9% κατά μέσο όρο κάθε χρόνο.

Αντίθετα, κάποιες καλλιέργειες ανθεκτικές στην ξηρασία έχουν επωφεληθεί από την αλλαγή του κλίματος. Οι αποδόσεις του σόργου, που πολλοί άνθρωποι στον αναπτυσσόμενο κόσμο χρησιμοποιούν ως σιτηρά, αυξήθηκαν κατά 0,7% στην υποσαχάρια Αφρική και κατά 0,9% ετησίως στη δυτική, νότια και νοτιοανατολική Ασία, από τη δεκαετία του 1970.

Μικτή εικόνα στις ΗΠΑ

Στις ΗΠΑ το καλαμπόκι και η σόγια είναι σημαντικές καλλιέργειες με συνολική αξία άνω των 90 δισεκατομμυρίων δολαρίων το 2017. Οπως διαπιστώθηκε, η αλλαγή του κλίματος προκαλεί μικρή καθαρή αύξηση στις αποδόσεις αυτών των καλλιεργειών -κατά μέσο όρο περίπου 0,1% και 3,7% αντίστοιχα κάθε χρόνο.

Σε ορισμένες αμερικανικές Πολιτείες στη Ζώνη του Καλαμποκιού (η αγροτική κεντρική ζώνη της χώρας όπου καλλιεργείται κυρίως καλαμπόκι για ζωοτροφές), όπως στην Ιντιάνα και το Ιλινόις, η κλιματική αλλαγή μειώνει έως και 8% τις ετήσιες αποδόσεις καλαμποκιού. Ταυτόχρονα ενισχύει τις ετήσιες αποδόσεις στην Αϊόβα και τη Μινεσότα κατά περίπου 2,8%.

Και οι τέσσερις αυτές Πολιτείες έχουν πλέον θερμότερες και υγρότερες εποχές καλλιέργειας καλαμποκιού, αλλά Ιντιάνα και Ιλινόις έχουν βιώσει μεγαλύτερη άνοδο στη θερμοκρασία και μικρότερη αύξηση στην υγρασία σε σχέση με την Αϊόβα και τη Μινεσότα.

Η αλλαγή του κλίματος μειώνει επίσης τις συνολικές αποδόσεις άλλων σημαντικών καλλιεργειών, όπως το σιτάρι και το κριθάρι.

Ενώ αυτές οι επιπτώσεις στις αποδόσεις των καλλιεργειών είναι αξιοσημείωτες, οι ερευνητές έπρεπε να κάνουν ένα βήμα μακρύτερα για να καταλάβουμε πώς θα μπορούσαν να επηρεάσουν την παγκόσμια επισιτιστική ασφάλεια.

Οι άνθρωποι τρώνε τα τρόφιμα, όχι τις αποδόσεις των καλλιεργειών, οπότε χρειαζόταν να καθορίσουν πώς η κλιματική αλλαγή επηρεάζει τις προμήθειες των αναλώσιμων θερμίδων των τροφίμων.

Σημειώνεται πως στην πιο πρόσφατη έκθεση αξιολόγησης της Διακυβερνητικής Επιτροπής για την Αλλαγή του Κλίματος αναγνωρίζεται ότι το ερώτημα αυτό δεν έχει ακόμη απαντηθεί.

Η επιστημονική έρευνα, όπως αναφέρει ο Ντίπακ Ρέι στον ιστότοπο Conversation, έδειξε ότι η αλλαγή του κλίματος μειώνει τις καταναλώσιμες θερμίδες τροφίμων κατά περίπου 1% ετησίως για τις 10 πρώτες παγκόσμιες καλλιέργειες. Αυτό το ποσοστό μπορεί να ακούγεται μικρό, αλλά αντιπροσωπεύει περίπου 35 τρισεκατομμύρια θερμίδες κάθε χρόνο.

Αυτές αρκούν για την καθημερινή διατροφή περισσότερων από 50 εκατομμυρίων ανθρώπων με πάνω από 1.800 θερμίδες, δηλαδή το επίπεδο που αναγνωρίζει ο Οργανισμός Τροφίμων και Γεωργίας του OHE ως απαραίτητο για την αποφυγή της στέρησης τροφίμων ή του υποσιτισμού.

Επιπλέον διαπιστώθηκε ότι μειώνονται οι ποσότητες αναλώσιμων θερμίδων που υπάρχουν ήδη περίπου στις μισές από τις χώρες του κόσμου, οι οποίες έχουν υψηλά ποσοστά υποσιτισμού και θνησιμότητας παιδιών κάτω των 5 ετών λόγω έλλειψης επαρκούς τροφής.

Για παράδειγμα, στην Ινδία οι ετήσιες θερμίδες τροφίμων έχουν μειωθεί κατά 0,8% ετησίως και στο Νεπάλ έχουν μειωθεί κατά 2,2% ετησίως. Μειώσεις σημειώνονται επίσης στις χώρες της Νότιας Αφρικής, συμπεριλαμβανομένου του Μαλάουι, της Μοζαμβίκης και της Ζιμπάμπουε. Απώλειες καταγράφονται και σε ορισμένες πλούσιες βιομηχανικές χώρες, όπως η Αυστραλία, η Γαλλία και η Γερμανία.

Οι πλούσιες χώρες μπορούν να ξεπεράσουν τις ελλείψεις σε θερμίδες τροφίμων εισάγοντας τρόφιμα. Ωστόσο οι φτωχότερες χώρες μπορεί να χρειαστούν βοήθεια.

Το γεγονός είναι ότι η πείνα στον κόσμο έχει αρχίσει να αυξάνεται μετά από μια δεκαετή πτώση και αυτό είναι ανησυχητικό.

Και για να μπορέσουν μακροπρόθεσμα τόσο οι πλούσιες όσο και οι αναπτυσσόμενες χώρες να βρουν τρόπους να παράγουν τρόφιμα σε ένα μεταβαλλόμενο κλίμα θα πρέπει να επανεξετάσουν συνολικά το σημερινό μοντέλο του διατροφικού συστήματος.


15/7/2019