To «γερμανικό θαύμα»… τρέμει!

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ:
Financial Times: Η Γερμανία αναζητεί έναν νέο διπλωματικό χάρτη.



To «γερμανικό θαύμα»… τρέμει!

Αν και πολλοί ανησυχούν για το, όλο και πιο συχνό, τρέμουλο της καγκελαρίου της Γερμανίας Άνγκελα Μέρκελ, η οποία βρίσκεται στο τιμόνι της χώρας για τέταρτη τετραετία και πιθανώς έχει προσβληθεί από την κόπωση των «πολιτικών μαραθωνοδρόμων», εντούτοις λίγοι, αλλά ειδικοί και αναλυτές, ανησυχούν ακόμη περισσότερο για τα «τρέμουλα» της γερμανικής οικονομίας, αλλά και του «γερμανικού θαύματος» γενικότερα, που φαίνεται να έχει φθάσει στα όρια του και δεν μπορεί πλέον να συνεχίσει με την ίδια δυναμική.

Η γερμανική ατμομηχανή αγκομαχά

Καταρχάς η γερμανική οικονομική “ατμομηχανή”, η οποία ρυμουλκεί σε μεγάλο βαθμό και την  ευρωπαϊκή οικονομία, δεν επιδεικνύει πλέον τις ίδιες στιβαρές επιδόσεις, όπως στο παρελθόν. Ασθμαίνει, παρουσιάζοντας εμφανή σημάδια κόπωσης και επιβράδυνσης. Τα στοιχεία μιλούν από μόνα τους. Η γερμανική οικονομία επιβραδύνθηκε με ύφεση -0,2% το 3ο τρίμηνο του 2018 κι από τότε, παρά τη σχετική ανάκαμψή της, δεν μπόρεσε να ανακτήσει τους προηγούμενους ρυθμούς της.

Για φέτος μόλις και μετά βίας ίσως πιάσει το 0,5-0,7% ανάπτυξη, από 1,4% που έκλεισε για το 2018. Ως αιτίες αυτής της επιβράδυνσης οι σχετικές εκθέσεις επισημαίνουν την εξάρτηση της Γερμανίας από τις εξαγωγές και τα εμπορικά πλεονάσματα, που αναμένεται να πληγούν από τα μέτρα προστατευτισμού στο παγκόσμιο εμπόριο και τους εμπορικούς πολέμους του Τραμπ, από την επιβράδυνση της κινεζικής οικονομίας και από το ενδεχόμενο ενός σκληρού ή άτακτου Brexit.

Μάλιστα, σχετική έκθεση της Bundesbank αναφέρει πως η γερμανική οικονομία πιθανόν να χάσει μέρος της δυναμικής της το δεύτερο τρίμηνο του 2019, κι αυτό έπειτα από το υφεσιακό 3ο τρίμηνο του 2018. Βέβαια η γερμανική οικονομία είχε επιστρέψει σε αναιμική ανάπτυξη το 1ο τρίμηνο του 2019 καθώς οι Γερμανοί καταναλωτές ξόδεψαν με μεγαλύτερη ελευθερία, η οικονομική δραστηριότητα ενισχύθηκε χάρη στον ήπιο χειμώνα, ενώ η ανεργία έπεσε για πρώτη φορά από το 1981 κάτω του 5%. Ωστόσο οι προοπτικές συνεχίζουν να σκιάζονται από τις διαμάχες στο διεθνές εμπόριο. Έτσι οι επενδυτές έχουν χαμηλώσει πλέον τις προσδοκίες τους σχετικά με την ανάπτυξη της γερμανικής οικονομίας, που θα παρουσιάζει πλέον “χαμηλές πτήσεις” καθώς επιβαρύνεται από τις τεταμένες διεθνείς εμπορικές σχέσεις. Ο δείκτης οικονομικών προσδοκιών του γερμανικού ινστιτούτου ZEW πλησιάζει το χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων επτά ετών, με τους περισσότερους επενδυτές να προβλέπουν ότι η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης θα επιβραδυνθεί στο επόμενο εξάμηνο του 2019.

Ύφεση μέσα στο 2019;

Ειδικά στον τομέα της μεταποίησης και της βιομηχανίας, όπου η Γερμανία είναι πρωταθλήτρια, η επιβράδυνση διαρκεί ήδη έναν ολόκληρο χρόνο (από το καλοκαίρι του 2018) και δεν προβλέπεται πως θα ανακάμψει σύντομα. Αν και η Bundesbank προβλέπει πως το δεύτερο εξάμηνο του 2019 ο ρυθμός ανάπτυξης θα επιβραδυνθεί, κάποιοι άλλοι αναλυτές και επενδυτές προβλέπουν ακόμη και ύφεση, καθώς η γερμανική οικονομία εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το διεθνές εμπόριο και είναι ευάλωτη στη μείωση της διεθνούς ζήτησης που ήδη παρατηρείται κυρίως λόγω των εμπορικών πολέμων.

Πιο αναλυτικά η Bundesbank επισημαίνει πως η γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία, που ακόμη δεν έχει συνέλθει από τα σκάνδαλα με τις εκπομπές ρύπων των ντιζελοκίνητων οχημάτων της, τις μαζικές ανακλήσεις μοντέλων και τα πρόστιμα-μαμούθ που της επέβαλε η κυβέρνηση των ΗΠΑ,  αντιμετωπίζει ασθενέστερη ζήτηση από το εξωτερικό και ότι οι παγκόσμιες πωλήσεις αυτοκινήτου αναμένεται να μειωθούν περαιτέρω το 2019 ύστερα από την περυσινή τους πτώση και μάλιστα για πρώτη φορά μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008. Η εξωστρεφής γερμανική οικονομία παρουσιάζει αυξανόμενα ρίσκα στις εξωτερικές συναλλαγές της. Από τη μία η στασιμότητα της ανάπτυξης της παγκόσμιας οικονομίας και οι εμπορικές διαμάχες στη διεθνή σκηνή και από την άλλη οι τις τάσεις προστατευτισμού στις ΗΠΑ αλλά και αβεβαιότητα για τις συνέπειες που θα είχε ένα σκληρό Βrexit, συνθέτουν ένα δυσοίωνο σκηνικό για τις προοπτικές της γερμανικής οικονομίας.

 Deutsche Bank: η γερμανική “Lehman Brothers”;

Δεν είναι όμως μόνο τα δυσοίωνα μηνύματα, που εκπέμπει η γερμανική οικονομία το τελευταίο έτος, τα οποία προβληματίζουν. Είναι και μια σειρά άλλοι δείκτες και παράγοντες, που συνηγορούν πως το περίφημο “γερμανικό θαύμα” πλησιάζει προς το τέλος του ή, στην καλύτερη περίπτωση, δε θα είναι και τόσο πετυχημένο και ελκυστικό όσο μέχρι πρόσφατα. Από τη μία είναι η “απασφαλισμένη βόμβα” της Deutsche Bank, της γερμανικής “Lehman Brothers”. Το φάντασμα της Lehman Brothers στοιχειώνει την Deutsche Bank. Ενδεικτικά αναφέρουμε πως το αμερικανικό υπουργείο Δικαιοσύνης πρότεινε στην Deutsche Bank να πληρώσει 14 δισ.. δολάρια για να διευθετήσει τις κατηγορίες σχετικά με τα τιτλοποιημένα στεγαστικά δάνεια που έδινε στην αμερικανική αγορά. Την ώρα που η μετοχή της Deutsche Bank γνωρίζει πρωτόγνωρα ιστορικά χαμηλά από την επανένωση της Γερμανίας πληθαίνουν οι φωνές που παρομοιάζουν τη μεγαλύτερη γερμανική τράπεζα με τη Lehman Brothers. Το μόνο που αναρωτιούνται είναι το “πότε θα σκάσει” και ποιες συνέπειες θα έχει.

Ηλεκτροκίνηση: η “Αχίλλειος Πτέρνα”
 της γερμανικής αυτοκινητοβιομηχανίας

Από την άλλη είναι η εμβληματική αυτοκινητοβιομηχανία της χώρας που είναι συνώνυμη του γερμανικού οικονομικού θαύματος. Αν και απασχολεί πάνω από 800.000 εργαζομένους και  συνεισφέρει έως και 5% στο ΑΕΠ της Γερμανίας, κατακλύζοντας με τα προϊόντα της την ευρωπαϊκής και αμερικανική αγορά, η γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία βρίσκεται σε μια κρίσιμη καμπή.

Το σκάνδαλο των εκπομπών ρύπων με τη τεράστια δυσφήμιση και τα πρόστιμα-μαμούθ -σύμφωνα με την εταιρεία ερευνών JATO Dynamics, συνολικά οι αυτοκινητοβιομηχανίες μπορεί να αντιμετωπίσουν στο εγγύς μέλλον πρόστιμα ύψους έως και 34 δισεκατομμυρίων ευρώ!- επέφερε στη γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία σοβαρά πλήγματα, ενώ αγωνίζεται για να προσαρμοστεί στους νέους κανόνες της Ε.Ε. για τη μείωση των εκπομπών, κάτι που συνεπάγεται μεγάλο κόστος προσαρμογής. Παράλληλα έχει εγκλωβιστεί στη δίνη του εμπορικού πολέμου με τις ΗΠΑ και πλέον οι τιμές των μετοχών γερμανικών κολοσσών (BMW, Daimler και Volskwagen) ανεβοκατεβαίνουν σαν ασανσέρ.

Ωστόσο η μεγαλύτερη πρόκληση που αντιμετωπίζει η γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία δεν είναι άλλη από τη στροφή της παγκόσμιας οικονομίας στα ηλεκτροκίνητα, και μελλοντικά και αυτόματης οδήγησης, αυτοκίνητα. Σε αυτό τον τομέα η Αμερική, η Ιαπωνία, η Νότιος Κορέα, και ειδικά η Κίνα, βρίσκονται πιο μπροστά από τη Γερμανία. Αυτή η αλλαγή αποτελεί μονόδρομο για την επιβίωση του κλάδου, αλλά δεν είναι απλή υπόθεση η προσαρμογή της στιβαρής γερμανικής αυτοκινητοβιομηχανίας στις νέες προκλήσεις. Ως εκ τούτου δεν αποκλείεται, σε αυτή τη μεταβατική περίοδο, να εξαφανιστούν ολόκληρες βιομηχανίες εξειδικευμένων τεχνολογιών που την εξοπλίζουν και αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της στη Γερμανία. Αυτό θα ήταν πολύ σοβαρό πλήγμα στην γερμανική οικονομία, αλλά και στην απασχόληση.

Τεχνολογική καθυστέρηση σε κρίσιμους τομείς 

Η Γερμανία παρουσιάζει ένα είδος «τεχνολογικής κόπωσης» και αρχίζει να μένει πίσω στις τεχνολογικές εξελίξεις, ακόμη και στους τομείς που ήταν στην πρωτοπορία. Βασίζεται κυρίως σε παλιά βιομηχανική τεχνολογία, που παράγει κυρίως αυτοκίνητα, μηχανήματα, εργαλεία και ανταλλακτικά, ενώ δεν είναι ανταγωνιστική στον τομέα των ηλεκτρονικών συσκευών και προϊόντων υψηλής τεχνολογίας. Βασίζεται κυρίως σε ένα γηρασμένο εργατικό δυναμικό με μέση ηλικία γύρω στα 50 έτη, που δυσκολεύεται να επανεκπαιδευτεί και να παρακολουθεί τις τεχνολογικές εξελίξεις, ενώ της λείπουν οι εξειδικευμένοι στις νέες τεχνολογίες, επιστήμονες και τεχνολόγοι.

Κατά γενική παραδοχή η Γερμανία έχει μείνει αξιοσημείωτα πίσω στη ρομποτική π.χ. σε σχέση με την Ιαπωνία, στις εφαρμογές της ψηφιακής τεχνολογίας και της Τεχνητής Νοημοσύνης (A.I.) αλλά και στα ασύρματα δίκτυα 5ης γενιάς (5G), όπου η Κίνα βρίσκεται στην πρωτοπορία. Για να εγκαταστήσει τα δίκτυα 5G στο έδαφος της, θα πρέπει να συνεργαστεί αναγκαστικά με κινεζικές εταιρείες και να επενδύσει τουλάχιστον 100 δισ. Ευρώ γι' αυτό το σκοπό. Σ' αυτό τον τομέα η Γερμανία παρακολουθεί για την ώρα αμήχανη τρώγοντας απλώς την “τεχνολογική σκόνη” των άλλων πρωτοπόρων της τεχνολογίας.

Συνεχίζει να είναι ωστόσο στην πρωτοπορία στη χημική και φαρμακευτική βιομηχανία, αλλά δεν είναι σίγουρο αν θα συνεχίσει να βρίσκεται στην ίδια θέση σε μια δεκαετία από τώρα. Επίσης, κι αυτό είναι ενθαρρυντικό, η Γερμανία έχει πάρει τη στρατηγική απόφαση να εγκαταλείψει την πυρηνική βιομηχανία και ενέργεια μέχρι το 2023 και αναζητά λύσεις για την ενεργειακό εφοδιασμό της μέσα από νέες τεχνολογίες και εναλλακτικές πηγές ενέργειας κι αυτό είναι κάτι που θα της προσφέρει νέες ευκαιρίες ανανέωσης, εκσυγχρονισμού και ανάπτυξης, ειδικά αν το κόμμα των Πρασίνων ενισχυθεί κι άλλο.

Η «δημογραφική βόμβα» της Γερμανίας

Η Γερμανία αντιμετωπίζει επίσης κι ένα πολύ σοβαρό δημογραφικό πρόβλημα, παρά τη συνεχή ενίσχυση που δέχεται από μετανάστες. Με δείκτη γεννητικότητας 1,48 παιδιά ανά γυναίκα αναπαραγωγικής ηλικίας (το 2018), η Γερμανία δεν μπορεί να ανανεώσει τον όλο και πιο γερασμένο πληθυσμό της. Το 50% των 83 εκατομμυρίων κατοίκων της σημερινής Γερμανίας είναι ήδη άνω το 48 ετών, που είναι και η μέση ηλικία του πληθυσμού. Αυτός ο δείκτης θα επιδεινωθεί κι άλλο ώστε το 2050 το 1/3 των Γερμανών θα είναι άνω των 67 ετών.

Τις τελευταίες δεκαετίες η υπεροχή των θανάτων έναντι των γεννήσεων στη Γερμανία κυμαίνεται κάθε χρόνο μεταξύ 150.000-200.000, κι αυτό παρά τη συνεισφορά των μεταναστών στις γεννήσεις. Η χώρα είναι αναγκασμένη να δέχεται περί τις 300.000 νέους μετανάστες το χρόνο, μόνο και μόνο για να διατηρήσει τον πληθυσμό της σταθερό (διαφορετικά θα μειωθεί στα 70 εκατομμύρια μέχρι το έτος 2060, όταν η Γαλλία θα έχει φτάσει αισίως στα 75 εκατομμύρια). Αν θέλει μάλιστα να ανανεώσει επαρκώς και το εργατικό της δυναμικό, τότε θα πρέπει να δέχεται περίπου μισό εκατομμύριο νέους μετανάστες το χρόνο, όπως είναι και η πρόταση των Γερμανών βιομηχάνων. Αυτή τη στιγμή το 20% του πληθυσμού της χώρας, δηλαδή περίπου 18 εκατομμύρια, είναι απόγονοι μεταναστών πρώτης και δεύτερης γενιάς ή ένας από τους γονείς ήταν μετανάστης.

Αναζητώντας νέες «δεξαμενές» μεταναστών

Το πρόβλημα με τη Γερμανία είναι ότι έχει «στραγγίσει» όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές δεξαμενές ανθρώπινου δυναμικού, αντλώντας κάθε χρόνο εκατοντάδες χιλιάδες μετανάστες από την Ανατολική και Νότια Ευρώπη, ειδικά κατά την κρίση του 2010 - 2014. Ωστόσο αυτές οι «δεξαμενές» έχουν πλέον αδειάσει και δεν μπορούν να στέλνουν πλέον τους ίδιους αριθμούς μεταναστών, όπως στο παρελθόν, ειδικά αφού οι οικονομίες τους έχουν ανακάμψει. Μάλιστα, αν η γερμανική οικονομία επιβραδυνθεί, πιθανότατα να παρατηρηθεί και παλιννόστηση προς τη Νότια Ευρώπη, όπως έγινε και κατά την περίοδο 1975 - 1985. Έτσι ο μόνος τρόπος για να τροφοδοτηθεί με νέους μετανάστες η Γερμανία είναι να ανοίξει τις πόρτες της σε ανθρώπους από τη Μέση Ανατολή, όπως έγινε το 2015 με το ένα εκατομμύριο Σύριους πρόσφυγες, και τη νότιο Ασία (Ινδία, Πακιστάν, Μπαγκλαντές) και μελλοντικά κι από την υποσαχάριο Αφρική. Οι μετανάστες αυτοί όμως, επειδή προέρχονται από τελείως διαφορετικό πολιτισμικό και θρησκευτικό υπόβαθρο, θα είναι πολύ πιο δύσκολο να ενσωματωθούν στη γερμανική κοινωνία, αυξάνοντας πιθανότατα έτσι τη δυναμική της ακροδεξιάς.

Κι άλλοι γερμανικοί πονοκέφαλοι

Πρέπει να σημειωθεί επίσης και το κοινωνικό πρόβλημα, που αντιμετωπίζει η Γερμανία με τα όλο και πιο ακριβά ενοίκια που πληρώνουν οι Γερμανοί σε κερδοσκοπικές εταιρείες εκμετάλλευσης ακινήτων, καθώς μόνο το 45% των Γερμανών έχουν ιδιοκατοίκηση. Είναι ένα πρόβλημα που δεν πρέπει να υποτιμάται, διότι μπορεί να προκαλέσει εκτεταμένες κοινωνικές αναταραχές και ανακατατάξεις στο πολιτικό σκηνικό.

Τέλος η Γερμανία ανησυχεί ιδιαίτερα για τις επιπτώσεις ενός σκληρού ή άτακτου Brexit, όπως και για το πολιτικό χάσμα που παρατηρείται στην Ε.Ε. μεταξύ Ανατολικής και Δυτικής Ευρώπης, το οποίο υπονομεύει το ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Το Βερολίνο δεν υποτιμά και τους γεωπολιτικούς κίνδυνους που μπορούν να προκύψουν στην Ανατολική Ευρώπη (π.χ. Ουκρανία) και ειδικά τις σχέσεις με τη Ρωσία, που θεωρεί καθοριστικές για την ασφάλεια και σταθερότητα της Ευρώπης.

Αλλά πλουσιότεροι παρά ποτέ...

Υπάρχουν ωστόσο και ευχάριστα νέα. Οι Γερμανοί, παρά όλα τα προηγούμενα, είναι σήμερα πλουσιότεροι από ποτέ. Η συνολική αξία μόνο της χρηματικής περιουσίας (μετρητά, τραπεζικές καταθέσεις όψεως ή προθεσμίας, αξιόγραφα και αξιώσεις απέναντι σε ασφαλιστικές εταιρίες) στη Γερμανία ανήλθε το πρώτο τρίμηνο του 2019 στα 6.170 δισεκατομμύρια ευρώ, σύμφωνα με στοιχεία της  Bundesbank. Σύμφωνα με την στατιστική κάθε Γερμανός πολίτης κατέχει χρηματική περιουσία άνω των 200.000 ευρώ (χωρίς να υπολογιστεί και η αξία της ακίνητης περιουσίας του), η οποία δεν κατανέμεται φυσικά ομοιόμορφα καθώς το 1/4 του πληθυσμού διαθέτει πολύ λιγότερα.

Οπότε, ακόμη κι η γερμανική οικονομία βυθιστεί σε μια ελαφριά ύφεση, οι Γερμανοί θα έχουν αρκετά χρήματα στα βιβλιάρια τους ώστε να μην στερηθούν τίποτε, αν φυσικά ξεπεράσουν το «τευτονικό σύνδρομο» τους να αποταμιεύουν πάντα περισσότερα από όσα πρέπει και να καταναλώνουν λιγότερα. Η αύξηση της εσωτερικής κατανάλωσης στη Γερμανία είναι ένα από τα κλειδιά για την ανάκαμψη της οικονομίας της. Η εικόνα της μελλοντικής Γερμανίας θα είναι άραγε αυτή μιας κοινωνίας ηλικιωμένων που θα καταναλώνουν, διότι δεν θα έχουν παιδιά για να τους κληρονομήσουν; Ίδωμεν.

 Γιώργος Στάμκος,
συγγραφέας και δημοσιογράφος

21/7/2019


              ΣΧΕΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ               




Financial Times: 
Η Γερμανία αναζητεί έναν νέο διπλωματικό χάρτη.
  
Οι βασικές ιδέες που επί δεκαετίες συγκροτούσαν την εξωτερική πολιτική του Βερολίνου δέχονται επίθεση από τον αυξανόμενο εθνικισμό.

Έχοντας ισοπεδωθεί από τη Βέρμαχτ το 1944, η Βαρσοβία δεν υπήρξε ποτέ εύκολο πεδίο για τον υπουργό Εξωτερικών της Γερμανίας.

Καθώς η αυτοκινητοπομπή του αυξάνει ταχύτητα διασχίζοντας την πολωνική πρωτεύουσα, ο Χάικο Μάας περνά πρώτα από το σοβιετικό νεκροταφείο πολέμου και κατόπιν από το μνημείο για τα θύματα της εξέγερσης της Βαρσοβίας - ισχυρές υπενθυμίσεις του αιματηρού τιμήματος που επέφερε στην Ευρώπη η γερμανική επιθετικότητα. Στη συνέντευξη Τύπου, την επόμενη ημέρα, ο υπουργός Εξωτερικών ερωτάται για τις νέες διεκδικήσεις της Πολωνίας για πολεμικές επανορθώσεις. Σε δημόσια συζήτηση, μία ώρα αργότερα, ο κ. Μάας ακούει ευγενικά καθώς ο Πολωνός ομόλογός του εξαπολύει επίθεση στη φιλελεύθερη πολιτική του Βερολίνου στο προσφυγικό. Και στις δύο περιπτώσεις, αποφασίζει να μην απαντήσει.

Αυτό το διάστημα είναι δύσκολη αποστολή να προΐστασαι της γερμανικής εξωτερικής πολιτικής - όχι μόνο στη Βαρσοβία αλλά και σε άλλες χώρες στον κόσμο. Τα τελευταία χρόνια το Βερολίνο παρακολουθεί με εντεινόμενη απόγνωση φίλους να μετατρέπονται σε εχθρούς και παλιές βεβαιότητες να αμφισβητούνται μέχρι εξαφανίσεως. Μια νέα γενιά εθνικιστών ηγετών κυριαρχεί σε πολλές πρωτεύουσες, από τη Βουδαπέστη και τη Βαρσοβία έως τη Ρώμη και την Ουάσιγκτον, χωρίς να κρύβει μια τάση εχθρότητας και ανταγωνισμού απέναντι στο Βερολίνο. Για λόγους τόσο οικονομικούς όσο και πολιτικούς, οι σχέσεις της Γερμανίας με δυνάμεις - κλειδιά όπως η Κίνα, η Ρωσία και η Τουρκία έχουν σημαδευτεί από αυξανόμενες εντάσεις.

Την ίδια ώρα, το πυκνό δίκτυο συμμαχιών που χαρακτήριζε τη γερμανική εξωτερική πολιτική επί δεκαετίες -και το οποίο ενίσχυσε τη μεταπολεμική επιτυχία της χώρας- δοκιμάζεται όσο ποτέ άλλοτε: τα μέλη του ΝΑΤΟ έφτασαν στο σημείο να αλληλοκατηγορούνται για το πόσο συνεισφέρει το καθένα, κάνοντας πολλούς Γερμανούς να αναρωτιούνται για πόσο ακόμη οι ΗΠΑ θα αισθάνονται τη δέσμευση να υπερασπιστούν την Ευρώπη. Παράλληλα, η ίδια η Ε.Ε. σπαράσσεται από διχασμούς ανάμεσα στον Βορρά και τον Νότο και την Ανατολή και τη Δύση, ενώ έχει εξαντληθεί από την ατέρμονη δοκιμασία του Brexit. Το Ηνωμένο Βασίλειο δεν λογίζεται πλέον ως αξιόπιστος σύμμαχος και η σχέση με τη Γαλλία περνά μια φάση ελάχιστα καλυμμένου εκνευρισμού. Το ένα μετά το άλλο, τα σταθερά σημάδια που εδώ και γενιές αποτελούσαν οδηγό για τη γερμανική εξωτερική πολιτική έχουν αρχίσει να ξεθωριάζουν.

Ο κ. Μάας παραδέχεται ότι οι προκλήσεις που αντιμετωπίζει η γερμανική εξωτερική πολιτική είναι τόσο πολυπληθείς όσο και πολύπλοκες - από την κινεζική απόπειρα να διχάσει την Ε.Ε. και τη ρωσική παρέμβαση στην ανατολική Ευρώπη μέχρι τις συγκρούσεις στη Συρία, τη Λιβύη και την Υεμένη. Καμία ωστόσο δεν είναι πιο σοβαρή από το ολοένα και πιο βαθύ ρήγμα στις σχέσεις με τις ΗΠΑ, εγγυητή της γερμανικής ασφάλειας από το 1945.

«Η μεγαλύτερη αλλαγή που έχω δει είναι στη διατλαντική σχέση», λέει ο κ. Μάας. «Πάντοτε υπήρχαν κρίσεις και διαμάχες ανάμεσα στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ αλλά αντιμετωπίζονταν μέσα σε μια λειτουργική διατλαντική σχέση. Τώρα πρέπει να αναδιατάξουμε αυτήν την ίδια τη διατλαντική σχέση».

Αυτό το καθήκον, πιστεύει, δεν θα εξαφανιστεί όταν ο Ντόναλντ Τραμπ φύγει από τον Λευκό Οίκο. «Τα πράγματα θα αλλάξουν μετά τον Τραμπ» λέει ο κ. Μάας. «Νομίζω όμως ότι οι δομές δεν θα είναι ποτέ ξανά ίδιες. Οι ΗΠΑ δεν είναι πλέον διατεθειμένες να αναλάβουν την ίδια διεθνή ευθύνη και το φορτίο που έφεραν στο παρελθόν. Αυτό σημαίνει ότι αναμένουν από την Ευρώπη να κάνει περισσότερα για την ασφάλειά της από ό,τι στο παρελθόν».

Λίγοι αναλυτές θα διαφωνούσαν με αυτήν την εκτίμηση. Ωστόσο πολλοί αμφιβάλλουν για το εάν οι Γερμανοί ηγέτες και οι ψηφοφόροι τους έχουν αντιληφθεί σε όλο το εύρος τους τις συνέπειές της.

«Μερικές φορές είναι σαν η Γερμανία να καταβάλλει προσπάθειες να προφυλαχθεί από την παραδοχή ότι έχουν επέλθει τεράστιες αλλαγές» λέει η Τζούλιαν Σμιθ, πρώην σύμβουλος του Αμερικανού αντιπροέδρου Τζο Μπάιντεν σε θέματα εξωτερικής πολιτικής και νυν υπότροφος της Ακαδημίας Ρόμπερτ Μπος (Robert Bosch Academy) στο Βερολίνο. «Είναι πολλοί αυτοί που σφυρίζουν αδιάφορα σ' αυτήν την πόλη. Ο κόσμος μιλά διαρκώς για τις παραμέτρους ενός κόσμου που δεν υπάρχει πια».

Όσοι ασκούν κριτική υποδεικνύουν ένα παράδοξο που βρίσκεται στην καρδιά της γερμανικής διπλωματίας. Από τις πρώτες ημέρες της ομοσπονδιακής δημοκρατίας, το Βερολίνο επιζητούσε να προωθήσει τα οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα της χώρας αποκλειστικά μέσω πολυμερών και υπερεθνικών οργανισμών. Για προφανείς ιστορικούς λόγους, ελάχιστες ήταν οι χώρες στη Δύση που ήταν πιο απρόθυμες να προχωρήσουν μόνες τους - ή να ασκήσουν την ωμή εξουσία του ισχυρού.



Εντούτοις, αυτήν ακριβώς τη στιγμή, που οι εν λόγω οργανισμοί δέχονται επίθεση από εθνικιστές πολιτικούς, το Βερολίνο δεν κάνει και πολλά για να τους στηρίξει. Μάλιστα, κάποιοι πιστεύουν ότι οι πρόσφατες γερμανικές πολιτικές επιλογές έχουν κάνει περισσότερο κακό παρά καλό σε οργανισμούς όπως το ΝΑΤΟ και η Ε.Ε.

«Η Γερμανία είναι αφοσιωμένη σε μια συγκεκριμένη πολιτική τάξη -οικοδομημένη γύρω από την Ε.Ε., το ΝΑΤΟ και τους πολυμερείς οργανισμούς όπως τα Ηνωμένα Έθνη- αλλά δεν είναι προετοιμασμένη να πληρώσει για τη διατήρηση αυτού του συστήματος» λέει ο Γιαν Τεχάου, αναλυτής στη δεξαμενή σκέψης German Marshall Fund των Ηνωμένων Πολιτειών. «Το κενό ανάμεσα στις πολυμερείς φιλοδοξίες της Γερμανίας και σε αυτό που κάνουμε στην πραγματικότητα είναι τεράστιο».

Η στήριξη του Βερολίνου στον αμφιλεγόμενο αγωγό αερίου Nord Stream 2 ανάμεσα στη Ρωσία και τη Γερμανία -παρά την οργισμένη αντίδραση της Ε.Ε., των ΗΠΑ και ανατολικοευρωπαϊκών κυβερνήσεων όπως της Ουκρανίας και της Πολωνίας- είναι ακριβώς μια τέτοια περίπτωση. Η γερμανική απροθυμία να λάβει γενναία μέτρα για να στηρίξει την Ευρωζώνη, παρά τις δραματικές εκκλήσεις του Παρισιού και των Βρυξελλών, είναι ακόμα μια περίπτωση. Ίσως όμως το πιο σαφές παράδειγμα αυτού του κενού ανάμεσα στη ρητορική και την πραγματικότητα να βρίσκεται στην ολοένα κλιμακούμενη διαμάχη ανάμεσα στο Βερολίνο και τις ΗΠΑ για τις αμυντικές δαπάνες.

Το 2014 όλα τα μέλη του ΝΑΤΟ ανέλαβαν τη δέσμευση να δαπανήσουν τουλάχιστον 2% του ΑΕΠ τους για την άμυνα. Επί του παρόντος, το ποσοστό στη Γερμανία βρίσκεται στο 1,24%. Και ούτε αναμένεται να βρεθεί κοντά στο 2% στα επόμενα χρόνια. Το Βερολίνο έχει υποσχεθεί να αυξήσει τον αμυντικό του προϋπολογισμό στο 1,5% του ΑΕΠ έως το 2024, ακόμη όμως και αυτό το ποσοστό ίσως να μην ισχύσει τελικώς, σύμφωνα με τα επίσημα μεσοπρόθεσμα σχέδια δαπανών του υπουργείου Οικονομικών. Ο κ. Μάας λέει ότι η Γερμανία θα τα καταφέρει στο τέλος αλλά ο Πρόεδρος Τραμπ δεν είναι ο μόνος που σκέφτεται ότι ο αμυντικός προϋπολογισμός της χώρας είναι για γέλια.

Οι επικριτές θεωρούν την απροθυμία του Βερολίνου να αναλάβει περισσότερες ευθύνες σε διεθνή και στρατιωτικά ζητήματα ως αποτέλεσμα τσιγγουνιάς. Η Γερμανία, από την άλλη, αρνείται να σεβαστεί τη δέσμευση του 2% για το ΝΑΤΟ διότι μεγαλύτερες δαπάνες για την άμυνα θα σημαίνουν λιγότερα χρήματα για ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς και κοινωνικό κράτος.

Η αλήθεια, ωστόσο, είναι ίσως περισσότερο περίπλοκη. «Οι Γερμανοί δεν είναι τζαμπατζήδες. Δεν τα κάνουμε όλα αυτά για να γλιτώσουμε λίγα ευρώ. Είναι πιο βαθύ το ζήτημα» λέει ο κ. Τεχάου. Κατά την άποψή του, η απροθυμία της χώρας να ηγηθεί έχει τις ρίζες της πρωτίστως στην Ιστορία. «Η αληθινή κληρονομιά του Τρίτου Ράιχ δεν είναι μόνον οι ενοχές. Είναι η έλλειψη εμπιστοσύνης στον εαυτό μας. Διδαχτήκαμε ότι στη μοναδική περίπτωση που ενώσαμε όλες μας τις δυνάμεις για ένα μεγάλο εθνικό σχέδιο, το αποτέλεσμα ήταν η μεγαλύτερη πολιτιστική ρήξη στην Ιστορία» προσθέτει. «Σε αντίθεση με άλλες χώρες, δεν έχουμε καν εμπιστοσύνη στις καλές μας προθέσεις».

Αυτό το αίσθημα, βαθιά ενσταλαγμένο στους ψηφοφόρους αλλά και στους ηγέτες, ενισχύθηκε από την εμπειρία της Δυτικής Γερμανίας. Στις δεκαετίες μετά το 1945, λέει ο κ. Τεχάου, «οι Γερμανοί έμαθαν ότι η εγκρατής εξωτερική πολιτική αποτελεί μοντέλο επιτυχίας. Η Γερμανία πλούτισε, κατάφερε να επανενωθεί με επιτυχία και έφτασε σε μια κατάσταση στην οποία -ίσως για πρώτη φορά στην ιστορία της- ήταν περιτριγυρισμένη μόνο από συμμάχους».

Η μεταπολεμική επιτυχία της Γερμανίας αναφέρεται και σε πρόσφατη έκθεση του Τόμας Μπάγκερ, Γερμανού διπλωμάτη που υπηρετεί ως σύμβουλος εξωτερικής πολιτικής του ομοσπονδιακού Προέδρου Φρανκ Βάλτερ Στάινμαϊερ. Προβάλλει το επιχείρημα ότι η ιστορική εμπειρία της Γερμανίας -ιδίως η επανένωση το 1989- άφησε τη χώρα με εξαιρετικά φτωχά εργαλεία απέναντι στην αναζωπύρωση των εθνικιστικών πολιτικών.

Το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και ο θρίαμβος της επανένωσης σήμαινε ότι «η Γερμανία επιτέλους βρέθηκε στη σωστή πλευρά της Ιστορίας» γράφει ο κ. Μπάγκερ. Το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξαν πολλοί Γερμανοί ήταν ότι η Ιστορία «κλίνει προς τη φιλελεύθερη δημοκρατία» και ότι η πατρίδα τους «είχε φτάσει στον ιστορικό της προορισμό». Αυτό που τους απέμενε να κάνουν ήταν να περιμένουν τον υπόλοιπο κόσμο -συμπεριλαμβανομένων απολυταρχικών κρατών όπως η Ρωσία και η Κίνα- να ακολουθήσουν.

Όταν η ελπίδα τους αποδείχθηκε φρούδα -και ακόμη και Ευρωπαίοι σύμμαχοι άρχισαν να μετακινούνται προς τον δεξιό απολυταρχισμό- η Γερμανία αφέθηκε να πελαγοδρομεί. «Ενώ οι άλλοι μπορούν να επιστρέψουν ο καθένας στις δικές του γκωλικές παραδόσεις σε ό,τι αφορά τη χάραξη της εξωτερικής πολιτικής, με μια λίγο ώς πολύ σαφή δέσμη καθορισμένων εθνικών συμφερόντων, που δεν εξαρτάται από την ενσωμάτωση των υπόλοιπων, αυτό δεν ισχύει για τη Γερμανία... Η πολυμέρεια είναι η καθεστηκυία οδός για τους Γερμανούς σήμερα» έγραψε ο κ. Μπάγκερ.

Αυτός είναι ένας λόγος που είναι τόσο δύσκολο για τη χώρα να προσαρμοστεί στη σημερινή εποχή. Ένας άλλος είναι ότι οι Γερμανοί αισθάνονται να απειλούνται από μια σειρά παράγοντες -την κλιματική αλλαγή, τις κοινωνικές εντάσεις, την οικονομική αστάθεια- αλλά πολύ λιγότερο από δυνάμεις όπως η Ρωσία και η Κίνα. Μάλιστα, πρόσφατη δημοσκόπηση έδειξε ότι, στην πραγματικότητα οι Γερμανοί θεωρούν τις ΗΠΑ ως μεγαλύτερη απειλή για την παγκόσμια ειρήνη από ό,τι οποιαδήποτε από τις άλλες δύο χώρες.

«Κατά κάποιον τρόπο, αυτό είναι το αποτέλεσμα της επιτυχίας που είχε η πολιτική του κατευνασμού που ακολουθήσαμε» παραδέχεται ο κ. Μάας. «Η κατάσταση σε ό,τι αφορά την ασφάλεια άλλαξε με την προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία το 2014 αλλά η αίσθησή μου είναι ότι δεν συμμερίζονται αυτήν την άποψη όλες οι εμπλεκόμενες κοινωνίες».

Η απουσία μιας αντίληψης αυθεντικής απειλής αφορά και μεγάλα τμήματα του ίδιου του κόμματος του κ. Μάας, των κεντροαριστερών Σοσιαλδημοκρατών (SPD). Εξέφρασαν αμφιβολίες για τον στόχο του 2% για το ΝΑΤΟ και τήρησαν σκληρή γραμμή στις ευρωπαϊκές αμυντικές εξαγωγές, εξαγριώνοντας τη Γαλλία και τη Βρετανία.

Οι επικριτές όμως κατηγορούν και την Άνγκελα Μέρκελ, τη βετεράνο καγκελάριο της Γερμανίας, που βρίσκεται πλέον στο λυκόφως της πολιτικής της καριέρας. Η κ. Μέρκελ, παραπονιέται υψηλόβαθμος αξιωματούχος από το Βερολίνο, βρίσκεται αυτό το διάστημα «σε φάση συγκράτησης των ζημιών» - ανίκανη ή απρόθυμη να αναλάβει αποφασιστική δράση για μια πιο δραστήρια θέση της Γερμανίας στα παγκόσμια ζητήματα.

Ενώ ο Γάλλος Πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν έχει επανειλημμένα περιγράψει το όραμά του για το μέλλον της Ε.Ε. σε ομιλίες και στον Τύπο, η Γερμανίδα ηγέτις μένει κατά κύριο λόγο σιωπηλή. Επίσης, η κ. Μέρκελ δεν έχει κάνει συστηματική προσπάθεια να πείσει τους Γερμανούς ψηφοφόρους ότι η ζωή της χώρας στο περιθώριο της διεθνούς πολιτικής έχει φτάσει στο τέλος της.

Γερμανοί αξιωματούχοι επιμένουν ότι μεγάλο μέρος της κριτικής είναι άδικο. Ο αμυντικός προϋπολογισμός μπορεί να είναι χαμηλός με βάση τα διεθνή πρότυπα, λένε, αλλά έχει αυξηθεί κατακόρυφα τα τελευταία χρόνια. Από τότε που οι ρωσικές δυνάμεις εισέβαλαν στην Κριμαία το 2014, οι ετήσιες δαπάνες για τις ένοπλες δυνάμεις αυξήθηκαν κατά ένα τρίτο, φτάνοντας τα 43,2 δισ. ευρώ. Επιπροσθέτως, σε αντίθεση σε κάποιους ΝΑΤΟϊκούς συμμάχους που φτάνουν το όριο του 2% μόνον στα χαρτιά, η Γερμανία όντως ενισχύει στρατιωτικά τη συμμαχία, όπως καταδεικνύει η ολοένα και πιο φιλόδοξη ανάπτυξη του γερμανικού στρατού σε σημεία σε όλο τον κόσμο.

«Η Γερμανία έχει αποδείξει ότι μπορεί να είναι δύναμη ισχύος» λέει ο Νιλς Άνεν, βουλευτής του SPD και υφυπουργός στο υπουργείο Εξωτερικών. «Έχουμε τανκς στη Λιθουανία, είμαστε επικεφαλής της VJTF - της δύναμης ταχείας αντίδρασης του ΝΑΤΟ απέναντι στη Ρωσία. Ούτε που θα μπορούσαμε να φανταστούμε κάτι τέτοιο πριν από 10 χρόνια».

Η ηγεσία σε διεθνές επίπεδο, λένε Γερμανοί αξιωματούχοι, αντανακλάται όχι μόνο στο μέγεθος του αμυντικού προϋπολογισμού αλλά και στις διπλωματικές πρωτοβουλίες, στις προσπάθειες για ειρήνη και σταθερότητα, στην οικονομική υποστήριξη των πολυμερών οργανισμών και στην ετοιμότητα να δεχθεί μετανάστες από χώρες σε κρίση όπως η Συρία και το Αφγανιστάν. Εμμένουν μάλιστα στην άποψη ότι λαμβάνοντας κανείς υπόψιν αυτούς τους δείκτες χαμηλής πολιτικής, η εικόνα της ηγεσίας του Βερολίνου δείχνει πολύ πιο εντυπωσιακή.

Υπάρχει μια τελευταία γερμανική ιδιαιτερότητα που θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας: μια πολιτική κουλτούρα που ευνοεί τη σύνεση και τη συναίνεση και ένα σύστημα διακυβέρνησης που είναι ικανό να αλλάξει κατεύθυνση αλλά μόνον αργά. Εγκλωβισμένοι μέσα σε άβολους διακομματικούς συνασπισμούς, οι ηγέτες προτιμούν να κάνουν νηπιακά βήματα προς τα μεγάλα οράματα καθώς και σταδιακές αλλαγές αντί για ριζικές μεταρρυθμίσεις. «Η Γερμανία είναι δύναμη του κατεστημένου» λέει η Ντανιέλα Σβάρτσερ, διευθύντρια του Γερμανικού Συμβουλίου Διεθνών Σχέσεων. «Κατά βάση, θέλουμε όλα να μείνουν τα ίδια».

Αυτή ίσως να είναι και η ευχή των Γερμανών ψηφοφόρων - καθώς και αρκετών πολιτικών. Μεγάλωσαν σε έναν κόσμο όπου η αμερικανική ισχύς και το ΝΑΤΟ κρατούσαν τη Γερμανία ασφαλή και τα εθνικά συμφέροντα της χώρας εκφράζονταν -σχεδόν ανεπαίσθητα- μέσα από την Ε.Ε. και άλλους διεθνείς οργανισμούς με την ίδια φιλοσοφία.

Ωστόσο, εκείνος ο κόσμος χάνεται με γοργούς ρυθμούς. «Δεν υπάρχει άλλη χώρα που να ωφελήθηκε περισσότερο από τις παλαιές δομές, είτε αναφερόμαστε στο παγκόσμιο σύστημα εμπορίου είτε στην παγκόσμια τάξη που βασιζόταν σε ενιαίους κανόνες. Όλα αυτά όμως υφίστανται πλέον πίεση», λέει ο κ. Άνεν. «Δεν υπάρχει δρόμος επιστροφής στις παλιές, καλές ημέρες».

Του Tobias Buck
''Financial Times''

http://www.avgi.gr/article/10807/9823167/e-germania-anazetei-enan-neo-diplomatiko-charte?fbclid=IwAR3KClNVRrP-XJ3qCdcMdhLtdMQIrZux9iXwrlHgC3MLy2jhZyA0Y_yv0Bk
29 Απριλίου 2019  



* * *

    Οι απόψεις, που δημοσιεύονται στα εκάστοτε- αποκλειστικά χάριν ενημέρωσης και προβληματισμού-αναρτώμενα άρθρα (ή κάθε είδους κείμενα) του ιστολογίου μου, εκφράζουν αποκλειστικά και μόνο τους αρθρογράφους που επώνυμα τις διατυπώνουν. Η ανάρτηση των άρθρων/κειμένων κλπ δεν σημαίνει και ταύτιση με το περιεχόμενο των ιδεών των αρθρογράφων. Οι αναρτήσεις αξιολογούνται ως ενδιαφέρουσες για κοινό προβληματισμό. Τα πνευματικά δικαιώματα ανήκουν αποκλειστικά και μόνο στους δημιουργούς των κειμένων, εικόνων κλπ και των ιστολογίων που αναφέρονται.  


  Οι ''υπογραμμίσεις'' -χρώμα,μέγεθος γραμματοσειράς και οι εικονογραφήσεις-με εικόνες από το World Wide Web-στις αναρτήσεις γίνονται με ευθύνη του blogger. Στο αρχικό  πρωτότυπο κείμενο  παραπέμπεστε μέσω των επισυναπτόμενων ενεργών συνδέσμων.