Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν μπορούν να λύσουν την διαμάχη στο Κασμίρ. Γιατί η προσφορά του Trump να μεσολαβήσει είναι νεκρή.

Ο Πακιστανός πρωθυπουργός, Imran Khan, με τον πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών, Ντόναλντ Τραμπ, στο Οβάλ Γραφείο, τον Ιούλιο του 2019. Jonathan Ernst / Reuters


 Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν μπορούν να λύσουν την διαμάχη στο Κασμίρ.
Γιατί η προσφορά του Trump να μεσολαβήσει είναι νεκρή.

Η μόνιμη γραφειοκρατία της εξωτερικής πολιτικής της Ινδίας έχει μακρά θεσμική μνήμη και είναι εξαιρετικά ανθεκτική στις δραστικές αλλαγές πολιτικής. Είναι πιθανό να συμβουλεύει τον Modi ενάντια στο να υποκύψει στις Ηνωμένες Πολιτείες, δεδομένου ότι η σημερινή πολιτική της Ινδίας την γλίτωσε από αναγκαστικές παραχωρήσεις προς το Πακιστάν για περίπου πέντε δεκαετίες.

Στις 22 Ιουλίου, κατά την διάρκεια της συνάντησής του στον Λευκό Οίκο με τον Πακιστανό πρωθυπουργό, Imran Khan, ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Donald Trump, έκανε μια προσφορά-έκπληξη [1] να διαμεσολαβήσει στην μακρόχρονη διαμάχη μεταξύ Ινδίας και Πακιστάν σχετικά με το Κασμίρ [2]. «Είναι αδύνατο να πιστέψουμε», είπε ο Trump, «ότι δύο απίστευτες χώρες που είναι πολύ, πολύ έξυπνες με πολύ έξυπνη ηγεσία δεν μπορούν να λύσουν ένα τέτοιο πρόβλημα. Αν θα θέλατε να μεσολαβήσω ή να διαιτητεύσω, θα ήμουν πρόθυμος να το κάνω».

Ακόμη πιο εκπληκτικά, ο Trump υποστήριξε ότι ο πρωθυπουργός της Ινδίας, Narendra Modi [3], είχε επιζητήσει την παρέμβασή του στο θέμα. Για τους ενημερωμένους παρατηρητές, ο ισχυρισμός αυτός ήταν δύσκολα πιστευτός. Και πράγματι, μέσα σε λίγες ώρες από την δήλωση του Trump, ο υπουργός Εξωτερικών της Ινδίας αρνήθηκε εντόνως ότι ο Modi είχε κάνει οποιαδήποτε τέτοια πρόταση. Πιο συγκεκριμένα, επανέλαβε τη μακρόχρονη θέση της Ινδίας ότι η διαμάχη στο Κασμίρ πρέπει να επιλυθεί μέσω αυστηρά διμερών διαπραγματεύσεων μεταξύ Ινδίας και Πακιστάν. Ο Modi, πιθανότατα θέλοντας να αποφύγει να υπονοήσει ότι ο Trump ήταν ψεύτης, διατήρησε μια μελετημένη σιωπή.

Η προσφορά του Trump, όσο ασύνετη κι αν είναι, δεν ήταν η πρώτη προσπάθεια των ΗΠΑ να παρέμβουν στο Κασμίρ. Τις τελευταίες έξι δεκαετίες, διαδοχικές διοικήσεις των ΗΠΑ προσπάθησαν να κάνουν μια πρόοδο σχετικά με την διαφορά. Όλες αυτές οι προσπάθειες απέτυχαν -και του Trump είναι απίθανο να εξελιχθεί διαφορετικά.

Ή ΜΕ ΤΟΝ ΤΡΟΠΟ ΤΗΣ ΙΝΔΙΑΣ Ή ΤΙΠΟΤΑ

Η Ινδία και το Πακιστάν έχουν αμφότερες διεκδικήσει το Κασμίρ [4], το οποίο είναι μια κατά πλειοψηφία μουσουλμανική περιοχή στο βόρειο τμήμα της ινδικής υποηπείρου, από τότε που οι δύο χώρες αποσχίστηκαν, το 1947. Η Ινδία έχει de facto έλεγχο σε πάνω από το 55% της περιοχής και στην πλειοψηφία του πληθυσμού της˙ Το Πακιστάν ελέγχει περίπου το 30% και η Κίνα το υπόλοιπο 15%. Η διαμάχη για την περιοχή έχει οδηγήσει σε τρεις πολέμους και αμέτρητες αψιμαχίες και στέκεται ως μια μόνιμη απειλή για την σταθερότητα στη Νότια Ασία -μια κατάσταση που είναι ιδιαίτερα επικίνδυνη, δεδομένου ότι τόσο η Ινδία όσο και το Πακιστάν είναι πυρηνικά εξοπλισμένες [χώρες].

Οι Ηνωμένες Πολιτείες πρωτοεπιχείρησαν να διαμεσολαβήσουν στην διαμάχη στο Κασμίρ το 1962. Η Κίνα και η Ινδία μόλις είχαν πολεμήσει σε έναν καταστροφικό πόλεμο στα σύνορα, στον οποίο ο κινεζικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός διέλυσε έναν φτωχά εξοπλισμένο και κακώς προετοιμασμένο ινδικό στρατό. Το Νέο Δελχί στράφηκε στην Ουάσιγκτον για στρατιωτική βοήθεια. Εκείνη την εποχή, το Πακιστάν ήταν ένας σημαντικός ψυχροπολεμικός σύμμαχος των Ηνωμένων Πολιτειών και ο Πακιστανός πρόεδρος, Ayub Khan, έχοντας επίγνωση της ευάλωτης θέσης της Ινδίας, έπεισε την διοίκηση του Αμερικανού προέδρου, John F. Kennedy, να παρακινήσει την Ινδία σε διαπραγματεύσεις για το Κασμίρ. Σε συντονισμό με τους Βρετανούς, ο Κένεντι έστειλε στο Νέο Δελχί τον Averell Harriman [5], τον διακεκριμένο διπλωμάτη και πρώην πρεσβευτή στην Σοβιετική Ένωση.

Ο κινεζο-ινδικός πόλεμος είχε αφήσει τον Ινδό πρωθυπουργό Jawaharlal Nehru συναισθηματικά διαλυμένο και πολιτικά αδύναμο. Εξαρτημένος από την διπλωματική καλή θέληση και τις αμυντικές προμήθειες τόσο από τις Ηνωμένες Πολιτείες όσο και από το Ηνωμένο Βασίλειο, επέτρεψε στον εαυτό του να δελεαστεί [ώστε να συμμετάσχει] σε συζητήσεις για το Κασμίρ. Μεταξύ 1962 και 1963, η Ινδία και το Πακιστάν διεξήγαγαν έξι γύρους διαπραγματεύσεων. Η Ινδία ήταν πρόθυμη να προβεί σε σημαντικές εδαφικές παραχωρήσεις υπό τις αγγλο-αμερικανικές πιέσεις, αλλά ακόμη και αυτές δεν ήταν αρκετές για να καλύψουν τις επεκτεινόμενες απαιτήσεις του Πακιστάν. Οι συνομιλίες τερματίστηκαν σε αδιέξοδο.

Αφού είδε αυτές τις συνομιλίες να φτάνουν σε αδιέξοδο, παρά την προθυμία της να συμβιβαστεί, η Ινδία σκλήρυνε την θέση της σχετικά με τις εξωτερικές παρεμβάσεις στο Κασμίρ, φοβούμενη ότι οι εξωτερικές δυνάμεις θα την αναγκάσουν να προσφέρει παραχωρήσεις στο Πακιστάν, [που είναι] η πιο αδύναμη πλευρά [στο ζήτημα]. Την τελευταία φορά που το Νέο Δελχί επέτρεψε σε μια ξένη δύναμη να αποκαταστήσει τις κανονικές διπλωματικές σχέσεις μεταξύ Ινδίας-Πακιστάν ήταν μετά τον ινδο-πακιστανικό πόλεμο του 1965, στον οποίο οι πακιστανικές δυνάμεις είχαν εισβάλει στο υπό τον έλεγχο της Ινδίας Κασμίρ, μόνο για να καταπολεμηθούν [και να αναγκαστούν] σε ακινησία. Με τις ΗΠΑ αποσπασμένες από τον πόλεμο από το Βιετνάμ, η Σοβιετική Ένωση μεσολάβησε για μια κατάπαυση του πυρός, η οποία τελικά οδήγησε στην Συμφωνία της Τασκένδης του 1966, που αποκατέστησε το προπολεμικό status quo.

Μετά τον τρίτο ινδο-πακιστανικό πόλεμο το 1971, η Ινδία έγινε πλήρως προσηλωμένη στην πρόληψη μιας εξωτερικής διαμεσολάβησης. Όταν οι δύο πλευρές συναντήθηκαν το 1972 για να συζητήσουν τη μεταπολεμική διευθέτηση, οι διαπραγματεύσεις περιορίστηκαν -με την επιμονή της Ινδίας- στην Ινδή πρωθυπουργό Indira Gandhi και στον Πακιστανό πρόεδρο Zulfikar Ali Bhutto, μαζί με μια χούφτα έμπιστους βοηθούς. Η προκύπτουσα διευθέτηση, η Συμφωνία Simla, δήλωσε ότι οι δύο χώρες θα «λύσουν τις διαφορές τους με ειρηνικά μέσα μέσω διμερών διαπραγματεύσεων».

Από τη σκοπιά του Νέου Δελχί, η συμφωνία αυτή καθιέρωσε την αρχή ότι όλες οι μελλοντικές συζητήσεις για το Κασμίρ πρέπει να διεξάγονται σε αυστηρά διμερή βάση. Από το 1972, καμία ινδική κυβέρνηση ποτέ δεν έδειξε την παραμικρή επιθυμία να επιτρέψει σε οποιαδήποτε ξένη δύναμη, ειδικά στις Ηνωμένες Πολιτείες, να μεσολαβήσει για μια συμφωνία με το Πακιστάν επί του Κασμίρ. Η Ινδία είναι πεπεισμένη ότι μπορεί να αποσπάσει καλύτερους όρους μέσω των διμερών διαπραγματεύσεων και υποπτεύεται ότι η Ουάσινγκτον παραείναι κοντά στην Ισλαμαμπάντ.

Το Πακιστάν αντιστάθηκε σε αυτή την συγκεκριμένη ερμηνεία της συμφωνίας Simla. Αντ’ αυτού, αναγνωρίζοντας την αδυναμία του έναντι της Ινδίας, επιδίωκε συνεχώς να φέρει τις Ηνωμένες Πολιτείες ως μεσολαβητή. Το 1999, για παράδειγμα, καθώς ο τέταρτος Ινδο-πακιστανικός πόλεμος έφτασε στο τέλος του, ο πρωθυπουργός του Πακιστάν, Nawaz Sharif [6], πήγε στην Ουάσινγκτον για να επιδιώξει αμερικανική μεσολάβηση. Ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Μπιλ Κλίντον, συναντήθηκε με τον Σαρίφ, αλλά –προς μεγάλη απογοήτευση του Σαρίφ- χαρακτήρισε κατηγορηματικά το Πακιστάν ως τον επιτιθέμενο στην σύγκρουση. Μετά την επιμονή του Sharif, ο Κλίντον προσφέρθηκε ωστόσο να εξετάσει την διαμάχη στο Κασμίρ. Όμως, δεν συνέχισε [το ζήτημα] ποτέ, απορρίπτοντας το θέμα στο σύντομο υπόλοιπο της προεδρίας του.

Οι μεταγενέστερες αμερικανικές διοικήσεις προσπάθησαν να επανεξετάσουν το ζήτημα του Κασμίρ, παρά την αδιάλλακτη αντίθεση του Νέου Δελχί. Το 2009, για παράδειγμα, η Ινδία ξεκίνησε μια έντονη διπλωματική επίθεση ακριβώς καθώς η κυβέρνηση του προέδρου Μπαράκ Ομπάμα προετοιμαζόταν να διορίσει τον Richard Holbrooke, τον βετεράνο διπλωμάτη, ως ειδικό εκπρόσωπο του Λευκού Οίκου για το Αφγανιστάν και το Πακιστάν. Κάποιοι μέσα στην διοίκηση ήταν πεπεισμένοι ότι η διευθέτηση του ζητήματος του Κασμίρ -και κατά συνέπεια η χαλάρωση του φόβου του Πακιστάν για την Ινδία- θα βοηθούσε στην πρόκληση συνεργασίας με το Πακιστάν στο Αφγανιστάν. Ωστόσο, το Νέο Δελχί, έχοντας καταλάβει ότι ο Χόλμπρουκ πίεζε για να συμπεριλάβει και το Κασμίρ στο διπλωματικό του χαρτοφυλάκιο, εξήγησε στις Ηνωμένες Πολιτείες ότι μια τέτοια κίνηση «είχε γεύση παρέμβασης και ήταν απαράδεκτη» για την Ινδία. Η κυβέρνηση Ομπάμα ήσυχα εγκατέλειψε την ιδέα.

ΓΝΩΡΙΖΕ ΤΑ ΟΡΙΑ ΣΟΥ

Ο Trump (ή κάποιοι στην διοίκησή του) μπορεί να πιστεύουν ότι η δραματική αύξηση της εμπλοκής μεταξύ ΗΠΑ και Ινδίας τις τελευταίες δύο δεκαετίες, σε συνδυασμό με την προσωπική σχέση του Προέδρου με τον Modi, παρέχει στον Λευκό Οίκο μια ευκαιρία να πετύχει εκεί όπου έχουν αποτύχει όλοι οι προκάτοχοί του . Σίγουρα, το Πακιστάν προσπαθεί να πείσει τον Trump ότι αυτό συμβαίνει. Ωστόσο, υπάρχουν επιτακτικοί λόγοι για να σκεφτούμε διαφορετικά.

Η μόνιμη γραφειοκρατία της εξωτερικής πολιτικής της Ινδίας έχει μακρά θεσμική μνήμη και είναι εξαιρετικά ανθεκτική στις δραστικές αλλαγές πολιτικής. Είναι πιθανό να συμβουλεύει τον Modi ενάντια στο να υποκύψει στις Ηνωμένες Πολιτείες, δεδομένου ότι η σημερινή πολιτική της Ινδίας την γλίτωσε από αναγκαστικές παραχωρήσεις προς το Πακιστάν για περίπου πέντε δεκαετίες. Ο νέος υπουργός Εξωτερικών της Ινδίας, Subrahmanyam Jaishankar, είναι ένας διπλωμάτης καριέρας που συμμετέχει στις υποψίες της γραφειοκρατίας σχετικά με διαμεσολαβήσεις από το εξωτερικό, και ιδιαίτερα από την Αμερική.

Καμία ινδική κυβέρνηση -και ειδικά καμιά όπως του Modi, η οποία έχει υιοθετήσει μια φιλοπόλεμη στάση απέναντι στο Πακιστάν- δεν θα παραχωρήσει οποιοδήποτε έδαφος σε αυτό το θέμα. Ήδη το υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ φαίνεται να έχει αναγνωρίσει αυτή την πραγματικότητα, δηλώνοντας στις 22 Ιουλίου ότι πιστεύει πως η διαμάχη στο Κασμίρ είναι ένα «διμερές» θέμα μεταξύ Ινδίας και Πακιστάν.

Ο Τραμπ θα πρέπει να λάβει υπόψη του τις συμβουλές του Υπουργείου Εξωτερικών. Το να πιέζει το Νέο Δελχί στο Κασμίρ δεν θα του φέρει τίποτα εκτός από μια δημόσια αποτυχία και μια πληγείσα συνεργασία μεταξύ των ΗΠΑ και της Ινδίας. 

Στα αγγλικά: 

Σύνδεσμοι:

Sumit Ganguly
Ο SUMIT GANGULY είναι διακεκριμένος καθηγητής Πολιτικών Επιστημών και κατέχει την έδρα Rabindranath Tagore στις Ινδικές Κουλτούρες και Πολιτισμούς στο Πανεπιστήμιο της Ιντιάνα, στο Bloomington.

31/7/2019




ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ-ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ





Γιατί μας αφορά που ο Τραμπ
 δίνει συγχωροχάρτι στο Πακιστάν (29/7/2019)

'' (...) Oι ΗΠΑ έχουν απόλυτη ανάγκη το Πακιστάν, λόγω της επικείμενης αποχώρησης τους από το Αφγανιστάν. Μπορεί ο Αμερικανός πρόεδρος να ισχυρίστηκε πως μπορούσε να "εξαφανίσει" το Αφγανιστάν από τον χάρτη, όμως έχει κατανοήσει πως οι Αμερικανοί αδυνατούν να νικήσουν. Εξάλλου η αποχώρηση των αμερικανικών δυνάμεων ήταν μία χαρακτηριστική προεκλογική δέσμευση του Τραμπ.

Όπως φαίνεται, ήρθε το πλήρωμα του χρόνου να την εφαρμόσει. Προφανώς προς όφελος των Ταλιμπάν, οι οποίοι ελέγχουν την συντριπτική επικράτεια της χώρας. Οι Αμερικανοί είναι πρόθυμοι να τους δώσουν "τα κλειδιά" του Αφγανιστάν, αν και δέχονται πως υπάρχουν σοβαρά ζητήματα ασφαλείας. Οι Ταλιμπάν, αν και διαπραγματεύονται με τους Αμερικανούς, έχουν κλιμακώσει την ένοπλη δράση τους, ενώ στην χώρα δραστηριοποιείται και το ISIS.

Ο ίδιος ο Τραμπ χαρακτήρισε το Αφγανιστάν «Χάρβαντ για τρομοκράτες». Σημείωσε ταυτόχρονα, πως η αποχώρηση των Αμερικανών δεν θα περιλαμβάνει τους αξιωματούχους της CIA. Επομένως η βοήθεια του Ισλαμαμπάντ είναι άκρως απαραίτητη. Οι Ταλιμπάν είναι τα αγαπημένα "παιδιά" της ISI, των διαβόητων μυστικών υπηρεσιών του Πακιστάν. Γνωρίζουν πως δεν θα κατάφερναν να κυριαρχήσουν στο Αφγανιστάν, χωρίς την πολύτιμη βοήθεια του πακιστανικού στρατού.


Οι Αμερικανοί προσδοκούν πως το Πακιστάν θα "εκλογικεύσει" τους Ταλιμπάν και θα εγγυηθεί την ασφάλεια των Αμερικανών αξιωματούχων που θα παραμείνουν στο Αφγανιστάν. Εξάλλου, δεν έχουν πολλές εναλλακτικές. Το κενό από την αποχώρηση των Αμερικανών θα έσπευδαν να καλύψουν οι ανταγωνιστές τους, όπως η Κίνα, η Ρωσία, ακόμα και το Ιράν. Μην ξεχνάμε πως το Πακιστάν υπήρξε ιστορικός σύμμαχος των ΗΠΑ, σε όλη την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου  (...) "

Διαβάστε ολόκληρο το κείμενο ΕΔΩ:
https://slpress.gr/diethni/giati-mas-afora-poy-o-tramp-dinei-sygchorocharti-sto-pakistan/?fbclid=IwAR1G-0DO6GZgOKWPAjdOvheK1gVmu5rxoWeybzcdxl6pNrGiNl3rL4v1GPk