ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑ: (1) Ποινική εξομοίωση των χώρων του πανεπιστημίου: ασπιρίνες για πνευμονία; (2) Τύποι εξουσίας και μορφές λογοκρισίας στα ελληνικά πανεπιστήμια.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ:
 Τύποι εξουσίας και μορφές λογοκρισίας
 στα ελληνικά πανεπιστήμια.


COSTAS BALTAS / REUTERS

Ποινική εξομοίωση των χώρων του πανεπιστημίου: 
ασπιρίνες για πνευμονία;

Για να αντιμετωπιστούν αυτά τα συμπτώματα της παρατεταμένης κρίσης στα πανεπιστήμια απαιτούνται τολμηρές μεταρρυθμιστικές πρωτοβουλίες... 

Στην καθημερινή γλωσσική χρήση η φράση «πανεπιστημιακό άσυλο» παραπέμπει σε δύο διαφορετικές καταστάσεις οι οποίες υποτίθεται ότι συνδέονται μεταξύ τους με μορφή προϋπόθεσης: στην ελευθερία της ακαδημαϊκής έρευνας και διδασκαλίας, και εν γένει στην ελευθερία της διακίνησης των ιδεών μέσα στους χώρους των ΑΕΙ, και ταυτόχρονα στην εξαίρεση των χώρων αυτών από όλους τους υπόλοιπους φυσικούς χώρους σε σχέση με τη δυνατότητα δράσης των διωκτικών αρχών, όταν οι τελευταίες καλούνται να ασκήσουν τις αρμοδιότητές τους.

Υποτίθεται ότι οι προϋποθέσεις που ορίζονται από την ισχύουσα νομοθεσία για τη δυνατότητα επέμβασης των διωκτικών αρχών όταν εντός των χώρων των ΑΕΙ τελούνται ή προπαρασκευάζονται παράνομες ενέργειες, διασφαλίζουν την ελεύθερη διακίνηση των ακαδημαϊκών ιδεών. Υπάρχουν κάποιοι που πιστεύουν πραγματικά ότι οι δύο αυτές καταστάσεις συνδέονται, αλλά υπάρχουν και άλλοι οι οποίοι, ενώ γνωρίζουν ότι η ελεύθερη διακίνηση των ιδεών μέσα στα πανεπιστήμια δεν επηρεάζεται αρνητικά ούτε παρεμποδίζεται από την εξομοίωση των χώρων αυτών με όλος τους υπόλοιπους σε σχέση με τη δυνατότητα επέμβασης των διωκτικών αρχών, δηλώνουν ακριβώς το αντίθετο. Είναι προφανές ότι το πανεπιστημιακό άσυλο έχει εργαλειοποιηθεί για δεκαετίες ως ιδεολογικό όπλο της «προόδου» εναντίον της «συντήρησης».

Διασφαλίζει όντως η ισχύουσα νομοθεσία περί πανεπιστημιακού ασύλου την ελευθερία διακίνησης των ιδεών – μέσω της έρευνας, της διδασκαλίας και της συμμετοχής στα όργανα διοίκησης - στα ΑΕΙ; Θα διασφαλισθεί η ελευθερία διακίνησης των ιδεών στα πανεπιστήμια αν αλλάξει η ισχύουσα νομοθεσία και εξομοιωθούν ποινικά οι πανεπιστημιακοί χώροι με τους υπόλοιπους; Η απάντηση και στις δύο περιπτώσεις είναι αρνητική, παρότι ορισμένες από τις παρατηρούμενες σήμερα έκνομες συμπεριφορές μέσα στα πανεπιστήμια είναι πιθανόν να εκλείψουν ή να περιοριστούν αν αλλάξει η νομοθεσία. Κι αυτό διότι η ελεύθερη διακίνηση των ιδεών στα ΑΕΙ δεν παρεμποδίζεται μόνον ή κυρίως από τους «μπάχαλους», τις «συλλογικότητες» και τους «εμπόρους» που έχουν τις δικές τους ιδέες και με έκνομες ενέργειες και πρακτικές, τις οποίες νομιμοποιούν κατά κανόνα με την επίκληση κάποιου «κινήματος», επιχειρούν να ακυρώσουν ιδέες ή αποφάσεις άλλων – ατόμων ή οργάνων – επειδή αυτές είναι κατά την άποψή τους «αντιδραστικές» ή απλά δεν είναι αρκετά «προοδευτικές».

Ότι στους χώρους ορισμένων ΑΕΙ δραστηριοποιούνται σήμερα «μπάχαλοι», «συλλογικότητες» και «έμποροι», είναι αποδεδειγμένο. Ότι η ισχύουσα νομοθεσία περί ασύλου εκ του αποτελέσματος τουλάχιστον διευκολύνει τη δράση των παραπάνω ομάδων, είναι γεγονός. Ότι όμως οι ομάδες αυτές είναι οι μόνες που ενδιαφέρονται ιδιαίτερα για την παρεμπόδιση της διακίνησης των ιδεών στα ΑΕΙ και ότι η ακαδημαϊκή ελευθερία περιστέλλεται μόνον εξ αιτίας της δράσης τους, αποτελεί στην καλύτερη περίπτωση εσφαλμένη εκτίμηση της κατάστασης στην οποία έχουν περιέλθει κάποια ελληνικά πανεπιστήμιαεξ αιτίας νομοθετημάτων που για δεκαετίες ευνόησαν τη δημιουργία δικτύων.

Τα δίκτυα αυτά έχουν τη δύναμη να παρακάμπτουν το πνεύμα, αλλά συχνά και το γράμμα του νόμου, στο πεδίο της εφαρμογής του σε ένα σύστημα διοίκησης άκρως συγκεντρωτικό όπου λείπουν οι έλεγχοι και τα αντίβαρα και όπου η βούληση του πρύτανη κινδυνεύει στην πράξη να υποκαταστήσει το νόμο. Άλλωστε ο όρος «ανομία» στην περίπτωση των ΑΕΙ δεν αφορά την παρανομία των «μπάχαλων», των «συλλογικοτήτων» και των «εμπόρων». Αυτές είναι παραβατικές συμπεριφορές που απλώς επαναλαμβάνονται εξ αιτίας της απουσίας διορθωτικής κρατικής παρέμβασης. Η λέξη «ανομία» παραπέμπει σε ψυχικές καταστάσεις ρευστότητας ή απώλειας της συνείδησης κανονικότητας της συμπεριφοράς και στη συνεπαγόμενη αδυναμία πρόβλεψης της δράσης του «άλλου» - προσώπου ή οργάνου – παρότι (στα χαρτιά) υπάρχει νομοθετική πρόβλεψη για το κανονικό και το αντικανονικό.

Τα δίκτυα που έχουν δημιουργηθεί, εδραιωθεί και αναπαραχθεί στα πανεπιστήμια έχουν πλέον τη δυνατότητα να ορίζουν adhoc και insitu την κανονικότητα μιας συμπεριφοράς ή μιας απόφασης ακόμη και contralegem.Που σημαίνει ότι είναι σε θέση να εμφανίζουν σύννομες και κανονικές συμπεριφορές ή αποφάσεις ως έκνομες και αντικανονικές και αντιστρόφως.

Στις ανατροπές αυτές ο εξωτερικός παρατηρητής δεν βλέπει ούτε «μπάχαλους», ούτε «συλλογικότητες», ούτε «εμπόρους» εν δράσει και γι αυτό μπορεί να έχει την ψευδαίσθηση ότι οι ιδέες μέσα στα ΑΕΙ διακινούνται ελεύθερα, αφού δεν υπάρχουν χτισίματα, ντουντούκες και εμπόριο ουσιών στο προσκήνιο. Ο ασκημένος εσωτερικός παρατηρητής όμως αντιλαμβάνεται ότι η διακίνηση των ιδεών στο πεδίο της διδασκαλίας, της έρευνας και της διοίκησης δεν είναι τόσο ελεύθερες, όσο φαίνεται. Τα δίκτυα έχουν «ιδέες», δηλαδή άποψη και βούληση, που μπορεί να μην είναι συμβατές με τις αντίστοιχες ενός μέλους της κοινότητας που - είτε λόγω αφέλειας, είτε λόγω ακαδημαϊκού σθένους – θα επιχειρούσε να αγνοήσει τη βούληση και τους μηχανισμούς του δικτύου να τις επιβάλει μέσω των οργάνων που ελέγχει. Δεν θυμάμαι πόσες φορές έχω ακούσει το επιχείρημα «μα θα τους βρω μπροστά μου» από πανεπιστημιακούς που έχουν μεν διαφορετικές ιδέες από εκείνες του δικτύου και επιθυμούν να τις διακινήσουν, αλλά φοβούνται τις συνέπειες και αυτολογοκρίνονται μπροστά στο ενδεχόμενο να υποστούν επαγγελματική βλάβη αν δεν ξεχάσουν τις δικές τους «ιδέες» και δεν προσαρμοστούν στις «ιδέες» του δικτύου.

Οι «μπάχαλοι», οι «συλλογικότητες» και οι «έμποροι» συνιστούν ένα μόνον από τα προβλήματα λειτουργίας των ΑΕΙ που συντηρούνται από την ισχύουσα νομοθεσία περί ασύλου. Δεν είναι πάντως αυτό το κεντρικό πρόβλημα σε σχέση με την ακαδημαϊκή ελευθερία. Η προτεινόμενη από το Υπουργείο Παιδείας νέα νομοθεσία ίσως περιορίσει την παραβατική συμπεριφορά των παραπάνω φορέων δράσης μέσα στους χώρους των ΑΕΙ και ίσως επαναφέρει σε ορισμένα πανεπιστήμια το απωλεσθέν αίσθημα ασφάλειας, κάτι που πρέπει να αξιολογηθεί θετικά. Αφήνει όμως άθικτο το μείζον πρόβλημα της ακαδημαϊκής ελευθερίας, όσο δεν εξουδετερώνεται ο φόβος των αρνητικών επιπτώσεων που θα είχε η διακίνηση ανεπιθύμητων «ιδεών» από χαμηλόβαθμους πανεπιστημιακούς που θα τολμούσαν να αγνοήσουν τη βούληση του «καπετανάτου» και όσο υπάρχει η πρακτική της προσχώρησης στο δίκτυο – το οποίο ουσιαστικά είναι η νέα μορφή της «έδρας», αλλά σε πολύ πιο αυταρχική εκδοχή - μελών της κοινότητας για την εξασφάλιση προστασίας από ενδεχόμενες κυρώσεις για επίμεμπτες ακαδημαϊκές πρακτικές, όπως λ.χ. η διακίνηση αντιγραμμένων ιδεών που εμφανίζονται ως «ίδιες», αντί της διακίνησης αυθεντικών ιδεών.

Και κάτι τελευταίο. Η δημιουργία δικτύων στα ΑΕΙ έχει συμβάλει στην παραγωγή και διακίνηση «ιδεών» που απλά βαφτίζονται επιστημονικές, ενώ αυτές ελάχιστη σχέση έχουν με την επιστήμη. Έχει οδηγήσει, επίσης, στην απροκάλυπτη διακίνηση κομματικών «ιδεών» από μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας, που υποτίθεται ότι είναι δάσκαλοι, όχι μόνο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης που διαθέτουν, αλλά και στα αμφιθέατρα. Η άρση των περιορισμών που ισχύουν σήμερα για την επέμβαση των διωκτικών αρχών στους χώρους των ΑΕΙ όταν συντελούνται πάσης φύσεως αδικήματα για τα οποία αυτές έχουν αρμοδιότητα επέμβασης, αν και είναι αναγκαία, δεν μπορεί να διασφαλίσει την ακαδημαϊκή ελευθερία, όταν αυτή απειλείται ήδη εκ των ένδον. Τα αίτια για την ιδεολογική και διοικητική βία που ευδοκιμεί σε ορισμένα ελληνικά ΑΕΙ δεν πρόκειται να εξαφανιστούν με την παρουσία των διωκτικών αρχών μέσα στα πανεπιστήμια, όταν αυτό επιβάλλεται. Για μια πραγματικά ελεύθερη διακίνηση των ακαδημαϊκών ιδεών απαιτείται ο αφοπλισμός των δικτύων από τους μηχανισμούς που διαθέτουν σήμερα. Τα αστυνομικά όργανα και οι εισαγγελείς ούτε έχουν αρμοδιότητα, ούτε είναι σε θέση να καταπολεμήσουν τη λογοκλοπή, τη δειλία, την απάτη, τη σπατάλη, τον επαρχιωτισμό, την ασχετοσύνη και τη συναλλαγή. Για να αντιμετωπιστούν αυτά τα συμπτώματα της παρατεταμένης κρίσης στα πανεπιστήμια απαιτούνται τολμηρές μεταρρυθμιστικές πρωτοβουλίες που κινούνται πέραν των προσπαθειών για την επαναφορά του αισθήματος ασφαλείας και ευταξίας στα ΑΕΙ.

Αθανάσιος Γκότοβος
 τ. Καθηγητής Παιδαγωγικής στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων

2/8/2019


              ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ            


 LOUISA GOULIAMAKI VIA GETTY IMAGES

Τύποι εξουσίας και μορφές λογοκρισίας
 στα ελληνικά πανεπιστήμια.

Ο δρόμος για την επανακαδημαϊκοποίηση του πανεπιστημίου αν ποτέ ξεκινήσει η πορεία, θα είναι για τη χώρα μας μακρύς και πολύ κουραστικός. Αναπόφευκτα.

Σε προηγούμενο σημείωμά μας (2.8.19) στον φιλόξενο ιστότοπο της HuffPostGreece είχαμε επισημάνει ότι η επικέντρωση στη βάναυση και ορατή παρεμπόδιση της διακίνησης ιδεών σε κάποια ελληνικά ΑΕΙ παραβλέπει άλλες μορφές του ίδιου φαινομένου που δεν γίνονται ορατές από τον μη ασκημένο εξωτερικό παρατηρητή, επειδή λείπει από αυτές η βαναυσότητα. Γι αυτό και η δημοσιότητα κατά κανόνα ασχολείται με το πότε διεκόπη η συνεδρίαση της Συγκλήτου ή του Συμβουλίου ενός Ιδρύματος από αυτοπροβαλλόμενες ως «επαναστατικές» εξωπανεπιστημιακές ομάδες κρούσης ή από φοιτητικές ομάδες που διαφωνούν με το περιεχόμενο δυνητικών αποφάσεων πανεπιστημιακών οργάνων, πότε παρόμοιες ομάδες εκτοξεύουν απειλές σε καθηγητές να πάψουν να διδάσκουν και να δημοσιεύουν «αντιδραστικές» ιδέες, πότε αντίστοιχοι φρουροί της «προόδου» μπουκάρουν στα αμφιθέατρα ή στα βιβλιοπωλεία για να αποτρέψουν την κυκλοφορία ιδεών που οι ίδιες ή οι  εντολείς και οι μέντορές τους δεν εγκρίνουν.

Πολύ πιο σπάνια ασχολείται η δημοσιότητα με απειλές, πιέσεις και εκβιασμούς που ασκούνται προληπτικά και κατασταλτικά σε μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας προκειμένου αυτά να συμμορφωθούν με συγκεκριμένα μοτίβα σκέψης ή με το περιεχόμενο αποφάσεων που έχουν ήδη λάβει συγκεκριμένα «διευθυντήρια» πολύ πριν συνεδριάσουν τα αρμόδια όργανα για τις «ευλογήσουν», όταν στα όργανα αυτά συμμετέχουν πρόσωπα εξαρτώμενα – λόγω βαθμίδας ή ακαδημαϊκά επίμεμπτης συμπεριφοράς που κινδυνεύει να ελεγχθεί ή προώθησης μέσω συναλλαγής άλλου ιδιοτελούς προσωπικού συμφέροντος – από τη βούληση του «διευθυντηρίου». Επίσης δεν έχει ασχοληθεί μέχρι τώρα η δημοσιότητα με τις παρενέργειες που έχουν στην ελευθερία διακίνησης των ιδεών μέσα στα ΑΕΙ ατυχείς δικαστικές αποφάσεις που δικαιώνουν δράστες συμπεριφορών που απάδουν στην ιδιότητα του ακαδημαϊκού λειτουργού, όταν αυτές επισημαίνονται δημόσια από μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, π.χ. με την ιδιότητα του μέλους εκλεκτορικού σώματος, αλλά η επισήμανση εκλαμβάνεται υποκριτικά από τους δράστες ως «δυσφήμιση». Κάποιοι από αυτούς αποφασίζουν να καταφύγουν στη δικαιοσύνη. Έχοντας βεβαίως τις «πλάτες» του δικτύου στο οποίο ανήκουν και που με τις προστατευτικές του φτερούγες αναμένεται να προσφέρει στον δράστη την αναγκαία στήριξη, καταθέτοντας υπέρ της «ανομίας» μέσα στο δικαστήριο, αντί να στηρίξει τους κανόνες ακαδημαϊκής δεοντολογίας.

Όταν τα δίκτυα προστασίας και μονοπώλησης της διοικητικής εξουσίας μέσω εξασφαλισμένων πλειοψηφιών σκοπιμότητας λειτουργούν αποτελεσματικά, η πιθανότητα μιας καταδικαστικής απόφασης όχι για τον δράστη, αλλά για εκείνον που αποκάλυψε την επίμεμπτη συμπεριφορά του τελευταίου, είναι πιθανή. Ανάλογα με τη γνώση που διαθέτει ο δικαστής γύρω από ζητήματα ακαδημαϊκής δεοντολογίας, ανάλογα με τον χρόνο που έχει για να μελετήσει την υπόθεση σε βάθος, αλλά και ανάλογα με τον συνδυασμό μιας σειράς άλλων παραμέτρων, δεν είναι καθόλου απίθανο να προκύψει μια καταδικαστική απόφαση εναντίον του μέλους της κοινότητας που ασκεί ευόρκως το καθήκον του, ως οφείλει. Τέτοιες ατυχείς δικαστικές αποφάσεις που δικαιώνουν τον φορέα της επίμεμπτης δράσης υπάρχουν αρκετές και η μελέτη τους θα μπορούσε να αποτελέσει ήδη ένα πρώτης τάξεως θέμα για διδακτορική διατριβή. Ιδιαίτερα οι επιπτώσεις που έχουν παρόμοιες αποφάσεις στην ελευθερία διακίνησης των ιδεών στα πανεπιστήμια. Αν κάποιος δράστης λογοκλοπής καταφέρει, με τη συνδρομή του δικτύου προστασίας στο οποίο ανήκει, να καταδικαστεί μέλος εκλεκτορικού σώματος που ανακάλυψε την «ανομία» του, αντί να εξοβελιστεί ο ίδιος ο δράστης από το πανεπιστήμιο για τη συγκεκριμένη απάτη, τότε το πιο πιθανό είναι το επόμενο μέλος του εκλεκτορικού σώματος που θα εντοπίσει αντίστοιχες απάτες στο έργο υποψηφίων για εκλογή σε θέση καθηγητή να μην αναφέρει φωναχτά το συμβάν ούτε στον ίδιο τον εαυτό του. Θα αυτολογοκριθεί προκειμένου να αποφύγει μια πιθανή καταδικαστική απόφαση της δικαιοσύνης, η οποία ενδέχεται να θεωρήσει ως πιο έγκυρες τις απόψεις του δικτύου – ειδικά όταν αυτό περιλαμβάνει και όργανα διοίκησης του Ιδρύματος – παρά τις απόψεις του ευσυνείδητου αγγελιοφόρου της «ανομίας».

Δίπλα στην εξουσία του Νόμου, η οποία - όταν δεν έχει νοθευτεί - παρεμποδίζει με θεμιτό τρόπο, ως οφείλει, την κυκλοφορία ολοκληρωτικών ιδεών και ιδεών που υπονομεύουν βασικά ανθρώπινα δικαιώματα εν ονόματι της ακαδημαϊκής ελευθερίας, υπάρχουν και άλλες μορφές εξουσίας που περιστέλλουν αθέμιτα την ελευθερία της σκέψης και της διακίνησης των προϊόντων της μέσα στα πανεπιστήμια. Δύο από αυτές, η διοικητική εξουσία - η οποία στο πεδίο της εφαρμογής του νόμου τον ανατρέπει ή τον ακυρώνει νομότυπα στην πράξη – και η εξουσία των δικτύων – η οποία ενδιαφέρεται για την προσαρμογή της σκέψης και της δράσης των μελών της ακαδημαϊκής κοινότητας σε ένα συγκεκριμένο μοτίβο, ανεξάρτητα από το τι ορίζει ο νόμος – έχουν ήδη δημιουργήσει μορφές λογοκρισίας στα πανεπιστήμια οι οποίες είναι γνωστές με τη λαϊκή φράση «ου μπλέξεις». Παράλληλα με τις τελευταίες υπάρχει και η (δήθεν επαναστατική) εξουσία των ομάδων κρούσης – που είτε λειτουργούν αυτόνομα και προγραμματικά contralegem, είτε σε συνέργεια με την εξουσία των δικτύων ως συμπληρωματική ultimaratio για τις περιπτώσεις που το δίκτυο δεν μπορεί με το οπλοστάσιο που διαθέτει να επιβάλει τη βούλησή του – στη δράση των οποίων επικεντρώνεται τελετουργικά η δημόσια συζήτηση περί πανεπιστημιακού ασύλου κάθε φορά που ανοίγει το θέμα.

Υπάρχει, τέλος, και η δικαστική εξουσία που με ατυχείς αποφάσεις λειτουργών της στέλνει ενίοτε λανθασμένα μηνύματα στα μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας εκδίδοντας καταδικαστικές αποφάσεις για μέλη που επιτελούν, ως οφείλουν, ευσυνειδήτως το καθήκον τους - με το γνωστό σκεπτικό «ας πάνε παραπάνω για να δικαιωθούν». Ταυτόχρονα εκπέμπει μηνύματα ενθάρρυνσης για επανάληψη της αποκλίνουσας συμπεριφοράς σε μέλη της κοινότητας που είναι ήδη φορείς ενεργειών που απάδουν προς την ιδιότητα του πανεπιστημιακού δασκάλου, αλλά έχουν «ξεπλυθεί» από το στίγμα αυτό με την ευγενική αρωγή του δικτύου στο οποίο ανήκουν και το οποίο, εννοείται, υπηρετούν με αυταπάρνηση, εξασφαλίζοντας έτσι την προστασία τους από μελλοντικούς κινδύνους.

Υπάρχουν ήδη επαρκή ερευνητικά δεδομένα που δείχνουν ότι σε ορισμένα ελληνικά πανεπιστήμια έχουν καθιερωθεί καθεστώτα σκέψης και δράσης που μοιραία συνοδεύονται από το φαινόμενο της δημιουργίας «αντιφρονούντων». Για τους τελευταίους η ζωή και η δράση μέσα σε τέτοια περιβάλλοντα είναι οδυνηρά δυσάρεστη και θυμίζει άλλα καθεστώτα και άλλες εποχές. Οι κίνδυνοι και οι εκφοβισμοί που αντιμετωπίζουν οι «αντιφρονούντες» δεν είναι περιστασιακοί, όπως συμβαίνει με τους αποδέκτες των βάναυσα έκνομων συμπεριφορών ομάδων κρούσης που ασκούνται προσωρινά στην κοινωνική «επανάσταση» πριν κάνουν τη συστημική στροφή και ενταχθούν στο σύστημα που μέχρι χθες απέρριπταν για να το υπηρετήσουν με ζήλο. Είναι κίνδυνοι επίμονοι και διαρκείς με τους οποίους δεν ασχολείται η δημοσιότητα, σαν να μην υπήρχαν. Ο δρόμος για την επανακαδημαϊκοποίηση του πανεπιστημίου - δηλαδή για την υιοθέτηση και εφαρμογή στην πράξη των κανόνων λειτουργίας και δεοντολογίας που ισχύουν στα πανεπιστήμια χωρών με μεγάλη ακαδημαϊκή παράδοση - αν ποτέ ξεκινήσει η πορεία, θα είναι για τη χώρα μας μακρύς και πολύ κουραστικός. Αναπόφευκτα.

Αθανάσιος Γκότοβος
 τ. Καθηγητής Παιδαγωγικής στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων

11/08/2019