Τέλος εποχής για τη Γερμανία.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ: 
Η Γερμανία ενδιαφέρεται μόνο να σώσει τον εαυτό της.

 Η Γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ δεν επιφύλαξε καθόλου θερμή υποδοχή στον νέο Βρετανό πρωθυπουργό Μπόρις Τζόνσον,
AP Photo/Michael Sohn.

 Τέλος εποχής για τη Γερμανία. 

 Ολα δείχνουν τέλος εποχής στη Γερμανία, από την πολιτική σκηνή μέχρι την οικονομία.

Στην πολιτική σκηνή ο ορίζοντας είναι θολός με άγνωστες τις επιπτώσεις και τις παρενέργειες του διπλού σοκ των αποτελεσμάτων των ευρωεκλογών και των δημοσκοπήσεων, που δείχνουν συνολική ανατροπή με τη Χριστιανοδημοκρατική Ενωση να έρχεται δεύτερη μετά τους Πράσινους και τους Σοσιαλδημοκράτες να συνεχίζουν την ελεύθερη πτωτική τους πορεία.

Στα παραπάνω έρχεται να προστεθεί η είσοδος της οικονομίας της Γερμανίας σε ύφεση σύμφωνα με τα στοιχεία του δεύτερου τριμήνου του 2019, μια εξέλιξη προβλέψιμη και αναμενόμενη ως παρενέργεια του εμπορικού πολέμου ΗΠΑ-Κίνας.

Ο ορίζοντας δεν αφήνει κανένα περιθώριο αισιοδοξίας καθώς ο σκληρός πυρήνας της γερμανικής βιομηχανικής παραγωγής, η αυτοκινητοβιομηχανία, κινδυνεύει να αντιμετωπίσει ταυτόχρονα εμπόδια πρόσβασης στους δύο σημαντικότερους εξαγωγικούς προορισμούς της, την αγορά των ΗΠΑ και του Ηνωμένου Βασιλείου.

Αν ο Τραμπ ξεκινήσει την παρατεταμένη προεκλογική εκστρατεία για την προεδρική εκλογή του Νοεμβρίου του 2020 με την επιβολή δασμών στην ευρωπαϊκή αυτοκινητοβιομηχανία και αν τελικά στα τέλη Οκτωβρίου η Βρετανία αποχωρήσει από την Ε.Ε. με σκληρό Brexit, οι παρενέργειες στη γερμανική οικονομία θα ξεπεράσουν ακόμα και το πιο τολμηρό απαισιόδοξο σενάριο.

Το ερώτημα που εύλογα τίθεται με βάση τα παραπάνω δεδομένα είναι αν και σε ποιο χρονικό ορίζοντα το Βερολίνο θα εξαναγκαστεί να αλλάξει πολιτική με την υιοθέτηση μέτρων αναθέρμανσης της οικονομίας μέσω αύξησης της ζήτησης.

Το ερώτημα έχει βαρύνουσα και αποφασιστική σημασία όχι μόνο για τη Γερμανία αλλά για το σύνολο της ευρωζώνης και της Ε.Ε.

Σε συνέντευξή του στη «Μοντ» της 17.8 ο πρώην πρωθυπουργός της Ιταλίας Ρέντσι εκφράζει την ευχή η δυσμενής παγκόσμια οικονομική συγκυρία να οδηγήσει το Βερολίνο σε πιο επεκτατική, πιο κεϊνσιανή πολιτική.

Σε κάθε περίπτωση η είσοδος της Γερμανίας σε περίοδο ύφεσης θα επηρεάσει καταλυτικά την πρωτοφανή πολιτική ρευστότητα που είναι κυρίαρχη μετά τις ευρωεκλογές.

Κύριο ζητούμενο είναι αν μέχρι τα τέλη του χρόνου οι Σοσιαλδημοκράτες αποσυρθούν από την υπό τη Μέρκελ κυβέρνηση Μεγάλου Συνασπισμού.

Στην περίπτωση αυτή τρία είναι τα εναλλακτικά σενάρια: κυβέρνηση μειοψηφίας των Χριστιανοδημοκρατών, κυβερνητικός συνασπισμός Χριστιανοδημοκρατών, Φιλελευθέρων και Πρασίνων και, τέλος, πρόωρη προσφυγή στις κάλπες.

Και τα τρία παραπάνω σενάρια έχουν κοινό παρονομαστή τη βεβαιότητα της πρόωρης αποχώρησης της Μέρκελ από την καγκελαρία, δύο χρόνια πριν από τη λήξη της θητείας της τον Σεπτέμβριο του 2021.

Πέραν των σεναρίων για πολιτικές εξελίξεις, είναι λογικό η σημερινή υπό τη Μέρκελ κυβέρνηση να εξαντλήσει κάθε δυνατό μέσο ώστε να αποφευχθεί μια μετωπική αντιπαράθεση της Ε.Ε. με τις ΗΠΑ του Τραμπ, αλλά και να υιοθετήσει απέναντι στη Βρετανία του Τζόνσον μια ρεαλπολιτίκ ώστε να μην υπάρξει σκληρό Brexit.

Είναι προφανές ότι οι συμβιβασμοί και οι υποχωρήσεις για τις οποίες είναι έτοιμο το Βερολίνο απέναντι τόσο στην Ουάσινγκτον όσο και στο Λονδίνο θέτουν το ερώτημα αν θα προκαλέσουν τριβές ή, ακόμα χειρότερα, μετωπική σύγκρουση με τη Γαλλία του Μακρόν.

Αν στο Βερολίνο θέλουν να αποφύγουν έναν εμπορικό πόλεμο ΗΠΑ-Ε.Ε. και ένα ταυτόχρονο σκληρό Brexit, μια συγκυρία η επικινδυνότητα της οποίας είναι στρατηγικών διαστάσεων για τα ζωτικά συμφέροντα της Γερμανίας, στο Παρίσι ο Μακρόν βρίσκεται στους αντίποδες: μια σκληρή και αποφασιστική στάση της Ε.Ε. απέναντι στους Τραμπ και Τζόνσον θα οδηγήσει εκ των πραγμάτων σε μια πολιτική εμβάθυνσης της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, το πλαίσιο της οποίας είχε περιγράψει ο Γάλλος πρόεδρος στην ομιλία του στη Σορβόνη στα τέλη Σεπτεμβρίου του 2017.

Τούτων λεχθέντων παραμένει ζητούμενο η τοποθέτηση των πολιτικών δυνάμεων της Γερμανίας εντός και εκτός κυβέρνησης ως προς τα μέτρα που θα πρέπει να ληφθούν για την αναθέρμανση της οικονομίας.

Μέχρι στιγμής η θεαματική δημοσκοπική πρωτιά των Πρασίνων μοιάζει να οφείλεται κατά κύριο λόγο στις περιβαλλοντικές ευαισθησίες μιας συνεχώς διογκούμενης μερίδας του εκλογικού σώματος. Οι θέσεις των Πρασίνων για το μέλλον της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης είναι περισσότερο ένα γενικό και αόριστο ευχολόγιο πολιτικής ορθότητας παρά εναλλακτική συνολική πρόταση.

Ενα είναι βέβαιο, ότι η Γερμανία το φθινόπωρο του 2019 ζει ένα τέλος εποχής.

Η πρωτοφανής ευνοϊκή συγκυρία, με κύριο σημείο αναφοράς τον ανεμπόδιστο εξαγωγικό δυναμισμό της γερμανικής οικονομίας που επέτρεπε ανάπτυξη και ταυτόχρονη μόνιμη δημοσιονομική περιοριστική πολιτική αλλά και δανεισμό με αρνητικά επιτόκια, τελειώνει.

Με την πολιτική του Μηδενικού Ελλείμματος -Scwharze Null / Μαύρο Μηδέν στα γερμανικά- να έχει πλέον τον ρόλο θεολογικού δόγματος, η προσαρμογή της Γερμανίας στα νέα δεδομένα προβλέπεται δύσκολη και οδυνηρή τόσο για την ίδια όσο και για τους εταίρους της στην Ε.Ε. - ευρωζώνη.

Γιώργος Καπόπουλος

22/8/2019


          ΣΧΕΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ       





Η Γερμανία ενδιαφέρεται μόνο να σώσει 
τον εαυτό της.

Για σχεδόν μια δεκαετία η Γερμανία ήταν αντιμέτωπη με εκκλήσεις από ολόκληρη την Ευρωζώνη να χαλαρώσει τη δημοσιονομική της λιτότητα. Τώρα που το Βερολίνο υπαινίσσεται τελικά ότι μπορεί να δαπανήσει περισσότερα για την καταπολέμηση του κινδύνου ύφεσης, η υπόλοιπη Ευρώπη έχει κάποιο λόγο να γιορτάζει. Αλλά ο οποιοσδήποτε ενθουσιασμός πρέπει να είναι συγκρατημένος.

 Αυτή την εβδομάδα ο υπουργός Οικονομικών Olaf Scholz δήλωσε ότι η Γερμανία μπορεί να δαπανήσει έως και 50 δισεκατομμύρια ευρώ για να αυξήσει την παραγωγή εάν επιδεινωθεί η επιβράδυνση της οικονομίας. Το νούμερο που αντιστοιχεί στο περίπου 1,5% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος δέχτηκε κριτική για το περιορισμένο μέγεθος του, αλλά αυτό δεν έχει ιδιαίτερη σημασία. Ο Scholz πέταξε απλώς ένα πρώτο νούμερο, παρά ανέλυσε ένα λεπτομερές σχέδιο. Η πραγματική είδηση εδώ είναι ότι η Γερμανία είναι διατεθειμένη να δαπανήσει για να σύρει τον εαυτό της έξω από την ύφεση.

 Κατά μία έννοια, αυτό είναι σαφώς καλό για την Ευρώπη. Για χρόνια, η Γερμανία είχε προσκολληθεί σε μια σειρά από αυστηρούς δημοσιονομικούς κανόνες, κάνοντας τους οικονομολόγους να αναρωτιούνται εάν υπάρχει μια τευτονική εξαίρεση από την ιδέα των κυβερνήσεων να παρεμβαίνουν όταν μια οικονομία παραπαίει. Η συζήτηση επεκτάθηκε ακόμη και στη γλωσσολογία, δεδομένου ότι η γερμανική λέξη για το χρέος - "schuld" - είναι η ίδια με αυτή της ενοχής. Το συμπέρασμα φαινόταν να είναι ότι το εκλογικό σώμα θα τιμωρούσε οποιονδήποτε πολιτικό προωθούσε μέτρα τόνωσης της ρευστότητας. Η Γερμανία θα περίμενε την αναπόφευκτη ύφεση και θα συμπαρέσυρε την Ευρώπη.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το Βερολίνο θα έπρεπε να έχει ενεργήσει νωρίτερα. Η γερμανική οικονομία στηρίζεται στις εξαγωγές, οπότε οι προστατευτικές τάσεις των ΗΠΑ του Προέδρου Donald Trump θα ήταν πρόβλημα. Η Γερμανία θα μπορούσε να έχει χρησιμοποιήσει μια δεκαετία ιστορικά χαμηλών επιτοκίων για τη βελτίωση των υποδομών της. Αντ 'αυτού, περίμενε μέχρι την τελευταία στιγμή να εκδηλώσει τη στήριξή της προς την ανάπτυξη. Ακόμη και μια ισχυρή δημοσιονομική στήριξη μπορεί να μην είναι αρκετή για να εκκινήσει ξανά ο βιομηχανικός κινητήρας. Αυτός θα χρειαστεί επίσης περισσότερες επενδύσεις από έναν εταιρικό τομέα που είναι βουτηγμένος στη ρευστότητα.

Ωστόσο, τουλάχιστον η γερμανική πολιτική τάξη φαίνεται τελικά να αντιλαμβάνεται τον κίνδυνο μιας κρίσης. Από μια άποψη, αυτό είναι παρόμοιο με το 2009, όταν το Βερολίνο έλαβε μέρος στο παγκόσμιο δημοσιονομικό κίνητρο που διασφάλισε την παγκόσμια οικονομία από μια νέα Μεγάλη Ύφεση. Η μικρή αλλαγή του τόνου θα καθησυχάσει ασφαλώς την Christine Lagarde, την επερχόμενη πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, που δεν μπορεί να στηριχθεί μόνο στη νομισματική πολιτική για να αποτρέψει την ανανεωμένη απειλή ύφεσης.

Η αλλαγή θα δώσει λίγο θάρρος και σε άλλες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, οι οικονομίες των οποίων θα επωφεληθούν από την επίδραση των περισσότερων εξαγωγών προς τους Γερμανούς. Το μήνυμα ότι το Βερολίνο ενδέχεται να είναι έτοιμο να ξεσφίξει το ζωνάρι θα μπορούσε να βοηθήσει να ενισχυθεί η εμπιστοσύνη μεταξύ των ευρωπαίων επιχειρηματιών, οι οποίοι μπορεί να μην περιορίσουν τόσο πολύ τις επενδύσεις.

Παρ 'όλα αυτά, υπάρχουν όρια στην αισιοδοξία. Ο χρόνος της παρέμβασης του Scholz μάς λέει ότι το Βερολίνο εξακολουθεί να βλέπει τη δημοσιονομική πολιτική σαν ένα εγχώριο εργαλείο, το οποίο εξαρτάται από το ποιο στάδιο του επιχειρηματικού κύκλου βρίσκεται η γερμανική οικονομία. Αυτό είναι απογοητευτικό για όποιον βλέπει την Ευρωζώνη ως ένα διασυνδεδεμένο σύνολο, όπου απαιτείται κάποια συντονισμένη δημοσιονομική δράση για τη διασφάλιση της συνολικής οικονομίας και την προώθηση της ανάπτυξης.

Οι Γερμανοί πολιτικοί αναμφισβήτητα θα δουν την ικανότητά τους να εξαπολύσουν δημοσιονομικά μέτρα στήριξης απλά ως μια ανταμοιβή για τη σύνεση που έχουν επιδείξει μέχρι στιγμής. Το δημόσιο χρέος υποχώρησε στο 60,9% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος πέρυσι και η χώρα μπορεί να δανείζεται με αρνητικά επιτόκια για ως και 30 χρόνια. Η αντίθεση με τις χώρες της ευρωζώνης όπως η Ιταλία είναι εντυπωσιακή. Σε περίπτωση ύφεσης, το γιγάντιο δημόσιο χρέος της Ιταλίας σημαίνει ότι θα είχε πολύ λιγότερα περιθώρια για διεύρυνση του ελλείμματος χωρίς να προκαλέσει αρνητική αντίδραση στην αγορά.

Το ευρύτερο πρόβλημα είναι ότι δεν είναι αυτός ο τρόπος με τον οποίο αναμένεται να λειτουργήσει μια νομισματική ένωση. Στην ιδανική περίπτωση θα υπήρχε ένα κεντρικό ταμείο χρημάτων, το οποίο θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για να βοηθήσει τις χώρες που αντιμετωπίζουν οικονομικό σοκ. Ελλείψει μιας τέτοιας κοινής δημοσιονομικής ικανότητας, ισχυρότερες χώρες όπως η Γερμανία θα έπρεπε να είχαν ενεργήσει πολύ νωρίτερα για να ενισχύσουν τη δική τους ζήτηση προκειμένου να βοηθήσουν τα άλλα κράτη-μέλη. Το Βερολίνο επέλεξε να μην το κάνει. Είναι απαραίτητη μια γερμανική ύφεση για να δοθούν οι ενέσεις ρευστότητας.    



22/8/2019