Μάρτιν Χάιντεγκερ – Γιατί μένουμε στην επαρχία;


 Μάρτιν Χάιντεγκερ – Γιατί μένουμε στην επαρχία;

Αναπόληση της γενέθλιας γης, δυσπιστία απέναντι στη μεγαλούπολη, ύμνος της αγροτικής ζωής: ένα κείμενο με βιογραφικές αντηχήσεις, που χρησιμοποιήθηκε σαν συμβολή στην ιδεολογία «volkisch».

Ανέκδοτο κείμενο του Μάρτιν Χάιντεγκερ

Το Σεπτέμβρη του 1933, ο Μάρτιν Χάιντεγκερ, πρύτανης τότε του Πανεπιστημίου του Φράιμπουργκ από τις 21 Απρίλη, δέχεται για δεύτερη φορά (η πρώτη πρόταση του είχε γίνει μερικά χρόνια πριν) μια πρόταση διορισμού στην έδρα της φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου του Βερολίνου. Το κείμενο που ακολουθεί εκθέτει τους λόγους της άρνησης του.

Βρίσκουμε εδώ μια περιγραφή της «Hutte»,* της καλύβας όπου ο Χάιντεγκερ συνήθιζε να δουλεύει και όπου γράφτηκε σε μεγάλο μέρος το Sein und Zeit, και της κοιλάδας του Todnau (Τοντνάου), κοντά στο Feldberg (Φέλντμπεργκ), την πιο ψηλή κορυφή του Νότου του Μέλανος Δρυμού – τόπος ήδη φημισμένος για το σκι εκείνη την εποχή. Αυτό το κείμενο, με τις βιογραφικές αντηχήσεις, όπου ο Χάιντεγκερ αναφέρεται στο ρίζωμά του στον αγροτικό κόσμο, όχι μόνο μεταδόθηκε από το ράδιο, αλλά και δημοσιεύτηκε ολόκληρο στην εθνικοσοσιαλιστική εφημερίδα της περιοχής Bade (Μπαντ), Des Alemanne, το Μάρτη του 1934, μετά δηλαδή την παραίτηση του Χάιντεγκερ από τις πρυτανικές του αρμοδιότητες.

Η αναπόληση της γενέθλιας γης, η δυσπιστία απέναντι στη μεγαλούπολη, ο ύμνος στην αγροτική ζωή, όλα αυτά μπορούσαν να παρακινήσουν κάποιον να δει σ’ αυτόν το λόγο μια συμβολή στην ιδεολογία «volkisch».* Η πρώτη ολοκληρωμένη δημοσίευση αυτού του κειμένου, που τόσο συχνά αναφέρεται, θα έπρεπε να μας επιτρέψει ν’ αναρωτηθούμε αν δεν πρόκειται περισσότερο για μια μαρτυρία σχετική με την τελεολογία της οποιοσδήποτε σκεπτόμενης ύπαρξης, καθώς ριζώνει αναγκαστικά σ’ έναν καθορισμένο τόπο, σε μια καθορισμένη γλώσσα, σ’ έναν τρόπο ύπαρξης και μια χρονική στιγμή.


«Σε μια απότομη πλαγιά μιας ψηλής και μεγάλης κοιλάδας του Νότου του Μέλανος Δρυμού, σε 1150 μ. ύψος, υπάρχει μια μικρή καλύβα του σκι. Όλο κι όλο είναι έξι επί επτά. Η χαμηλή σκεπή σκεπάζει τρία δωμάτια. Σκορπισμένα στο στενό βάθος της κοιλάδας και στην απέναντι πλαγιά που είναι το ίδιο απότομη, απλώνονται πλατιά τ’ αγροκτήματα με τις μεγάλες γερτές σκεπές. Καταμήκος της πλαγιάς τα λιβάδια και τα βοσκοτόπια ανεβαίνουν μέχρι το δάσος με τα γέρικα, περήφανα και σκοτεινά έλατα. Πάνω σ’ όλα αυτά βασιλεύει ένας καθαρός καλοκαιριάτικος ουρανός και στο ακτινοβόλο του διάστημα σηκώνονται δύο γεράκια κάνοντας μεγάλους κύκλους.

Εκεί είναι ο κόσμος της δουλειάς μου – ιδωμένος από το ρεμβαστικό μάτι του περαστικού διαβάτη και του παραθεριστή. Εγώ ο ίδιος για να πω την αλήθεια δεν θαυμάζω ποτέ το περιβάλλον. Νιώθω την αλλαγή του ώρα με την ώρα, μέρα-νύχτα, μέσα στον μεγάλο κύκλο των εποχών. Το βάρος των βουνών κι η αγριάδα του πρωτόγονου βράχου τους, το συνετό απάντημα των ελάτων, το φωτεινό μεγαλείο – ακόμα και χωρίς το στολίδι των ανθισμένων λιβαδιών -, το μουρμούρισμα του χειμάρρου τη μακριά φθινοπωριάτικη νύχτα, η αυστηρή απλότητα των βαθιά χιονισμένων εκτάσεων, όλα αυτά εισχωρούν, συμπιέζονται και δονούνται μες στην καθημερινή ύπαρξη εκεί πάνω. Όμως όχι στις ηθελημένες στιγμές της απόλαυσης και της τεχνητής ταύτισης. αλλά μόνο όταν η δική μου ύπαρξη είναι εν κινήσει. Μόνο η δουλειά ανοίγει το χώρο σ’ αυτήν την πραγματικότητα του βουνού. Η πορεία της δουλειάς παραμένει συνδεδεμένη με την ανύψωση του περιβάλλοντος.

Όταν μέσα στη βαθιά νύχτα του χειμώνα μια βίαιη χιονοθύελλα εξαπολύει τις λαίλαπές της γύρω από την καλύβα, καλύπτοντας και κρύβοντας τα πάντα, τότε είναι η μεγάλη ώρα της φιλοσοφίας. Τότε η προβληματική της πρέπει να γίνει απλή και ουσιαστική. Η επεξεργασία της κάθε σκέψης δεν μπορεί παρά να είναι τραχιά και κοφτερή. Η προσπάθεια που χρειάζεται για την αποτύπωση των λέξεων είναι παρόμοια με την αντίσταση των έλατων που ορθώνονται ενάντια στη θύελλα.

Κι η φιλοσοφική δουλειά δεν ξετυλίγεται σαν την επιμέρους απασχόληση ενός ιδιότροπου. Έχει τη θέση της στο ωραίο περιβάλλον της δουλειάς των χωρικών Όταν ο νεαρός χωριάτης τραβά το βαρύ έλκηθρο καταμήκος της πλαγιάς και χωρίς να καθυστερεί τον οδηγό, με το ψηλό φορτίο του απο κούτσουρα οξιάς, στην επικίνδυνη κατηφόρα ώς το αγρόκτημά του, όταν ο βοσκός, με βήμα αργό και ρεμβαστικό, σπρώχνει το κοπάδι του προς την κορφή, όταν ο χωρικός μαζεύει στο δωμάτιό του καταπώς πρέπει τις αμέτρητες σανίδες που προορίζονται για τη σκεπή του, τότε η δουλειά μου είναι τον ίδιου είδους. Η άμεση προσχώρηση στον αγροτικό κόσμο βρίσκει εκεί τη ρίζα της.

Ο κάτοικος της πόλης σκέφτεται πως «ανακατεύεται με τον όχλο» μόλις υποβιβάζεται σε μια μακριά συζήτηση μ’ έναν χωρικό. Όταν το βράδυ, την ώρα της ξεκούρασης, κάθομαι με τους χωρικούς στον πάγκο της σόμπας ή στο τραπέζι, στη γωνιά του καλού θεού, την περισσότερη ώρα ούτε καν μιλάμε. Καπνίζουμε τις πίπες μας σιωπηλά. Πού και πού ίσως αφήνουμε να πέσει μια λέξη για να πούμε πως το κόψιμο των δέντρων στο δάσος τελειώνει τώρα, πως την περασμένη νύχτα η νυφίτσα αφάνισε το κοτέτσι, πως αύριο μάλλον αυτή η γελάδα θα γεννήσει, πως ο Oehnibauer έπαθε αποπληξία, πως ο καιρός σύντομα θα «γυρίσει». Η κρυφή ενσωμάτωση της δουλειάς μου στο Μέλανα Δρυμό και στους ανθρώπους που ζουν εκεί, προέρχεται από ένα αιώνιο ρίζωμα στο αλαμανικό και σουαβικό έδαφος, που τίποτα δεν μπορεί να το αντικαταστήσει.

Ο κάτοικος της πόλης ως επί το πλείστον κεντρίζεται απ’ αυτό που ονομάζουμε μια διαμονή στην εξοχή. Αλλά ο κόσμος των βουνών και των χωρικών τους φέρει και οδηγεί τη δουλειά μου. Τώρα η δουλειά μου εκεί πάνω διακόπτεται από καιρό σε καιρό, για συνεντεύξεις, μετακινήσεις για διαλέξεις, συζητήσεις και τη διδασκαλία μου εδώ κάτω. Μόλις όμως ξανανεβαίνω πάνω, από τις πρώτες ώρες της παρουσίας μου στην καλύβα, όλο το σύμπαν των παλιών ερωτήσεων με κατακλύζει και μάλιστα με τη μορφή ακριβώς που τις είχα αφήσει. Μεταφέρομαι πολύ απλά στον ίδιο το ρυθμό της δουλειάς, και καταβάθος δεν είμαι καθόλου μα καθόλου κύριος του κρυφού της νόμου.

Οι κάτοικοι της πόλης εκπλήσσονται συχνά από τη μακριά και μονότονη απομόνωσή μου στα βουνά, ανάμεσα στους χωρικούς. Δεν είναι όμως μια απομόνωση, αλλά όντως η μοναξιά. Στις μεγάλες πόλεις ο άνθρωπος μπορεί πράγματι να είναι εύκολα πιο απομονωμένος από οπουδήποτε αλλού. Αλλά δεν μπορεί ποτέ νά ’ναι μόνος. Γιατί η μοναξιά έχει την απόλυτα πρωτότυπη δύναμη να μη μας απομονώνει, αλλά να πετά ολόκληρη την ύπαρξη στην πλατιά γειτνίαση της ουσίας όλων των πραγμάτων.

Εκεί κάτω μπορεί κανείς να γίνει στο άψε-σβήσε μια «διασημότητα» με τη μεσολάβηση των εφημερίδων και των περιοδικών. Είναι ακόμα ο πιο σίγουρος δρόμος για να τάξουμε την πιο προσωπική μας θέληση στην παρερμηνεία και να πέσουμε γρήγορα και ριζικά στη λήθη.

Αντίθετα η χωριάτικη μνήμη εκφράζει μια απλή πίστη, δοκιμασμένη και δίχως ρωγμές. Τελευταία, μια γριά χωρική πέθανε εκεί πάνω. Είχε διασώσει μέσα στην ισχυρή και παραστατική προσωπική της γλώσσα πολλές παλιές λέξεις και διάφορες παροιμίες, που ήδη η νεολαία του χωριού δεν καταλαβαίνει πια σήμερα, και που έχουν χαθεί για τη ζωντανή γλώσσα. Την περασμένη χρονιά, τότε που έζησα για ολόκληρες βδομάδες μόνος στην καλύβα, αυτή η χωρική των 83 χρόνων, πολλές φορές σκαρφάλωνε την απότομη πλαγιά για νά ‘ρθει να με δει. Ήθελε, έλεγε, να επιβεβαιώσει κάθε φορά αν ήμουν ακόμα εκεί κι αν «κάποιοι» δεν είχαν έρθει στα ξαφνικά να με κλέψουν. Τη νύχτα του θανάτου της την πέρασε συζητώντας με μέλη της οικογένειάς της. Επίσης μισή ώρα πριν το τέλος της τους επιφόρτισε να χαιρετήσουν «τον κύριο καθηγητή». Μια τέτοια μνήμη αξίζει ασύγκριτα πιο πολύ κι απ’ το πιο περίτεχνο ρεπορτάζ μιας παγκόσμια γνωστής εφημερίδας για τη δήθεν φιλοσοφία μου.


Ο κόσμος της πόλης διατρέχει τον κίνδυνο να γίνει η λεία μιας ολέθριας αίρεσης. Ένας ενοχλητικός ζήλος, πολύ θορυβωδης, πολύ ενεργητικός, και με μια υπερβολική λεπτότητα, μοιάζει συχνά να νοιάζεται για τον αγροτικό κόσμο και τον τρόπο ζωής του. Έτσι όμως αυτοί αρνούνται ακριβώς αυτό που σήμερα είναι το μόνο αναγκαίο: να κρατηθούν σε απόσταση από τον αγροτικό τρόπο ύπαρξης, να τον αφήσουν, όσο ποτέ πριν, στον δικό του νόμο. Να μην τον αγγίξουν – για να μην του κάνουν κακό εκθέτοντάς τον στην όλο ψέματα φλυαρία των φιλολογούντων πάνω σ’ αυτό που δημιουργεί το ίδιο το είναι ενός λαού, και στην προσκόλλησή του σε μια γη.

Ο χωρικός δεν έχει καθόλου ανάγκη αυτό το ζήλο των κατοίκων της πόλης κι ούτε τον θέλει. Αυτό όμως που έχει ανάγκη κι αυτό που θέλει είναι η σεμνή λεπτότητα απέναντι στο ίδιο του το είναι και σ’ αυτό που συνιστά την ανεξαρτησία του. Πολλοί όμως απ’ αυτούς που έρχονται από την πόλη και είναι περαστικοί από δω – ξεκινώντας από τους σκιέρ – συμπεριφέρονται σήμερα στο χωριό και στο αγρόκτημα σα να διασκέδαζαν στους τόπους ψυχαγωγίας των μεγαλουπόλεών τους. Μια τέτοια διαγωγή καταστρέφει σ’ ένα μόνο βράδυ πολύ περισσότερα απ’ όσα θα μπορούσαν δεκαετίες επιστημονικής διδασκαλίας γι’ αυτό που αποτελεί το είναι ενός λαού και των λαϊκών παραδόσεων.

Ας αφήσουμε καταμέρος κάθε συγκαταβατική οικειότητα και κάθε ψεύτικο ενδιαφέρον για το λαό – ας μάθουμε να παίρνουμε στα σοβαρά την τραχιά και απλή ύπαρξή του εκεί ψηλά. Τότε μόνο θα ξαναρχίσει να μας μιλά.

Τελευταία, δέχτηκα μια δεύτερη πρόταση διορισμού στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου. Σε τέτοιες περιπτώσεις αφήνω την πόλη για ν’ αποσυρθώ στην καλύβα μου. Ακούω αυτό που τα βουνά και τα δάση και τα αγροκτήματα λένε. Έτσι έρχομαι να επισκεφτώ τον παλιό μου φίλο, έναν χωρικό 75 χρονών. Διάβασε στην εφημερίδα την πρόταση του Βερολίνου. Τι θα πει; Βυθίζει αργά το σίγουρο βλέμμα των καθαρών του ματιων στα δικά μου, κρατά το στόμα πεισματικά κλειστό, βάζει με σοβαρότητα το τίμιο χέρι του στον ώμο μου και κουνά ανεπαίσθητα το κεφάλι. Αυτό θα πει:

Κατηγορηματικά: ΟΧΙ!».



Magazine Litteraire Μετάφραση: Τιτίκα Δημητρούλια

1.Σ.τ.μ. vοlkisch: η λέξη σημαίνει «εθνικός» 
με ρατσιστική και φασιστική όμως χροιά.
2.Σ.τ.μ. hutte: καλύβα

Περιοδικό ''Διαβάζω'', Τεύχος 161 –  1987.

ΠΗΓΗ: Αντικλείδι , https://antikleidi.com




    ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ