Αγάπη και σεξ στην ψηφιακή εποχή.


  Αγάπη και σεξ
 στην ψηφιακή εποχή.  

Οι ιστοσελίδες κατηγορήθηκαν ότι ενθαρρύνουν το «ζάπινγκ των διαπροσωπικών σχέσεων». Εκτεθειμένοι σε μια μεγάλη προσφορά πιθανών συντρόφων, οι χρήστες ωθούνται να υιοθετήσουν μια καταναλωτική στάση αντί να προσπαθήσουν να οικοδομήσουν αληθινές σχέσεις. Οι διαδικτυακές γνωριμίες γέννησαν κατ’ αυτό τον τρόπο μια πραγματική αγορά του σεξ και των συναισθημάτων

Επιμέλεια: Ελίνα Βέτση

Είναι στο σχολείο, στον χώρο εργασίας ή στα φιλικά σπίτια όπου η πλειονότητα των Γάλλων συναντούν την αδελφή ψυχή τους. Πλέον, στη λίστα αυτή έρχονται να προστεθούν οι ιστοσελίδες γνωριμιών. Έχοντας κατηγορηθεί ότι παρασύρουν την αγάπη στα παγωμένα νερά των ψυχρών οικονομικών υπολογισμών, οι «προξενήτρες» του Διαδικτύου επιτρέπουν πρωτίστως την αναζήτηση συντρόφου μακριά από τα βλέμματα του κοινωνικού κύκλου των χρηστών. Ένας τρόπος γνωριμιών με βασικό χαρακτηριστικό του την εχεμύθεια, που αλλάζει τον τρόπο που βιώνουμε τη σεξουαλικότητά μας.

*Της Marie Bergström

Ονομάζεται Dating. Κυκλοφόρησε το φθινόπωρο του 2018 από την εταιρεία Facebook και ήρθε να προστεθεί στη μακρά λίστα των εφαρμογών που εξειδικεύονται στις γνωριμίες ερωτικών και σεξουαλικών συντρόφων. «Facebook: πώς θα λειτουργήσει η υπηρεσία γνωριμιών του» (“Le Monde”, 2 Μαΐου 2018) ή «Αυτό ήταν, το Dating επιτέλους λειτουργεί!» (“20 minutes”, 22 Σεπτεμβρίου 2018): ο Τύπος αντιμετώπισε τον ερχομό του σαν σαπουνόπερα, όπως έκανε αντίστοιχα και με την εμφάνιση άλλων υπηρεσιών αυτού του είδους. Μετά τις πρωτοπόρες ιστοσελίδες Match, Meetic ή AdopteUnMec, τη θέση τους πλέον παίρνουν οι εφαρμογές κινητών τηλεφώνων με γεωεντοπισμό: Grindr, Tinder, Happn ή Bumble.

Έχοντας πρωτοεμφανιστεί στις ΗΠΑ στα μέσα της δεκαετίας του 1990, οι πλατφόρμες αυτές διαδόθηκαν γρήγορα και σε άλλες χώρες, όπως η Γαλλία. Netclub.fr (1997) και Amoureux.com (1998) ήταν οι πρώτες ιστοσελίδες γνωριμιών που απευθύνθηκαν στο γαλλικό κοινό. Ακολουθήθηκαν γρήγορα από άλλες: σε έρευνα που πραγματοποιήθηκε το 2008, απαριθμήθηκαν σχεδόν 1.045 γαλλόφωνες υπηρεσίες γνωριμιών. Ο πολλαπλασιασμός της προσφοράς τους ήταν μάρτυρας της επιτυχίας τους. Σύμφωνα με έρευνα που πραγματοποιήθηκε το 2013, το 18% των ατόμων ηλικίας από 18 έως 65 ετών είχαν ήδη χρησιμοποιήσει μία από αυτές τις ιστοσελίδες. Το ποσοστό αυτό αντιπροσώπευε περίπου το ένα τρίτο των άγαμων, διαζευγμένων ή χήρων Γάλλων και Γαλλίδων εκείνης της χρονικής περιόδου.1 Έκτοτε, τα νούμερα αυτά έχουν ασφαλώς αυξηθεί με την ολοένα και μεγαλύτερη δημοτικότητα των εφαρμογών για κινητά. Η ίδια έρευνα δείχνει ότι, ανάμεσα στα άτομα ηλικίας 26-65 ετών που γνώρισαν τον σύντροφό τους μεταξύ των ετών 2005 και 2013, σχεδόν το 9% εξ αυτών οφείλουν τη γνωριμία τους σε ιστοσελίδες γνωριμιών. Έτσι, οι υπηρεσίες αυτές τοποθετούνται στην πέμπτη θέση της λίστας με τους τόπους γνωριμίας μετά τους χώρους σπουδών ή εργασίας (24%), τις βραδιές με φίλους (15%), τους δημόσιους χώρους (13%) και τις συναθροίσεις σε σπίτια (9%). Χωρίς να έχει γίνει ο κυρίαρχος τρόπος γνωριμίας ζευγαριών, η χρήση των ιστοσελίδων αυτών αποτελεί πλέον έναν συνήθη τρόπο σύναψης σχέσεων.

Η εμφάνιση των ιστοσελίδων αυτών προκάλεσε έντονες αντιδράσεις. Κατηγορήθηκαν ότι ενθαρρύνουν το «ζάπινγκ των διαπροσωπικών σχέσεων»2 και ότι τροφοδοτούν μια «φοβία δέσμευσης».3 Εκτεθειμένοι σε μια μεγάλη προσφορά πιθανών συντρόφων, οι χρήστες ωθούνται να υιοθετήσουν μια καταναλωτική στάση και βρίσκονται διαρκώς στον πειρασμό να αναζητήσουν «το καλύτερο» αντί να προσπαθήσουν να οικοδομήσουν αληθινές σχέσεις. Οι διαδικτυακές γνωριμίες γέννησαν κατ’ αυτό τον τρόπο μια πραγματική αγορά του σεξ και των συναισθημάτων.

Οι κριτικές αυτές δεν εκπλήσσουν ιδιαίτερα τους ιστορικούς. Στα τέλη του 19ου αιώνα, η εμφάνιση γραφείων συνοικεσίων και αγγελιών προς εύρεση συντρόφου προκάλεσε παρόμοιες ανησυχίες. Οι σχολιαστές της εποχής τα κατηγορούσαν πως αντιμετώπιζαν τον θεσμό του γάμου σαν μια κερδοφόρα επιχείρηση και διερωτούνταν για «τη νομιμότητα όπως επίσης και την ηθικότητα ‘μιας καλοπροαίρετης μαστροπείας’».4 Το γαλλικό περιοδικό «Chasseur français» θα δημοσιεύσει την πρώτη αγγελία εύρεσης συντρόφου το 1892. Μηνιαίο περιοδικό με θεματολογία απευθυνόμενη στον αγροτικό κόσμο θα μετατραπεί στη συνέχεια σε ένα από τα πρώτα έντυπα που θα ανοίξει τις σελίδες του στους άγαμους που αναζητούσαν την αδελφή ψυχή τους. Ωστόσο, η δυσπιστία απέναντι στον νέο αυτό τρόπο γνωριμιών θα το καταδικάσει στην περιθωριοποίηση. Στα μέσα της δεκαετίας του 1980, λιγότερο από το 1% των Γάλλων είχαν γνωρίσει τον/την σύζυγό τους με αυτό τον τρόπο, ενώ μια μεγάλη μερίδα τους απέκλειε εντελώς το ενδεχόμενο καταφυγής σε μια τέτοια μέθοδο.5

Οι υπηρεσίες αυτές αντιπροσωπεύουν σήμερα μια ανθηρή αγορά. Όπως και σε άλλες αναπτυσσόμενες αγορές, οι νέοι παίκτες εξαγοράζονται γρήγορα από τους κυρίαρχους ομίλους. Πρόκειται για τις περιπτώσεις του Meetic και του Tinder, αμφότερα ιδιοκτησίας της εταιρείας Match, η οποία με τη σειρά της ανήκει στον μεγάλο όμιλο επιχειρήσεων Interactive Corp (IAC), που συγκεντρώνει ένα μεγάλο χαρτοφυλάκιο -υποτίθεται- ανταγωνιστικών εταιρειών. Εισηγμένος στο χρηματιστήριο, ο IAC πραγματοποίησε για το έτος 2018 κύκλο εργασιών σχεδόν 800 εκατομμυρίων ευρώ, εκ των οποίων 400 εκατομμύρια ευρώ μόνο για τη θυγατρική Match, παρουσιάζοντας αύξηση της τάξης του 36% συγκριτικά με την προηγούμενη χρονιά.

Οι νεοεισερχόμενοι στην αγορά ακολούθησαν τις τεχνικές των πρωτοπόρων του είδους χωρίς να επιφέρουν ιδιαίτερες αλλαγές σ’ αυτές. Διαπιστώνουμε για παράδειγμα μια μεγάλη ομοιότητα στις εφαρμογές για κινητά: στην πλειονότητά τους εμφανίζουν μεγάλες φωτογραφίες προφίλ τις οποίες οι χρήστες μπορούν να «σκρολάρουν» είτε προς τα αριστερά (για να τις απορρίψουν), είτε προς τα δεξιά (για να επιδιώξουν μια επαφή). Ένα «ταίριασμα» (match) ή ένα «ερωτοχτύπημα» (crush) επισημαίνει στον χρήστη ότι το ενδιαφέρον είναι αμοιβαίο.

Τέλος, η αγορά αυτή χαρακτηρίζεται από έντονο κατακερματισμό, στοχεύοντας σε εξειδικευμένες κατηγορίες, όπως οι ηλικιωμένοι, οι VIP (δηλαδή οι πλούσιοι), οι Βορειοαφρικανοί ή οι Εβραίοι. Το φαινόμενο αυτό θα μπορούσαμε να πούμε ότι αντικατοπτρίζει μια επιθυμία διατήρησης του μικρόκοσμου των ομάδων αυτών, όπως επίσης και την ανάπτυξη του κοινοτισμού. Στην πραγματικότητα, είναι αποτέλεσμα δοκιμασμένων επιχειρηματικών στρατηγικών που συνίστανται στον πλευρικό ανταγωνισμό των κυρίαρχων παικτών (στοχεύοντας σε συγκεκριμένα τμήματα της αγοράς) και όχι στον μετωπικό ανταγωνισμό (στοχεύοντας δηλαδή στο ευρύ κοινό). Όπως άλλωστε εξηγεί ο διαχειριστής μιας βορειοαμερικανικής ιστοσελίδας, «πρόκειται για ένα οικονομικό ζήτημα, οπότε θα πρέπει να το εξετάσουμε από την οπτική γωνία του επιχειρηματία: επιτυγχάνεις καλύτερα όταν επικεντρώνεσαι σε συγκεκριμένο κοινό». Το αποτέλεσμα είναι ο πολλαπλασιασμός υπηρεσιών για συχνά απροσδόκητες κοινωνικές ομάδες (για σπασίκλες των υπολογιστών, για οικολόγους, για υποστηρικτές της Δεξιάς ή της Αριστεράς...), η ύπαρξη των οποίων έχει ημερομηνία λήξης. Μόνο μερικές υπηρεσίες, αξιοποιώντας παραδοσιακά ομοιογενείς ομάδες, συγκεντρώνουν ένα πιο ευρύ κοινό: πρόκειται για την περίπτωση των ιστοσελίδων με θρησκευτικό περιεχόμενο, όπως επίσης των ιστοσελίδων που απευθύνονται στις ανώτερες κοινωνικές τάξεις.

Αυτός ο πανταχού παρών καπιταλισμός, που μέρα με τη μέρα επηρεάζει όλο και περισσότερο τον τρόπο ζωής μας, θα μπορούσε άραγε να αλλάξει τις πρακτικές του ζευγαρώματός μας; Είναι μάλλον αμφίβολο. Ενώ οι δημιουργοί των υπηρεσιών αυτών προτείνουν ενίοτε πολύ συγκεκριμένα κριτήρια επιλογής, γεγονός που θα μπορούσε να ενισχύσει την ένωση ατόμων της ίδιας κοινωνικής κατηγορίας, και παρά την προφανή τάση του Διαδικτύου προς προώθηση της κοινωνικής πολυμορφίας, που θα μπορούσε αντιθέτως να μετριάσει αυτή την τάση, παρατηρούμε πως τα ζευγάρια που δημιουργούνται διαδικτυακά παρουσιάζουν την ίδια ομοιογένεια με ζευγάρια που δημιουργούνται οπουδήποτε αλλού. Με άλλα λόγια, και για τις δύο κατηγορίες ζευγαριών υπάρχουν οι ίδιες πιθανότητες να συμβιώσουν με συντρόφους της ίδιας κοινωνικής κατάστασης.6 Άρα η συμβατική λογική του σχηματισμού ζευγαριών δεν ανατράπηκε ποτέ.

Άλλο ένα σημάδι σταθερότητας είναι πως το πρότυπο του γάμου παραμένει ισχυρό, παρά την κινδυνολογία σε πρωτοσέλιδα του Τύπου: «Πώς οι ιστοσελίδες γνωριμιών σκότωσαν την αγάπη» («Huffington Post Québec», 13 Ιανουαρίου 2015). Οι νέοι εξακολουθούν να βλέπουν τη συνύπαρξή τους μέσα σε μια σχέση ως ιδανικό, ακόμα κι αν η μέση ηλικία γάμου έχει αυξηθεί συγκριτικά με το παρελθόν. Κι αν οι χωρισμοί έχουν γίνει πιο συχνοί, το ίδιο συμβαίνει και με τη δημιουργία νέων σχέσεων. Η αγάπη δεν έχει πεθάνει: είναι οι συναισθηματικές διαδρομές που έχουν γίνει πιο ασυνεχείς. Είναι σύνηθες πλέον να έχει συνάψει κανείς δύο ή περισσότερες σχέσεις μέχρι την ηλικία των 25 ετών: το 36% των γυναικών και το 29% των ανδρών που γεννήθηκαν μεταξύ των ετών 1978 και 1982 ανήκουν σε αυτή την κατηγορία, ενώ για τη γενιά της δεκαετίας του 1950 τα ποσοστά μόλις που ανέρχονταν σε 6% και 9% αντίστοιχα.7

Η καινοτομία έγκειται αλλού. Η προσοχή που δίνεται στις πιο θεαματικές πτυχές των εν λόγω ιστοσελίδων και εφαρμογών -όπως ο όγκος των εγγεγραμμένων, η τυποποίηση των προφίλ ή των κριτηρίων επιλογής- αποσπούν την προσοχή από ένα πολύ πιο σημαντικό χαρακτηριστικό: την τάση απομόνωσης των χρηστών. Οι διαδικτυακές γνωριμίες πραγματοποιούνται εκτός, και συχνά εν αγνοία, των κοινωνικών κύκλων του χρήστη, δημιουργώντας μια ρήξη με το παρελθόν, όπου παραδοσιακά οι ερωτικές σχέσεις συνάπτονταν σε χώρους εργασίας, σπουδών, εξόδου ή ψυχαγωγίας. Μέσω των ιστοσελίδων και των εφαρμογών αυτών, η αναζήτηση συντρόφου μετατρέπεται σε ιδιωτική υπόθεση και πραγματοποιείται μέσω ενός διακριτικού τετ - α - τετ με το κινητό μας, μακριά από τα γύρω βλέμματα.

Η ιδιωτικοποίηση της γνωριμίας είναι ένας σημαντικός παράγοντας της επιτυχίας των εν λόγω ιστοσελίδων και εφαρμογών στον οποίο σπάνια δίνεται έμφαση. Για τους νεότερους, πρώτα απ’ όλα, οι εφαρμογές αυτές είναι ένα μέσο φλερτ, πειραματισμού και εύρεσης συντρόφου μακριά από τα βλέμματα φίλων και γονέων. Σε αντίθεση με τις γνωριμίες που λαμβάνουν χώρα στο πλαίσιο της κοινωνικοποίησης, όπως σε βραδινές εξόδους ή σε χώρους σπουδών, οι διαδικτυακές γνωριμίες δεν έχουν συνέπειες. Όπως μας εξηγεί η φοιτήτρια Αλίξ, 21 ετών, δεν θέλει «να βγει ραντεβού με κάποιον από τη σχολή» διότι δεν έχει τη διάθεση «να τον βλέπει καθημερινά εάν κάτι πάει στραβά»: «Γι’ αυτό τον λόγο προτιμώ πραγματικά να είναι εκτός όλων των κύκλων μου» μας λέει.

Οι σχέσεις που συνάπτονται με αυτό τον τρόπο μετατρέπονται πιο γρήγορα σε ερωτικές σε σχέση με εκείνες που ξεκινούν σε άλλο πλαίσιο και είναι συχνά βραχύβιες. Η εχεμύθεια διευκολύνει τη σεξουαλική δραστηριότητα - ιδίως εκείνη εκτός των δεσμών του γάμου. Από τη στιγμή λοιπόν που ο εξωτερικός κοινωνικός έλεγχος είναι μικρότερος και οι σχέσεις έχουν ελάχιστες συνέπειες, οι σύντροφοι προχωρούν με μεγαλύτερη ευκολία στην ερωτική σχέση. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τις γυναίκες, των οποίων το σώμα εξακολουθεί να αποτελεί αντικείμενο ενός πολύ μεγαλύτερου κοινωνικού ελέγχου από εκείνο των ανδρών.

Ο διαχωρισμός μεταξύ των φιλικών και επαγγελματικών δικτύων από τη μία πλευρά και των σεξουαλικών συντρόφων από την άλλη κάνει ακόμα πιο θελκτικές τις εφαρμογές αυτές στα μεγαλύτερα σε ηλικία άτομα, αλλά για λόγους εν μέρει διαφορετικούς. Όσο πιο προχωρημένη είναι η ηλικία ενός ατόμου τόσο μειώνονται οι ευκαιρίες γνωριμιών. Όχι μόνο το κοινωνικό περιβάλλον φτωχαίνει από ελεύθερους (η πλειονότητα αποτελεί πλέον ζευγάρια), αλλά και η κοινωνικότητα περιορίζεται στον πιο στενό περίγυρο: οι βραδινές έξοδοι παραχωρούν τη θέση τους σε δείπνα μεταξύ φίλων. Όπως εξηγεί ο Μπρούνο, 44 ετών, οξυγονοκολλητής, «όταν φτάσεις σε μια συγκεκριμένη ηλικία και έχεις μια επαγγελματική ζωή (...), δεν είναι πάντα εύκολο να γνωρίσεις κάποιον όταν έχεις εξαντλήσει όλο τον φιλικό περίγυρό σου». Έτσι λοιπόν οι ιστοσελίδες αυτές ευνοούν κυρίως τη δημιουργία νέων σχέσεων: οι ερωτικές σχέσεις που συνάπτονται μέσω αυτών καταλήγουν ως επί το πλείστον σε δεύτερους γάμους.

Αν και πρόσφατος, αυτός ο τρόπος γνωριμίας αποτελεί μέρος μιας μακράς εξέλιξης. Από το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα παρατηρούμε μια μετάβαση των πρακτικών κοινωνικοποίησης από τους δημόσιους στους ιδιωτικούς χώρους, όπως επίσης και σε πιο στενούς κύκλους. Οι χοροεσπερίδες του παρελθόντος έδωσαν τη θέση τους σε βραδιές σε σπίτια.8 Η ίδια τάση παρατηρήθηκε και στην εργατική τάξη,9 όπως επίσης και μεταξύ των νέων όλων των τάξεων, με το διαδοχικό πέρασμα από την τάση «της κουλτούρας του δρόμου» στην τάση της «κουλτούρας του δωματίου».10 Χωρίς να ενσαρκώνουν τον ρόλο μιας «ψηφιακής χοροεσπερίδας», οι διαδικτυακές γνωριμίες ενισχύουν την τάση αυτή.

* * * 

1 «Étude des parcours individuels et conjugaux» (EPIC), Εθνικό Ινστιτούτο Δημογραφικών Μελετών- Εθνικό Ινστιτούτο Στατιστικής και Οικονομικών Μελετών, 2013-2014, https://epic.site.ined.fr

2 Pascal Lardellier, «Le Coeur NET. Célibat et amours sur le Web», Belin, συλλογή «Nouveaux mondes», Παρίσι, 2004.

3 Πρβλ. για παράδειγμα Eva Illouz, «Pourquoi l’amour fait mal. L’expérience amoureuse dans la modernité», Seuil, Παρίσι, 2012.

4 Claire-Lise Gaillard, «Agence matrimoniale», στο Louis Faivre d’Arcier (επιμ.), «Mariages», Εκδόσεις Olivétan, Λυών, 2017.

5 Michel Bozon και François Héran, «La découverte du conjoint. II. Les scènes de rencontre dans l’espace social», Population, τ. 43, αρ. 1, Παρίσι, Ιανουάριος - Φεβρουάριος 1988.

6 Μόνη εξαίρεση αποτελούν οι γνωριμίες που πραγματοποιούνται στον χώρο εργασίας ή σπουδών, οι οποίες, εν συγκρίσει με τις γνωριμίες που πραγματοποιούνται μέσω των ιστοσελίδων γνωριμιών, παρουσιάζουν μεγαλύτερες πιθανότητες σύναψης σχέσεων μεταξύ ατόμων με παρόμοιο επάγγελμα ή επίπεδο σπουδών.

7 Wilfried Rault και Arnaud Régnier-Loilier, «La première vie en couple. Évolutions récentes», Population & Sociétés, αρ. 521, Παρίσι, Απρίλιος 2015.

8 Michel Bozon και Wilfried Rault, «De la sexualité au couple. L’espace des rencontres amoureuses pendant la jeunesse», Population, τ. 67, αρ. 3, 2012.

9 Olivier Schwartz, «Le Monde privé des ouvriers. Hommes et femmes du Nord», Presses Universitaires de France, συλλογή «Quadrige», Παρίσι, 1990.

10 Sonia Livingstone, «Young People and New Media. Childhood and the Changing Media Environment», Sage, Λονδίνο, 2002.


 * Marie Bergström,
υπεύθυνη ερευνών στο Εθνικό Ινστιτούτο Δημογραφικών Μελετών
 και συγγραφέας του βιβλίου «Les Nouvelles Lois de l’amour. Sexualité, couple et rencontres au temps du numérique», La Découverte, Παρίσι, 2019.

15 Ιουλίου 2019