2 Σεπτεμβρίου 1944, το ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑ του Χορτιάτη.


Μια μαρτυρία 
από το ολοκαύτωμα στο Χορτιάτη.

 Σαν σήμερα, στις 2 Σεπτεμβρίου του 1944, ταγματασφαλίτες και ναζί σκότωσαν 149 ανθρώπους στο Χορτιάτη, λίγο έξω από τη Θεσσαλονίκη. Το tvxs.gr παρουσιάζει τη συγκλονιστική μαρτυρία της Ελένης Νανακούδη, που κατάφερε να επιβιώσει από τη σφαγή και μίλησε στο Ρεπορτάζ Χωρίς Σύνορα. Αποσπάσματα της συνέντευξης προβλήθηκαν στην εκπομπή του Ρεπορτάζ Χωρίς Σύνορα με τίτλο «η Ελλάδα του Χίτλερ».



* * *

«Οι άνδρες εκτελέστηκαν. Τις γυναίκες τις έκλεισαν σε ένα κτίριο και έβαλαν φωτιά.  Δίπλα μου ήταν μια κυρία, θήλαζε το μωρό της, σκοτωμένη  αυτή και το μωρό θήλαζε, μια έκλαιγε, μια θήλαζε, ήρθαν οι ταγματασφαλίτες και βλέπανε το μωρό και γελούσαν που θήλαζε από την μάνα»…

ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ (Δ): Εσείς καταρχήν πόσο χρονών ήσασταν;

ΝΑΝΑΚΟΥΔΗ ΕΛΕΝΗ (Ν.Ε.): Ήμουνα  δέκα, δέκα μισό.

Δ: Εσείς εκείνη την εποχή καταλαβαίνατε τι γινόταν στο χωριό με τους Γερμανούς;

Ν.Ε.: Ε, όχι, εγώ μικρή ήμουνα τότε, δέκα χρονών.Δεν ξέραμε τι μας περίμενε, δεν περιμέναμε τέτοια πράγματα, όχι. Εκείνη  την ημέρα ήρθανε, κατεβήκανε αντάρτες από πάνω από το βουνό, χτυπήσανε  έναν Γερμανό. Σκοτώσανε έναν, έναν τραυματίσανε και μετά φύγανε. Οι Γερμανοί ειδοποιήσανε στο Ασβεστοχώρι, ήταν δύναμη εκεί πέρα, Γερμανοί και Έλληνες συνεργάτες τους, και ήρθανε στο χωριό. Εμείς αμέριμνοι, ιδέα δεν είχαμε, καθίσαμε εδώ στο σπίτι, ήρθανε οι Γερμανοί, μας χτυπήσανε την πόρτα, ανοίξαμε, μας μαζέψανε, όσα γυναικόπαιδα βρήκανε. Εγώ ήμουνα με την μάνα μου και την αδερφή μου, μας πήγανε στον κήπο.

Δ: Διάβασα  ότι όταν έγινε το χτύπημα αυτό, πολλοί ειδοποιήθηκαν και έφυγαν στα βουνά.

Ν.Ε.: Όχι, δεν  ειδοποιήθηκαν πολλοί, απλώς όσοι φοβήθηκαν φύγανε στο  βουνό. Και η αδερφή μου ξεκίνησε να φύγει και ξαναγύρισε. Λέει γιατί να φύγω, τι φταίμε εμείς, τι ξέρουμε, δεν έχουμε ιδέα από τίποτα και γύρισε πίσω. Και μας μαζέψανε εδώ στον κήπο, στο  Μπαντάτσιο, ένα κέντρο που ήταν εκεί. Μας μαζέψανε, μας βάλανε και  καθίσαμε στην πίστα του κέντρου, εκεί μας βρίζανε Έλληνες. Όταν λέμε Έλληνες, εννοούμε συνεργάτες των Γερμανών. Μας βρίζανε, οι άντρες σας είναι αντάρτες μας λέγανε, οι γυναίκες έλεγαν όχι, στην δουλειά είναι, στα χωράφια είναι οι άντρες μας. Μετά, αφού συγκεντρωθήκαμε αρκετοί, ρωτούσαμε  τι θα γίνει, τι θα μας κάνουνε. Ήρθανε και τρία αγοράκια κλαίγοντας. Τα ρωτήσανε οι γυναίκες γιατί κλαίτε, γιατί σκοτώσανε την μαμά μας στην αυλή, της κόψανε τα δάχτυλα, της βγάλανε τα δαχτυλίδια και μετά την σκοτώσανε. Τότε καταλάβαμε τι μας περίμενε.

Δ: Πόσα  άτομα ήσασταν;

Ν.Ε.: Εμείς εδώ πρέπει να ήμασταν καμιά εβδομήντα  άτομα. Μας βάλανε τρεις-τρεις στην σειρά.  Ακούσαμε να λένε "πού θα τους πάμε να τους εκτελέσουμε". Κάποιος είπε στο νεκροταφείο. Άκουσα έναν άλλον να λέει, "όχι στο νεκροταφείο θα μας φύγουνε, είναι χαμηλός ο τοίχος. Μην μας φύγει κανείς". Αντίθετα, ο φούρνος ήταν εδώ δίπλα στο σπίτι μας. "Θα τους βάλουμε μέσα στο φούρνο, είναι μεγάλο το οίκημα, θα χωρέσουνε", είπε κάποιος άλλος.

Δ: Εσείς τα ακούγατε όλα αυτά.

Ν.Ε.: Βέβαια  τα άκουγα. Μόλις άκουσα τι λέγανε κρεμάστηκα από της  αδερφής μου το λαιμό και της είπα θα μας σκοτώσουνε. "Όχι εσάς" μου είπε, "εμάς τους μεγάλους, τα μικρά δεν  τα σκοτώνουν" μου είπε η αδερφή μου. Είκοσι χρονών ήταν αυτή. Ανοίξανε τις πόρτες, μας βάλανε στον φούρνο, εμείς που ήμασταν  από τις πρώτες στην γραμμή ανεβήκαμε  στο ζυμωτήριο επάνω. Μας είπαν  να καθίσουμε. Καθίσαμε, στήσανε μπροστά  ένα πολυβόλο στην πόρτα, στο ζυμωτήριο  επάνω και άρχισαν να μας ρίχνουν. Σκοτώθηκε η μαμά μου πρώτα, μετά η αδερφή μου, μετά άρχισαν να φέρνουν δέματα χόρτα και μας τα έριξαν πάνω μας. Βάλανε φωτιά. Είδα μία  κυρία κατέβαινε με το μωρό της  αγκαλιά, πιάστηκα πίσω από την ρόμπα της και κατέβηκα κάτω. Εκεί  ήταν όλοι σκοτωμένοι και κάτω γεμάτο με νεκρούς. Η κυρία αυτή δρασκέλισε την πόρτα  να κατεβεί, εκείνη την ώρα βρέθηκαν μπροστά της, εγώ θα τους πω ταγματασφαλίτες, και άκουσα που να της λένε "κυρία μου που πας;" και την  μαχαίρωσαν.

Έπεσε αυτή ανάμεσα στην πόρτα, εγώ όπως ήμουνα μικρή δεν με είδανε πίσω. Μπήκα κάτω από τον πάγκο και  δεν με είδανε. Πέρασε  λίγη ώρα και βγήκα. Είδα ησυχία εκεί στην αυλή και βγήκα άκουσα κουβέντες στον δρόμο. Που να πάω; Και έξω στην αυλή είχε σκοτωμένους αρκετούς, όσοι δεν χωρούσαν τους σκοτώνανε στην αυλή και έπεσα μπρούμυτα εκεί επάνω στους σκοτωμένους και έκανα τη νεκρή. Εκεί  πέρασε αρκετή ώρα, δίπλα μου ήταν μια κυρία, θήλαζε το μωρό της. Ήταν νεκρή και το μωρό θήλαζε. Μια έκλαιγε, μια θήλαζε, ήρθαν οι ταγματασφαλίτες και βλέπανε το μωρό και γελούσαν που θήλαζε από την μάνα. Εν τω μεταξύ αυτή αιμοραγούσε ακόμα. Επάνω  μου ερχόταν όλο το αίμα, αλλά δεν μιλούσαμε.  Τίποτα κανείς. Άρχισαν να μας κλoτσάνε μήπως έχει κανέναν ζωντανό, αλλά δεν μπορούσαν να καταλάβουν γιατί ο κόσμος ακόμα ξεψυχούσε και δεν μπορούσαν να καταλάβουν ποιος ήταν ζωντανός ποιος ήταν νεκρός. Εκεί  περίμενα λιγάκι. Αρχισε να βραδιάζει, άρχισε να καίγεται το οίκημα, ο φούρνος. Δεν μπορούσαμε να καθίσουμε άλλο, δίπλα ήταν το σπίτι μας, πήγα εκεί.

Δ: Ήταν  και άλλοι μαζί σας;

Ν.Ε.: Όχι, εκείνη την ώρα ήμουν μόνη μου. Όλοι οι άλλοι ήταν σκοτωμένοι. Όταν ξεκίνησα να βγω ήταν και δύο παιδάκια πίσω από την πόρτα. Δύο μικρά παιδάκια, αλλά τα έχασα, δεν ξέρω που πήγαν. Εγώ βγήκα έξω, πήγα στο σπίτι το δικό μας που ήταν δίπλα. Δεν ξέρω από πού φύγανε και πώς γλιτώσανε τα παιδάκια αυτά. Από εκεί, από το σπίτι, μόλις βράδιασε, ξεκίνησα να πάω, στα χωράφια. Θυμήθηκα ότι ο μπαμπάς μου ήταν στο χωράφι και ξεκίνησα για το βουνό να πάω να τον  βρω. Δύο ώρες δρόμο μακριά. Στον  δρόμο με βρήκανε κάτι χωριανοί, είδανε που περπατούσα και με βοήθησαν. Εν  τω μεταξύ, εκεί που ανέβαινα στο βουνό, δύο ταγματασφαλίτες με βρήκανε. Αυτοί έκαναν βόλτες, είχαν τα όπλα στους ώμους και κατέβαιναν προς τα κάτω.

Ένας  πήγε από εδώ, ένας από εκεί και  εγώ στην μέση περίμενα να δω τι θα κάνουν. Κατέβασε το όπλο ο ένας να με σκοτώσει, ο άλλος δεν τον άφησε. "Όχι" λέει δεν θα το σκοτώσεις. Θα το σκοτώσω. "Πού είναι η μαμά σου;" με ρώτησαν. Τους είπα ότι την σκοτώσανε. "Ο μπαμπάς σου αντάρτης είναι;" ρώτησαν. "Όχι στο χωράφι είναι", απάντησα. "Και τώρα που θα πας;", είπαν. "Στον μπαμπά μου", είπα. Θα  το σκοτώσω ο ένας, όχι ο άλλος, εγώ περίμενα. Εν τω μεταξύ ήμουν τραυματισμένη, δεν το είχα πάρει είδηση. Στα πόδια μου και στο χέρι μου, τότε είδα. Επειδή την αδερφή μου την κρατούσα αγκαλιά, πέρασε η σφαίρα από της αδερφής μου το κεφάλι και μου έμεινε εδώ στο δικό μου το χέρι και ήταν όλο τούφες από τα μαλλιά της που τραβούσα. Τότε κατάλαβα ότι ήμουνα τραυματισμένη και στα πόδια.

Με  άφησαν αυτοί. Είπε ο ένας στον άλλον, δεν χόρτασες, σκότωσες, έκλεψες. Όχι απαντάει και άλλο θέλω, τι είμαι σαν και εσένα, λέει, που δεν έκλεψες ούτε ένα καλούπι σαπούνι. Οι  δυο τους τώρα μαλώνουνε, εγώ περιμένω… Πάνε μικρή μου, λέει,  εδώ στο  ρέμα να μην σε πιάσει καμιά σφαίρα, να μην σε σκοτώσει κανείς. Εγώ νόμιζα πως θα γυρίσω την πλάτη και θα με τουφεκίσουνε και πήγαινα πίσω-πίσω. Λέει ο ένας:  Όχι μη φοβάσαι δεν θα τον αφήσω να σε σκοτώσει. Πήγα στο ρέμα, κάθισα λίγο. Μόλις πήρε και βράδιασε τότε έφυγα, πήγα στο βουνό, με συνόδευσε ένας χωριανός μας, με βρήκε στον δρόμο και με πήγε στον πατέρα μου.      

Δ: Ο οποίος δεν ήξερε τίποτα;

Ν.Ε.: Είδαν τον καπνό και τους ειδοποίησαν  μην κατεβείτε στο χωριό, γιατί  το χωριό το καίνε, αλλά δεν ήξεραν ότι σκοτώνανε και τον κόσμο. Εγώ ήξερα που ήταν το χωράφι. Ήρθε ο πατέρας μου και με πήρε. Τι να με κάνει νύχτα στο βουνό; Έβγαλε  το πουκάμισό του, το έσκισε, μου έριξε  ούζο και καπνό στα τραύματά μου και με το πουκάμισό έδεσε  τις πληγές.

Δ: Του είπατε;

Ν.Ε.: Που είναι  η μαμά; ρώτησε. Την σκοτώσανε. Πού είναι η αδερφή σου; Την σκοτώσανε…

Δ: Μετά  γυρίσατε;

Ν.Ε.: Που να γυρίσουμε; Το χωριό στάχτη, το σπίτι  στάχτη, που να γυρίσουμε. Με πήρε καβάλα στο άλογο ο μπαμπάς μου  και ο αδερφός μου, που ήταν μαζί με τον μπαμπά μου. Μας είπανε πως έχει αντάρτες στην Περιστερά και να πάμε εκεί. Εκεί πήγαμε. Προσπάθησαν να μου καθαρίσουν τις πληγές. Στέγνωσε ο καπνός και δεν έβγαινε με τίποτα. Εγώ έκλαιγα ο γιατρός μου έδωσε  και ένα  χαστούκι γιατί έκλαιγα. Από εκεί ήρθαν οι Γερμανοί, μας πήρανε είδηση, τους ειδοποιήσανε ότι στην Περιστερά έχει αντάρτες και ήρθανε με τα αεροπλάνα και άρχισαν χαμηλά να ρίχνουν. Από εκεί, από ρέμα σε ρέμα, με είχανε με ένα φορείο, μια παλιά κουρελού και δύο ξύλα και με κουβαλούσανε μέσα στα βουνά. Πήγαμε  στο Λιβάδι, εκεί είχε αντάρτες. Εκεί κάθε μέρα με αλλάζανε τις πληγές, αλλά το χέρι μου άρχισε να παθαινει σαν  γάγγραινα, είχε μολυνθεί.

Δ: Δεν είχαν  βγάλει την σφαίρα;

Ν.Ε.: Όχι, δεν  το ήξεραν, δεν μπορούσε να το καταλάβει ο γιατρός, είχε παραμορφωθεί η παλάμη μου. Είχε και έναν Ιταλό γιατρό αιχμάλωτο, που του είπε πως το παιδί έχει σφαίρα μέσα στο χέρι του. Όχι, δεν έχει, θα κόψουμε το χέρι, του απαντούσε. Μάλιστα είπε πως αύριο στις δέκα θα πάμε να κόψουμε το χέρι του παιδιού. Ο Ιταλός είπε στον πατέρα μου, πως θα έρθει κρυφά τη νύχτα, να μην φοβηθεί, και θα βγάλει τη σφαίρα από το χέρι μου. Είπε στον πατέρα μου να μη φοβηθεί, για να μην τον πάρουν είδηση και τον σκοτώσουν. Πράγματι, τη νύχτα σηκώθηκε κρυφά, ήρθε με τον αναπτήρα του μπαμπά μου και το σακάκι, στο εκκλησάκι που κοιμόμασταν, έξω από το Λιβάδι, για να μη φανεί φως μέσα στη νύχτα στο βουνό και μου έβγαλε το μολύβι.  Την άλλη μέρα, η ώρα δέκα που ετοίμασαν  τα πάντα να μου κόψουν το χέρι, άρχισε ο Μάριος, Μάριο τον έλεγαν, να λέει γιατρέ βλέπω το χέρι πάει καλύτερα. Ναι, ναι είπε και ο γιατρός, δεν  θα το κόψουμε, πάει προς το καλύτερο. Με γλίτωσαν από εκεί το χέρι μου. Και έτσι, σιγά-σιγά, συνήλθα.   

Δ: Μετά  τι κάνατε; Γυρίσατε;

Ν.Ε.:  Μετά  γυρίσαμε. Ύστερα από 15 μέρες. Από εκεί μας κυνήγησαν τα αεροπλάνα, οι Γερμανοί και βρεθήκαμε στο Πετροκέρασο. Εκεί  καθίσαμε λίγο καιρό, αλλά εγώ δεν  γινόταν να καθίσω, δεν γιατρευόμουνα  με τα φάρμακα που είχαν οι αντάρτες. Δεν μπορούσα. Και με πήρε ο μπαμπάς μου με κατέβασε, στον Άγιο Βασίλη, είχα μία θεία που είχε ένα σπίτι στο Πετροκέρασο. Και εκεί κάθε μέρα με πήγαιναν στους γιατρούς, μου φτιάχνανε τα τραύματά μου.

Δ: Αυτά  έγιναν το ’44;

Ν.Ε.: Το ’44, σε λίγο καιρό φύγανε και οι Γερμανοί, αλλά ήταν εμείς να περάσουμε την  μπόρα αυτή.

Δ: Είχε  αντάρτες τότε στον Χορτιάτη;

Ν.Ε.: Ε, στο  βουνό θα είχε, αλλά μήπως ξέραμε εμείς. Δεν είχαμε ιδέα εμείς τι είχε και τι δεν είχε. Μπορεί οι μεγάλοι  να είχανε, εγώ δεν ήξερα  τέτοια πράγματα.

Δ: Πόσοι σκοτώθηκαν;

Ν.Ε.: 149 άτομα.

Δ: Και πάρα πολλά παιδιά...

Ν.Ε.: Παιδιά, γέροι, νέοι. Δεν εξαιρούσανε  ηλικία ή άντρας ή γυναίκα. Ό,τι έβρισκαν μπροστά τους σκοτώνανε  και όχι Γερμανοί. Γιατί εγώ  όταν ξεκίνησα να φύγω από το σπίτι  μας, που καιγόταν, να πάω στο βουνό, στον δρόμο εδώ ακριβώς κάνανε βόλτες Γερμανοί. Με είδανε, ούτε καν γύρισαν να μου μιλήσουν.

Δ: Ποιοι δηλαδή ήταν αυτοί; Οι Έλληνες;

Ν.Ε.: Αυτοί που σκοτώνανε ήταν Έλληνες, εγώ  δεν είδα Γερμανό να σκοτώνει. Οι Έλληνες, οι Έλληνες συνεργάτες των  Γερμανών και ύστερα από τόσα χρόνια, έχει τώρα, πόσα χρόνια έχει, έχει 4-5 χρόνια, παραπάνω πρέπει να έχει, με είδανε στην τηλεόραση που μιλούσα, οι ταγματασφαλίτες, που είχα συναντήσει εκείνο το βράδυ. Ο ένας που ήθελε να με σκοτώσει και ο άλλος που δεν τον άφηνε. Αυτοί νόμιζαν πως είχα πεθάνει. Σκέφτηκαν πως δεν θα μπορούσα να επιβιώσω μόνη μου μέσα στη νύχτα. Με είδανε στην τηλεόραση και πήρανε τηλέφωνο στην κοινότητα για να δουν αν θέλω να μιλήσουμε.

Δ: Και μιλήσατε με αυτούς;

Ν.Ε.: Ναι και  με πήρανε τηλέφωνο από την κοινότητα. Μου λένε θέλεις να μιλήσεις με έναν από  αυτούς που σε είδανε; Λέω βεβαίως  θέλω να του μιλήσω, να δω τι θα μου πει. Με  πήρε τηλέφωνο. Του δώσανε το τηλέφωνό μου και με πήρε. Μου λέει σε είδαμε στην τηλεόραση και στενοχωρηθήκαμε.  Πάρα πολύ λυπηθήκαμε. Γιατί λέω, επειδή ζω λυπηθήκατε; Είχατε την εντύπωση ότι πέθανα; Ναι λέει είχαμε την εντύπωση ότι είχες πεθάνει, δεν περιμέναμε να ζήσεις στα χάλια που σε είδαμε. Ήμουνα βουτηγμένη μέσα στο αίμα. Δικό μου αίμα αλλά και άλλων. Ήταν λίμνη το αίμα όπως ξάπλωσα στους νεκρούς επάνω; Και τους λέω τι έγινε τώρα που με είδατε; Ζήτησαν να τους συγχωρήσω. Λέω ναι, αλλά δεν μου λες τώρα, τον ρωτάω,  εσύ ποιος είσαι από τους δυο; Τον έναν τον έλεγαν Βαγγέλη, τον άλλο Δημήτρη  

Δ: Τους  ξέρατε;

Ν.Ε.: Όχι, δεν  τους ήξερα. Αυτός  μου είπε στο τηλέφωνο, ήμασταν μαζί με τον Βαγγέλη, εγώ  λέγομαι Δημήτρης και ο άλλος  Βαγγέλης. Λέω ποιος όμως από τους δύο ήθελε να με σκοτώσει και ποιος δεν το άφηνε; Δεν το παραδέχτηκε. Όχι, δεν θέλαμε να σε σκοτώσουμε. Ε, πώς δεν θέλατε, αφού κατέβασε το όπλο από τον ώμο και τον έπιασες από τους ώμους να μη με σκοτώσει, πώς γίνεται αυτό; Μου ζήτησε να βρεθούμε από κοντά. Λέω έλα να πιούμε καφέ. Λέω, δεν μου λες σε παρακαλώ, πόση σύνταξη σε βγάλανε που σκότωνες τους ανθρώπους; Και μου το έκλεισε, όταν του το είπα. Μου το έκλεισε. Πέρασε  λίγος καιρός, ήταν Χριστούγεννα και περίμενα εγώ, λέω θα με ξανάπάρει αυτός τηλέφωνο για να μου ζητήσει πάλι συγχώρεση και πράγματι με πήρε.

Με  πήρε και λέει ποιος είναι στο  τηλέφωνο; Μήπως είσαι λέει η κόρη της; Δεν με κατάλαβε την δεύτερη  φορά που πήρε τηλέφωνο. Λέω εγώ  ναι, η κόρη της είμαι, τι θέλετε; Λυπηθήκαμε για την μαμά σας τόσο πολύ που πέρασε αυτά τα πράγματα και έχουμε και εμείς οικογένειες, έχουμε παιδιά, θέλουμε να ζητήσουμε συγχώρεση. Λέω δεν ξέρω, δεν είναι η μαμά μου  εδώ, αλλά δεν χρειάζεται ξανά συγχώρεση. Ας σας συγχωρήσει ο θεός. Τι άλλο να τους πεις;

Δ: Πώς εξηγείς  το ότι το χωριό που είχε γύρω στους 2.500 κόσμο, εκείνη την μέρα ήταν γύρω στα 149 άτομα, τα οποία έπιασαν και σκότωσαν. Πώς εξηγείς το ότι δεν είχαμε περισσότερα θύματα;

Ν.Ε.: Κοίταξε, άλλοι φύγανε στο βουνό. Να πρώτα-πρώτα  η θεία μου. Εγώ είχα μια θεία με τα παιδιά της και έφυγε και  πήγε στο βουνό. Όσοι φοβόντουσαν, πιο δειλοί, φύγανε. Η αδερφή μου ξεκίνησε να φύγει, πήγε μέχρι το σημείο που σήμερα βρίσκεται το μνημείο και γύρισε πίσω. Τι, χαζή είμαι λέει; Έτσι θα σκοτώνουνε τον κόσμο; Εμείς δεν έχουμε ιδέα από τίποτα, γιατί να μας σκοτώσουν;

Δ: Δεν είχε γίνει κάτι παρόμοιο…

Ν.Ε.: Όχι. Τότε ο κόσμος, είχε συναναστροφές με τους Γερμανούς.

Δ: Οπότε δεν φοβότανε.

Ν.Ε.: Όχι, δεν  φοβότανε. Εμείς μικρά ήμασταν. Εδώ είχε βίλες, εβραίικες βίλες, όπου  καθόντουσαν Γερμανοί. Ερχόμασταν εδώ, στους Γερμανούς, παίζαμε, τους φέρναμε αυγά και μας έδιναν ζάχαρη που δεν είχαμε, κότες σφαγμένες και μας τις πλήρωναν. Δεν μας πείραζαν οι Γερμανοί καθόλου, δεν μας πείραζαν, τώρα ήταν αυτό το σύστημά τους; Ξέρω εγώ; Τώρα  τι έγινε στα τελευταία δεν ξέρω... Εκεί στα Καλάβρυτα, γυναίκες δεν σκοτώνανε, μονάχα άντρες και παιδιά από 12 χρονών και επάνω, από 12 χρονών και κάτω δεν σκοτώνανε. Τώρα  τι διαταγές είχανε και πώς τις  είχαν τις διαταγές δεν ξέρω. 

Δ: Μήπως η παρουσία του Σούμπερτ συνέβαλε στο να γίνουν πιο σκληροί… Μήπως έτσι μπορούμε να εξηγήσουμε γιατί σκοτώνανε όποιον έβρισκαν μπροστά τους;

Ν.Ε.: Ναι, κοίταξε  τώρα, για παράδειγμα αυτός ο ταγματασφαλίτης να τον πω εγώ, ο Δημήτρης όπως μου είπε ότι τον λένε, όταν τον ρώτησα πώς ήρθατε εσείς και σκοτώνατε; γιατί το κάνατε; Μου απάντησε ήταν 20 χρονών παιδιά, τους είπαν πηγαίνετε στον Χορτιάτη και ότι θέλετε κάντε. Τους διέταξαν οι Γερμανοί να έρθουν στον Χορτιάτη μου είπε. Και ήρθαν με τα GMC τότε, με τα στρατιωτικά τα αυτοκίνητα των Γερμανών. Και επειδή σας είπαν λέω ότι θέλετε κάντε, εσείς όποιον βρίσκατε σκοτώνατε; Αυτή ήταν η διαταγή που είχαμε μου είπε.

2/9/2019


    AΛΛΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ   



1.
2 Σεπτεμβρίου 1944: Το Ολοκαύτωμα του Χορτιάτη.

Ο Αύγουστος του 1944 είναι μια δραματική περίοδος για όλη την Ευρώπη, μια περίοδος που  θα οδηγήσει στην απελευθέρωση της ηπείρου από την ναζιστική θηριωδία. Στην Γαλλία, δύο μήνες μετά την απόβαση στην Νορμανδία, οι Σύμμαχοι συνεχίζουν την προέλαση τους όπου στις 25 Αυγούστου απελευθερώνεται το Παρίσι. Στην Βαρσοβία καταστέλλεται η εξέγερση στο γκέτο της πόλης και στις 5 Αυγούστου ξεκινάει η μεγάλη σφαγή 50.000 Πολωνών. Στις 21 του μηνός ο Βρετανός πρωθυπουργός Ουίνστον Τσώρτσιλ συναντιέται στην Ρώμη με τον πρωθυπουργό της εξόριστης Ελληνικής κυβέρνησης Γεώργιο Παπανδρέου όπου συζητούν  για το πώς θα πραγματοποιηθεί ομαλά η απελευθέρωση της Ελλάδας.

Τον Αύγουστο του 1944 όλα έδειχναν ότι οι Γερμανοί θα εγκατέλειπαν σύντομα την χώρα αλλά για να κρατήσουν τον λαό κάτω από την μπότα του φόβου είχαν εξαπολύσει ένα μεγάλο κύμα τρομοκρατίας . Έτσι στις 9 Αυγούστου πραγματοποιήθηκε το μπλόκο του Δουργουτίου, στις 13 Αυγούστου το ολοκαύτωμα των Ανωγείων και το μπλόκο της Καλαμαριάς. Ενώ στις 17 Αυγούστου συμβαίνει το μπλόκο της Κοκκινιάς. 

Από το καλοκαίρι του 1943 και την ήττα των Γερμανών στην Αφρική υπήρχε και όχι αδικαιολόγητα  μεγάλος φόβος των κατοχικών δυνάμεων για μια ενδεχόμενη Συμμαχική απόβαση στην Ελλάδα για την δημιουργία ενός Βαλκανικού μετώπου όπως είχε συμβεί το 1915. Για τον σκοπό αυτό κάτω από την καθοδήγηση του στρατάρχη Ρόμελ είχαν οχυρωθεί οι παραλίες της Χαλκιδικής που θεωρήθηκαν ως πιθανοί στόχοι αυτής της υποτιθέμενης απόβασης. Απομεινάρια  αυτών των οχυρωματικών έργων είναι ορατά μέχρι και σήμερα στο χωρίο Ν. Ηράκλεια. Έτσι τον Αυγούστου του 1944 οι ναζιστικές δυνάμεις αντιμετώπιζαν τον κίνδυνο της συμμαχικής απόβασης και παράλληλα προετοίμαζαν την αποχώρησή τους. Για τον λόγο αυτό θέλουν να έχουν την μικρότερη δυνατή αντίσταση του ντόπιου πληθυσμού. Εκτός από τα μπλόκα οι Γερμανοί έψαχναν μια αφορμή για να κάνουν μια «εντυπωσιακή» (αν κανείς μπορεί ποτέ να το πει έτσι) τρομοκρατική ενέργεια, ένα ολοκαύτωμα…

Το πρωί της 2ας Σεπτεμβρίου μια διμοιρία του ΕΛΑΣ με επικεφαλής τον Βάιο Ρικούδη, που ανήκε στον λόχο του Αντώνη Καζάκου (Καπετάν Φλοριά) , χτυπάνε μια μικτή Ελληνογερμανική ομάδα υπαλλήλων της εταιρίας ύδρευσης Θεσσαλονίκης που συνοδεύονταν από δύο άντρες της Γκεσταπό. Από την επίθεση σκοτώθηκαν δύο Έλληνες υπάλληλοι της ύδρευσης και ένας Γερμανός. Οι υπόλοιποι από την ομάδα που διέφυγαν από την συμπλοκή κατέφυγαν στο κοντινό χωριό του Ασβεστοχωρίου όπου και ειδοποίησαν τις γερμανικές αρχές. Ποια ήταν η ταυτότητα των ανταρτών αυτών και ποιες ήταν οι βασικές τους επιδιώξεις; Τα στοιχεία για το ποιοι ήταν αυτοί αμφισβητούνται και οι μαρτυρίες που έχουμε από παλιούς κατοίκους είναι αντιφατικές ως προς την ταυτότητα τους.

Μετά την συμπλοκή οι κάτοικοι του Χορτιάτη ζήτησαν την συμβουλή του λοχαγού του ΕΛΑΣ Καζάκου αν θα έπρεπε να εγκαταλείψουν το χωριό για τον φόβο αντιποίνων άλλα ο λοχαγός του ΕΛΑΣ τους καθησύχασε και έτσι η πλειοψηφία των κατοίκων παραμένουν ενώ οι αντάρτες διαφεύγουν προς το βουνό.

Λίγες ώρες μετά την συμπλοκή έφτασαν στον Χορτιάτη περίπου είκοσι φορτηγά με Γερμανούς στρατιώτες και άντρες του Αποσπάσματος Καταδίωξης Ανταρτών του γνωστού για την τρομακτική σκληρότητα του λοχαγού Φρίτς Σούμπερτ μαζί με ταγματασφαλίτες υπό τις διαταγές κάποιου Καπετανάκη.

Οι Γερμανοί μαζί με τους ταγματασφαλίτες μαζεύουν τον κόσμο στην πλατεία του χωριού. Οι πρώτοι που οδηγούνται εκεί και βασανίζονται είναι ο παππάς του χωριού π. Δημήτριος Τομάρας (75 χρονών) μαζί με τις δύο του κόρες και ο πρόεδρος της κοινότητας Χρήστος Παντάτσιος με την οικογένεια του και την ηλικιωμένη μητέρα του. Ένα τρομακτικό σκηνικό έχεις μόλις στηθεί. Οι Γερμανοί και οι ταγματασφαλίτες πέφτουνε, σαν όρνεα, μέσα στο πλήθος. Χτυπούνε τους άντρες, άλλους τους δένουνε και ορμάνε ανάμεσα στις παρέες των κατατρομαγμένων γυναικών. Διαλέγουνε. Συναγωνίζονται. Βιάζουν…

Δύο ώρες κράτησε αυτό το εξώκοσμο  όργιο και στην συνέχεια χωρίζουν τον κόσμο σε δύο ομάδες. Η μια ομάδα έχει είκοσι έξι άτομα και η άλλη εβδομήντα. Η μικρή ομάδα οδηγείται στο σπίτι του Νταγκούδη, ένα ευρύχωρο δίπατο οίκημα. Η μεγάλη ομάδα οδηγείται στον φούρνο του Αναστασίου Γκουραμάνη. Το σπίτι του Νταγκούδη πυρπολείται και όσα άτομα ήταν μέσα κάηκαν ζωντανά. Ενώ αφού έκλεισαν τα εβδομήντα άτομα στον φούρνο οι άντρες του Σούμπερτ έστησαν ένα πολυβόλο και άρχισαν να τους πυροβολούν από ένα μικρό παραθυράκι. Στην συνέχεια έβαλαν φωτιά για να κάψουν ζωντανούς όσους δεν είχαν πεθάνει από το πολυβόλο. Από τους εγκλωβισμένους όσοι προσπάθησαν να διαφύγουν μαχαιρώθηκαν από τους στρατιώτες που περίμεναν απ’ έξω. Μόνον δύο γυναίκες κατάφεραν να δραπετεύσουν από τον φούρνο του Γκουραμάνη. Η Μαρία Αγγελίδη, σαράντα χρονών και η Βασιλική Γκουραμάνη δεκατεσσάρων ετών που ζήσαν για να διασώσουν στην μνήμη μας το τρομαχτικό ολοκαύτωμα. Αλλά και άλλες γυναίκες προσποιούμενες τις πεθαμένες έχοντας, κάποιες από αυτές, βρέφη στην αγκαλιά τους κατάφεραν να φύγουν από το καιόμενο χωριό και να καταφύγουν στο κοντινό χωριό Αρδαμέρι φέρνοντας τα τρομερά νέα.  Συνολικά σκοτώθηκαν εκείνη την ημέρα 149 κάτοικοι, ανάμεσα τους 109 γυναίκες και κορίτσια και κάηκαν περίπου 300 σπίτια. 

Μαζί με τους καπνούς από το καμένο χωριό και τις απανθρακωμένες σάρκες εξαπλώθηκαν οι φήμες και τα νέα στην Θεσσαλονίκη. Είναι δύσκολο να φανταστούμε την φρίκη που αντιμετώπισε η συμπρωτεύουσα και τα γύρω χωριά εκείνες τις ημέρες. Όπως μας έχουν πει οι γηραιότεροι κάτοικοι « Αν δεν το έχεις ζήσει δεν μπορείς να καταλάβεις τον φόβο και την φρίκη που μας έπιασε στο άκουσμα της σφαγής και του ολοκαυτώματος». Περιγράφει ο λαογράφος Ηλίας Πετρόπουλος:

«Την άνοιξη του 1945 πήρα το κουράγιο να ξαναπάω στο καμένο χωριό. Ήμουν δέκα εφτά χρονών. Πήγα με το λεωφορείο ως το Ασβεστοχώρι κι από εκεί ξεκίνησα με τα πόδια μέχρι τον Χορτιάτη. Μπήκα μέσα στο άδειο χωριό με την ψυχή στο στόμα. Είδα το πυρπολημένο σπίτι και τον φούρνο, καθώς και το νεκροταφείο. Ήμουν τόσο ταραγμένος που κατηφόρισα, κλαίγοντας, προς την Θεσσαλονίκη, μέσω Αρσακλί ( έτσι έλεγαν τότε το Πανόραμα)» .

Σήμερα 75 χρόνια μετά το ολοκαύτωμα στο καφενείο του χωριού ή ακόμα και στον σταθμό των λεωφορείων στην διασταύρωση Χορτιάτη μπορεί να συναντήσει κανείς ανθρώπους που ως παιδιά ή βρέφη κατάφεραν να επιβιώσουν από το ολοκαύτωμα. Για αυτούς τους ανθρώπους η μνήμη σταματάει στις 2 Σεπτεμβρίου 1944. Σου διηγούνται τα γεγονότα με τόσες λεπτομέρειες και συγκίνηση που λες και συνέβησαν πριν λίγους μήνες.  Γιατί στο τέλος τι μένει από όλα τα δάκρυα, το αίμα, τις κτηνωδίες και τις τραγωδίες αυτού του κόσμου; Η μνήμη. 

 Παύλος Ι. Αλεξιάδης, 
ιατρός, ιστορικός ερευνητής

2/9/2019

 Τα ορφανά κάνουν γυμναστική μπροστά στο καμένο σχολείο μετά τη σφαγή ...

2.
Σφαγή του Χορτιάτη. 

Η Σφαγή του Χορτιάτη ήταν η δολοφονία 146 κατοίκων ή 147 (147 ονόματα υπάρχουν στο μνημείο για τα θύματα της σφαγής) της κωμόπολης του Χορτιάτη, που βρίσκεται μερικά χιλιόμετρα έξω από τη Θεσσαλονίκη, στις 2 Σεπτεμβρίου του 1944 από τα Τάγματα Ασφαλείας   με την κάλυψη άτακτων τμημάτων του Φριτς Σούμπερτ της Βέρμαχτ.

Το χτύπημα του ΕΛΑΣ έξω από τον Χορτιάτη

Το πρωί της 2ας Σεπτεμβρίου 1944, μια διμοιρία του ΕΛΑΣ με επικεφαλής τον Βάιο Ρικούδη, που ανήκε στον λόχο του Αντώνη Καζάκου (Καπετάν Φλωριά), χτύπησε στη θέση «Καμάρα», έξω από στο χωριό Χορτιάτης, δύο αυτοκίνητα που κατευθύνονταν στο χωριό. Πρώτα χτυπήθηκε ένα αυτοκίνητο που ανήκε στον Οργανισμό Ύδρευσης Θεσ/νίκης και λίγο αργότερα ένα γερμανικό αυτοκίνητο, που ακολουθούσε.

Οι επιβαίνοντες στα δύο αυτοκίνητα και η τύχη τους

Για τον αριθμό των επιβαινόντων στα δύο αυτοκίνητα, την εθνικότητά τους και τον αριθμό νεκρών και τραυματιών υπάρχουν διάφορες εκδοχές:

Κατά μια εκδοχή στο πρώτο αυτοκίνητο επέβαιναν τουλάχιστον 3 ή 4 Έλληνες, υπάλληλοι του Οργανισμού,  που πήγαιναν στον Χορτιάτη για την απολύμανση της δεξαμενής του υδραγωγείου, από το οποίο έπαιρνε νερό ένα μεγάλο μέρος της Θεσ/νίκης, και την χλωρίωση του νερού. Ο Ιωάννης Ταμιωλάκης, ανώτερος υπάλληλος του Ο.Υ.Θ, αναφέρει στο βιβλίο του Η ιστορία της ύδρευσης της Θεσσαλονίκης, ότι στο αυτοκίνητο του Οργανισμού επέβαιναν πέντε Έλληνες: ο εργοδηγός Σιδερίδης, τρεις τεχνίτες και ο Αλ. Σωτηρχόπουλος που ήταν υπεύθυνος για τη χλωρίωση του νερού.  

Όσον αφορά το δεύτερο αυτοκίνητο, που ήταν Γερμανικό υπάρχουν οι εξής εκδοχές: σ’ αυτό επέβαιναν α) τρεις Γερμανοί και δυο Έλληνες, ο ένας εργοδηγός και ο άλλος υπάλληλος του Ο.Υ.Θ   ή β) δύο άνδρες της Στρατιωτικής Αστυνομίας (Γκεστάπο), ένας Αυστριακός χημικός και δύο Έλληνες, υπάλληλοι του Ο.Υ.Θ, ο Α. Σωτηρχόπουλος και ο Γ. Τρώντσιος  ή γ) ο αυστριακός χημικός, ένα αξιωματικός της Γκεστάπο, δύο στρατιώτες και ο οδηγός. Ο Κώστας Πασχαλούδης, που ήταν καθοδηγητής της λεγόμενης «Υποδειγματικής Ομάδας της Νεολαίας της ΕΠΟΝ», που αποτελούσε μέρος του λόχου του καπετάν Φλωριά, ανέφερε τρεις Γερμανούς, μέλη της Γκεστάπο.

Από την επίθεση των ανταρτών στο πρώτο αυτοκίνητο τραυματίστηκαν ο οδηγός Κλεάνθης Τερζόπουλος και ο εργοδηγός Γεώργιος Σιδερίδης, ο οποίος αργότερα υπέκυψε στα τραύματά του[ . Ο Ταμιωλάκης αναφέρει ότι σκοτώθηκε και ο οδηγός .

Από την επίθεση στο γερμανικό αυτοκίνητο (κατά την οποία οι επιβαίνοντες ανταπάντησαν στα πυρά)  υπήρξε ένας νεκρός (πιθανόν ο Αυστριακός χημικός). Οι αντάρτες έπιασαν έναν από τους Γερμανούς που επέβαιναν στο αυτοκίνητο (υπάρχει και η εκδοχή ότι παραδόθηκε ο ίδιος) ενώ ο άλλος που ίσως και αυτός είχε τραυματιστεί, κατάφερε να διαφύγει και έφτασε στο Ασβεστοχώρι όπου ειδοποίησε τις γερμανικές αρχές. Υπάρχει και η εκδοχή ότι οι τραυματίες Γερμανοί που κατάφεραν να ξεφύγουν ήταν δυο   Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, από την επίθεση στο δεύτερο αυτοκίνητο δεν υπήρχαν νεκροί αλλά μόνο δύο Γερμανοί τραυματίες εκ των οποίων ο ένας, μαζί με τον τρίτο Γερμανό που δεν είχε τραυματιστεί, μπόρεσε να διαφύγει και να φτάσει στο Ασβεστοχώρι . Κατά τον Ταμιωλάκη, από την επίθεση στο δεύτερο αυτοκίνητο σκοτώθηκε ο χημικός, τραυματίστηκε ένας από τους Γερμανούς, που κατάφερε να ξεφύγει και να ειδοποιήσει τις γερμανικές αρχές. Επίσης αναφέρει ότι οι Γερμανοί που αιχμαλωτίστηκαν από τους αντάρτες εκτελέστηκαν. 

Η σφαγή

Μετά τις δύο αυτές επιθέσεις των ανταρτών οι κάτοικοι του Χορτιάτη ζήτησαν τη συμβουλή του Καζάκου ως προς το αν έπρεπε να φύγουν από το χωριό, φοβούμενοι αντίποινα των Γερμανών, εκείνος όμως τους καθησύχασε, διαβεβαιώνοντας τους ότι δεν είχαν να φοβηθούν τίποτα. Έτσι η πλειοψηφία των κατοίκων που ήταν τότε στο χωριό παρέμειναν στα σπίτια τους (ήταν κυρίως γυναικόπαιδα, καθώς οι περισσότεροι από τους άντρες είχαν φύγει από νωρίς για να πάνε στις δουλειές τους). Έπειτα οι αντάρτες έφυγαν προς το Λιβάδι και την Πετροκέρασα, παίρνοντας μαζί τους τους αιχμαλώτους. 

Λίγο αργότερα, έφτασαν στο Χορτιάτη περίπου είκοσι φορτηγά με Γερμανούς στρατιώτες και άντρες του Αποσπάσματος Καταδίωξης Ανταρτών του Φριτς Σούμπερτ (Jagdkommando Schubert) και περικύκλωσαν το χωριό. Αφού συγκέντρωσαν στην κεντρική πλατεία του χωριού τους κατοίκους που βρήκαν, άρχισαν να λεηλατούν και να πυρπολούν τα σπίτια.

Στη συνέχεια οδήγησαν τους κατοίκους που βρισκόταν στην πλατεία στο σπίτι του Ευάγγελου Νταμπούδη και τους έκαψαν ζωντανούς ενώ όσους βρισκόταν μπροστά στο καφενείο της πλατείας τους έκλεισαν στο φούρνο του Στέφανου Γκουραμάνη. Κατά την μεταφορά τους στο φούρνο του Γκουραμάνη ένας από τους άντρες του Σούμπερτ έπαιζε ένα χαρούμενο σκοπό στο βιολί. Αφού τους έκλεισαν στον φούρνο οι άντρες του Σούμπερτ έστησαν ένα πολυβόλο και άρχισαν να τους πυροβολούν από ένα μικρό παραθυράκι της πόρτας. Κατόπιν έβαλαν φωτιά για να κάψουν ζωντανούς όσους δεν είχαν σκοτωθεί από τις ριπές του πολυβόλου. Από τους εγκλωβισμένους όσοι προσπάθησαν να διαφύγουν από το κτίριο που καιγόταν μαχαιρώθηκαν από τους στρατιώτες που περίμεναν έξω. Μόνο δύο άνθρωποι κατάφεραν να γλυτώσουν από το φούρνο του Γκουραμάνη.

Εκτός από τους κατοίκους που δολοφονήθηκαν στα δύο προαναφερθέντα σημεία του χωριού, άλλοι δολοφονήθηκαν έξω από τα σπίτια τους και έντεκα καταδιώχθηκαν και εκτελέστηκαν έξω από το χωριό ενώ προσπαθούσαν να διαφύγουν. Επίσης γυναίκες κάτοικοι του Χορτιάτη έπεσαν θύματα βιασμού πριν δολοφονηθούν από τους άντρες του Σούμπερτ. Συνολικά σκοτώθηκαν εκείνη την μέρα 149 κάτοικοι του Χορτιάτη, ανάμεσα τους 109 γυναίκες και κορίτσια και κάηκαν περίπου 300 σπίτια. Εξ αιτίας του φόβου ότι οι Γερμανοί θα επέστρεφαν αλλά και της δυσοσμίας από τα καμένα πτώματα που είχαν μείνει άταφα, οι κάτοικοι που κατάφεραν να σωθούν επέστρεψαν αρκετές μέρες αργότερα στο χωριό. Στις 4 Σεπτεμβρίου οι άντρες του Σούμπερτ επέστρεψαν για να ολοκληρώσουν την λεηλασία των σπιτιών που είχαν ξεκινήσει δυο μέρες πριν. Εκπρόσωποι του Ερυθρού Σταυρού έμαθαν για τη σφαγή του Χορτιάτη στις 5 Σεπτεμβρίου και κατάφεραν να εξασφαλίσουν άδεια για να μπουν στο χωριό μόλις στις 7 Σεπτεμβρίου.

Μετά τον πόλεμο

Ο Φριτς Σούμπερτ μετά τον πόλεμο δικάστηκε και εκτελέστηκε στην Αθήνα. Το 1960 στήθηκε μνημείο για την σφαγή στο κέντρο της κωμόπολης του Χορτιάτη και το 1998 ονομάστηκε «μαρτυρική» με το υπ. αριθμ. 399 Προεδρικό Διάταγμα. 

Οι πρωταγωνιστές από την πλευρά του ΕΛΑΣ, Βάιος Ρικούδης και Αντώνιος Καζάκος προσπάθησαν μεταπολεμικά να δικαιολογήσουν τη σκοπιμότητα της ενέδρας.[6] Ο Ρικούδης υποστήριξε ότι η ενέδρα και επίθεση αποσκοπούσε να προστατευθούν οι περιουσίες των κατοίκων καθώς είχαν πληροφορίες ότι οι Γερμανοί θα πήγαιναν να αρπάξουν όλα τους τα ζώα. Επίσης υποστήριξε ότι όταν έφθασαν οι άντρες του Σούμπερτ στο χωριό η ομάδα του τους χτύπησε για να δοθεί ο απαραίτητος χρόνος στους κατοίκους ώστε να προλάβουν να απομακρυνθούν. Τέλος ανέφερε ότι φεύγοντας πήραν μαζί τους τους περισσότερους από τους κατοίκους και ότι λίγοι έμειναν πίσω πιστεύοντας ότι δε θα τους πειράξουν οι Γερμανοί. Τα ίδια υποστήριξε και ο Καζάκος και επιπλέον ισχυρίστηκε ότι ποτέ δεν είπε στους κατοίκους να μη φύγουν. Πάντως σύμφωνα με την εφημερίδα Νέα Αλήθεια,  ο Καζάκος φέρεται να είπε στους κατοίκους, μετά την επίθεση στα αυτοκίνητα του Οργανισμού Ύδρευσης Θεσσαλονίκης, όταν εκείνοι τον ρώτησαν αν έπρεπε να φύγουν: "Δεν πρέπει να φοβάστε πια. Εδώ τώρα είναι ελεύθερη Ελλάδα και κανένας Γερμανός δεν πρόκειται να βάλει το πόδι του ποτέ. Θά 'ρθει μάλιστα από ώρα σε ώρα και 12 χιλιάδες στρατός".
(...)

Διαβάστε ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ:




3.
Το Ολοκαύτωμα του Χορτιάτη από τους Γερμανούς 
(2/9/1944)