Άουσβιτς: 202499, ο τελευταίος αριθμός.
Άουσβιτς: 202499,
ο τελευταίος αριθμός.
Η Αλεξάντρα Ρόικοφ άκουσε για πρώτη φορά την ιστορία του Ισραηλινού καλλιτέχνη Γκαλ Βέρτμαν το 2012. Εκείνη την περίοδο, η Γερμανίδα δημοσιογράφος εργαζόταν στην Ιερουσαλήμ. Στην πραγματικότητα άκουσε ένα μικρό μέρος της ιστορίας. Που ήταν ωστόσο αρκετό για να την προτρέψει σε μια αναζήτηση που θα κατέληγε σε μια αποκάλυψη ικανή να αλλάξει τον τρόπο με τον οποίο και οι δύο θα αντιμετώπιζαν έκτοτε το παρελθόν.
Η Ρόικοφ έγραφε ένα κομμάτι για τα εγγόνια των επιζώντων του Ολοκαυτώματος. «Υπήρχε τότε μια τάση μεταξύ των νεαρών Ισραηλινών να κάνουν τατουάζ στο χέρι τον αριθμό που είχαν οι παππούδες τους στο Αουσβιτς. Για να κρατήσουν ζωντανή την οικογενειακή μνήμη» αναφέρει. Έτσι έτυχε να ακούσει για τον Βέρτμαν, ο οποίος ήταν τότε ο art director της εφημερίδας «Haaretz». Ο 45χρονος, γιος και εγγονός θυμάτων και επιζώντων, είχε κάνει τατουάζ έναν αριθμό. Δεν ήταν όμως ο αριθμός κάποιου συγγενούς, αλλά του τελευταίου ανθρώπου που φυλακίστηκε στο Αουσβιτς.
Ήταν ο αριθμός 202499 και κάποιος τον είχε αποκτήσει στις 18 Ιανουαρίου 1945. Εννέα ημέρες αργότερα, ο Κόκκινος Στρατός θα έμπαινε στο Αουσβιτς. «Όταν του τηλεφώνησα, μου είπε ότι διάλεξε τον αριθμό για να μνημονεύει όλους τους δολοφονημένους Εβραίους. Το τατουάζ ήταν ένα σύμβολο για τον πόνο του λαού του. Του λαού μας. Είμαι κι εγώ Εβραία» γράφει η Ρόικοφ, συντάκτρια σήμερα της γερμανικής «Süddeutsche Zeitung».
Η διάσωση της Φάνια Βέρτμαν
Όταν ήταν 14 ετών, ο Βέρτμαν έτυχε να αφηγηθεί στη γιαγιά του μια ιστορία από το Ολοκαύτωμα που είχε ακούσει στο σχολείο. Η Φάνια Βέρτμαν ξέσπασε σε λυγμούς. Τότε ο μικρός άκουσε για πρώτη φορά πως η γιαγιά και τα αγόρια της, δηλαδή ο πατέρας και ο θείος του, είχαν καταφέρει να μείνουν ζωντανοί στη διάρκεια του πολέμου, στην Πολωνία. Λίγο πριν από τον προγραμματισμένο εκτοπισμό τους, η Φάνια και τα παιδιά είχαν κρυφτεί στο δάσος. Εκεί έζησαν τα χρόνια της Κατοχής, μέσα σε μια λακκούβα στη γη. Πίνοντας την πρωινή δροσιά από τα φύλλα των δέντρων και τρώγοντας χόρτα ή τα τρόφιμα που περιστασιακά έφερναν οι αντάρτες.
Ο Βέρτμαν δεν ήθελε να μιλήσει δημόσια για το τατουάζ. «Είναι πολύ ιδιωτική υπόθεση» είχε πει. «Στη θέση του θα επεδίωκα να μάθω τα πάντα για το πρόσωπο που θα μνημονεύω σε όλη μου τη ζωή. Εκείνος είχε συνειδητά αρνηθεί να το ψάξει. Για εκείνον το τατουάζ δεν μνημόνευε το συγκεκριμένο πρόσωπο, αλλά όλους τους δολοφονημένους Εβραίους» εξηγεί η Ρόικοφ. Το ρεπορτάζ της δημοσιεύτηκε χωρίς αναφορά στον Βέρτμαν. Λίγο αργότερα, η δημοσιογράφος θα μετακόμιζε στο Βερολίνο.
Τον Ιούνιο του 2017, πέντε χρόνια μετά τη μοναδική τηλεφωνική συνομιλία τους, η Ρόικοφ στέλνει mail στον καλλιτέχνη. Θέλει να κάνει ρεπορτάζ με τη συμμετοχή του. Τον ρωτάει αν έχει αντίρρηση να ψάξει εκείνη τη μοίρα του κρατουμένου με τον αριθμό 202499. «Ισως έφτασε ο καιρός να το μάθω» της γράφει. «Είχα ήδη στα μάτια μου την εικόνα του Βέρτμαν να αγκαλιάζεται συγκινημένος με έναν ηλικιωμένο άντρα. Πίστευα ότι κάνω μια καλή πράξη. Πόσο αισιόδοξη και αφελής ήμουν» λέει σήμερα.
Ποιος είναι ο άντρας με τον αριθμό 202499;
Η Ρόικοφ ζητάει από την οργάνωση International Tracing Service, που διαθέτει πρωτότυπα έγγραφα σχετικά με το Ολοκαύτωμα, να ψάξουν σε ποιον ανήκε ο αριθμός 202499. Η πληροφορία φτάνει μέσα σε λίγες ημέρες: Ο τελευταίος καταγεγραμμένος κρατούμενος του Άουσβιτς ήταν ο Εγκελμπερτ Μ. Είχε ήδη περάσει τέσσερα χρόνια σε διαφορετικά στρατόπεδα. Δεν ήταν Εβραίος. Ήταν ποινικός κρατούμενος, ο οποίος είχε κατ’ επανάληψη καταδικαστεί για κλοπές. Η Ρόικοφ στέλνει τα στοιχεία στον Βέρτμαν. «Αναρωτιόμουν πώς θα αντιδρούσε μαθαίνοντας ότι ο άντρας τον αριθμό του οποίου έφερε στο χέρι του δεν ήταν Εβραίος» λέει. Όμως εκείνος δεν ανοίγει τον φάκελο. «Θα σου πω όταν το τολμήσω» απαντά. Η δημοσιογράφος του λέει ότι θέλει συνεχίσει την έρευνα.
Ο Εγκελμπερτ Μ. είχε οδηγηθεί στο Αουσβιτς στις 15 Ιανουαρίου 1945. Στις 18 έκανε το τατουάζ. Το στρατόπεδο ήταν υπό διάλυση. Οι πορείες θανάτου είχαν ξεκινήσει. Ο Κόκκινος Στρατός πλησίαζε. Γιατί, λοιπόν, τον οδήγησαν στο Άουσβιτς; «Επί μήνες σκάλιζα την ιστορία του. Έμαθα ότι είχε σκληρή παιδική ηλικία και ότι είχε ξεκινήσει με μικροκλοπές. Ευχόμουν ακόμη να ανακαλύψω κάτι που θα τον έκανε συμπαθητικό» γράφει. Ένα βράδυ, εντοπίζει το όνομά του στην τοπική εφημερίδα ενός χωριού. Ήταν μια ανακοίνωση με ευχές για τα 90ά του γενέθλια. Ώστε ήταν ακόμη εν ζωή. Η Ρόικοφ στέλνει επιστολή στην οικογένεια. Ξανά και ξανά. Δεν λαμβάνει απάντηση. Κάποτε βρίσκει στο Facebook την εγγονή του. Ο παππούς πέθανε, την ενημερώνει. Και η οικογένεια δεν θέλει να συμμετέχει στο ρεπορτάζ.
Γιατί όμως; Και τότε η Ρόικοφ πέφτει πάνω στο «Ημερολόγιο των Γεγονότων στο Άουσβιτς - Μπίρκεναου», της Πολωνέζας ιστορικού Ντανούτα Τσεκ. Στη σελίδα 969 αναφέρεται η άφιξη του τελευταίου κρατούμενου, με τον αριθμό 202499. Υπάρχει υποσημείωση: «Στάλθηκε στο Άουσβιτς ώστε να ενταχθεί στην ειδική μονάδα Ντιρλεβάνγκερ των SS». Η Γερμανίδα δημοσιογράφος δεν έχει ξανακούσει το όνομα. Είναι πια τέλος του 2018. Όσα πρόκειται τώρα να μάθει θα έρθουν σαν αληθινό σοκ. Ειδικά καθώς αισθάνεται ότι έχει την ηθική υποχρέωση να τα μοιραστεί με τον Βέρτμαν.
Η μονάδα Ντιρλεβάνγκερ
Ο Όσκαρ Ντιρλεβάνγκερ ήταν ένας λογιστής, καταδικασμένος για παιδοφιλία και φανατικός Ναζί. Το 1940 οργάνωσε μια ειδική μονάδα των SS που έχει μείνει στην Ιστορία για κάποια από τα πιο βάναυσα εγκλήματα του πολέμου. Την απάρτιζαν αποκλειστικά εγκληματίες που διέλυσαν το γκέτο της Λουμπλιάνας, δολοφονώντας Εβραίους και αντάρτες, ενώ είχαν καίριο ρόλο στην καταστολή της εξέγερσης του γκέτο της Βαρσοβίας, που στοίχισε τη ζωή σε 200.000 αμάχους. Ο Ντιρλεβάνγκερ και οι σύντροφοί του διασκέδαζαν μαστιγώνοντας Εβραίες ώσπου οι γυναίκες κατέρρεαν αιμόφυρτες. Η μονάδα ήταν τόσο βάναυση, που προκαλούσε τη δυσφορία ακόμη και άλλων μονάδων των SS.
Προς το τέλος του πολέμου, ο Ντιρλεβάνγκερ αναζητούσε ακόμη μέλη ανάμεσα στους εγκληματίες και τους πολιτικούς κρατουμένους. «Δεν υπάρχει καμιά πληροφορία που να εξηγεί για ποιο λόγο ο Εγκελμπερτ Μ. δέχτηκε να ενταχθεί στη μονάδα» γράφει η Ρόικοφ. «Ίσως δεν είχε πάρει μέρος σε εγκλήματα» ευχόταν. Αλλά τα στοιχεία είναι ελάχιστα. Το 1945 στη Γερμανία επικρατεί χάος και μια αγωνία να καταστραφούν επιβαρυντικά ντοκουμέντα. Το μόνο που θα ανακαλύψει είναι ότι ο άντρας συλλαμβάνεται από τους Γάλλους. Έπειτα από πολλούς μήνες αφήνεται ελεύθερος για να ζήσει ανενόχλητος μια ήρεμη ζωή. Στο χωριό του κανείς δεν έμαθε ποτέ το παρελθόν του.
Και τώρα πώς θα αντιδρούσε ο Βέρτμαν μαθαίνοντας την αλήθεια; Ο καλλιτέχνης έχει στο μεταξύ μετακομίσει με την οικογένειά του στις ΗΠΑ. Ακόμη δεν έχει ανοίξει εκείνο τον φάκελο με το όνομα του άντρα με τον αριθμό 202499. Είναι Μάιος του 2019 όταν η Ρόικοφ μπαίνει στο αεροπλάνο. Ώρες αργότερα, καθισμένη απέναντί του, αρχίζει την αφήγηση. «Πόσο καιρό ήταν στη μονάδα των SS;» τη ρωτάει. Λίγους μήνες. «Και τι έκανε;» Δεν ξέρω.
Επιστρέφοντας στο ξενοδοχείο, η γυναίκα πετάει τα ντοκουμέντα. Στέλνει μήνυμα στον Βέρτμαν ότι έχει ενοχές. «Είμαι ευτυχής που έκανες την έρευνα» της απαντά. Όταν θα τον επισκεφθεί ξανά, ο καλλιτέχνης θα της πει ότι «κι εκείνος θύμα ήταν. Μπήκε στο στρατόπεδο αθώος. Ίσως εντάχθηκε στη μονάδα για να γλιτώσει από το Αουσβιτς». Τώρα το τατουάζ δεν θα συμβόλιζε μόνο τους Εβραίους, αλλά όλα τα θύματα του Ολοκαυτώματος.
Και η Ρόικοφ; «Δεν θέλω και να επωμισθώ έναν πόνο που δεν μου ανήκει. Θέλω να θυμάμαι μόνο τους ανθρώπους που χάθηκαν. Στο σπίτι του Βέρτμαν υπάρχει η φωτογραφία μιας νεαρής γυναίκας. Είναι το μοναδικό ίχνος της που επιβιώνει. Είναι η αδελφή της γιαγιάς του. Ο Βέρτμαν ήθελε να τιμήσει τη μνήμη της οικογένειάς του. Δεν ξέρω τους αριθμούς που τους έδωσαν οι Ναζί. Αλλά ξέρω τα ονόματά τους: Ήταν η Ελκα. Η Λίβσια. Ο Γκίτσια. Η Ζόλντα. Η Ρακέλ. Ο Μπέρεκ».
*Το άρθρο δημοσιεύτηκε στον ''Φιλελεύθερο''
στις 3 Σεπτεμβρίου.
Της Κατερίνας Οικονομάκου
5 Σεπτεμβρίου 2019
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ-ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ