Τι είναι η συνοριακή διαφωνία - το περίφημο backstop - που φρενάρει την επίτευξη ενός Brexit;
Τι είναι η συνοριακή διαφωνία - το περίφημο backstop
- που φρενάρει την επίτευξη ενός Brexit;
Στο παραπέντε του βρετανικού Brexit αποδεικνύεται για μια ακόμη φορά η πολυπλοκότητα του ζητήματος του backstop.
Η φύση των ιρλανδικών συνόρων μετά το Brexit, είναι ένα σημαντικό σημείο επιθετικής διαπραγμάτευσης μεταξύ της βρετανικής κυβέρνησης και της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Και οι δύο πλευρές συμφωνούν, πως ανεξάρτητα από το είδος του Brexit που θα επιφέρουν οι εξελίξεις το ερχόμενο διάστημα, οι έλεγχοι κατά μήκος των ιρλανδικών συνόρων πρέπει να αποφεύγονται.
Σε λιγότερες από 50 ημέρες η Βρετανία θα εγκαταλείψει την ΕΕ και οι δύο πλευρές δεν μπόρεσαν να καταλήξουν σε μια συναίνεση σχετικά με τους όρους Brexit.
Επί του παρόντος δεν υπάρχουν τελωνειακοί ή κανονιστικοί έλεγχοι για τα εμπορεύματα που διέρχονται μεταξύ της Βόρειας Ιρλανδίας και της Δημοκρατίας της Ιρλανδίας.
Πρόκειται ομως για ένα θέμα μεγάλης πολιτικής και διπλωματικής ευαισθησίας, καθώς τα σύνορα των 310 μιλίων αποτελούν το μόνο χερσαίο σύνορο μεταξύ του Ηνωμένου Βασιλείου και της ΕΕ από τις 31 Οκτωβρίου.
Τι είναι το backstop;
Με δυο λόγια, το αμφισβητούμενο σχέδιο «backstop», είναι ουσιαστικά μια νομικά δεσμευτική πολιτική ασφάλειας, ένα δίχτυ ασφαλείας.
Έχει δημιουργηθεί για να εξασφαλίσει ότι δεν πρόκειται να υπάρξει «σκληρό (ή δύσκολο) σύνορο» μεταξύ της επαρχίας Βόρειας Ιρλανδίας και της Δημοκρατίας της Ιρλανδίας ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα των μελλοντικών εμπορικών συνομιλιών μεταξύ του Ηνωμένου Βασιλείου και της ΕΕ.
Το σχέδιο backstop το οποίο η ΕΕ επέμεινε να αποτελεί μέρος οποιασδήποτε συμφωνίας Brexit, θα συνεπάγετο ότι η Βρετανία θα διατηρεί μια πολύ στενή σχέση με την ΕΕ για αόριστο χρονικό διάστημα.
Θα εφαρμοζόταν εάν το Ηνωμένο Βασίλειο δεν κατάφερε να συνάψει μια τελική συμφωνία στο τέλος μιας μεταβατικής περιόδου ή εάν αυτή η τελική συμφωνία δεν εγγυάται ένα μαλακό σύνορο.
Δεν θα εφαρμοζόταν εάν η Βρετανία έφυγε χωρίς συμφωνία.
Δηλαδή ακόμη κι αν η Βρετανία φύγει από την ΕΕ χωρίς συμφωνία περί εμπορίου και ασφάλειας, δεν θα υπάρξουν συνοριακοί έλεγχοι και περιορισμοί ξαφνικά στην Ιρλανδία.
Προς το παρόν, αγαθά και υπηρεσίες διακινούνται μεταξύ των δύο δικαιοδοσιών με λίγους περιορισμούς.
Δεδομένου ότι το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ιρλανδία αποτελούν, ακόμη μέλη της ενιαίας αγοράς της ΕΕ και της τελωνειακής ένωσης, τα προϊόντα που διέρχονται μεταξύ της Βόρειας Ιρλανδίας και της Δημοκρατίας της Ιρλανδίας, δεν υπόκεινται σε τελωνειακούς ή κανονιστικούς ελέγχους.
Αυτό συμβαίνει επειδή οι ρυθμίσεις της ενιαίας αγοράς και της τελωνειακής ένωσης της ΕΕ διευκολύνουν τη διέλευση των ανθρώπων, των αγαθών και των υπηρεσιών από τα σύνορα και τα δύο έθνη ακολουθώντας ένα παρόμοιο σύνολο κανόνων και κανονισμών.
Aλλά μετά το Brexit, όλα αυτά θα μπορούσαν να αλλάξουν.
Γιατί έχει σημασία;
Πολιτικά: Υπάρχει ευρεία συναίνεση σε ολόκληρο το Ηνωμένο Βασίλειο και την ΕΕ ότι τα σύνορα της Ιρλανδίας πρέπει να παραμείνουν όσο το δυνατόν πιο ανοικτά, καθώς υπάρχουν φόβοι ότι το Brexit θα μπορούσε να επαναφέρει τις εντάσεις η οποία θα επέφερε μνήμες της περιόδου «The Troubles, μια μακρά περίοδο σύγκρουσης που υπήρξε στην Ιρλανδία από τη δεκαετία του 1920 και έμεινε γνωστή με αυτό το όνομα.
Ήταν μια περίοδος βίας ανάμεσα σε δύο ομάδες – τους Ρεπουμπλικάνους (που ήθελαν τη Βόρεια Ιρλανδία να επανενταχθεί στη Δημοκρατία της Ιρλανδίας) και τους Πιστούς (που ήθελαν να παραμείνουν μέρος του Ηνωμένου Βασιλείου). Πολλοί άνθρωποι σκοτώθηκαν κατά τη διάρκεια αυτών των συγκρούσεων.
Η περίοδος αυτή έκλεισε με τη Συμφωνία της Μεγάλης Μεγάλης Παρασκευής του 1998, η οποία αποτέλεσε έκτοτε το βασικό δομικό στοιχείο ειρήνης στη Βόρεια Ιρλανδία, η οποία αφαιρούσε τους ελέγχους ασφαλείας από τα ιρλανδικά σύνορα και τα καθιστούσε πρακτικά αόρατα.
Οπότε οι ανησυχίες που εγείρονται στην προκειμένη περίπτωση του Brexit εγείρουν ανησυχίες ότι η επιστροφή σε ένα καθεστώς σκληρών συνόρων θα μπορούσε να αναζωπυρώσει την πολιτική βία της εποχής εκείνης.
Πέραν τούτου όμως με σκληρά σύνορα υπάρχει ανησυχία για τη δημιουργία ενός σκληρού συνόρου στην ιρλανδική θάλασσα – που θα κόψει τη Βόρεια Ιρλανδία από το υπόλοιπο Ηνωμένο Βασίλειο.
Εντούτοις όμως, ακόμη κι αν τα ιρλανδικά σύνορα παραμείνουν ανοιχτά, θα χρειαστεί ακόμη να γίνονται έλεγχοι για τα εμπορεύματα εντός και εκτός του υπόλοιπου Ηνωμένου Βασιλείου και της ΕΕ.
Εάν δεν υπάρχουν σκληρά σύνορα στην Ιρλανδία, τα αγαθά αυτά θα πρέπει να ελέγχονται στους λιμένες, πράγμα που σημαίνει ότι το εμπόριο μεταξύ της Βόρειας Ιρλανδίας και του υπόλοιπου Ηνωμένου Βασιλείου θα είναι σταθερό.
Έτσι δεν θα δημιουργηθεί ένα σκληρό σύνορο στην Ιρλανδία και στο ιρλανδικό πέλαγος.
Γιατί όμως πρέπει να υπάρχουν κάποια σύνορα;
Επειδή το Ηνωμένο Βασίλειο επέμεινε ότι θα εγκαταλείψει την ενιαία αγορά της ΕΕ και την τελωνειακή ένωση.
Αυτό σημαίνει, με κάποιο τρόπο, ότι όλα τα αγαθά μέσα κι έξω από το Ηνωμένο Βασίλειο προς κι από την ΕΕ πρέπει να περάσουν από έναν συνοριακό έλεγχο.
Οικονομικά: Το άλλο πρόβλημα, φυσικά, είναι οικονομικό.
Οι οικονομίες της Βόρειας Ιρλανδίας και της Δημοκρατίας της Ιρλανδίας είναι πλήρως συνδεδεμένες.
Τεράστιες ποσότητες αγαθών και υπηρεσιών διασχίζουν τα σύνορα κάθε μέρα χωρίς ελέγχους οποιουδήποτε είδους.
Εκτιμάται ότι τουλάχιστον 30.000 άτομα ταξιδεύουν περνούν τα σύνορα κάθε μέρα για να πάνε στην εργασία τους.
Η Δημοκρατία της Ιρλανδίας και η Βόρεια Ιρλανδία έχουν μια κοινή περιοχή ταξιδιού που προηγείται της ΕΕ, την οποία και οι δύο πλευρές επιμένουν ότι θα παραμείνει σε ισχύ ανεξάρτητα με το τι θα συμβεί.
Αλλά αυτό δεν εμποδίζει την εμφάνιση σκληρών συνόρων για οτιδήποτε άλλο.
Μετά το Brexit, όπως ήδη επισημάνθηκε, όλα θα μπορούσαν να αλλάξουν.
Τα δύο μέρη του νησιού της Ιρλανδίας θα μπορούσαν να βρίσκονται σε διαφορετικά τελωνειακά και κανονιστικά καθεστώτα.
Αυτό, με τη σειρά του, θα μπορούσε να οδηγήσει σε αύξηση των ελέγχων ασφαλείας, καθυστερήσεων και επιτήρησης στα σημεία διέλευσης.
Ο βρετανός πρωθυπουργός Boris Johnson δήλωσε ότι μια αναθεωρημένη συμφωνία Brexit πρέπει να περιλαμβάνει την «κατάργηση» του backstop.
Ο πρώην δήμαρχος του Λονδίνου προειδοποίησε ότι η πολιτική αυτή θα σήμαινε εξανέμιση της οικονομικής ανεξαρτησίας του Ηνωμένου Βασιλείου.
Πολλοί βουλευτές του κυβερνώντος Συντηρητικού Κόμματος φοβούνται ότι το σχέδιο backstop θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για να παγιδευτεί μόνιμα η Βρετανία στην τελωνειακή ένωση της ΕΕ, εμποδίζοντας τη χώρα να διαπραγματευτεί τις δικές της εμπορικές συμφωνίες.
Αντ 'αυτού, ορισμένοι βουλευτές ζήτησαν είτε αυστηρό χρονικό όριο για την backstop ή ένα μέτρο που θα επέτρεπε στο Ηνωμένο Βασίλειο να το τερματίσει μονομερώς.
Η διάσπαση για το backstop οδήγησε τελικά στην παραίτηση την πρωθυπουργό Theresa May στις αρχές του 2019,.η οποία διαπραγματεύτηκε μία Συμφωνία Απόσυρσης με χρονικό ορίζοντα ως το 2020.
Πώς λειτουργεί;
Αρχικά ένα backstop θα επέτρεπε στη Βόρεια Ιρλανδία να παραμείνει ευθυγραμμισμένη με ορισμένους κανόνες της ενιαίας αγοράς της ΕΕ, προκειμένου να αρθεί η ανάγκη για φυσικές υποδομές στα ιρλανδικά σύνορα μετά το Brexit.
Αυτό σημαίνει ότι τα εμπορεύματα που εισέρχονται στη Βόρεια Ιρλανδία από το υπόλοιπο Ηνωμένο Βασίλειο θα πρέπει να ελέγχονται για να διαπιστωθεί αν πληρούν τα πρότυπα της ΕΕ (ουσιαστικά δημιουργούν σύνορα μεταξύ των δύο περιοχών).
Θα συνεπαγόταν επίσης ένα προσωρινό ενιαίο τελωνειακό έδαφος που θα κρατούσε ουσιαστικά ολόκληρο το Ηνωμένο Βασίλειο στην τελωνειακή ένωση της ΕΕ - μέχρις ότου τόσο η ΕΕ όσο και το Ηνωμένο Βασίλειο συμφωνούσαν ότι δεν είναι πλέον απαραίτητο.
Αλλά η ανησυχία εδώ είναι ότι το Ηνωμένο Βασίλειο δεν θα μπορέσει να εγκαταλείψει μονομερώς το backstop - πράγμα που σημαίνει ότι η ΕΕ θα χρειαστεί να εγκρίνει το τέλος αυτής της κατάστασης.
Η Συμφωνίας Απόσυρσης, που υπεγράφη από την Theresa May τον Νοέμβριο του 2018, επέκτεινε αυτή τη συμφωνία ως το τέλος του 2020 (μια επιπρόσθετη μεταβατική περίοδος), ώστε να καλύψει το σύνολο του Ηνωμένου Βασιλείου - υπό την επιμονή του Δημοκρατικού Συνδικαλιστικού Κόμματος (DUP).
Το DUP, το οποίο είχε υποστηρίξει τη κυβέρνηση της May αντιτάχθηκε σθεναρά στην πιθανότητα δημιουργίας εικονικών συνόρων μεταξύ της Βόρειας Ιρλανδίας και του υπόλοιπου Ηνωμένου Βασιλείου.
Βάσει του ισχύοντος κειμένου της Συμφωνίας Απόσυρσης, το backstop θα τεθεί σε εφαρμογή στο τέλος μιας μεταβατικής περιόδου το 2020.
Η ρήτρα έχει σχεδιαστεί ως μηχανισμός προεπιλογής για να παραμείνει σε ισχύ έως ότου συμφωνηθεί μια εναλλακτική ρύθμιση.
Ο διάδοχος της May, Boris Johnson, όμως δεν συμφωνεί.
Όταν ανώτεροι αξιωματούχοι της κυβέρνησης Johnson υπαινίχθηκαν δημοσίως ότι ένα backstop που θα ισχύει μόνο για τη Βόρεια Ιρλανδία μπορεί να είναι η μόνη καλύτερη επιλογή ανοιχτή επί του παρόντος στη Downing Street - εάν ο Johnson φανεί συνεπής στην υπόσχεσή του και πραγματοποιήσει το Brexit στις 31 Οκτωβρίου, ο Johnson έσπευσε να αποκλείσει το ενδεχόμενο backstop μόνο για τη Βόρεια Ιρλανδία, λέγοντας σε ζωντανή σύνδεση σε χρήστες του Facebook ότι αυτή η επιλογή «απλά δεν είναι για το Ηνωμένο Βασίλειο».
Τι γίνεται από εδώ και πέρα;
Ο Johnson έχει δεσμευτεί να καταργήσει το backstop, καλώντας το ως «διχαστική» και «αντιδημοκρατική» πολιτική.
Μιλώντας στη Βουλή των Κοινοτήτων στο τέλος Ιουλίου τόνισε, πως «καμία χώρα που εκτιμά την ανεξαρτησία της, και σέβεται τον εαυτό της, δεν συμφωνούσε με μια συνθήκη που θα εξαφάνιζε την οικονομική ανεξαρτησία και την αυτοδιοίκησή μας».
Όμως, παρά τις διαφωνίες σχετικά με το backstop, η ΕΕ επέμεινε κατ' επανάληψη ότι δεν είναι διατεθειμένη να επαναδιαπραγματευτεί.
Στα τέλη Αυγούστου, η Γερμανίδα καγκελάριος Angela Merkel δήλωσε ότι η λύση στην ιρλανδική συνοριακή διαμάχη ήταν δυνατή πριν από την 31η Οκτωβρίου. Επίσης, ότι η ευθύνη για την αποτροπή ενός no-deal Brexit βρίσκεται στα χέρια του Johnson.
Εάν δεν υπάρχει νομοθέτηση για να το σταματήσει, το Ηνωμένο Βασίλειο προγραμματίζεται να εγκαταλείψει την ΕΕ στις 31 Οκτωβρίου, στις 11 μ.μ. ακριβώς, ώρα Λονδίνου.
13/9/2019