Αίμα, χαλάσματα και πόνος τα... υλικά της ανοικοδόμησης
Χαν Σεϊχούν. Συγκλονίζουν οι ισοπεδωμένες πόλεις
καθώς διανύουμε τον ένατο αιματηρού εμφυλίου πολέμου στη Συρία.
Αίμα, χαλάσματα και πόνος τα... υλικά της ανοικοδόμησης
Κείμενο-φωτογραφίες: Θανάσης Αργυράκης*
Ο ατελείωτος εμφύλιος στη Συρία και η διαρκής παρείσφρηση (παρα)στρατιωτικών δυνάμεων τρίτων χωρών αλλά και μουσουλμάνων τρομοκρατών έχουν σημαδέψει ανεξίτηλα την άλλοτε πλούσια και πολιτισμένη χώρα: εκατοντάδες χιλιάδες οι νεκροί, εκατομμύρια οι ξεριζωμένοι, ισοπεδωμένες πόλεις και χωριά, ανήκουστη καταστροφή υποδομών κι ένας λαός από ανθρώπους-φαντάσματα να ψευτοεπιβιώνει χάρη στην ανθρωπιστική βοήθεια.
Η Συρία δεν θυμίζει καμία από τις άλλες αραβικές χώρες. Είναι μια χώρα με βιομηχανικές υποδομές, καλλιεργημένες εκτάσεις, τεράστιο αρδευτικό σύστημα σε μια περιοχή όπου το νερό δεν περισσεύει, με ασφαλτοστρωμένους δρόμους, με ανθρώπους που ξεχωρίζουν για τη φιλοξενία τους και τη συμπεριφορά τους, πλούσια μεσαία στρώματα και ακόμα πλουσιότερη αστική τάξη.
Ολα αυτά μπορεί να τα διακρίνει κανείς ακόμη και πίσω από τα συντρίμμια και τη σκόνη που σήκωσαν τα βομβαρδισμένα σπίτια, τα χωριά, οι ισοπεδωμένες πόλεις.
Ωστόσο, η απίστευτη ομορφιά του Χαλεπιού, η Χομς, η Χάμα, οι πόλεις-ιστορικά σταυροδρόμια του εμπορίου και χωνευτήρια πολιτισμών και θρησκειών έχουν μετατραπεί σε σωρό ερειπίων. Εκκλησίες και τζαμιά έχουν γίνει σουρωτήρι από τις σφαίρες και τις βόμβες των τανκς. Οσοι συνεχίζουν να ζουν εκεί, μοιάζουν ζωντανοί-νεκροί, ενώ ουσιαστικά δεν υπάρχει ούτε μία οικογένεια που να μην έχει νεκρούς ή τραυματίες συγγενείς, φίλους, γνωστούς.
Πραγματικό λουτρό αίματος και απόλυτη καταστροφή μιας πλούσιας αραβικής χώρας, η οποία, κατά κοινή ομολογία, θα χρειαστεί το λιγότερο μια δεκαετία, όχι για να ορθοποδήσει, αλλά για να ξανασταθεί στα πόδια της. Ο απολογισμός, τραγικός. Εκατοντάδες χιλιάδες οι νεκροί, τεράστιος αριθμός αναπήρων από τους τραυματισμούς και προσφυγικό «τσουνάμι» εκατομμυρίων ανθρώπων.
Παρά ταύτα, και ενώ ακόμα συνεχίζονται οι συγκρούσεις, αν και σε μικρότερη έκταση, γίνονται τα πρώτα βήματα ανοικοδόμησης στις περιοχές που βρίσκονται υπό τον έλεγχο των δυνάμεων του Ασαντ. Ή τουλάχιστον, αυτό επιθυμεί να διαφημίσει η Δαμασκός.
Λατάκια - Χάμα - Ιντλίμπ
Αν κάποιος, βέβαια, προσγειωνόταν στο αεροδρόμιο της παραθαλάσσιας Λατάκιας, στη βορειοδυτική Συρία, το οποίο πλέον έχει μετατραπεί σε ρωσική αεροπορική βάση, και έμενε στην πόλη που απέχει περίπου είκοσι λεπτά από το αεροδρόμιο «Μπασάρ αλ Ασαντ», θα νόμιζε ότι έχει βρει το ιδανικό μέρος για διακοπές. Ο πόλεμος, ευτυχώς, δεν την άγγιξε.
Μεσογειακά ξεφαντώματα από τους ντόπιους στα παραλιακά εστιατόρια και κέντρα διασκέδασης, λίγοι τουρίστες από τον Λίβανο που σπεύδουν εκεί δεδομένου ότι είναι φτηνότερα από τη χώρα τους, πανάκριβα αυτοκίνητα για τους εύπορους Σύρους, καθώς και τους «έμπιστους» της Δαμασκού, που κυκλοφορούν με κολλημένο στο παρμπρίζ των πολυτελών αυτοκινήτων τους το πορτρέτο του Ασαντ κ.ο.κ.
Το μόνο που θυμίζει ότι η χώρα βρίσκεται σε έναν αδελφοκτόνο και αιματηρό πόλεμο είναι οι πολλοί άντρες με στρατιωτική περιβολή και το Καλάσνικοφ στον ώμο που περπατούν στους δρόμους, καθώς και τα πολυάριθμα μπλόκα στα όρια της πόλης. Κι όμως, μόλις τρεις-τέσσερις ώρες δρόμο, προς την κατεύθυνση των πόλεων Χάμα και Ιντλίμπ, ξεδιπλώνεται η κόλαση επί γης. Ειδικά στα σύνορα των επαρχιών Χάμα και Ιντλίμπ, οι μάχες μαίνονται και το πιθανότερο, όπως άπαντες εκτιμούν, θα συνεχιστούν.
Λίγο μετά τη Χάμα μέχρι βορειότερα, τη στρατηγικής σημασίας πόλη Χαν Σεϊχούν, την οποία μόλις πρόσφατα ανακατέλαβαν οι δυνάμεις του Ασαντ, σε όλες τις πόλεις, κωμοπόλεις και χωριά που υπήρχαν σε αυτή τη διαδρομή της περίπου μιας ώρας, την οποία διασχίσαμε μαζί με ένα μεγάλο κομβόι από δημοσιογράφους και μέλη ανθρωπιστικών οργανώσεων, συνοδευόμενο από άνδρες των ρωσικών ειδικών δυνάμεων, ήταν δύσκολο να διακρίνει κανείς κάποιο σπίτι ή οίκημα που να μην είχε καταρρεύσει, που να μην ήταν χιλιοτρυπημένο από σφαίρες ή ανατιναγμένο από τις βόμβες. Σε πολλές περιπτώσεις –αν και όχι πάντα– έστεκαν αλώβητα μόνον τα τζαμιά και οι εκκλησίες.
Η Ρωσία είναι εδώ
Στα χαλάσματα της Χαν Σεϊχούν, οι άνθρωποι-φαντάσματα που απέμειναν, ζουν από την ανθρωπιστική βοήθεια που τους προφέρουν συριακές οργανώσεις και κυρίως οι ρωσικές στρατιωτικές δυνάμεις. Οι τελευταίες είναι πανταχού παρούσες, όχι μόνο στα μέτωπα της ένοπλης αντιπαράθεσης, αλλά και στις περιοχές που ανακαταλαμβάνονται από τις δυνάμεις της Δαμασκού και του Ασαντ.
Η ανθρωπιστική βοήθεια που δίνουν οι Ρώσοι στρατιωτικοί στον πληθυσμό λειτουργεί σαν το καλύτερο διαβατήριο για τη Μόσχα στη Συρία. Εκεί όπου, όπως δείχνουν οι μεγάλες βάσεις της (αεροπορική στη Λατάκια και ναυτική στην πόλη Ταρτούς), αλλά και τα σημαντικά οικονομικά συμφέροντα που φαίνεται να έχει μεταξύ άλλων στον ενεργειακό τομέα, η Ρωσία κατέβηκε για να μείνει για… πολύ καιρό.
Η Χαν Σεϊχούν, πάντως, θα χρειαστεί πολλά χρόνια για να ξαναχτιστεί, αν ποτέ ανοικοδομηθεί πάλι. Σήμερα, στους χώρους μαγαζιών και σπιτιών «καμουφλάρονται» τανκς και πολλά από τα σπίτια έχουν μετατραπεί σε οχυρά των δυνάμεων του Ασαντ, προκειμένου να αντιμετωπίσουν μια ενδεχόμενη αντεπίθεση των τζιχαντιστών και των όποιων άλλων δυνάμεων διαθέτει πλέον η συριακή αντιπολίτευση.
Το σχολείο της πόλης, όχι μόνον είναι κλειστό, αλλά από τις αίθουσες απουσιάζουν ακόμα και τα θρανία. Βέβαια, οι τοπικοί παράγοντες της πόλης προσπάθησαν να πείσουν ότι σύντομα θα ξαναλειτουργήσει. Μάλιστα είχαν φροντίσει να φρεσκοασφαλτοστρωθεί (!) η είσοδος του σχολείου.
Κούρδοι και Τούρκοι
Σήμερα, η γραμμή ανάμεσα στις επαρχίες Χάμα και Ιντλίμπ είναι το κύριο μέτωπο της αντιπαράθεσης των εμπειροπόλεμων πλέον δυνάμεων του Ασαντ με τους τζιχαντιστές της οργάνωσης Χαγιάτ Ταχρίρ αλ Σαμ, πρώην Αλ Νούσρα, οι οποίοι όπως υποστηρίζει η Δαμασκός συνδέονταν με την Αλ Κάιντα και διεξάγουν επιθέσεις στην περιοχή.
Κατά τη Δαμασκό, εκεί δρα και η ονομαζόμενη «διεθνής ταξιαρχία», η οποία αποτελείται από τζιχαντιστές προερχόμενους από την πρώην ΕΣΣΔ, την Ευρώπη και τα Βαλκάνια, κυρίως το Κόσοβο και την Αλβανία.
Οι συγκρούσεις, προς το παρόν, έχουν επικεντρωθεί σε αυτή την περιοχή, με τον Ασαντ να ελέγχει πια σχεδόν τα δύο τρίτα της Συρίας και όπως όλα δείχνουν μέχρι τώρα, να κερδίζει τον πόλεμο, με την καθοριστική αεροπορική υποστήριξη της Ρωσίας. Βέβαια, «αγκάθια» για τη Δαμασκό παραμένουν η ελεγχόμενη από τους Κούρδους ευρύτατη ζώνη, καθώς και οι ελεγχόμενες από την Τουρκία περιοχές στον Βορρά.
Ακρως ενδιαφέρον είναι ότι, μετά τη συγκεκριμένη γραμμή, βορειότερα, η ευρύτερη περιοχή της Ιντλίμπ έχει χαρακτηριστεί «ζώνη αποκλιμάκωσης» της σύγκρουσης. Κάτι όμως που, όπως όλα δείχνουν, μόνο στα χαρτιά φαίνεται να ισχύει, αφού οι συγκρούσεις διαδέχονται η μια την άλλη.
Η ζώνη της επαρχίας Ιντλίμπ είναι υπό τον έλεγχο των δυνάμεων της Τουρκίας, οι οποίες έχουν αναπτύξει εκεί πλειάδα «παρατηρητηρίων» - στην πραγματικότητα, μίνι «φρουρίων». Από την άλλη πλευρά, στις περιοχές που ελέγχει η Δαμασκός, έχουν αναπτυχθεί «παρατηρητήρια» από Ρώσους και Ιρανούς.
Από τη μεριά της, η Δαμασκός φαίνεται πως είναι πυρ και μανία με την Τουρκία, από τις περιοχές ελέγχου της οποίας ξεκινούν επιθέσεις οι «αντάρτες» της συριακής αντιπολίτευσης και οι τζιχαντιστές.
Ενδεικτική είναι η άποψη του κυβερνήτη της πόλης Χομς, Ταλάλ αλ Μπαραζί, ο οποίος δεν διστάζει να κατηγορήσει την Τουρκία για εισβολή στη Συρία και κατοχή συριακού εδάφους, καθώς και ότι στην πραγματικότητα αυτή ήταν που επιχείρησε να εισβάλει και να καταλάβει την πόλη Χαν Σεϊχούν.
Γενικότερα, πάντως, στη Συρία είναι εμφανές ότι οι διαθέσεις απέναντι στην Τουρκία είναι αρνητικές, ενώ συχνά την κατηγορούν για παροχή οπλισμού και εκπαίδευσης στους «τρομοκράτες», αλλά και προστασία τους στα εδάφη που είναι υπό τουρκικό έλεγχο.
Επιστροφές με το σταγονόμετρο
Τις πρώτες ημέρες μετά την ανακατάληψη της πόλης τους από τις δυνάμεις του Ασαντ, οι εναπομείναντες κάτοικοι της Χαν Σεϊχούν, ως επί το πλείστον γυναικόπαιδα και μεγαλύτεροι σε ηλικία, περίμεναν καθημερινά για ώρα στον ήλιο, σε θερμοκρασίες 45 βαθμών, σχηματίζοντας ουρές για να πάρουν την πολυπόθητη ανθρωπιστική βοήθεια είτε από τους Ρώσους είτε από συριακές οργανώσεις.
«Γιορτή» σήμανε για τους κατοίκους όταν συνεργεία αποκατέστησαν την ηλεκτροδότηση. Κάτι, βέβαια, που οι τοπικοί εκπρόσωποι της Δαμασκού έσπευσαν να διαφημίσουν, φροντίζοντας η αποκατάσταση του ρεύματος να γίνει υπό τις κάμερες των συνεργείων της συριακής τηλεόρασης.
Πάντως, κατά κοινή ομολογία, στις περιοχές που βρίσκονται υπό τον έλεγχο της Δαμασκού, και αυτές είναι πλέον το μεγαλύτερο τμήμα της Συρίας, τα πρώτα που γίνονται, είναι η αποκατάσταση της παροχής του ηλεκτρικού και του νερού.
Επίσης, ειδικά τα δίκτυα κινητής τηλεφωνίας λειτουργούν χωρίς πρόβλημα. Στα καύσιμα παρουσιάζονται συχνά ελλείψεις, εξαιτίας τόσο του δυτικού εμπάργκο όσο και του γεγονότος ότι πολλές πετρελαιοπηγές και διυλιστήρια δεν βρίσκονται υπό τον έλεγχο της Δαμασκού. Ωστόσο, η τιμή της βενζίνης κρατιέται χαμηλά, κοντά στο μισό δολάριο.
Ο κυβερνήτης της πόλης του Χαλεπιού, Χουσεΐν Ντιάμπ, ανέφερε ότι προτεραιότητα της Δαμασκού είναι να εξασφαλίσει ηλεκτρικό, νερό και ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, ούτως ώστε να μπορέσουν να επιστρέψουν στις εστίες τους οι πρόσφυγες. Ωστόσο, όπως ο ίδιος διευκρίνισε, ενώ πριν από τον πόλεμο το Χαλέπι είχε πληθυσμό έξι εκατομμυρίων, τώρα έχουν μείνει μόνο 3,5 εκατομμύρια.
Το εντυπωσιακό είναι ότι σε αυτά τα 3,5 εκατομμύρια περιλαμβάνονται και πολλοί εσωτερικοί πρόσφυγες, οι οποίοι κατέφυγαν στο Χαλέπι για να γλιτώσουν τον πόλεμο. Κάτι που σημαίνει ότι, το λιγότερο, ο μισός παλιός πληθυσμός της έχει εγκαταλείψει την οικονομική πρωτεύουσα της χώρας.
Η νεκρή ζώνη
Στην πόλη Χομς, όπου είναι εμφανή τα σημάδια του πολέμου ακόμα και στο κέντρο της, τεράστια οικοδομικά τετράγωνα έχουν ισοπεδωθεί. Εκεί, οι τοπικές αρχές, σύμφωνα με όσα λένε οι εκπρόσωποί τους, καταβάλλουν προσπάθειες αφ’ ενός για να επιστρέψουν στις εστίες τους οι πολίτες που έφυγαν, αφ’ ετέρου για να δημιουργήσουν υποδομές υποδοχής για όσους καταφέρνουν να φύγουν από το στρατόπεδο προσφύγων, Ρουκμπάν.
Πρόκειται, ίσως, για τον χειρότερο προσφυγικό καταυλισμό. Στον Νότο, στην έρημο, στο τριεθνές Συρίας, Ιορδανίας και Ιράκ, είναι κυριολεκτικά μια νεκρή ζώνη, ένα «no man’s land», κοντά στην περιοχή που ελέγχουν οι ΗΠΑ με τη βάση τους στην Αλ Τανφ. Οι τοπικοί παράγοντες της Χομς καταγγέλλουν τις ΗΠΑ και την Ιορδανία ότι συντηρούν αυτό το απαράδεκτο στρατόπεδο.
Οι πρόσφυγες, από τη μεριά τους, κινούνται όλοι στο ίδιο μοτίβο: τους έχουν εγκλωβίσει οι τζιχαντιστές που ελέγχουν σε μεγάλο βαθμό τον καταυλισμό και, για να φύγουν, πρέπει να τους πληρώσουν. Πάντως, παράγοντες προσκείμενοι στον Ασαντ λένε ότι αρκετοί από εκείνους που κατέφυγαν στο Ρουκμπάν ήταν στην πραγματικότητα και αυτοί τζιχαντιστές ή μαχητές άλλων οργανώσεων της αντιπολίτευσης.
Από την πλευρά τους, πολλοί πρόσφυγες που επέστρεψαν, δηλώνουν πίστη στον Ασαντ, φωτογραφίζονται να φιλάνε πορτρέτα του και λένε ότι απλά έφυγαν για να γλιτώσουν τον πόλεμο. Οπως και να ’χει, γεγονός είναι ότι ακόμα η Δαμασκός δεν έχει δώσει αμνηστία στους αντιπάλους της. Κάτι που αναμφισβήτητα θα δυσκολέψει την επιστροφή πολλών προσφύγων.
Οι μεγάλοι κερδισμένοι
Η πόλη του Χαλεπιού, που ακόμα και στις σημερινές άθλιες συνθήκες εξακολουθεί να λάμπει μέσα στην ομορφιά και την πλούσια ιστορία της, ευτυχώς κατάφερε να σώσει τον κεντρικό οικιστικό ιστό της, αφού μέσα στην πόλη δεν πέρασε ο γενικευμένος πόλεμος. Αντίθετα, τα περίχωρά της έχουν μετατραπεί σε κρανίου τόπο.
Παρά τα τεράστια προβλήματα, γίνονται προσπάθειες για να ξαναλειτουργήσουν ορισμένες από τις πολλές βιομηχανίες που διέθετε προπολεμικά το Χαλέπι. Οι τοπικοί παράγοντες, μάλιστα, παρουσίασαν στα μέσα ενημέρωσης μια κλωστοϋφαντουργία που ξαναλειτουργεί, καθώς και ένα εργοστάσιο που μόλις τώρα στήνεται. Και, βέβαια, σχεδόν όλος ο μηχανολογικός εξοπλισμός τους είναι κινεζικός. Γενικότερα, Κίνα και Κορέα, σύμφωνα με εκτιμήσεις, θα είναι από τους μεγάλους κερδισμένους της ανοικοδόμησης της Συρίας. Πόσο μάλλον, αφού η Δύση έχει επιβάλει εμπάργκο στη Δαμασκό.
Πάντως, ο Μπουχαρεντίν, ένας σαραντάρης μηχανικός που δούλεψε για δέκα χρόνια στην Κύπρο και τώρα στήνει στο Χαλέπι ένα εργοστάσιο πλαστικών συσκευασιών, αν και αισιόδοξος που επιτέλους κάτι άρχισε να κινείται, έστω και μέσα στις φλόγες του πολέμου, κουνάει το κεφάλι του με λύπη και λέει: «Θα χρειαστούμε τουλάχιστον δέκα χρόνια για να ζήσουμε σαν άνθρωποι». Καθίσταται εμφανές ότι σε μια χώρα που χύνονται ακόμη ποτάμια αίματος και η προοπτική για μια ανθρώπινη ζωή είναι… θολή, πολλοί από τους πρόσφυγες δεν πρόκειται να επιστρέψουν πίσω.
© ΘΑΝΑΣΗΣ ΑΡΓΥΡΑΚΗΣ
*Δημοσιογράφος
*Δημοσιογράφος
8/9/2019