Γιατί ο Ερντογάν μισεί τους Κούρδους.
Γιατί ο Ερντογάν μισεί τους Κούρδους.
Η κυβέρνηση, δυσαρεστημένη με την δεύτερη κατά σειρά εκλογική νίκη της αντιπολίτευσης, καρατόμησε τρεις Κούρδους δημάρχους και διόρισε διοικητές της επιλογής της. Οι Κούρδοι διαμαρτύρονται, ενώ η κεμαλική αντιπολίτευση παραμένει απαθής.
Η Τουρκία έχει γίνει μια χώρα εκπλήξεων. Οτιδήποτε μπορεί να συμβεί ανά πάσα στιγμή σε όλους. Με την αρνητική έννοια. Επειδή το κράτος δικαίου δεν υπάρχει, πλέον. Έτσι, η εξουσία του προεδρικού Παλατιού είναι ελεύθερη να κάνει οτιδήποτε θέλει σε οποιονδήποτε προκειμένου να επιβιώσει η βασιλεία του Ερντογάν.
Ο αποδιοπομπαίος τράγος του καθεστώτος του Ερντογάν είναι οι Κούρδοι. Το παλιό καθεστώς, δηλαδή οι κεμαλιστές που ήταν στην εξουσία μεταξύ 1923 και 2002, επιθυμούσαν επίσης να καταστείλουν την επανάσταση των Κούρδων αλλά χωρίς επιτυχία.
Οι Κούρδοι, που είναι ανάμεσα στο 1/4 και 1/5 του πληθυσμού της χώρας, απαιτούν μόνο στοιχειώδη δικαιώματα: την επίσημη αναγνώριση από το Σύνταγμα της ύπαρξης του κουρδικού έθνους, την ελευθερία να μαθαίνουν, να εξασκούν και να διδάσκουν ελεύθερα την κουρδική ως μητρική γλώσσα, την τοπική αυτονομία στις κουρδικές περιοχές (ανατολικά και νοτιοανατολικά), ενώ δέχονται την εδαφική ακεραιότητα της Τουρκίας.
Όσον αφορά τις τουρκικές κυβερνήσεις, από το 1925, οπότε και έγινε η πρώτη κουρδική εξέγερση, δεν παύουν να επαναλαμβάνουν ότι οι Κούρδοι θα διχάσουν τη χώρα κι ότι είναι επομένως αυτονομιστές τρομοκράτες. Οι Κούρδοι θα ήταν, σύμφωνα με την Άγκυρα, ένα «σημαντικό πολιτικό όργανο στα χέρια των ιμπεριαλιστών της Δύσης». Επομένως, μπορεί να υπάρξει μόνο μια λύση για την επίλυση αυτού του προβλήματος: η πλήρης καταστολή, η απαγόρευση κάθε είδους κουρδικής αντιπολίτευσης. Αλλά αυτή η επιλογή, που εφαρμόστηκε για τουλάχιστον 95 χρόνια, δεν ήταν επιτυχής. Αντίθετα, οι Κούρδοι έχουν τώρα το πολιτικό τους κόμμα, το HDP, το τρίτο μεγαλύτερο κόμμα στη Συνέλευση (Βουλή), τον στρατό τους, το PKK που αγωνίζεται από το 1984 και πολλούς άλλους θεσμούς στην Τουρκία και στο εξωτερικό. Επιπλέον, εδώ και 20 χρόνια οι Κούρδοι του Ιράκ και της Συρίας έχουν κατορθώσει να δημιουργήσουν τις δικές τους σχεδόν κρατικές οντότητες.
Στις τελευταίες τοπικές εκλογές στις 31 Μαρτίου οι Κούρδοι κέρδισαν αρκετές πόλεις, χωριά και περιοχές. Εκεί διορίστηκαν διοικητές από την κυβέρνηση που ήθελε να απαλλαγεί από τους εκλεγμένους Κούρδους δημάρχους.
Τη Δευτέρα 19 Αυγούστου, πριν ο ήλιος ανατείλει, οι δυνάμεις ασφαλείας εισέβαλαν στους δήμους των τριών μεγάλων κουρδικών πόλεων: Ντιγιάρμπακιρ, Βαν και Μαρντίν. Οι υποψήφιοι του HDP στις εκλογές είχαν κερδίσει αυτούς τους τρεις δήμους με πάνω από 50%. Η Άγκυρα διόρισε στη θέση τους διοικητικούς υπαλλήλους. Η κυβέρνηση Ερντογάν έκανε το ίδιο και στα δυο δημαρχεία των κουρδικών συνοικιών ενώ το Υπουργείο Εσωτερικών απομάκρυνε αρκετούς Κούρδους - μέλη των δημοτικών συμβουλίων ώστε να αλλάξει η πλειοψηφία τους.
Η αντίδραση των Κούρδων ήταν μαζική και μη βίαιη, αλλά η αστυνομία συνέλαβε δεκάδες διαδηλωτές που αντιτάχθηκαν στον Ερντογάν, ο οποίος «παραβίασε και πάλι τη βούληση των πολιτών και ακύρωσε τα αποτελέσματα των δημοκρατικών εκλογών».
Υπενθυμίζεται ότι το κόμμα του Ερντογάν είχε υποστεί μεγάλη ήττα στις τελευταίες τοπικές εκλογές. Η απώλεια της Κωνσταντινούπολης (περισσότεροι από 10 εκατομμύρια ψηφοφόροι) και της Άγκυρας (περίπου 4 εκατομμύρια ψηφοφόροι) ήταν ένα πολιτικό, ηθικό και οικονομικό σοκ. Κι αυτό επειδή αυτοί οι δύο μεγάλοι δήμοι που για περισσότερο από 25 χρόνια ήταν στα χέρια του κυβερνώντος κόμματος, χρηματοδοτούσαν ομάδες, αιρέσεις, ιδρύματα και ενώσεις κυβερνητικές.
Η αντιπολίτευση κατάφερε να κερδίσει τις εκλογές χάρη στην υποστήριξη των Κούρδων και των αριστερών ψηφοφόρων που ζουν στις πόλεις αυτές. Ο Ερντογάν είδε έναν μεγάλο συνασπισμό εναντίον του: από τους σοσιαλδημοκράτες μέχρι τους φιλελεύθερους, από τους εχθρούς του δικού του κόμματος μέχρι τους δημοκρατικούς μουσουλμάνους, από τους Κούρδους μέχρι τους διάφορους αριστερούς. Οπότε έπρεπε να σπάσει αυτή η συμμαχία. Η Αχίλλειος πτέρνα της πλειοψηφίας των Τούρκων πολιτικών είναι το κουρδικό ζήτημα. Αν υπερασπιστούν τα κουρδικά δικαιώματα, μπορεί άμεσα να κατηγορηθούν από το κράτος και από ένα μεγάλο μέρος της τουρκικής κοινωνίας για υποστήριξη της τρομοκρατίας.
Η συνενοχή μέρους της αντιπολίτευσης έγινε αμέσως εμφανής. Ο πρόεδρος του κύριου κόμματος της αντιπολίτευσης, Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου, δήλωσε δημοσίως ότι τα μέλη του δεν θα συμμετάσχουν στις ενέργειες και τα κινήματα για να διαμαρτυρηθούν ενάντια στην κυβέρνηση που διόρισε διοικητές καρατομώντας εκλεγμένους δημάρχους. Ωστόσο, η οργάνωση της νεολαίας του κόμματος είχε ήδη βγάλει μια δήλωση που καταδίκαζε έντονα τις πολιτικές της κυβέρνησης. Επιπλέον, πολλές εξέχουσες προσωπικότητες, αρθρογράφοι ή πρώην βουλευτές κοντά στην εξουσία δεν υποστήριξαν αυτή την τελευταία κίνηση από τον Ερντογάν.
«Ο τουρκικός στρατός ήθελε να καταλάβει τη βόρεια και ανατολική Συρία. Η Ουάσιγκτον τον εμπόδισε. Στη συνέχεια, οι τουρκικές αστυνομικές δυνάμεις κατέλαβαν τρεις δήμους στην ανατολική Τουρκία», λέει ο Celal Baslangic, διευθύνων σύμβουλος του ειδησεογραφικού σταθμού Arti TV.
Πράγματι οι Κούρδοι της Συρίας βλάπτουν τον Ερντογάν. Υποστηρίζονται στρατιωτικά και πολιτικά από τη Διεθνή Συμμαχία υπό την ηγεσία της Ουάσιγκτον. Αγωνίζονται από εδάφους ενάντια στις ισλαμικές ομάδες που αποτελούν συμμάχους του Ερντογάν. Τέλος, οικοδομούν (στη βόρεια και ανατολική Συρία) ένα νέο δημοκρατικό και συμμετοχικό πολιτικο-οικονομικό σύστημα (Αυτόνομη Δημοκρατία).
22/9/2019