Το χρέος μας είναι να μην το ξεχνούμε. Το παρελθόν μπορεί από τους επιγόνους να μεταλλαχθεί σε παιδεία. Αρκεί να μην αφεθεί στη λησμοσύνη.
Με κομμένη την ανάσα βρισκόμαστε μπροστά στις ενδεικτικές μαρτυρίες της πιο αποτρόπαιας πράξης. Της πιο αποτρόπαιας συνέπειας ενός εμφυλίου πολέμου, που δεν ήταν παρά μια κατάβαση στην απύθμενη κόλαση. Μια κατάβαση εκείθεν όλων των άλλων καταβάσεων. Καθώς η σιωπή περιέχει ένα εμβριθές βάθος, ίσως η ενός λεπτού σιγή θα ήταν η αρμοδιότερη ένδειξη τιμής γι αυτό το ανοσιούργημα της σύγχρονης ιστορίας μας. Θα ήταν. Αν, ταυτόχρονα, η σιωπή στον ιλιγγιωδώς μεταβαλλόμενο κόσμο μας, δεν κινδύνευε να διολισθήσει στην ύβρι της λησμοσύνης.
Καταφεύγουμε αναγκαστικά στο λόγο. Εν γνώσει ότι ο λόγος σε κάθε περίπτωση παραμένει πάντα μια επικίνδυνη αναγκαιότητα. Είναι το πιο μεγαλοφυές, αλλά και το πιο θνητό εφεύρημα του ανθρώπου. Μπορεί να συλλάβει τον πυρήνα τους ουσιώδους. Μπορεί όμως και να τον κατακρεουργήσει. Γι αυτό κι εγώ τούτη την ώρα, αισθάνομαι ανήμπορος και σχεδόν περισσότερο άναρθρος επειδή ακριβώς πρέπει να πω δυο λόγια. Και να ορίσω ένα γεγονός που μένει πάντα απρόσιτο στον εαυτό του. Άλλωστε, μια αδέξια απαρίθμηση του γεγονότος, ως τεκμήριο διάσωσης της μνήμης, θα είχε αξία βραχείας διάρκειας. Αφού, και η πιο διαυγής συμπερίληψή του, εύκολα μπορεί να γίνει βορά της αειφάγου λήθης.
Θα επιλέξω να ακολουθήσω έναν άλλο δρόμο.
Να το πούμε εξ αρχής: Το παρελθόν μεταλλάσσεται σε παιδεία. Μπορεί, ακόμη να μεταπέσει και σε σωτήρια ενέργεια. Αρκεί η ανάγνωσή του να είναι ακριβής. Από την οπτική αυτή, θα επιχειρήσω, έστω και αδέξια, και ασφαλώς βραχύλογα να αναδείξω, κυρίως το μάθημα παιδείας που η μαύρη αυτή σελίδα της Ιστορίας μας, απότοκος του πιο αιμοσταγούς αδελφοκτόνου πολέμου, κληροδοτεί σε εμάς τους επιγόνους. Κληθήκαμε, σήμερα, να τιμήσουμε ένα γεγονός, που με τη σαφήνεια χάλκινου βήματος, διανύει αταλάντευτα και πένθιμα όλη τη νεότερη ιστορική μνήμη. Ιδιαίτερα του δήμου μας.
Να τιμήσουμε , ναι. Αλλά πώς;
Την απάντηση θα μου επιτρέψετε να τη δανειστώ από τον πλέον αρμόδιο του κλασικού παρελθόντος μας, τον Θουκυδίδη, που προκειμένου να τιμηθούν οι νεκροί του, έθεσε στο στόμα του Περικλή τούτα τα λόγια: «Έργω και δηλούσθαι τας τιμάς ». Οι τιμές θα πρέπει να αποδίδονται από τους νεότερους με ισοδύναμα έργα του παρόντος. Το χρέος το δικό μας είναι να εκφορτώσουμε την ιστορική εμπειρία στο άμεσο παρόν και να τη μεταλλάξουμε σε γενναία ροπή ενέργειας του παρόντος, ώστε , και εμείς, αλλά προ πάντων τα παιδιά μας, να φράξουμε κάθε ρωγμή απ΄όπου ακόμη και ίχνος παρόμοιας απειλής να σκιάσει το μέλλον μας.
Ο εμφύλιος είναι ήδη παρελθόν. Η σκιά του όμως συνεχίζει: Στο «Περί πολέμου» διάσημο βιβλίο του ο Klausewitz, ήδη από τις αρχές του 19ου αι., υποστήριζε ότι ο πόλεμος είναι «μια πράξη βίας προορισμένη στο να καταναγκάσει τον αντίπαλο να εκτελέσει τη θέλησή του». Και ότι, ως τέτοιος, συνεχίζει παρακάτω, δεν είναι παρά «μια συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα». Αν, συνεπώς, σύμφωνα με τον Klausewitz, ο πόλεμος δεν είναι παρά η συνέχεια «της πολιτικής με άλλα μέσα», τότε θα πρέπει να δεχτούμε ότι μπορεί να ισχύει και το αντίστροφο: ότι, δηλαδή, και η πολιτική μπορεί, κατά περίπτωση, να είναι η συνέχεια του πολέμου. Και, στην περίπτωση του εμφυλίου, του δεινότερου απ όλους.
Δικαιωματικά είμαστε κληρονόμοι του λαμπρού αρχαιοελληνικού πολιτισμού που στάθηκε το θεμέλιο ολόκληρου του δυτικού κόσμου. Ταυτόχρονα, όμως, οφείλουμε να αναλάβουμε και το χρέος έμπρακτα να εφαρμόσουμε και τις υποθήκες που ο πολιτισμός αυτός μας παρέδωσε. Αν πράγματι θέλουμε να φράξουμε οριστικά τη διαιώνιση του κακού εαυτού μας ας κάνουμε προμετωπίδα της συνέχειάς μας τον Πλάτωνα ο οποίος στην περίφημη Ζ΄ επιστολή του, σημειώνει και τα εξής βαρυσήμαντα σχετικά με τις εμφύλιες διαμάχες: « Δεν υπάρχει λήξη δεινών για όσους είχαν εμφύλιο πόλεμο, αν οι νικητές δεν παύσουν τις εκδικητικές από μνησικακία διώξεις των εχθρών τους με μάχες, εξορίες και σφαγές και αυτοπειθαρχημένοι οι ίδιοι δεν ... θεσπίσουν νόμους όχι επωφελέστερους είτε για τους νικητές είτε για τους νικημένους, αλλά με ισότητα και προς κοινή ωφέλεια για όλην την πόλιν».
Πριν δυόμιση χιλιάδες χρόνια ειπωμένα τα λόγια αυτά.
Κι όμως σήμερα, επιλήσμονες όλων αυτών, στεκόμαστε εδώ νηπενθείς στις συνέπειες ενός και πάλι αδελφοκτόνου εμφυλίου. Ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός ήταν μια σπάνια στιγμή έκλαμψης για όλη την ανθρωπότητα. Για μας είναι και ένα κληρονομικό δικαίωμα. Το δικαίωμα όμως αυτό συνοδεύεται και από ένα βαρύτερο χρέος: Να κάνουμε πράξη τις υποθήκες του. Και άρα να τιμούμε όχι μόνο με λόγια το παρελθόν, αλλά κυρίως με έργα. «Όλες οι τέχνες», έλεγε ένας από τους πρωταγωνιστές της γαλλικής επανάστασης, (Σαιν – Ζιστ), «έχουν δημιουργήσει τα θαύματά τους, μόνο η τέχνη της πολιτικής δεν δημιούργησε παρά τέρατα». Βρισκόμαστε ήδη μπροστά σ ένα τερατούργημα της νεώτερης πολιτικής Ιστορίας μας. Το χρέος μας είναι να μην το ξεχνούμε. Το παρελθόν μπορεί από τους επιγόνους να μεταλλαχθεί σε παιδεία. Αρκεί να μην αφεθεί στη λησμοσύνη. «Σβήνοντας ένα κομμάτι από το παρελθόν, έλεγε ο Σεφέρης, «σβήνει κανείς κι ένα αντίστοιχο κομμάτι από το μέλλον και είναι θλιβερή η ζωή που μοιάζει σαν ακατοίκητο σπίτι».
Αυτό είναι το ελάχιστο χρέος μας σήμερα. Την αδελφοκτόνα πράξη του άλλοτε να την αντικαταστήσουμε με μια πράξη ενότητας του σήμερα. Μια πράξη ειρηνικής συνύπαρξης όπου ο ιός του μίσους οριστικά θα αποκλειστεί από την οποιαδήποτε επίλυση διαφορών στη νεώτερη πολιτική ζωή μας. Το οφείλουμε στους εαυτούς μας. Το οφείλουμε στα παιδιά μας.
Τότε το αιωνία η μνήμη τους γίνεται ένας σημερινός οδοδείκτης της θυσίας τους.
* Η ομιλία του Δημάρχου Ιωαννίνων Μωυσή Ελισάφ,
στο μνημόσυνο για τους εκτελεσθέντες στο Σταυράκι
31/8/2019
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ - ΣΧΕΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ
Άμαχοι στην ύπαιθρο, 1947 (Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, από τον τόμο του Μ. Κατσίγερα «Ελλάδας 20ός αιώνας» εκδ. Ποταμός)
Ο εμφύλιος πόλεμος 1946- 49.
Ο εμφύλιος πόλεμος, που διεξήχθη το 1946 – 49 είναι μια τραυματική εμπειρία του ελληνικού λαού και μια μαύρη σελίδα στην ιστορία του ελληνικού έθνους. Στον εμφύλιο πόλεμο ο μισός λαός πολεμάει εναντίον του άλλου μισού, γιατί πιστεύει ότι οι δικές του ιδέες, τα δικά του ιδανικά είναι τα σωστά και τα δίκαια. Όμως πρέπει να πούμε ότι η πολιτική δεν είναι μαθηματικά, όπου 1 και 1 κάνουν 2. Στην πολιτική κάθε ιδέα, κάθε άποψη στέκεται ισότιμα απέναντι στην άλλη. Μόνο η πράξη αποδεικνύει ποια πολιτική ήταν η ορθή και ποια λάθος.
Τον εμφύλιο μπορούμε να πούμε ότι τον προκάλεσε το ΚΚΕ, αλλά αυτό δεν είναι κατακριτέο, γιατί επρόκειτο για μια «κοινωνική επανάσταση» και ξέρουμε πως οι κοινωνικές επαναστάσεις, άσχετα από το κόστος σε ανθρώπους, αποτελούν την κινητήριο δύναμη, την ατμομηχανή της κοινωνικής εξέλιξης. Εμφύλιος πόλεμος και μάλιστα σκληρότερος, έγινε και στην Ισπανία, δέκα χρόνια νωρίτερα.
Ο εμφύλιος του 1946 – 49 ήταν ένας διχασμός του ελληνικού λαού. Και κάθε διχασμός έχει μόνο αρνητικές επιπτώσεις. Στην ιστορία του ελληνικού έθνους έχουμε τους ακόλουθους διχασμούς: πρώτος ο πελοποννησιακός, τριακονταετής πόλεμος, που διεξήχθη μεταξύ Αθήνας και Σπάρτης, ο οποίος κατάστρεψε πλήρως την αρχαία Ελλάδα. Ο δεύτερος ήταν μεταξύ βασιλικών και Φιλελευθέρων, που έληξε με την Μικρασιατική Καταστροφή, τους 1,5 εκατομμύριο πρόσφυγες και το οριστικό θάψιμο των ονείρων του ελληνικού έθνους, για την απόκτηση των χαμένων πατρίδων της βυζαντινής αυτοκρατορίας, που ήταν δημιούργημα των Ελλήνων από το 700 π.Χ.
Ο τρίτος διχασμός προκλήθηκε από τον εμφύλιο του 1946, που χώρισε τον ελληνικό λαό σε δεξιούς και αριστερούς με πολλές, δυσάρεστες και θλιβερές συνέπειες. Όμως ο χρόνος, ως γνωστό, θεραπεύει τα πάντα. Έτσι, σήμερα δεν υπάρχει αυτός ο διαχωρισμός σε δεξιούς και αριστερούς, άσχετα, αν τα πολιτικά κόμματα θέλουν να τον διατηρήσουν, για να εκμεταλλευτούν την ψήφο του ελληνικού λαού. Σήμερα, η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων είναι δημοκράτες, εκτός από τους ακραίους κομμουνιστές (5,5%) και τους ακραίους φασίστες (7, 8%).
Ο εμφύλιος πόλεμος δεν ξέσπασε έτσι ξαφνικά, αλλά έχει τις ρίζες του στην ιστορία της κοινωνικής εξέλιξης. Ας δούμε λοιπόν την πορεία αυτών των ιστορικών γεγονότων, για να κατανοήσουμε καλύτερα το θέμα:
Μαρξ – Λένιν – Οκτωβριανή Επανάσταση
Το ξεπέρασμα του Φεουδαρχισμού φέρνει τον καπιταλισμό και τη βιομηχανική επανάσταση, όπου κεφαλαιοκράτες εκμεταλλεύονται ασύστολα τους εργάτες. Αυτή η κατάσταση ξεσηκώνει τους ανθρωπιστές της εποχής, που με θεωρίες και κινήματα προσπαθούν να ανακόψουν την κυριαρχία του κεφαλαίου. Στα πλαίσια αυτά εμφανίζονται ο Καρλ Μαρξ και ο Φρίδριχ Ένγκελς, που θεμελιώνουν τον «επιστημονικό σοσιαλισμό», ο οποίος σύντομα μετονομάζεται σε Μαρξισμό, που εξαπλώνεται σε όλες τις χώρες του κόσμου. Στόχος αυτής της θεωρίας είναι να καταλάβουν οι εργάτες με επανάσταση την εξουσία, για να καθιερώσουν το δικό τους σύστημα παραγωγής, ώστε να σταματήσει η εκμετάλλευση του ανθρώπου από τον άνθρωπο.
Τη διασπορά αυτών των ιδεών στην Ελλάδα αναλαμβάνει το 1890 ο Σταύρος Καλλέργης, που εκδίδει και την εφημερίδα «Ο Σοσιαλιστής».
Το 1917, μεσούντος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Λένιν καταφέρνει να καταλάβει την εξουσία στη Ρωσία και να ιδρύσει την κομμουνιστική Σοβιετική Ένωση. Ταυτόχρονα το 1918 ιδρύεται στη Μόσχα η Κομμουνιστική Διεθνής (Comitern), που αναλαμβάνει να καθοδηγεί τα κομμουνιστικά και εργατικά κινήματα ανά τον κόσμο. Έκτοτε η Σοβιετική Ένωση αποτελεί τον φάρο και τον καθοδηγητή των απανταχού κομμουνιστών.
Την ίδια χρονιά ιδρύεται στον Πειραιά το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ελλάδας (ΣΕΚΕ), που πιάνει επαφή με τη Μόσχα. Επειδή όμως ο Μαρξισμός / Λενινισμός δεν δέχεται καμιά κατάκτηση άλλου λαού, όταν το 1919 αποβιβάζονταν τα ελληνικά στρατεύματα στη Σμύρνη, το ΣΕΚΕ χαρακτήρισε αυτήν την ενέργεια, ως τυχοδιωκτική και κατακτητική πολεμική επιχείρηση. Η θέση, που πρόβαλε ήταν πως η μόνη λύση θα ήταν η συνεννόηση με τον τουρκικό λαό, έξω από τα ιμπεριαλιστικά σχέδια, για την ειρήνη και τη διευθέτηση του προβλήματος του ελληνικού πληθυσμού στην περιοχή. (Αργότερα, στο φύλλο του «Ριζοσπάστη» της 12/7/1935 ο Νίκος Ζαχαριάδης έγραφε: «Αν δεν νικιόμασταν στη Μικρασία, η Τουρκία θάτανε σήμερα πεθαμένη και μεις Μεγάλη Ελλάδα. Γι αυτό, εμείς όχι μόνο δεν λυπηθήκαμε για την άστο – τσιφλικάδικη ήττα στη Μικρασία, μα και την επιδιώξαμε.» )
Λόγω αυτών των διακηρύξεων, τα μέλη του ΣΕΚΕ διώχτηκαν, φυλακίστηκαν, εξορίστηκαν και οι επιθέσεις στα γραφεία της εφημερίδας του Ριζοσπάστη, έγιναν καθημερινό φαινόμενο.
Το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας (ΚΚΕ)
Την πολιτική ιστορία της νεώτερης Ελλάδας, δεν μπορεί να τη δει κανείς, χωρίς να συμπεριλάβει και την πορεία του ΚΚΕ, γιατί είναι άρρηκτα δεμένο με τις ποικίλες πολιτικές εξελίξεις της χώρας μας. Ταυτόχρονα είναι το παλαιότερο πολιτικό κόμμα, που βρίσκεται στο προσκήνιο και συμμετέχει διαρκώς από το 1974 στη βουλή των Ελλήνων.
Στο Τρίτο Έκτακτο Συνέδριό του ΣΕΚΕ, το Νοέμβρη του 1924 το κόμμα μετονομάστηκε σε «ΚΚΕ (ΕΤΚΔ) (Ελληνικό Τμήμα Κομμουνιστικής Διεθνούς)» ακολουθώντας απλά τον ρουν της ιστορίας εκείνης της εποχής, ώστε συντονίσθηκε στα μηνύματα, που έστελνε ο φάρος της Μόσχας (Comintern) και η Μέκκα του εργατικού κινήματος.
Ταυτόχρονα το ΚΚΕ αποδέχτηκε πλήρως τους τρόπους οργάνωσης του σοβιετικού μοντέλου, αλλά και της προσαρμογής στα πρότυπά του «μπολσεβικισμού».
Από το 1924 μέχρι το 1936 που καθιερώθηκε το φασιστικό κίνημα του Μεταξά, το ΚΚΕ αγωνίζεται με κινητοποιήσεις και απεργίες υπέρ των δίκαιων των εργαζομένων, παίρνοντας συνάμα μέρος σ’ όλες τις εκλογές, πότε με επιτυχία και πότε όχι, μη κατορθώνοντας αρκετές φορές να εκλέξει κάποιον βουλευτή, λόγω των συνεχών αλλαγών του εκλογικού νόμου, που απέβλεπε στον εξοστρακισμό του ΚΚΕ από τη βουλή. Και ενώ η περίοδος 1918 – 1939 διεθνώς, διακρίνεται για τον έντονο εθνικισμό της, το ΚΚΕ ακολουθώντας τις υποδείξεις της Κομμουνιστικής Διεθνούς υποστηρίζει την ανεξαρτητοποίηση της σλαβικής Μακεδονίας και Θράκης. Γεγονός, που η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων θεωρεί αυτές τις θέσεις προδοτικές.
Οι Έλληνες κατηγορούσαν το ΚΚΕ , κύρια, για σοβαρά σφάλματα, όπως:
-Την εχθρική στάση του απέναντι στην ορθόδοξο εκκλησία, στην οποία ανήκε σχεδόν το 95% των Ελλήνων,
· Την αντίθεσή του στην απελευθέρωση της Σμύρνης και των άλλων πόλεων της Μικράς Ασίας.
· Την προθυμία του κόμματος, στο να παραχωρηθούν μέρη της Μακεδονίας και Θράκης στη Βουλγαρία και τη Γιουγκοσλαβία (σήμερα Σκόπια),
· Την κατάργηση της ιδιωτικής περιουσίας.
· Επειδή ήταν πάντοτε έξω από τα επίκαιρα προβλήματα, που απασχολούσαν τον ελληνικό λαό, στο σύνολό του.
Τον Ιανουάριο του 1936 γίνονται βουλευτικές εκλογές, αλλά κανένα κόμμα δεν παίρνει την απαιτούμενη πλειοψηφία, για να σχηματίσει κυβέρνηση. Έτσι το Φιλελεύθερο κόμμα του Ελ. Βενιζέλου, με το Λαϊκό κόμμα ζητούν τη συνεργασία του ΚΚΕ για να σχηματίσουν κυβέρνηση. Όμως το κομμουνιστικό κόμμα απαντά πως δεν συνεργάζεται με αστικά κόμματα και έτσι η προσπάθεια αποτυγχάνει. Λόγω αυτού του γεγονότος, ακολουθεί μια περίοδος πολιτικής αστάθειας. Στο μεταξύ με την επιστροφή του βασιλιά το 1935 και τις ενέργειες του Ι. Μεταξά φθάνουμε μοιραία στην 4η Αυγούστου του 1936, όπου καταργείται ο κοινοβουλευτισμός και εγκαθιδρύεται ο φασισμός, κατά τα πρότυπα του Μουσολίνι και του Χίτλερ. Το φασιστικό καθεστώς στρέφεται εναντίον των πολιτικών κομμάτων, αλλά με ιδιαίτερη μανία κατά του ΚΚΕ. Συλλαμβάνονται 1571 μέλη, που φυλακίζονται στις διάφορες φυλακές της χώρας. Μεταξύ αυτών και ο Γραμματέας του κόμματος Νίκος Ζαχαριάδης.
Όταν το 1940 ξέσπασε ο ελληνο – ιταλικός πόλεμος, οι κρατούντες αδειάζουν τις φυλακές από τους ποινικούς με την προϋπόθεση να καταταγούν στο στρατό, για να πολεμήσουν εναντίον των Ιταλών. Αυτή η κίνηση δεν περιλαμβάνει τους κομμουνιστές κρατούμενους, ώστε όταν τον Απρίλιο του 1941 η Ελλάδα καταλαμβάνεται από τα γερμανικά στρατεύματα, επιτελείται η πιο επαίσχυντη πράξη της ελληνικής ιστορίας και οι κομμουνιστές κρατούμενοι, όσοι δεν κατάφεραν στο μεταξύ να δραπετεύσουν, παραδίδονται στους κατακτητές Γερμανούς. Έτσι, ο Νίκος Ζαχαριάδης μεταφέρεται στο κολαστήριο του Νταχάου της Γερμανίας, απ’ όπου θα ελευθερωθεί μόλις το 1945 από τους Αμερικανούς.
Η εθνική αντίσταση
Παρ’ ολ’ αυτά το ΚΚΕ, υπό την ηγεσία του Σιάντου (1939 – 1945), προσπάθησε να αξιοποιήσει τη δημιουργηθείσα κατάσταση. Έτσι, κοντά στους άλλους πολιτικούς αρχηγούς (Σβώλο, Κανελλόπουλο, Πυρομάγλου, Τσιριμώκο, Στεφανόπουλο, κλπ.), που καλούσαν τον ελληνικό λαό στην εθνική αντίσταση, να πάρει τα όπλα και να ανεβεί στα βουνά, το ΚΚΕ, ως το μοναδικό οργανωμένο κόμμα, δημιούργησε το «Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο» (ΕΑΜ) με πολλές βοηθητικές οργανώσεις, ιδιαίτερα τον «Εθνικό Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό» (ΕΛΑΣ), καθώς και το «Εργατικό Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο» (ΕΕΑΜ), για να εμποδίσει τη στράτευση Ελλήνων εργατών από τους Γερμανούς. Επίσης συγκρότησε και την «Ομοσπονδία Ελληνικών Ναυτικών Οργανώσεων» (ΟΕΝΟ), που δραστηριοποιείτο κύρια στο εξωτερικό, για να φέρνει σ’ επαφή το κόμμα με τους ξένους πράκτορες.
Αυτές οι οργανώσεις των κομμουνιστών αποδείχθηκαν γρήγορα υψίστης σημασίας, γιατί τα υπόλοιπα πολιτικά κόμματα, μέχρι τότε, μάλιστα μέχρι τη Μεταπολίτευση του 1974, δε διέθεταν καμιά οργάνωση, πέρα από το ότι ο αρχηγός κάθε κόμματος είχε στην επαρχία έναν κομματικό του αντιπρόσωπο. Έτσι, τότε, όσοι Έλληνες και Ελληνίδες έπαιρναν το δρόμο για τα βουνά, προκειμένου να πολεμήσουν τους κατακτητές, εντάσσονταν, εκ των πραγμάτων, σε μια από τις συγκροτημένες οργανώσεις του ΚΚΕ. Πολλοί νέοι και νέες, μετά τον πόλεμο, είπαν πως, όταν πήγαν στο βουνό, δεν είχαν ιδέα περί ιδεολογιών και κομμάτων. Αυτοί πήγαιναν, για να πολεμήσουν τους κατακτητές (Γερμανούς, Ιταλούς, Βούλγαρους).
Ο Σιάντος καθόριζε την πορεία του κόμματος, ώστε το Δεκέμβριο του 1942 σε μια Πανελλήνια Σύνοδο στη Θεσσαλία, ζήτησε την καταδίωξη των κατακτητών, την οργάνωση και κινητοποίηση των πολιτών, καθώς και τον αγώνα για τον σοσιαλισμό και την ολοκληρωτική απελευθέρωση του λαού από κάθε πολιτική εκμετάλλευση. Όμως πίσω από τα λόγια του Σιάντου, ήταν κρυμμένες και οι σκέψεις του, σχετικά με παλαιότερες ντιρεκτίβες της Κομμουνιστικής Διεθνούς, που έλεγαν ότι σε κάθε λαϊκό και απελευθερωτικό αγώνα, οι κομμουνιστές παίρνουν μέρος, λαμβάνοντας συγχρόνως όλα εκείνα τα μέτρα, τα οποία θα βοηθούσαν μετά την απελευθέρωση, στην κατάκτηση της εξουσίας, είτε άμεσα είτε έμμεσα με την πρόκληση ενός εμφυλίου πολέμου (βλέπε Christopher M. Woodhouse, S. 214, 1969).
Αλλά η εξέλιξη των γεγονότων, δεν άφηνε πολλά περιθώρια στο ΚΚΕ, γιατί στο μεταξύ είχαν συγκροτηθεί κι άλλες αντάρτικες ομάδες, όπως του συνταγματάρχη Ναπολέοντα Ζέρβα, που σε συνεργασία με τους Άγγλους οργάνωσαν την επίθεση στη μεγάλη σιδηροδρομική γέφυρα του Γοργοποτάμου. Σ’ αυτήν την προσπάθεια πήραν μέρος ο Άρης Βελουχιώτης, καθώς κι άλλες αντάρτικες κομμουνιστικές ομάδες.
Παρ’ όλ’ αυτά, το κόμμα έμεινε πιστό στις αρχές της Κομμουνιστικής Διεθνούς, ώστε κατά τη διάρκεια του πολέμου βρισκόταν σε διαρκή αναμέτρηση με τα θεωρούμενα δεξιά ανταρτικά σώματα (Ζέρβα, Ψαρρού, Αντών Τσαούς, κλπ).
Η δημιουργία ενός στρατού του ΕΛΑΣ, γύρω στις 50.000 ανθρώπους, άνοιξε για το ΚΚΕ νέους πολιτικούς ορίζοντες. Οι υποστηρικτές της σκληρής γραμμής, μεταξύ των οποίων ο Άρης Βελουχιώτης και ο Ιωάννης Ιωαννίδης, απαιτούσαν την εξολόθρευση όλων των αντιπάλων και τη βίαιη κατάληψη της εξουσίας μετά το τέλος του πολέμου (Chris. M. Woodhouse, S. 215, 1969). Ταυτόχρονα ζητούσαν να εμποδίσουν τους δυτικούς συμμάχους και τη συνδεδεμένη με αυτούς ελληνική κυβέρνηση του εξωτερικού, να επαναφέρουν τη μοναρχία του Γεωργίου του ΙΙ.
Αλλά υπήρχαν και οι μετριοπαθείς, που πρότειναν συνεργασία με τους συμμάχους, τη συμμετοχή σε μια κυβέρνηση συνεργασίας, καθώς και την σε βάθος χρόνου σύσφιξη των Εαμικών ενόπλων δυνάμεων με τον τακτικό στρατό της νόμιμης κυβέρνησης, που θα προέκυπτε από ελεύθερες εκλογές.
Με την έναρξη του έτους 1944 η ηγεσία του κόμματος συγκροτεί στα βουνά μια σκιώδη κυβέρνηση με τον τίτλο «Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθερώσεως» (ΠΕΕΑ), που είχε μια πλατύτερη βάση μελών απ’ ό,τι το ΕΑΜ. Όμως, τον Απρίλιο του 1944 το ΚΚΕ προκαλεί ένα πραξικόπημα στα ελληνικά πολεμικά πλοία, που βρισκόταν στη Μέση Ανατολή, το οποίο αποτυγχάνει.
Λίγους μήνες μετά, η ηγεσία του ΚΚΕ, του ΕΑΜ και της ΠΕΕΑ συμφώνησαν να συνεργαστούν με την κυβέρνηση εξορίας του πρωθυπουργού Γεωργίου Παπανδρέου, αλλά υπό την επίβλεψη του αγγλικού ανώτατου αρχηγείου. Δυστυχώς, ύστερα από την αποχώρηση των Γερμανών και την απελευθέρωση, η ηγεσία το Σεπτέμβριο του 1944, επανήλθε στην σκληρή γραμμή, προκειμένου να καταλάβει την εξουσία.
Σ’ αυτή τη νέα θέση το ΚΚΕ επέστρεψε, γιατί πίστεψε ότι οι μεν δυνάμεις της εθνικής κυβέρνησης, που θα ερχόταν από τη Μέση Ανατολή ήταν ελάχιστες, οι δε δικές της υπέρτερες. Η ηγεσία του κόμματος δεν υπολόγισε στη σθεναρή στάση των Άγγλων, που πολύ νωρίς, ανεπίσημα, είχαν συμφωνήσει με τον Στάλιν ότι η Ελλάδα θα περιήρχετο, χωρίς κανέναν ενδοιασμό, στη σφαίρα επιρροής της Μεγάλης Βρετανίας. Κάτι, που όπως γράφει ο Αγγελόπουλος το ΚΚΕ αγνοούσε παντελώς.
Ακόμη μεταπολεμικά έγινε γνωστό ότι όταν οι Γερμανοί άρχισαν να αποσύρονται από την περιφέρεια της Ευρώπης, στα ελληνικά νησιά του Αιγαίου βρισκόταν μεγάλος αριθμός γερμανικών δυνάμεων, που αν τολμούσε η ηγεσία τους να τους μεταφέρει στην ηπειρωτική Ελλάδα, λόγω έλλειψης των απαιτούμενων ναυτικών δυνάμεων, οι Άγγλοι, που υπερτερούσαν στη θάλασσα, θα βούλιαζαν τα πλοία των Γερμανών και έτσι θα χανόταν ένα σεβαστό μέρος του στρατού τους. Γι’ αυτό οι Άγγλοι ήρθαν σε συνεννόηση με τους Γερμανούς, προτείνοντας να μην αποχωρήσουν τα γερμανικά στρατεύματα πλήρως από την Ελλάδα, μέχρι να αποβιβαζόταν οι αγγλικές δυνάμεις, προκειμένου να εμποδιστούν οι κομμουνιστές να εγκαθιδρύσουν δική τους κυβέρνηση. Σε ανταπόδοση, θα άφηναν τη μεταφορά των Γερμανών από τα νησιά του Αιγαίου, χωρίς να επέμβουν. Έτσι κι έγινε.
Στις 7 Οκτωβρίου αποβιβάζονται αγγλικά στρατεύματα στην Πελοπόννησο, ενώ στις 18 Οκτωβρίου επέστρεψε η εξόριστη κυβέρνηση της εθνικής ενότητας στην Αθήνα, με πρωθυπουργό τον Γ. Παπανδρέου. Το ΚΚΕ είχε χάσει την ευκαιρία να καταλάβει την εξουσία, όταν αποχωρούσαν οι Γερμανοί και δε βρισκόταν στην Ελλάδα ούτε οι Άγγλοι, αλλά ούτε και η κυβέρνηση, που ήταν οικουμενική, πλην των κομμουνιστών.
Αυτή η παράλειψη θεωρείται ακόμη και σήμερα ως μέγα λάθος, γιατί το ΚΚΕ απεμπόλησε την ευκαιρία να καταλάβει την εξουσία στη μεταπολεμική Ελλάδα.
Όμως εδώ γεννάται το ρητορικό ερώτημα, τι θα γινόταν, αν οι κομμουνιστές καταλάμβαναν έγκαιρα την εξουσία, πριν έρθει η εξόριστη κυβέρνηση κι ο αγγλικός στρατός; Δηλαδή, πώς θα αντιδρούσε η Μεγάλη Βρετανία;
Είναι σίγουρο, ότι ο Τσώρτσιλ, αφού τα είχε βρει πολύ νωρίς με τον Στάλιν, πως η Ελλάδα θα ερχόταν στη σφαίρα επιρροής της Αγγλίας, δεν θα άφηνε τη χώρα των Ελλήνων στην κυριαρχία των κομμουνιστών. Αυτό φάνηκε ιδιαίτερα με τα γεγονότα του Δεκέμβρη του 1944, όταν ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος με τους Γερμανούς βρισκόταν στο φόρτε του, ο Άγγλος πρωθυπουργός χτύπησε τις δυνάμεις του ΚΚΕ στην Αθήνα, όπου σκοτώθηκαν χιλιάδες άνθρωποι. Παρ’ όλ’ αυτά το ΚΚΕ αποφάσισε να καταλάβει την εξουσία με τα όπλα στις αρχές Δεκεμβρίου του 1944, γιατί πέρα της στρατιωτικής υπεροχής, το κόμμα εκείνη την εποχή, είχε στις γραμμές του 250 χιλιάδες μέλη. Έτσι, δημιουργήθηκαν τα Δεκεμβριανά, στα οποία επεκράτησαν οι κυβερνητικές και αγγλικές δυνάμεις, που κόστισαν 7.000 νεκρούς μαχητές και άγνωστο αριθμό αμάχων. Σε άλλες περιοχές οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ δεν κινητοποιήθηκαν, αν και στην Ήπειρο οι κομμουνιστές κατάφεραν να ακινητοποιήσουν τους αντάρτες του Ναπολέοντα Ζέρβα.
Παρ’ όλο που οι κομμουνιστές ηττήθηκαν στην Αθήνα, όταν τον Ιανουάριο του 1945 προκλήθηκε η συνδιάσκεψη της Βάρκιζας, η κυβέρνηση δεν επέβαλε στο ΚΚΕ κάποιους αυστηρούς όρους. Η λειτουργία του κόμματος νομιμοποιήθηκε, η συμμετοχή των πολιτικών κομμουνιστικών δυνάμεων αναγνωρίσθηκε και ο μόνος όρος που τέθηκε, ήταν η παράδοση του οπλισμού, που κατείχαν οι ανταρτικές δυνάμεις. Αλλά η ηγεσία του κόμματος έδωσε εντολή, να παραδοθούν μόνο τα άχρηστα και χαλασμένα όπλα και να κρυφτούν τα πολλά και καλά, για μελλοντικές εξελίξεις.
Ο εμφύλιος πόλεμος 1946 – 1949
Το Μάϊο του 1945, μετά την άνευ όρων παράδοση της Γερμανίας και την απελευθέρωση όλων των κρατουμένων από τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως και τις φυλακές, επέστρεψε στην Ελλάδα κι ο Ν. Ζαχαριάδης, ο οποίος ανέλαβε πάλι την ηγεσία του κόμματος. Στη ΙΙ σύνοδο της νεοεκλεγμένης Κεντρικής Επιτροπής τον Φεβρουάριο του 1946, προτάθηκε η συγκρότηση μιας νέας οργάνωσης, για τη διεξαγωγή ενός καινούργιου ένοπλου αγώνα, για την κατάκτηση της εξουσίας. Με άλλα λόγια, η ηγεσία στάθμιζε ακόμη, ως αδύνατες τις κυβερνητικές δυνάμεις και τις δικές της αρκετά ισχυρές, για ένα τέτοιο νέο εγχείρημα. Ένας πρόσθετος λόγος ήταν ότι όλες οι λοιπές βαλκανικές χώρες ήταν ήδη κομμουνιστικές, γεγονός που ήταν πολύ ενισχυτικός παράγοντας για μια τέτοια πολεμική κίνηση.
Όμως ως φαίνεται, το ΚΚΕ δεν υπολόγισε πάλι ορθά τη στάση των Άγγλων. Αλλά θα πρέπει να αναφερθεί ότι στην επαρχία επικρατούσε ήδη ένα εμφυλιοπολεμικό πνεύμα, γιατί όπου επικρατούσαν οι δεξιοί κυνηγούσαν με μίσος του αριστερούς, και αντίθετα. Στις εκλογές της 31ης Μαρτίου 1946, το ΚΚΕ δεν πήρε μέρος και κάλεσε τους Έλληνες ψηφοφόρους, να μην πάνε να ψηφίσουν. Την προηγούμενη των εκλογών, ένα ανταρτικό άγημα, επιτέθηκε στο αστυνομικό τμήμα του Λιτόχωρου, στους πρόποδες του Ολύμπου. Η εντολή είχε δοθεί από «τον Ζαχαριάδη, στον Μάρκο Βαφειάδη και τον καπετάν Γιώργη Κικίτσα, όταν ο Γενικός Γραμματέας πέρασε από τη Θεσσαλονίκη στις 21 Μαρτίου, πηγαίνοντας στην Πράγα. Αν και η επίθεση αυτή, κατά μια ευρύτατα διαδεδομένη άποψη, σήμανε την έναρξη του Εμφυλίου, με τα διαθέσιμα σήμερα στοιχεία, διαμορφώνεται μια κάπως διαφορετική εικόνα. Σύμφωνα με τον Αλέξη Ρόσιο (Υψηλάντη), ο οποίος ήταν επικεφαλής της ομάδας, που επιτέθηκε στο Λιτόχωρο, στόχος ήταν μια «… ισχυρή και άγρια τρομοκρατική ομάδα, που δρούσε εξοντωτικά στην περιοχή Κατερίνης – Λιτοχώρου … Η ημερομηνία της 30ης προς την 31η Μαρτίου ήταν συμπτωματική. Ψάχναμε να εντοπίσουμε τη συμμορία τέσσερις μέρες, στάθηκε αδύνατον. Και μόνο στις 30 του μηνός αποβλέπαμε να δώσουμε ένα μάθημα σε μια παρακρατική συμμορία ….» (Αλέξης Ρόσιος /Υψηλάντης, Στα φτερά του οράματος, Θεσσαλονίκη, 1997, σελ. 223)». (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος ΙΣΤ, σελ. 119, Αθήνα 2000).
Στο τέλος του καλοκαιριού του 1946 ο εμφύλιος ήταν σε πλήρη εξέλιξη. Αρχηγοί της ένοπλης ρήξης ήταν ο Ν. Ζαχαριάδης και ο Μάρκος Βαφειάδης, οι οποίοι όμως επεδίωκαν διαφορετικούς πολιτικούς στόχους. Ο Ζαχαριάδης ήταν σταλινιστής και υποστήριζε τους Βούλγαρους στο μακεδονικό θέμα, ο Βαφειάδης αντίθετα ήταν εθνικιστής και έγειρε περισσότερο προς τους Γιουγκοσλάβους. Πέραν τούτου, ο Ζαχαριάδης πίστευε στη δυνατότητα του γρήγορου περάσματος από τον ανταρτικό αγώνα, στον συμβατικό πόλεμο. Γι’ αυτό προσπαθούσε να στήσει στα πόδια έναν πολυάριθμο στρατό, που θα μπορούσε να κρατήσει τις περιοχές, που θα κατελάμβαναν οι κομμουνιστικές δυνάμεις. Στην προσπάθεια του αυτή, χρησιμοποίησε τους Σλαβομακεδόνες της βορείου Ελλάδας, που κατά μια εκδοχή, αποτελούσαν τα 2/3 των ανταρτικών δυνάμεων.
Η επελθούσα ρήξη μεταξύ Τίτο και Στάλιν το καλοκαίρι του 1948, ανάγκασε τους Έλληνες κομμουνιστές να πάρουν κάποια θέση. Ο Ζαχαριάδης τάχθηκε χωρίς ενδοιασμούς στο πλευρό της Μόσχας. Αυτή η απόφαση είχε ως συνέπεια να κλείσει ο Τίτο τα σύνορα της Γιουγκοσλαβίας στον ανταρτικό στρατό του ΕΛΑΣ και να διακόψει κάθε βοήθεια. Αυτή η αλλαγή, που αφαιρούσε τα σίγουρα μετόπισθεν του κομμουνιστικού στρατού, θεωρήθηκε «πισώπλατο χτύπημα» και ένας από τους κύριους λόγους της ήττας του ΚΚΕ.
Συνέπεια αυτής της εξέλιξης ήταν ένα μέρος των ανταρτών Σλαβομακεδόνων να αποχωρήσει από τα ελληνικά βουνά και να περάσει στα Σκόπια, απ’ όπου καλούσαν όσους Σλάβους είχαν μείνει ακόμη στην Ελλάδα, να περάσουν στη Γιουγκοσλαβία.
Αυτή η κατάσταση δημιούργησε σημαντικά προβλήματα στο στράτευμα του ΚΚΕ, ώστε στην 5η Ολομέλεια που έλαβε χώρα το Φεβρουάριο του 1949, πάρθηκε η ακόλουθη απόφαση: «Στη Βόρεια Ελλάδα ο μακεδονικός (σλαβομακεδονικός) λαός τα δώσε όλα για τον αγώνα και πολεμά με μια ολοκλήρωση ηρωισμού και αυτοθυσίας, που προκαλούν το θαυμασμό. Δεν πρέπει να υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι σαν αποτέλεσμα της νίκης του ΔΣΕ και της λαϊκής επανάστασης, ο μακεδονικός λαός θα βρει την πλήρη εθνική αποκατάστασή του, έτσι όπως το θέλει ο ίδιος, προσφέροντας σήμερα το αίμα του, για να την αποχτήσει». (Κ.Κ.Ε., Επίσημα κείμενα, τόμος 6ος, σελ.337 /38)
Αυτό θεωρήθηκε αργότερα και ένας λόγος, για τον οποίον οι κομμουνιστές έχασαν τον πόλεμο το 1949, παρ’ όλο, που κατά την γνώμη κάποιων, το 1948 είχαν πλησιάσει αρκετά στη νίκη. Οι ουσιαστικοί λόγοι βέβαια ήταν άλλοι, όπως η σθεναρή στάση του ελληνικού λαού να μην υποκύψει στο σταλινικό σύστημα, η αμέριστη βοήθεια της Αμερικής, που εφοδίαζε τον στρατό της κυβέρνησης με όλα τα αναγκαία σύγχρονα όπλα και τη στρατηγική υποστήριξη, αλλά κι η διένεξη Τίτο – Στάλιν, που οδήγησε στο κλείσιμο των συνόρων στις ανταρτικές δυνάμεις του Ζαχαριάδη.
Τον Οκτώβριο του 1949 το ΚΚΕ ανακοίνωσε την παύση των εχθροπραξιών, αφού είχε ηττηθεί στα βουνά του Γράμμου και του Βίτσι και τα υπολείμματα του αντάρτικου στρατού κατάφεραν να περάσουν κακήν – κακώς στην Αλβανία (γύρω στις 60 – 70.000, συν 28.000 παιδιά, τα οποία το ΚΚΕ είχε μεταφέρει νωρίτερα στις κομμουνιστικές χώρες) (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος XVI, σελ 165). Η Σύνοδος της Κεντρικής Επιτροπής, που συνήλθε λίγο αργότερα στην Αλβανία, καταπιάστηκε με τη διερεύνηση των αιτιών της ήττας και με την πρόθεση να χαράξει μια νέα γραμμή πολιτικού αγώνα. Στις 16 Οκτωβρίου 1949 έγινε η εξής δήλωση: «Ο Δημοκρατικός Στρατός δεν κατέθεσε τα όπλα, μα μονάχα τα έθεσε παρά πόδα. Παραμένει ισχυρός και με ακέραιες τις δυνάμεις του» (ΤΑ ΝΕΑ, 8/7/13, σελ. 20 – 22,).
Ως προς τις απόψεις του ΚΚΕ στο θέμα της Μακεδονίας και της Θράκης, οφείλουμε να πούμε ότι δεν επρόκειτο για προδοτικές θέσεις, αλλά ότι αναγόταν στην τυφλή υπακοή της ηγεσίας του στην Comintern, που πρέσβευε τον διεθνισμό και την αυτοδιάθεση των λαών και των μειονοτήτων, ως μέσο εξάπλωσης του κομμουνιστικού κινήματος και της επιρροής της Σοβιετικής Ένωσης. Το σφάλμα των Ελλήνων κομμουνιστών ήταν ότι δεν μπόρεσαν να αντιληφθούν τη βαρύτητα των πραγμάτων και έθεσαν πάνω από την πατρίδα και τον άκρατο εθνικισμό της εποχής, τις σχέσεις τους με τη Μόσχα.
Μετά το τέλος του εμφυλίου
Η κατάσταση που δημιουργήθηκε στην Ελλάδα μετά το τέλος του εμφυλίου, ήταν δραματική. Τα νησιά του Αιγαίου, κύρια Μακρόνησος και Αϊ – Στράτης είχαν γίνει τόποι εξορίας και μαρτυρίου για χιλιάδες Έλληνες. Αλλά το ΚΚΕ ευθύνεται μέχρις ενός σημείου για την επελθούσα τραγική κατάσταση στη χώρα, γιατί κυκλοφορούσε τη φήμη του «τρίτου γύρου», επειδή το κόμμα έστηνε παράνομους πυρήνες με μηχανισμούς , που έστελναν μηνύματα στο Ανατολικό μπλοκ. Στην 7η Πλατιά Ολομέλεια του ΚΚΕ, που έλαβε χώρα το Φεβρουάριο του 1957 στη Ρουμανία, ο Ζαχαριάδης, που στο μεταξύ είχε καθαιρεθεί, είπε: «Σωστή ήταν η απόφαση για δεύτερο ένοπλο αγώνα. Σωστή φυσικά. Δικαιώθηκε και πολιτικά δεν μας ζημίωσε. Μπορούσαμε να πάρουμε την εξουσία».
Όποιος Έλληνας είχε μέσα στο σόϊ του κάποιον κομμουνιστή, θεωρείτο αριστερός και δεχόταν όλες τις συνέπειες της νικήτριας παράταξης .Δεν μπορούσε να διοριστεί στο δημόσιο, δεν του επιτρεπόταν να ταξιδεύσει στο εξωτερικό κ.ο.κ. Με λίγα λόγια η κυρίαρχη «δεξιά» είχε τον πρώτο λόγο και ίσχυε ότι συμβαίνει παντού και πάντα, με τον νικητή να επιβάλλει το δίκαιο και τους κανόνες του.
Η δεκαετία του 1950 ήταν δραματική, ούτως ή άλλως για όλους τους Έλληνες: η χώρα ήταν κατεστραμμένη από τους δυο πολέμους, υπήρχε φοβερή ανεργία, μεγάλη φτώχεια και τρισαθλιότητα. Παρ’ όλ’ αυτά χιλιάδες Έλληνες έφευγαν στο εξωτερικό για δουλειά. Βέλγιο, Γερμανία, Βραζιλία και Αυστραλία ήταν οι τόποι προορισμού των Ελλήνων εργατών. Μια κατάσταση η οποία εντάθηκε στη δεκαετία του 1960, κατά την οποία οι Έλληνες έφευγαν μαζικά για το εξωτερικό, για να επιβιώσουν.
Τελικά ήρθε το πραξικόπημα των συνταγματαρχών το 1967, που ανέτρεψε πολλές λανθασμένες ιδέες. Η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων ήταν αντίθετη με τους φασίστες της στρατιωτικής δικτατορίας, ώστε ο διαχωρισμός δεξιοί – αριστεροί ατόνησε φοβερά. Τώρα η διάκριση ήταν χουντικοί ή δημοκράτες.
Με την πτώση της χούντας το 1974 και τη έλευση του Κ. Καραμανλή, τη νομιμοποίηση του ΚΚΕ και τον πλήρη εκδημοκρατισμό της καθημερινής ζωής, οι Έλληνες βρήκαν πάλι το δρόμο τους προς την ομαλότητα. Αλλά ο πλήρης ενταφιασμός του διχασμού επιτεύχθηκε στη δεκαετία του 1980, κατά την οποία ο Ανδρέας Παπανδρέου αναγνώρισε την εθνική αντίσταση, έφερε πίσω όσους Έλληνες βρισκόταν ακόμη στις ανατολικές χώρες, έδωσε στους αγωνιστές του σαράντα συντάξεις και εν γένει ο διχασμός θάφτηκε βαθιά στο παρελθόν.
Σήμερα, όσοι Έλληνες είναι μέχρι 55 ετών ούτε έζησαν ούτε ένοιωσαν το διαχωρισμό των πατέρων τους και τις πικρές μέρες του διχασμού. Αν ακόμη κάποιοι επικαλούνται τους όρους δεξιοί, κεντρώοι, αριστεροί είναι εκ του πονηρού, γιατί τα κόμματα προσπαθούν με τον ένα ή άλλο τρόπο να προσελκύσουν ψηφοφόρους.
Τέλος, η ερώτηση που πλανάται στα κεφάλια όλων των ηλικιωμένων Ελλήνων, που έζησαν τις δραματικές συνέπειες του εμφυλίου πολέμου: Τι θα γινόταν, αν σε εκείνη την πολεμική αντιπαράθεση κέρδιζαν οι κομμουνιστές;
Απάντηση: Ό,τι έγινε στη Σοβιετική Ένωση και στις λοιπές ανατολικές χώρες. Το σύστημα θα κατέρρεε μεταξύ 1989 – 1991 και η Ελλάδα θα επέστρεφε στον κοινοβουλευτισμό.
***********************
Σημείωση: Το θέμα του Εμφυλίου είναι πολύ μεγάλο, ώστε δεν μπορεί να μεταφερθεί εδώ. Για περισσότερα βλέπε « Θεωρίες και Ιδεολογίες, που διαμόρφωσαν τον κόσμο», θ. Αυγερινός, Θεσσαλονίκη 2014
Αυγερινός Θεόδωρος
26 Ιουνίου 2017